Ήταν 4 Νοεμβρίου 1979 όταν ομάδα περίπου 300 Ιρανών φοιτητών συγκεντρώθηκε έξω από την αμερικανική πρεσβεία της Τεχεράνης απαιτώντας την έκδοση του ανατραπέντος σάχη Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί στο Ιράν, ο οποίος είχε αυτοεξοριστεί στις ΗΠΑ. Οι φοιτητές εξαγριωμένοι κατόρθωσαν να σπάσουν την κλειδαριά της πόρτας της πρεσβείας με αποτέλεσμα να εισβάλουν στο κτίριο, καταλαμβάνοντας όλους τους χώρους της πρεσβείας και κρατώντας όμηρους 52 Αμερικανούς διπλωμάτες, αλλά και περίπου 20 Ιρανούς υπαλλήλους. Η ομηρία των Αμερικανών διπλωματών διήρκησε 444 ημέρες και προκάλεσε τη διπλωματική κρίση ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Ιράν που παρατηρείται μέχρι σήμερα. Οι φοιτητές που υποστήριζαν τον σκληροπυρηνικό Αγιατολάχ Χομεϊνί, κατά τη διάρκεια της κατάληψης της αμερικανικής πρεσβείας είχαν εντοπίσει απόρρητα έγγραφα, τα οποία είχαν παρουσιάσει ως απόπειρα ανατροπή της ιρανικής επανάστασης. Ισχυριζόμενοι, λοιπόν, πως οι ΗΠΑ είχαν εμπλοκή στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας, προέβαλαν τα έγγραφα αυτά ως όπλο για να συνεχίσουν την κατάληψη. Με την υποστήριξη σημαντικής μερίδας του λαού και των κινημάτων κατά του σάχη, η ομάδα των φοιτητών εξακολούθησε να κρατά υπό ομηρία τους Αμερικανούς διπλωμάτες, με την «ευλογία» του Αγιατολάχ Χομεϊνί.
Ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης εισήγαγε την αντιαμερικανική ιδεολογία στον ιρανικό λαό σε μία προσπάθεια να απογυμνώσει τη χώρα από τη φιλοδυτική επιρροή του σάχη. Αναφερόμενος στις ΗΠΑ ως «το μεγάλο σατανά», ο Χομεϊνί επηρέασε τους πολίτες σε τέτοιο βαθμό που έβλεπαν με καχυποψία καθετί αμερικανικό, υποπτευόμενοι πως οι ΗΠΑ επιχειρούν να εμπλακούν στις υποθέσεις της χώρας, αλλά και να επαναφέρουν τον σάχη. Όπως έγινε γνωστό αργότερα, ένα μήνα πριν την κατάληψη της πρεσβείας οι Αμερικανοί διπλωμάτες στην Τεχεράνη είχαν ειδοποιήσει την Ουάσιγκτον λέγοντας πως αν ο σάχης γινόταν δεκτός στις ΗΠΑ για τη θεραπεία του καρκίνου από τον οποίο έπασχε, οι συνέπειες θα ήταν πολλές. Είχαν προβλέψει, μάλιστα, πως οι διαφωνούντες με τη φιλοδυτική πολιτική του θα ξεσπούσαν σε διαδηλώσεις και θα μπορούσαν να καταλάβουν την πρεσβεία. Οι προβλέψεις τους βγήκαν αληθινές και σαν να μην έφτανε αυτό, όπως αποκαλύφθηκε οι όμηροι υπέστησαν ψυχολογική κακοποίηση από τους Ιρανούς φοιτητές. Παρότι το Ιράν υποστηρίζει πως η συμπεριφορά απέναντι στους Αμερικανούς διπλωμάτες ήταν καλή, σύμφωνα με δηλώσεις των ίδιων, έπεσαν θύματα ακόμα και εικονικών εκτελέσεων.
