Λένε πως ο όρος μυστικισμός προέρχεται από τη λέξη μύστης, που σήμαινε εκείνον, ο οποίος ξεπερνώντας τις παραδοσιακές θρησκευτικές μορφές δημόσιας λατρείας, ακολουθούσε νέους δρόμους, αναζητώντας τη σωτηρία στα μυστήρια. Είναι αλήθεια, λοιπόν, ότι από την εξέταση ανάλογων στοιχείων του αρχαίου πολυθεϊστικού πολιτισμού και του νεώτερου χριστιανικού, ο μυστικισμός προβάλλει σαν μια αντιορθολογική εξέγερση εναντίον ενός θρησκευτικού συστήματος, διαμορφωμένου σύμφωνα με τη λογική;
Δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία ως προς τα χαρακτηριστικά του Μυστικισμού. Η W.R. Inge (1889) είχε διακρίνει: 1.την εσωτερική γνώση. 2.την ησυχία. 3., την ενδοσκόπηση.4.την περιφρόνηση και παραμέληση των υλικών πραγμάτων. Στον 20ό αι. ως χαρακτηριστικά του Μυστικισμού αναγνωρίζονται συνήθως τα επισημανθέντα από τον W. James (1902): 1. Το ανέκφραστο (ineffability). 2. Το νοητικό στοιχείο (noetic), εφόσον η μυστική εμπειρία επιζητεί μιά ολική αντίληψη του σύμπαντος, που ασφαλώς ανήκει στη νοητική σφαίρα. 3. Η παθητικότητα (passivity). 4.Η παροδικότητα (transiency). Τελευταίως, ο L. Duprey (1987) προτείνει στη θέση της παροδικότητας την έννοια της ρυθμικότητας (rythmic), διότι η εμπειρία αυτή επανέρχεται με κάποιο ρυθμό. Και ακόμη προσθέτει ως 5, την ολοκλήρωση (integration), διευκρινίζοντας ότι η μυστική συνείδηση επιτυγχάνει να υπερβεί διάφορες αντιθέσεις και με την ενόραση να τις συνθέσει. Πολλοί υποστήριξαν ότι υπάρχει κοινός παρονομαστής κάτω από τις πιο ποικίλες μορφές Μυστικισμού. Όσο όμως και αν διαπιστώνονται κοινά γνωρίσματα στη μυστική εμπειρία διαφόρων θρησκευτικών συστημάτων, σοβαρές επίσης είναι και οι αποκλίσεις, οι ιδιαίτεροι χρωματισμοί. Η κάθε μυστική εμπειρία διατηρεί κάτι το ειδικό, το προσωπικό.
Ελληνικός Μυστικισμός
Ο ελληνικός μυστικισμός πρωτοαναπτύχθηκε κυρίως φιλοσοφικά στην περί ενός και παντός διδασκαλία των προσωκρατικών φιλοσόφων και μέσα στο ευρύτερο θρησκευτικό κλίμα που είχαν δημιουργήσει η διονυσιακή λατρεία και τα ορφικά μυστήρια με τον εκστασιακό χαρακτήρα τους. οι μύστες του Διονύσου πίστευαν ότι εγίνοντο «ένθεοι», ενώ οι ορφικοί αποσκοπούσαν στην επιστροφή στη θεία ουσία με την έκσταση. Η ελληνική φιλοσοφική διανόηση εξευγένισε τις αρχικές παραστάσεις ενώσεως με το θείο των ελληνικών μυστηρίων και στη θέση των παλαιών τελετουργιών καλλιέργησε την έκσταση που προκαλείται κυρίως με διαλογισμό. Οι Έλληνες ανέπτυξαν, μεταξύ άλλων, τον μονισμό και τον πανθεϊσμό, διδάσκοντας ότι ο κόσμος προέρχεται από μιά πρώτη Αρχή, στην οποία και επιστρέφει. Μ’ αυτήν τη σύλληψη συνδέθηκε η αντίληψη της αιώνιας ανακυκλήσεως των όντων και ακόμη η θεωρία της μετεμψυχώσεως. Ο Πλάτων (428/427-348/ 347 π.