Οι ΗΠΑ επιχείρησαν να επιλύσουν την κρίση δια της διπλωματικής οδού, ωστόσο μετά την αποτυχία στις προσπάθειες αυτές, η αμερικανική κυβέρνηση προχώρησε στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων, αλλά και προειδοποιήσεις για στρατιωτική επέμβαση. Η μυστική επιχείρηση διάσωσης των ομήρων με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Νύχι του Αετού», έληξε άδοξα με το θάνατο οκτώ Αμερικανών στρατιωτών και σημαίνοντας τη λήξη της προεδρίας του Τζίμι Κάρτερ. Τελικά, η κρίση τερματίστηκε έπειτα από τη διακήρυξη του Αλγερίου στις 19 Ιανουαρίου 1981 η οποία, μεταξύ άλλων, προέβλεπε πως οι ΗΠΑ δεν θα αναμιγνύονταν στρατιωτικά ή πολιτικά στις εσωτερικές υποθέσεις του Ιράν. Οι όμηροι αφέθηκαν ελεύθεροι και επέστρεψαν στις ΗΠΑ, ενώ ήδη μία ομάδα έξι Αμερικανών είχε καταφέρει να ξεγλιστρήσει από τα χέρια των Ιρανών και να βρει καταφύγιο στην πρεσβευτική οικία του Καναδού πρέσβη, γεγονός που έδωσε την αφορμή στον Μπεν Άφλεκ να σκηνοθετήσει την ταινία «Επιχείρηση Αργώ» που απέσπασε Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Η κρίση, ωστόσο, ανάμεσα στις δύο χώρες οδήγησε στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα σε Τεχεράνη και Ουάσιγκτον, ενώ ακόμα και σήμερα χρόνια μετά την κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας η ένταση είναι έκδηλη μεταξύ των δύο πλευρών. Παρά το φιλοδυτικό προφίλ του νέου προέδρου, Χασάν Ρουχανί, και παρά τις εγγυήσεις για τον ειρηνικό χαρακτήρα του πυρηνικού προγράμματος της χώρας, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να βλέπουν με σκεπτικισμό τις προθέσεις της Τεχεράνης
«Επιχείρηση Argo»: η αληθινή ιστορία
«Το 90% των ιδεών και της υλοποίησης του σχεδίου προήλθε από τον Καναδά. Αλλά η ταινία τα αποδίδει σχεδόν όλα στην αμερικανική CIA. Αν εξαιρέσει κανείς αυτό, η ταινία είναι πολύ καλή…». Ποιος τα λέει αυτά τα εξόχως ειλικρινή και… αντιαμερικανικά; Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ, σχολιάζοντας το πολιτικό θρίλερ «Επιχείρηση Argo» του Μπεν Άφλεκ, που τιμήθηκε με τρία βραβεία Όσκαρ, ανάμεσά τους και εκείνο για την καλύτερη ταινία.
«Το 90% των ιδεών και της υλοποίησης του σχεδίου προήλθε από τον Καναδά. Αλλά η ταινία τα αποδίδει σχεδόν όλα στην αμερικανική CIA. Αν εξαιρέσει κανείς αυτό, η ταινία είναι πολύ καλή…». Ποιος τα λέει αυτά τα εξόχως ειλικρινή και… αντιαμερικανικά; Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ, σχολιάζοντας το πολιτικό θρίλερ «Επιχείρηση Argo» του Μπεν Άφλεκ, που τιμήθηκε με τρία βραβεία Όσκαρ, ανάμεσά τους και εκείνο για την καλύτερη ταινία.