Χ.) πλούτισε περισσότερο τον ελληνικό φιλοσοφικό μυστικισμό με τη θεωρία του περί ιδεών, ενώ οι στωικοί προσέφεραν την πανθεΐζουσα φιλοσοφία περί λόγου.Η πιο εντυπωσιακή όμως μυστική σύνθεση πραγματοποιήθηκε με τον Νεοπλατωνισμό, που συνέκρασε στοιχεία από την πλατωνική, αριστοτελική, πυθαγόρεια και στωική φιλοσοφία, συμπληρώνοντας πιθανώς το αμάλγαμα αυτό με συλλήψεις της ιουδαϊκής ερμηνευτικής παραδόσεως. Ο Νεοπλατωνισμός παρουσιάσθηκε ως καθολικό φιλοσοφικό σύστημα, ανυψωτικό πνευματικά και εδραίο διανοητικά. Ιδρυτής του θεωρείται ο Αμμώνιος Σακκάς (175-242), αλλά διαμορφωτής του υπήρξε κυρίως ο Πλωτίνος (206-269),που δίδαξε στη Ρώμη. Στη συνέχεια αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Πορφύριο (232-303), τον Ιάμβλιχο (205-330) στη Συρία και τον Πρόκλο (411-485) στην Αθήνα. Για τον Νεοπλατωνισμό, αρχή και πηγή του κόσμου είναι το Εν, το Πρώτο, το Αιώνιο, το Ύψιστο, το Αγαθό, που ταυτίζεται με τον Θεό. Ο κόσμος προήλθε από το εν με απορροή, που συντελέσθηκε σε επάλληλες φάσεις. Πρώτη απορροή είναι ο νους, ο όποιος αποτελείται από ιδέες που αντιστοιχούν στον πλατωνικό νοητό κόσμο, δεύτερη η ψυχή του παντός, τρίτη οι επιμέρους ψυχές και τελευταία η ύλη, που είναι περισσότερο απομακρυσμένη από το Εν. Στη φιλοσοφία του Πλωτίνου κάθε απορροή από το εν αντανακλά την πρότερα της ως εικόνα. Αυτό σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο από εξωτερικό αντίγραφο· η κάθε σφαίρα της πραγματικότητας αναφέρεται στο βάθος της ουσίας της σε μιά ανώτερη και πρέπει να επιστρέψει σ’ αυτήν. Με τη μεταφυσική αυτή, και κυρίως με τη θεωρία της απορροής, συνάπτεται ο νεοπλατωνικός μυστικισμός. Η ανθρώπινη ψυχή πρέπει να διαπεράσει τα σύνορα των αισθήσεων, της ύλης, και να κοινωνήσει με το Εν, το Απόλυτο. Η τελική ένωση μαζί του συντελείται με ασκητική κάθαρση και έκσταση που οδηγεί στη μυστική θεωρία του θείου. Η πλωτίνεια ένωση με το εν έχει ονομασθεί εκστατική, αλλά κυρίως είναι εισδυτική (διείσδυση εις εαυτόν). Ο Πλωτίνος ενέταξε στο σύστημα του τις τέσσερις βασικές αρετές της πλατωνικής ηθικής – σοφία, ανδρεία, σωφροσύνη, δικαιοσύνη -, απλώς ως προϋποθέσεις. Εκείνο στο όποιο κυρίως αποβλέπει ως ύψιστο σκοπό, ως ευδαιμονία και αγαθό, είναι η μυστική ένωση της ψυχής με τον Θεό. Η συγχώνευση με το εν μπορεί, κατά τον Νεοπλατωνισμό, να πραγματοποιηθεί ήδη κατά τη διάρκεια του επίγειου ανθρώπινου βίου. Ο Πλωτίνος και ο Πορφύριος υποστήριξαν ότι είχαν τέτοια εμπειρία. Γενικά, η νεοπλατωνική διδασκαλία παρουσιάζεται μάλλον ψυχρή, χωρίς συναισθηματισμό και οράματα. Ο Νεοπλατωνισμός υπήρξε ο μεγάλος αντίπαλος του Χριστιανισμού και στην αντιπαράθεση μαζί του ορισμένες ιδέες μεταπλάσθηκαν από τους χριστιανούς μυστικούς.