Η «Καναδική Τρέλα» που γέννησε το «Argo»
Στις 4 Νοεμβρίου του 1979, ένα πλήθος Ιρανών,κατέλαβαν την αμερικανική πρεσβείαςστην Τεχεράνη, και κράτησαν ομήρους τους περισσότερους όσων βρίσκονταν εντός της πρεσβείας για περισσότερους από 14 σκοτεινούς μήνες, κάνοντας την παγκόσμια υπερδύναμη, τις ΗΠΑ, να παρακολουθεί απεγνωσμένα και χωρίς βοήθεια. Ωστόσο, έξι Αμερικανοί κατόρθωσαν να δραπετεύσουν τη ίδια ημέρα. Ήταν ο Ρόμπερτ Αντερς, ο Μαρκ και η Κόρα Λάιτζεκ, ο Τζόζεφ και η Καθλίν Στάφορντ και o Λι Σατζ, οι αμερικανοί διπλωμάτες που φυγαδεύτηκαν από τους Καναδούς διπλωμάτες Κεν Τέιλορ και Τζον Σίαρνταουν. Δύο ομάδες διπλωματών σκορπίστηκαν στους δρόμους της Τεχεράνης με την οδηγία να περπατήσουν προς τη Βρετανική Πρεσβεία. Η ομάδα του Άντερς, μαζί με δύο αμερικανούς που έψαχναν υπηρεσίες και μία άλλη ομάδα, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν ο γενικός πρόξενος Ρίτσαρντ Μόρφιλντ, η οποία πήρε λάθος δρόμο, συνελήφθη και επέστρεψε στο συγκρότημα της υπό κατάληψη πρεσβείας. Η ομάδα του Άντερς πλησίασε την Βρετανική Πρεσβεία, ωστόσο είδε ένα μεγάλο πλήθος να πραγματοποιεί διαμαρτυρία. Ο Ρόμπερτ Άντερς τότε κάλεσε τους υπόλοιπους στο σπίτι του που ήταν σε κοντινή απόσταση. Και τότε άρχισε μία εξαήμερη οδύσσεια, πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι, μένοντας μία νύχτα στο βρετανικό συγκρότημα κατοικιών. Τρεις ημέρες μετά η κυβέρνηση Μπαζαργκάν έπεσε και όλοι συνειδητοποίησαν ότι η δοκιμασία τους δεν θα τελείωνε γρήγορα. Αναζητώντας οδηγίες, ο Άντερς επικοινώνησε με τον παλιό του φίλο Τζον Σίαρνταουν, επικεφαλής της Καναδικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και έλαβε μία ενθουσιώδη πρόσκληση για ολόκληρη την ομάδα. Στις 10 Νοεμβρίου, οι πέντε έφτασαν στην οικία Σίαρνταουν όπου εκτός από εκείνον και τη σύζυγό του, τους υποδέχθηκε ο καναδός πρέσβης Κεν Τέιλορ. Οι Στάφορντ ακολούθησαν τον Τέιλορ και τη σύζυγό του, Πατ, στο σπίτι του, ενώ οι άλλοι τρεις έμειναν με τους Σίαρνταουν. Δύο εβδομάδες αργότερα ο Λι Σατζ, που είχε βρει καταφυγιο στη σουηδική πρεσβεία, ακολούθησε τους Στάφορντ στο σπίτι του Καναδού πρέσβη.
Στις 4 Νοεμβρίου του 1979, ένα πλήθος Ιρανών,κατέλαβαν την αμερικανική πρεσβείαςστην Τεχεράνη, και κράτησαν ομήρους τους περισσότερους όσων βρίσκονταν εντός της πρεσβείας για περισσότερους από 14 σκοτεινούς μήνες, κάνοντας την παγκόσμια υπερδύναμη, τις ΗΠΑ, να παρακολουθεί απεγνωσμένα και χωρίς βοήθεια. Ωστόσο, έξι Αμερικανοί κατόρθωσαν να δραπετεύσουν τη ίδια ημέρα. Ήταν ο Ρόμπερτ Αντερς, ο Μαρκ και η Κόρα Λάιτζεκ, ο Τζόζεφ και η Καθλίν Στάφορντ και o Λι Σατζ, οι αμερικανοί διπλωμάτες που φυγαδεύτηκαν από τους Καναδούς διπλωμάτες Κεν Τέιλορ και Τζον Σίαρνταουν. Δύο ομάδες διπλωματών σκορπίστηκαν στους δρόμους της Τεχεράνης με την οδηγία να περπατήσουν προς τη Βρετανική Πρεσβεία. Η ομάδα του Άντερς, μαζί με δύο αμερικανούς που έψαχναν υπηρεσίες και μία άλλη ομάδα, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν ο γενικός πρόξενος Ρίτσαρντ Μόρφιλντ, η οποία πήρε λάθος δρόμο, συνελήφθη και επέστρεψε στο συγκρότημα της υπό κατάληψη πρεσβείας. Η ομάδα του Άντερς πλησίασε την Βρετανική Πρεσβεία, ωστόσο είδε ένα μεγάλο πλήθος να πραγματοποιεί διαμαρτυρία. Ο Ρόμπερτ Άντερς τότε κάλεσε τους υπόλοιπους στο σπίτι του που ήταν σε κοντινή απόσταση. Και τότε άρχισε μία εξαήμερη οδύσσεια, πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι, μένοντας μία νύχτα στο βρετανικό συγκρότημα κατοικιών. Τρεις ημέρες μετά η κυβέρνηση Μπαζαργκάν έπεσε και όλοι συνειδητοποίησαν ότι η δοκιμασία τους δεν θα τελείωνε γρήγορα. Αναζητώντας οδηγίες, ο Άντερς επικοινώνησε με τον παλιό του φίλο Τζον Σίαρνταουν, επικεφαλής της Καναδικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και έλαβε μία ενθουσιώδη πρόσκληση για ολόκληρη την ομάδα. Στις 10 Νοεμβρίου, οι πέντε έφτασαν στην οικία Σίαρνταουν όπου εκτός από εκείνον και τη σύζυγό του, τους υποδέχθηκε ο καναδός πρέσβης Κεν Τέιλορ. Οι Στάφορντ ακολούθησαν τον Τέιλορ και τη σύζυγό του, Πατ, στο σπίτι του, ενώ οι άλλοι τρεις έμειναν με τους Σίαρνταουν. Δύο εβδομάδες αργότερα ο Λι Σατζ, που είχε βρει καταφυγιο στη σουηδική πρεσβεία, ακολούθησε τους Στάφορντ στο σπίτι του Καναδού πρέσβη.
Οι έξι θα παρέμεναν εκεί για 79 ημέρες.
Η επιχείρηση από μόνη της ήταν υψηλού προσωπικού ρίσκου τόσο για τον πρέσβη Τέιλορ, όσο και τον Σίαρνταουν, οι οποίοι προσέφεραν τις κατοικίες τους για τους έξι αμερικανούς διπλωμάτες. Ο πρέσβης Τέιλορ επικοινώνησε με την γραμματέα του καναδικού υπουργείο Εξωτερικών, Φλόρα ΜακΝτόναλντ και τον πρωθυπουργό της χώρας, Τζο Κλαρκ για βοήθεια, ο οποίος εξέφρασε την στήριξή του στην όλη προσπάθεια. Αποφάσισαν να βγάλουν λαθραία τους «έξι» από το Ιράν με διεθνή πτήση, χρησιμοποιώντας καναδικά διαβατήρια. Για να γίνει αυτό, το καναδικό συμβούλιο αποφάσισε να χορηγήσει διαβατήρια στους αμερικανούς που βρίσκονταν υπό καναδικό άσυλο. Τα διαβατήρια αυτά περιείχαν ένα σύνολο πλαστών ιρανικών βίζα που προετοιμάστηκαν από τη CIA και θα χρησιμοποιούνταν για την απόδραση. Η CIA επιστράτευσε τον ειδικό στις μεταμφιέσεις, Τόνι Μέντεζ, για να φτιάξει ένα σενάριο κάλυψης, έγγραφα, τα απαραίτητα ρούχα και υλικά για να αλλάξουν την εμφάνισή τους. Ο Μέντεζ συνεργάστηκε στενά με τα μέλη της κυβέρνησης του Καναδά στην Οττάβα, που προώθησαν τα διαβατήρια και επιπλέον υποστηρικτικό υλικό στην καναδική πρεσβεία διαμέσου ενός καναδικού διπλωματικού μεταφορέα. Ο Μέντεζ τότε μετέβη στην Τεχεράνη μαζί με έναν υφιστάμενο γνωστό ως «Τζούλιο» για να τον βοηθήσει στη διάσωση. Ο Τζούλιο και ο Μέντεζ εργάζονταν πριν στο τμήμα των τεχνικών υπηρεσιών της CIΑ. Εκεί έφτιαχναν διαβατήρια και ταυτότητες για μία ποικιλία σεναρίων, αλλά η ιστορία που επιλέχθηκε για τους έξι ήταν ένα συνεργείο του Χόλιγουντ που έψαχνε τοποθεσίες για γυρίσματα. Η πολύπλοκη ιστορία περιελάμβανε μία ταινία με τίτλο «Αργώ» και ένα γραφείο στο Χόλιγουν που συστάθηκε με τη βοήθεια του βεταράνου μακιγέρ, Τζον Τσέιμπερς. Το σενάριο που χρησιμοποιήθηκε βασιζόταν στη νουβέλα επιστημονικής φαντασίας του Ρότζερ Ζελάζνι «Ο Άρχοντας του Φωτός» (1967). Είπαν στους έξι ότι τα τηλεφωνήματα στο «Στούντιο Έξι» του Λος Αντζελες θα απαντηθούν. Διαφημίσεις της παραγωγής του Στούντιο Έξι μπήκαν σε εκδόσεις του Χόλιγουντ και ένα φύλλο μεταφέρθηκε από την Κόρα Λάιτζεκ, ως μέρος του υλικού κάλυψής τους.