Ο ελληνικός μυστικισμός πρωτοαναπτύχθηκε κυρίως φιλοσοφικά στην περί ενός και παντός διδασκαλία των προσωκρατικών φιλοσόφων και μέσα στο ευρύτερο θρησκευτικό κλίμα που είχαν δημιουργήσει η διονυσιακή λατρεία και τα ορφικά μυστήρια με τον εκστασιακό χαρακτήρα τους. οι μύστες του Διονύσου πίστευαν ότι εγίνοντο «ένθεοι», ενώ οι ορφικοί αποσκοπούσαν στην επιστροφή στη θεία ουσία με την έκσταση. Η ελληνική φιλοσοφική διανόηση εξευγένισε τις αρχικές παραστάσεις ενώσεως με το θείο των ελληνικών μυστηρίων και στη θέση των παλαιών τελετουργιών καλλιέργησε την έκσταση που προκαλείται κυρίως με διαλογισμό. Οι Έλληνες ανέπτυξαν, μεταξύ άλλων, τον μονισμό και τον πανθεϊσμό, διδάσκοντας ότι ο κόσμος προέρχεται από μιά πρώτη Αρχή, στην οποία και επιστρέφει. Μ’ αυτήν τη σύλληψη συνδέθηκε η αντίληψη της αιώνιας ανακυκλήσεως των όντων και ακόμη η θεωρία της μετεμψυχώσεως. Ο Πλάτων (428/427-348/ 347 π.Χ.) πλούτισε περισσότερο τον ελληνικό φιλοσοφικό μυστικισμό με τη θεωρία του περί ιδεών, ενώ οι στωικοί προσέφεραν την πανθεΐζουσα φιλοσοφία περί λόγου.Η πιο εντυπωσιακή όμως μυστική σύνθεση πραγματοποιήθηκε με τον Νεοπλατωνισμό, που συνέκρασε στοιχεία από την πλατωνική, αριστοτελική, πυθαγόρεια και στωική φιλοσοφία, συμπληρώνοντας πιθανώς το αμάλγαμα αυτό με συλλήψεις της ιουδαϊκής ερμηνευτικής παραδόσεως. Ο Νεοπλατωνισμός παρουσιάσθηκε ως καθολικό φιλοσοφικό σύστημα, ανυψωτικό πνευματικά και εδραίο διανοητικά. Ιδρυτής του θεωρείται ο Αμμώνιος Σακκάς (175-242), αλλά διαμορφωτής του υπήρξε κυρίως ο Πλωτίνος (206-269),που δίδαξε στη Ρώμη. Στη συνέχεια αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Πορφύριο (232-303), τον Ιάμβλιχο (205-330) στη Συρία και τον Πρόκλο (411-485) στην Αθήνα. Για τον Νεοπλατωνισμό, αρχή και πηγή του κόσμου είναι το Εν, το Πρώτο, το Αιώνιο, το Ύψιστο, το Αγαθό, που ταυτίζεται με τον Θεό. Ο κόσμος προήλθε από το εν με απορροή, που συντελέσθηκε σε επάλληλες φάσεις. Πρώτη απορροή είναι ο νους, ο όποιος αποτελείται από ιδέες που αντιστοιχούν στον πλατωνικό νοητό κόσμο, δεύτερη η ψυχή του παντός, τρίτη οι επιμέρους ψυχές και τελευταία η ύλη, που είναι περισσότερο απομακρυσμένη από το Εν. Στη φιλοσοφία του Πλωτίνου κάθε απορροή από το εν αντανακλά την πρότερα της ως εικόνα. Αυτό σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο από εξωτερικό αντίγραφο· η κάθε σφαίρα της πραγματικότητας αναφέρεται στο βάθος της ουσίας της σε μιά ανώτερη και πρέπει να επιστρέψει σ’ αυτήν. Με τη μεταφυσική αυτή, και κυρίως με τη θεωρία της απορροής, συνάπτεται ο νεοπλατωνικός μυστικισμός. Η ανθρώπινη ψυχή πρέπει να διαπεράσει τα σύνορα των αισθήσεων, της ύλης, και να κοινωνήσει με το Εν, το Απόλυτο. Η τελική ένωση μαζί του συντελείται με ασκητική κάθαρση και έκσταση που οδηγεί στη μυστική θεωρία του θείου. Η πλωτίνεια ένωση με το εν έχει ονομασθεί εκστατική, αλλά κυρίως είναι εισδυτική (διείσδυση εις εαυτόν). Ο Πλωτίνος ενέταξε στο σύστημα του τις τέσσερις βασικές αρετές της πλατωνικής ηθικής – σοφία, ανδρεία, σωφροσύνη, δικαιοσύνη -, απλώς ως προϋποθέσεις. Εκείνο στο όποιο κυρίως αποβλέπει ως ύψιστο σκοπό, ως ευδαιμονία και αγαθό, είναι η μυστική ένωση της ψυχής με τον Θεό. Η συγχώνευση με το εν μπορεί, κατά τον Νεοπλατωνισμό, να πραγματοποιηθεί ήδη κατά τη διάρκεια του επίγειου ανθρώπινου βίου. Ο Πλωτίνος και ο Πορφύριος υποστήριξαν ότι είχαν τέτοια εμπειρία. Γενικά, η νεοπλατωνική διδασκαλία παρουσιάζεται μάλλον ψυχρή, χωρίς συναισθηματισμό και οράματα. Ο Νεοπλατωνισμός υπήρξε ο μεγάλος αντίπαλος του Χριστιανισμού και στην αντιπαράθεση μαζί του ορισμένες ιδέες μεταπλάσθηκαν από τους χριστιανούς μυστικούς.