Ωστόσο, έγινε ένα λάθος με τις ημερομηνίες των βίζα. Αυτός που τις ετοίμασε δεν ήξερε ότι το ιρανικό έτος ξεκινά στα τέλη Μαρτίου. Ένας από τους υπαλλήλους της καναδικής πρεσβείας εντόπισε το λάθος την ώρα που ήλεγχε τα έγγραφα. Ευτυχώς στην ενσωμάτωση επιπλέον διαβατηρίων, ο Μέντεζ μπορούσε να εισαγάγει νέες σφραγίδες βίζα με ημερομηνίες συμβαδίζουσες με το ιρανικό έτος. Καθώς οι εβδομάδες περνούσαν, οι έξι αμερικανοί διάβαζαν και έπαιζαν παιχνίδια, κυρίως τράπουλα και Scrabble, με τον πρέσβη Τέιλορ να καταβάλλει προσπάθειες να «πετάξει έξω» άχρηστο προσωπικό. Η ένταση ξεκίνησε όταν ύποπτες τηλεφωνικές κλήσεις και άλλες ενέργειες υποδήλωναν ότι η φυγάδευσή τους ίσως είχε γίνει αντιληπτή.
Η επιχείρηση από μόνη της ήταν υψηλού προσωπικού ρίσκου τόσο για τον πρέσβη Τέιλορ, όσο και τον Σίαρνταουν, οι οποίοι προσέφεραν τις κατοικίες τους για τους έξι αμερικανούς διπλωμάτες. Ο πρέσβης Τέιλορ επικοινώνησε με την γραμματέα του καναδικού υπουργείο Εξωτερικών, Φλόρα ΜακΝτόναλντ και τον πρωθυπουργό της χώρας, Τζο Κλαρκ για βοήθεια, ο οποίος εξέφρασε την στήριξή του στην όλη προσπάθεια. Αποφάσισαν να βγάλουν λαθραία τους «έξι» από το Ιράν με διεθνή πτήση, χρησιμοποιώντας καναδικά διαβατήρια. Για να γίνει αυτό, το καναδικό συμβούλιο αποφάσισε να χορηγήσει διαβατήρια στους αμερικανούς που βρίσκονταν υπό καναδικό άσυλο. Τα διαβατήρια αυτά περιείχαν ένα σύνολο πλαστών ιρανικών βίζα που προετοιμάστηκαν από τη CIA και θα χρησιμοποιούνταν για την απόδραση. Η CIA επιστράτευσε τον ειδικό στις μεταμφιέσεις, Τόνι Μέντεζ, για να φτιάξει ένα σενάριο κάλυψης, έγγραφα, τα απαραίτητα ρούχα και υλικά για να αλλάξουν την εμφάνισή τους. Ο Μέντεζ συνεργάστηκε στενά με τα μέλη της κυβέρνησης του Καναδά στην Οττάβα, που προώθησαν τα διαβατήρια και επιπλέον υποστηρικτικό υλικό στην καναδική πρεσβεία διαμέσου ενός καναδικού διπλωματικού μεταφορέα. Ο Μέντεζ τότε μετέβη στην Τεχεράνη μαζί με έναν υφιστάμενο γνωστό ως «Τζούλιο» για να τον βοηθήσει στη διάσωση. Ο Τζούλιο και ο Μέντεζ εργάζονταν πριν στο τμήμα των τεχνικών υπηρεσιών της CIΑ. Εκεί έφτιαχναν διαβατήρια και ταυτότητες για μία ποικιλία σεναρίων, αλλά η ιστορία που επιλέχθηκε για τους έξι ήταν ένα συνεργείο του Χόλιγουντ που έψαχνε τοποθεσίες για γυρίσματα. Η πολύπλοκη ιστορία περιελάμβανε μία ταινία με τίτλο «Αργώ» και ένα γραφείο στο Χόλιγουν που συστάθηκε με τη βοήθεια του βεταράνου μακιγέρ, Τζον Τσέιμπερς. Το σενάριο που χρησιμοποιήθηκε βασιζόταν στη νουβέλα επιστημονικής φαντασίας του Ρότζερ Ζελάζνι «Ο Άρχοντας του Φωτός» (1967). Είπαν στους έξι ότι τα τηλεφωνήματα στο «Στούντιο Έξι» του Λος Αντζελες θα απαντηθούν. Διαφημίσεις της παραγωγής του Στούντιο Έξι μπήκαν σε εκδόσεις του Χόλιγουντ και ένα φύλλο μεταφέρθηκε από την Κόρα Λάιτζεκ, ως μέρος του υλικού κάλυψής τους.