Κινεζικός Μυστικισμός
Στην Κίνα βλάστησε και αναπτύχθηκε ένα από τα πιο αρχαία μυστικά συστήματα. το θεωρητικό του υπόβαθρο βρίσκεται στα αρχαία φιλοσοφικά αξιώματα του Λάο-Τσέ και τα αποφθέγματα της ποιητικής δημιουργίας του Τσουάνγκ-Τσέ. Το βασικό ιερό βιβλίο του Ταόισμού Τάο-τε-Τσίνγκ (προφερόμενο Ντάου-ντα-Τσίνγκ),που αποδίδεται στον Λάο-Τσέ (6ος αι. π .Χ.), καθορίζει μιά γραμμή ασκητική με πολλές μυστικές τάσεις. Η ύψιστη πραγματικότητα, το Τάο, προσδιορίζεται με αντιφατικές φράσεις και αποφατική γλώσσα. Είναι αθέατο, ακατανόητο, άμορφο, τέλειο, αναλλοίωτο, απρόσωπο, πληροί τα πάντα, είναι πηγή των πάντων. Υπήρχε πριν από όλους τους αιώνες, πριν από τη γη και τον ουρανό. Είναι η πρώτη αρχή του σύμπαντος. Πρόκειται για μιά τάση μονιστική, που διαβλέπει απόλυτη ενότητα στο σύμπαν. Η ταοιστική αντίληψη για τη δημιουργία είναι ότι από το Τάο προήλθε το Εν, δηλαδή η μεγάλη Μονάδα, και από αυτήν οι δύο πρώτες ουσίες, «γιάν» και «γίν », θετική και αρνητική, που αντιπροσωπεύουν και αγκαλιάζουν όλες τις μεγάλες αντινομίες: φως-σκιά, αρσενικό-θηλυκό κ.λπ. Τέλος, αυτές γέννησαν τον ουρανό, τη γη, τον άνθρωπο· από αυτές προήλθαν όλα τα δημιουργήματα. Το Τάο δεν είναι μόνο η απόλυτη πηγή κάθε υπάρξεως, αλλά συγχρόνως κρατάει σε αρμονία όλα τα φαινόμενα της φύσεως. Η ενέργεια του είναι αναγκαία και αυτόματη. Αποτελεί τον ύψιστο ανθρώπινο σκοπό. Ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώξει την αυτοεγκατάλειψή του στο Τάο. Βασικά, τα μέσα γι’ αυτή την εναρμόνιση είναι η ησυχία, η απάθεια, η επιστροφή στην πρωτόγονη απλότητα. Η βασική θέση που προτείνει ο Ταοϊσμός (η περίφημη «γουό γουάι») θα μπορούσε να συνοψισθεί στην παρότρυνση «μην κάνεις τίποτε» ή «κάνε το καθετί μην κάνοντας τίποτε». Για να επιτύχει ο άνθρωπος τον συντονισμό με το Τάο και να βρίσκεται σε αρμονία με τα εξωτερικά πράγματα, η ταοϊστική παράδοση καθόρισε μιά μυστική διαδικασία, με πρώτη φάση την κάθαρση, δεύτερη τον φωτισμό -όταν η αρετή δεν χρειάζεται πλέον μιά συνειδητή προσπάθεια, αλλά γίνεται αυθόρμητα- και τρίτη, την εσωτερική ενότητα. Όλοι οι άνθρωποι δυνάμει μπορούν να προχωρήσουν προς το Τάο. Ο Ταοϊσμός κήρυξε την περιφρόνηση του πλούτου, των ηδονών, της συσσωρεύσεως γνώσεως και διαμόρφωσε μιά νοοτροπία διαμετρικά αντίθετη από την αντίστοιχη του κλασικού Κομφουκιανισμού. Αργότερα, ο Ταοϊσμός εκφυλίστηκε σ’ ένα σύστημα μαγείας, αλχημείας, αποκρυφιστικής μυστικοπάθειας. Το έργο του Τάο-Λίνγκ (1ος ή 2ος αι. μ.Χ.) έδωσε στον Ταοϊσμό σαφέστερη εξωτερική οργάνωση· ιδρύθηκαν πολλά μοναστήρια, ανδρικά και γυναικεία, που παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τα βουδδιστικά, καθώς και ναοί, οι όποιοι στέγασαν ποικίλες εικόνες διαφόρων θεοτήτων. Ανεξάρτητα από αυτή την εξέλιξη, ο κινεζικός μυστικισμός στις βασικές του πηγές εμφανίζει χαρακτηριστικές ομοιότητες με τον Νεοπλατωνισμό, με τον όποιο συμφωνεί τόσο στο θέμα της τελικής ενότητας, που είναι απρόσιτη στη γνώση και μπορεί να επιτευχθεί με διαίσθηση, ανάταση και έκσταση, όσο και στην άποψη ότι η απόλυτη Αρχή δεν μπορεί να ταυτισθεί με το όλο ή μέρος του υλικού σύμπαντος.
Στην Κίνα βλάστησε και αναπτύχθηκε ένα από τα πιο αρχαία μυστικά συστήματα. το θεωρητικό του υπόβαθρο βρίσκεται στα αρχαία φιλοσοφικά αξιώματα του Λάο-Τσέ και τα αποφθέγματα της ποιητικής δημιουργίας του Τσουάνγκ-Τσέ. Το βασικό ιερό βιβλίο του Ταόισμού Τάο-τε-Τσίνγκ (προφερόμενο Ντάου-ντα-Τσίνγκ),που αποδίδεται στον Λάο-Τσέ (6ος αι. π .Χ.), καθορίζει μιά γραμμή ασκητική με πολλές μυστικές τάσεις. Η ύψιστη πραγματικότητα, το Τάο, προσδιορίζεται με αντιφατικές φράσεις και αποφατική γλώσσα. Είναι αθέατο, ακατανόητο, άμορφο, τέλειο, αναλλοίωτο, απρόσωπο, πληροί τα πάντα, είναι πηγή των πάντων. Υπήρχε πριν από όλους τους αιώνες, πριν από τη γη και τον ουρανό. Είναι η πρώτη αρχή του σύμπαντος. Πρόκειται για μιά τάση μονιστική, που διαβλέπει απόλυτη ενότητα στο σύμπαν. Η ταοιστική αντίληψη για τη δημιουργία είναι ότι από το Τάο προήλθε το Εν, δηλαδή η μεγάλη Μονάδα, και από αυτήν οι δύο πρώτες ουσίες, «γιάν» και «γίν », θετική και αρνητική, που αντιπροσωπεύουν και αγκαλιάζουν όλες τις μεγάλες αντινομίες: φως-σκιά, αρσενικό-θηλυκό κ.λπ. Τέλος, αυτές γέννησαν τον ουρανό, τη γη, τον άνθρωπο· από αυτές προήλθαν όλα τα δημιουργήματα. Το Τάο δεν είναι μόνο η απόλυτη πηγή κάθε υπάρξεως, αλλά συγχρόνως κρατάει σε αρμονία όλα τα φαινόμενα της φύσεως. Η ενέργεια του είναι αναγκαία και αυτόματη. Αποτελεί τον ύψιστο ανθρώπινο σκοπό. Ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώξει την αυτοεγκατάλειψή του στο Τάο. Βασικά, τα μέσα γι’ αυτή την εναρμόνιση είναι η ησυχία, η απάθεια, η επιστροφή στην πρωτόγονη απλότητα. Η βασική θέση που προτείνει ο Ταοϊσμός (η περίφημη «γουό γουάι») θα μπορούσε να συνοψισθεί στην παρότρυνση «μην κάνεις τίποτε» ή «κάνε το καθετί μην κάνοντας τίποτε». Για να επιτύχει ο άνθρωπος τον συντονισμό με το Τάο και να βρίσκεται σε αρμονία με τα εξωτερικά πράγματα, η ταοϊστική παράδοση καθόρισε μιά μυστική διαδικασία, με πρώτη φάση την κάθαρση, δεύτερη τον φωτισμό -όταν η αρετή δεν χρειάζεται πλέον μιά συνειδητή προσπάθεια, αλλά γίνεται αυθόρμητα- και τρίτη, την εσωτερική ενότητα. Όλοι οι άνθρωποι δυνάμει μπορούν να προχωρήσουν προς το Τάο. Ο Ταοϊσμός κήρυξε την περιφρόνηση του πλούτου, των ηδονών, της συσσωρεύσεως γνώσεως και διαμόρφωσε μιά νοοτροπία διαμετρικά αντίθετη από την αντίστοιχη του κλασικού Κομφουκιανισμού. Αργότερα, ο Ταοϊσμός εκφυλίστηκε σ’ ένα σύστημα μαγείας, αλχημείας, αποκρυφιστικής μυστικοπάθειας. Το έργο του Τάο-Λίνγκ (1ος ή 2ος αι. μ.Χ.) έδωσε στον Ταοϊσμό σαφέστερη εξωτερική οργάνωση· ιδρύθηκαν πολλά μοναστήρια, ανδρικά και γυναικεία, που παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τα βουδδιστικά, καθώς και ναοί, οι όποιοι στέγασαν ποικίλες εικόνες διαφόρων θεοτήτων. Ανεξάρτητα από αυτή την εξέλιξη, ο κινεζικός μυστικισμός στις βασικές του πηγές εμφανίζει χαρακτηριστικές ομοιότητες με τον Νεοπλατωνισμό, με τον όποιο συμφωνεί τόσο στο θέμα της τελικής ενότητας, που είναι απρόσιτη στη γνώση και μπορεί να επιτευχθεί με διαίσθηση, ανάταση και έκσταση, όσο και στην άποψη ότι η απόλυτη Αρχή δεν μπορεί να ταυτισθεί με το όλο ή μέρος του υλικού σύμπαντος.