Ωστόσο, έγινε ένα λάθος με τις ημερομηνίες των βίζα. Αυτός που τις ετοίμασε δεν ήξερε ότι το ιρανικό έτος ξεκινά στα τέλη Μαρτίου. Ένας από τους υπαλλήλους της καναδικής πρεσβείας εντόπισε το λάθος την ώρα που ήλεγχε τα έγγραφα. Ευτυχώς στην ενσωμάτωση επιπλέον διαβατηρίων, ο Μέντεζ μπορούσε να εισαγάγει νέες σφραγίδες βίζα με ημερομηνίες συμβαδίζουσες με το ιρανικό έτος. Καθώς οι εβδομάδες περνούσαν, οι έξι αμερικανοί διάβαζαν και έπαιζαν παιχνίδια, κυρίως τράπουλα και Scrabble, με τον πρέσβη Τέιλορ να καταβάλλει προσπάθειες να «πετάξει έξω» άχρηστο προσωπικό. Η ένταση ξεκίνησε όταν ύποπτες τηλεφωνικές κλήσεις και άλλες ενέργειες υποδήλωναν ότι η φυγάδευσή τους ίσως είχε γίνει αντιληπτή.
Η διάσωση
Νωρίς το πρωί της 28ης Ιανουαρίου 1980, ο Μέντεζ, ο «Τζούλιο» και οι έξι αμερικανοί διπλωμάτες ταξίδευαν με αληθινά καναδικά διαβατήρια και πλαστά έγγραφα εισόδου, τα οποία είχαν περάσει εύκολα από την ασφάλεια του Αεροδρομίου Μεχραμπάντ της Τεχεράνης. Μετά από μία μικρή καθυστέρηση λόγω μηχανικών προβλημάτων του αεροσκάφους, η ομάδα των οκτώ πέταξε με την πτήση 363 της Swissair για Ζυρίχη. Κατά διαβολική σύμπτωση το όνομα του αεροπλάνου ήταν «Aragau», από το ομώνυμο καντόνι της βόρειας Ελβετίας. Μετά την προσγείωση στη Ζυρίχη, οι έξι διπλωμάτες μεταφέρθηκαν από υπαλλήλους της CIA σε ασφαλή τοποθεσία για να διανυκτερεύσουν. Εκεί τους είπαν ότι για διπλωματικούς λόγους, δεν θα μπορούσαν να μιλήσουν στον Τύπο και ότι θα έπρεπε να παραμείνουν κρυμμένοι σε μυστική τοποθεσία στη Φλόριντα μέχρις ότου λυθεί η κατάσταση ομηρείας. Μέντεζ και Τζούλιο συνέχισαν για Φραγκφούρτη, όπου ο Μέντεζ έγραψε την αναφορά του. Την επόμενη ημέρα η ιστορία αποκαλύφθηκε στο Μόντρεαλ από τον Ζαν Πελετιέρ για την εφημερίδα La Presse και γρήγορα έγινε πρώτο θέμα στο διεθνή Τύπο. Οι έξι διπλωμάτες οδηγήθηκαν από την Ελβετία στην αεροπορική βάση του Ράμσταϊν στη Γερμανία και από κει πέταξαν προς τη βάση Ντόβερ στο Ντέλαγουερ. Αφότου οι έξι αμερικανοί έφυγαν στις 28 Ιανουαρίου, η καναδική πρεσβεία έκλεισε την ίδια ημέρα με τον Τέιλορ και το προσωπικό της να επιστρέφουν στον Καναδά. Οι έξι έφτασαν σώοι και αβλαβής στην πατρίδα τους στις 30 Ιανουαρίου 1980. Ήταν ο Ρόμπερτ Άντερς 54 ετών, ο Μαρκ Λάιτζεκ 29 ετών, η Κόρα Λάιτζεκ 25 ετών, ο Χένρι Λι Σατζ 31 ετών, ο Τζόζεφ Στάνφορντ 29 ετών και η Καθλίν Στάφορντ 28 ετών. Ο πρέσβης Τέιλορ, ο Σίαρνταουν και οι σύζυγοί τους, μαζί με τα μέλη της πρεσβείας βραβεύθηκαν με το δεύτερο υψηλότερο τίτλο τιμής του Καναδά. Ο καναδός πρέσβης τιμήθηκε επίσης και με το Χρυσό Μετάλλιο του Αμερικανικού Κογκρέσου για τη βοήθειά του προς τις ΗΠΑ. Ο Πελετιέρ είχε αποκαλύψει κάποια από τα στοιχεία της διπλωματικής αυτής κατάστασης πριν την 28η Ιανουαρίου, αλλά δεν δημοσίευσε την ιστορία προκειμένου να διατηρήσει την ασφάλεια των εμπλεκομένων. Το άρθρο του δημοσιεύθηκε στις 29 Ιανουαρίου αφού ήξερε πλέον ότι οι όμηροι είχαν φύγει από το Ιράν, αλλά εκθέτοντας την επιχείρηση, γκρεμίστηκαν τα σχέδια των ΗΠΑ να στεγάσουν κρυφά τους Αμερικανούς στη Φλόριντα. Η ιστορία της επιχείρησης έγινε γνωστή, αλλά ο ρόλος της CIA κρατήθηκε ως επτασφράγιστο μυστικό και από τις δύο κυβερνήσεις, Καναδά και ΗΠΑ, και οι λεπτομέρειες δεν είχαν αποκαλυφθεί μέχρι το 1997. Επισήμως, ο Τζίμι Κάρτερ είχε ισχυριστεί για διαπραγματευτικούς σκοπούς ότι όλοι οι αγνοούμενοι αμερικανοί διπλωμάτες ήταν όμηροι, και έτσι η διάσωσή του εξέπληξε την κοινή γνώμη. Η επιχείρηση έμεινε γνωστή ως «Canadian Caper» (καναδική τρέλα). Η αμερικανική ευγνωμοσύνη για τη συνδρομή των Καναδών στη διάσωση παρουσιάστηκε παντού και από πολλούς αμερικανούς τηλεπαρουσιαστές, αλλά και απλούς πολίτες με τον πρέσβη Κεν Τέιλορ να βρίσκεται στο επίκεντρο. Η καναδική σημαία κυμάτιζε σε όλη την επικράτεια των Ηνωμένων Πολιτειών με τεράστια πανό που έγραφαν «Καναδά, σ’ ευχαριστούμε».