Ινδουιστικός Μυστικισμός
Οι Ινδοί διακρίθηκαν σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους για έντονη μυστική διάθεση. Τον Ινδουισμό διατρέχει μιά εσωστρεφής μυστική τάση στις περισσότερες όψεις του, τόσο στις φιλοσοφικές και μεταφυσικές πτήσεις, όσο ακόμη και στις λατρευτικές εκδηλώσεις, που προσεγγίζουν τα σύνορα του Σαμανισμού και της μαγείας. Η αναζήτηση της πρώτης Αρχής πρωτοεμφανίζεται ήδη σε ορισμένα κείμενα των Βεδών (όπως στον Ύμνο της δημιουργίας). Από την έμφαση στη σπουδαιότητα της θυσίας αναδύθηκε η λέξη Μπράχμαν (Brahman), που στην αρχή δήλωνε την ιερή δύναμη που είναι παρούσα στη θυσία και αργότερα έφθασε να σημαίνει το Απόλυτο. Κυρίως όμως οι Ουπανισάντ συγκέντρωσαν το διάσπαρτο υλικό του ινδικού διανοητικού μυστικισμού και προσέφεραν μιά πλούσια πηγή, που τον άρδευσε στους επόμενους αιώνες. Υποστήριξαν ότι το Μπράχμαν περικλείει τα πάντα -ό,τι υπάρχει και ό,τι δεν υπάρχει- και ότι είναι μέσα σε όλα και πάνω από όλα, πέρα από κάθε ορισμό: μιά ύψιστη, απρόσωπη Αρχή. Παράλληλα με την αντίληψη περί Μπράχμαν ανελίχθηκε η διδασκαλία περί άτμαν, που συνιστά το αόρατο τμήμα της ανθρώπινης υπάρξεως. Σε επόμενη φάση η ινδική σκέψη θα ταυτίσει το Ένα και μοναδικό Μπράχμαν με το Ατμαν. Η σχέση της κοσμικής ψυχής του παντός με την ατομική ψυχή κάθε ανθρώπου μοιάζει με τη σχέση που περιέγραψε αργότερα ο Πλωτίνος. Από τις Ουπανισάντ κυρίως, πήγασε μία από τις τυπικότερες μορφές μυστικισμού, που σε πολλά συμβαδίζει με τον πανθεϊστικό μονισμό. Αναπτύχθηκε φιλοσοφικά από τη Βεντάντα, ένα από τα έξι ορθόδοξα φιλοσοφικά θρησκευτικά συστήματα του Ινδουισμού, και ιδιαίτερα από τον κλάδο της Αντβάιτα. Η μη-δυϊστική σχολή της Αντβάιτα Βεντάντα (Advaita Vedanta) διαμορφώθηκε φιλοσοφικά, όπως είδαμε, κυρίως από τον Σάνκαρα (788-820), που υποστήριξε τη μη πραγματικότητα του κόσμου, τη μη δυαδικότητα του Μπράχμαν και τη μη ύπαρξη διαφοράς ανάμεσα στο Ατμαν και το Μπράχμαν. Σύμφωνα με αυτή, μία και μόνη σταθερή πραγματικότητα υπάρχει, το Μπράχμαν, το όποιο ενυπάρχει και στον άνθρωπο ως ατμαν. Το ατμαν δεν ταυτίζεται με αυτό που στην ελληνική ονομάζεται ψυχή. Είναι το σταθερό και αναλλοίωτο, που παραμένει όταν αφαιρεθούν αυτά που σκεπτόμαστε, που θέλουμε, που αισθανόμαστε. Με την ενόραση και την επίγνωση που μπορούν να προέλθουν από τη μυστική εμπειρία, ο άνθρωπος κατορθώνει να συνειδητοποιήσει την ταυτότητα του με το υπέρτατο Μπράχμαν, αναφωνώντας το: «συ είσαι τούτο» (τάτ τβάμ ασύ), δηλαδή το πνεύμα σου είναι ένα με το όλον, είσαι το όλον. Ο αφανισμός της ίδιας της προσωπικότητας και η ένωση του ατομικού ατμαν με το Μπράχμαν είναι η λύτρωση. Η πνευματική ύπαρξη του ανθρώπου, μιά σταγόνα από τον ωκεανό, επιστρέφει, ύστερα από ποικίλες μεταμορφώσεις και μετεμψυχώσεις, ύστερα από την περιπέτεια της σαμσάρα, στην υπέρτατη και απόλυτη πηγή της. για να προχωρήσει όμως κανείς σε αυτό το μυστικό μονοπάτι, απαιτείται άσκηση, παραμερισμός των επιθυμιών και κυρίως γνώση, που αποκτάται με έντονη διανοητική αυτοσυγκέντρωση. Ο άλλος τύπος μυστικισμού που αναπτύχθηκε στην Ινδία συνδυάσθηκε με ένα δυαλισμό και στηρίχθηκε φιλοσοφικά από μιά άλλη μεγάλη ορθόδοξη Ινδουιστική σχολή, τη Σάνκυα. Αυτή υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές αρχές, η «πρά-κριτι», υλική αρχή, πηγή ενέργειας, και η «πουρούσα», ξεχωριστές πνευματικές οντότητες. Οι τελευταίες μπορούν και πρέπει να ελευθερωθούν από την ύλη, με μιά συστηματική προσπάθεια αυτοσυγκεντρώσεως, σε μιά μυστική αυτομόνωση. Ο μυστικισμός αυτός δεν οδηγεί σε συγχώνευση με μιά υπερβατική οντότητα, δεν σχετίζεται με τον πανθεϊστικό μονισμό, αλλά οδηγεί σ' έναν απόλυτο ατομικισμό. Μιά τρίτη κατεύθυνση του ινδικού μυστικισμού έχει έντονο θεϊστικό χαρακτήρα. Οι πηγές του βρίσκονται στο περίφημο μυστικό ποίημα «Μπαγκαβάτ-γκιτά». Εδώ η διήγηση για τον Κρίσνα προϋποθέτει σαφή θεϊστική τοποθέτηση. Προτείνει μιά σύνθεση θεωρητικής και δραστήριας ζωής, ενώνοντας μονισμό και θεϊστικό ρεύμα. Παρακινεί σε νοητική πειθαρχία, ηρεμία, απάθεια, με τα όποια και ο πιο δραστήριος άνθρωπος θα κατορθώσει να ανακαλύψει την παρουσία του αιώνιου σε όλα τα πράγματα. Το ποίημα αυτό, που κορυφώνεται στο δράμα και τη θεοφάνεια του Κρίσνα, καταλήγει με τη συμβουλή να αναζητεί κανείς τον Θεό με αφοσίωση σ' αυτόν μάλλον παρά με τον αυτοβυθισμό. Έτσι εξαίρει την μπάκτι (bhakti), την οδό της αφοσιώσεως σε προσωπική θεότητα. Αυτός ο τύπος του αγαπητικού μυστικισμού στερεώθηκε φιλοσοφικά κυρίως από τον Ραμανουτζα (1017-1137) και τη σχολή που ίδρυσε. Κατ' αυτήν υπάρχουν τρεις απόλυτες αρχές, ο Θεός, οι ψυχές και η ύλη, και ο Θεός αποτελεί τη μοναδική αυτόνομη πραγματικότητα, τόσο της ψυχής, όσο και της ύλης. Ο Ραμανουτζα στη θέση του απρόσωπου Απολύτου τοποθετεί και πάλι την παραδοσιακή αντίληψη περί προσωπικού Θεού, που βοηθεί την ψυχή στον δρόμο για τη λύτρωση και αντί της ψυχρής διανοητικής μεταφυσικής αναζητήσεως συνηγορεί για μιά βιωματική στάση αφοσιώσεως. Από το γόνιμο αυτό φιλοσοφικό έδαφος άντλησε νέους χυμούς ο ερωτικός μυστικισμός, που άνθησε στην Ινδία ως αφοσίωση (μπάκτι). Ο ινδικός συγκινησιακός τύπος μυστικισμού έφθασε σε μιά υστερική φόρτιση και έξαρση στον μυστικισμό του Τσαϊτάνυα (1486-1534) και των οπαδών του, καθώς και στον αισθησιασμό ορισμένων άλλων ινδουιστικών αιρέσεων. Η μπάκτι θρησκευτικότητα παρουσίασε ιδιαίτερη ακμή στη δεύτερη χιλιετία και συνεχίζει να επηρεάζει έως σήμερα την ινδική πνευματικότητα.
Οι Ινδοί διακρίθηκαν σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους για έντονη μυστική διάθεση. Τον Ινδουισμό διατρέχει μιά εσωστρεφής μυστική τάση στις περισσότερες όψεις του, τόσο στις φιλοσοφικές και μεταφυσικές πτήσεις, όσο ακόμη και στις λατρευτικές εκδηλώσεις, που προσεγγίζουν τα σύνορα του Σαμανισμού και της μαγείας. Η αναζήτηση της πρώτης Αρχής πρωτοεμφανίζεται ήδη σε ορισμένα κείμενα των Βεδών (όπως στον Ύμνο της δημιουργίας). Από την έμφαση στη σπουδαιότητα της θυσίας αναδύθηκε η λέξη Μπράχμαν (Brahman), που στην αρχή δήλωνε την ιερή δύναμη που είναι παρούσα στη θυσία και αργότερα έφθασε να σημαίνει το Απόλυτο. Κυρίως όμως οι Ουπανισάντ συγκέντρωσαν το διάσπαρτο υλικό του ινδικού διανοητικού μυστικισμού και προσέφεραν μιά πλούσια πηγή, που τον άρδευσε στους επόμενους αιώνες. Υποστήριξαν ότι το Μπράχμαν περικλείει τα πάντα -ό,τι υπάρχει και ό,τι δεν υπάρχει- και ότι είναι μέσα σε όλα και πάνω από όλα, πέρα από κάθε ορισμό: μιά ύψιστη, απρόσωπη Αρχή. Παράλληλα με την