Νωρίς το πρωί της 28ης Ιανουαρίου 1980, ο Μέντεζ, ο «Τζούλιο» και οι έξι αμερικανοί διπλωμάτες ταξίδευαν με αληθινά καναδικά διαβατήρια και πλαστά έγγραφα εισόδου, τα οποία είχαν περάσει εύκολα από την ασφάλεια του Αεροδρομίου Μεχραμπάντ της Τεχεράνης. Μετά από μία μικρή καθυστέρηση λόγω μηχανικών προβλημάτων του αεροσκάφους, η ομάδα των οκτώ πέταξε με την πτήση 363 της Swissair για Ζυρίχη. Κατά διαβολική σύμπτωση το όνομα του αεροπλάνου ήταν «Aragau», από το ομώνυμο καντόνι της βόρειας Ελβετίας. Μετά την προσγείωση στη Ζυρίχη, οι έξι διπλωμάτες μεταφέρθηκαν από υπαλλήλους της CIA σε ασφαλή τοποθεσία για να διανυκτερεύσουν. Εκεί τους είπαν ότι για διπλωματικούς λόγους, δεν θα μπορούσαν να μιλήσουν στον Τύπο και ότι θα έπρεπε να παραμείνουν κρυμμένοι σε μυστική τοποθεσία στη Φλόριντα μέχρις ότου λυθεί η κατάσταση ομηρείας. Μέντεζ και Τζούλιο συνέχισαν για Φραγκφούρτη, όπου ο Μέντεζ έγραψε την αναφορά του. Την επόμενη ημέρα η ιστορία αποκαλύφθηκε στο Μόντρεαλ από τον Ζαν Πελετιέρ για την εφημερίδα La Presse και γρήγορα έγινε πρώτο θέμα στο διεθνή Τύπο. Οι έξι διπλωμάτες οδηγήθηκαν από την Ελβετία στην αεροπορική βάση του Ράμσταϊν στη Γερμανία και από κει πέταξαν προς τη βάση Ντόβερ στο Ντέλαγουερ. Αφότου οι έξι αμερικανοί έφυγαν στις 28 Ιανουαρίου, η καναδική πρεσβεία έκλεισε την ίδια ημέρα με τον Τέιλορ και το προσωπικό της να επιστρέφουν στον Καναδά. Οι έξι έφτασαν σώοι και αβλαβής στην πατρίδα τους στις 30 Ιανουαρίου 1980. Ήταν ο Ρόμπερτ Άντερς 54 ετών, ο Μαρκ Λάιτζεκ 29 ετών, η Κόρα Λάιτζεκ 25 ετών, ο Χένρι Λι Σατζ 31 ετών, ο Τζόζεφ Στάνφορντ 29 ετών και η Καθλίν Στάφορντ 28 ετών. Ο πρέσβης Τέιλορ, ο Σίαρνταουν και οι σύζυγοί τους, μαζί με τα μέλη της πρεσβείας βραβεύθηκαν με το δεύτερο υψηλότερο τίτλο τιμής του Καναδά. Ο καναδός πρέσβης τιμήθηκε επίσης και με το Χρυσό Μετάλλιο του Αμερικανικού Κογκρέσου για τη βοήθειά του προς τις ΗΠΑ. Ο Πελετιέρ είχε αποκαλύψει κάποια από τα στοιχεία της διπλωματικής αυτής κατάστασης πριν την 28η Ιανουαρίου, αλλά δεν δημοσίευσε την ιστορία προκειμένου να διατηρήσει την ασφάλεια των εμπλεκομένων. Το άρθρο του δημοσιεύθηκε στις 29 Ιανουαρίου αφού ήξερε πλέον ότι οι όμηροι είχαν φύγει από το Ιράν, αλλά εκθέτοντας την επιχείρηση, γκρεμίστηκαν τα σχέδια των ΗΠΑ να στεγάσουν κρυφά τους Αμερικανούς στη Φλόριντα. Η ιστορία της επιχείρησης έγινε γνωστή, αλλά ο ρόλος της CIA κρατήθηκε ως επτασφράγιστο μυστικό και από τις δύο κυβερνήσεις, Καναδά και ΗΠΑ, και οι λεπτομέρειες δεν είχαν αποκαλυφθεί μέχρι το 1997. Επισήμως, ο Τζίμι Κάρτερ είχε ισχυριστεί για διαπραγματευτικούς σκοπούς ότι όλοι οι αγνοούμενοι αμερικανοί διπλωμάτες ήταν όμηροι, και έτσι η διάσωσή του εξέπληξε την κοινή γνώμη. Η επιχείρηση έμεινε γνωστή ως «Canadian Caper» (καναδική τρέλα). Η αμερικανική ευγνωμοσύνη για τη συνδρομή των Καναδών στη διάσωση παρουσιάστηκε παντού και από πολλούς αμερικανούς τηλεπαρουσιαστές, αλλά και απλούς πολίτες με τον πρέσβη Κεν Τέιλορ να βρίσκεται στο επίκεντρο. Η καναδική σημαία κυμάτιζε σε όλη την επικράτεια των Ηνωμένων Πολιτειών με τεράστια πανό που έγραφαν «Καναδά, σ’ ευχαριστούμε».