αντίληψη περί Μπράχμαν ανελίχθηκε η διδασκαλία περί άτμαν, που συνιστά το αόρατο τμήμα της ανθρώπινης υπάρξεως. Σε επόμενη φάση η ινδική σκέψη θα ταυτίσει το Ένα και μοναδικό Μπράχμαν με το Ατμαν. Η σχέση της κοσμικής ψυχής του παντός με την ατομική ψυχή κάθε ανθρώπου μοιάζει με τη σχέση που περιέγραψε αργότερα ο Πλωτίνος. Από τις Ουπανισάντ κυρίως, πήγασε μία από τις τυπικότερες μορφές μυστικισμού, που σε πολλά συμβαδίζει με τον πανθεϊστικό μονισμό. Αναπτύχθηκε φιλοσοφικά από τη Βεντάντα, ένα από τα έξι ορθόδοξα φιλοσοφικά θρησκευτικά συστήματα του Ινδουισμού, και ιδιαίτερα από τον κλάδο της Αντβάιτα. Η μη-δυϊστική σχολή της Αντβάιτα Βεντάντα (Advaita Vedanta) διαμορφώθηκε φιλοσοφικά, όπως είδαμε, κυρίως από τον Σάνκαρα (788-820), που υποστήριξε τη μη πραγματικότητα του κόσμου, τη μη δυαδικότητα του Μπράχμαν και τη μη ύπαρξη διαφοράς ανάμεσα στο Ατμαν και το Μπράχμαν. Σύμφωνα με αυτή, μία και μόνη σταθερή πραγματικότητα υπάρχει, το Μπράχμαν, το όποιο ενυπάρχει και στον άνθρωπο ως ατμαν. Το ατμαν δεν ταυτίζεται με αυτό που στην ελληνική ονομάζεται ψυχή. Είναι το σταθερό και αναλλοίωτο, που παραμένει όταν αφαιρεθούν αυτά που σκεπτόμαστε, που θέλουμε, που αισθανόμαστε. Με την ενόραση και την επίγνωση που μπορούν να προέλθουν από τη μυστική εμπειρία, ο άνθρωπος κατορθώνει να συνειδητοποιήσει την ταυτότητα του με το υπέρτατο Μπράχμαν, αναφωνώντας το: «συ είσαι τούτο» (τάτ τβάμ ασύ), δηλαδή το πνεύμα σου είναι ένα με το όλον, είσαι το όλον. Ο αφανισμός της ίδιας της προσωπικότητας και η ένωση του ατομικού ατμαν με το Μπράχμαν είναι η λύτρωση. Η πνευματική ύπαρξη του ανθρώπου, μιά σταγόνα από τον ωκεανό, επιστρέφει, ύστερα από ποικίλες μεταμορφώσεις και μετεμψυχώσεις, ύστερα από την περιπέτεια της σαμσάρα, στην υπέρτατη και απόλυτη πηγή της. για να προχωρήσει όμως κανείς σε αυτό το μυστικό μονοπάτι, απαιτείται άσκηση, παραμερισμός των επιθυμιών και κυρίως γνώση, που αποκτάται με έντονη διανοητική αυτοσυγκέντρωση. Ο άλλος τύπος μυστικισμού που αναπτύχθηκε στην Ινδία συνδυάσθηκε με ένα δυαλισμό και στηρίχθηκε φιλοσοφικά από μιά άλλη μεγάλη ορθόδοξη Ινδουιστική σχολή, τη Σάνκυα. Αυτή υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές αρχές, η «πρά-κριτι», υλική αρχή, πηγή ενέργειας, και η «πουρούσα», ξεχωριστές πνευματικές οντότητες. Οι τελευταίες μπορούν και πρέπει να ελευθερωθούν από την ύλη, με μιά συστηματική προσπάθεια αυτοσυγκεντρώσεως, σε μιά μυστική αυτομόνωση. Ο μυστικισμός αυτός δεν οδηγεί σε συγχώνευση με μιά υπερβατική οντότητα, δεν σχετίζεται με τον πανθεϊστικό μονισμό, αλλά οδηγεί σ' έναν απόλυτο ατομικισμό. Μιά τρίτη κατεύθυνση του ινδικού μυστικισμού έχει έντονο θεϊστικό χαρακτήρα. Οι πηγές του βρίσκονται στο περίφημο μυστικό ποίημα «Μπαγκαβάτ-γκιτά». Εδώ η διήγηση για τον Κρίσνα προϋποθέτει σαφή θεϊστική τοποθέτηση. Προτείνει μιά σύνθεση θεωρητικής και δραστήριας ζωής, ενώνοντας μονισμό και θεϊστικό ρεύμα. Παρακινεί σε νοητική πειθαρχία, ηρεμία, απάθεια, με τα όποια και ο πιο δραστήριος άνθρωπος θα κατορθώσει να ανακαλύψει την παρουσία του αιώνιου σε όλα τα πράγματα. Το ποίημα αυτό, που κορυφώνεται στο δράμα και τη θεοφάνεια του Κρίσνα, καταλήγει με τη συμβουλή να αναζητεί κανείς τον Θεό με αφοσίωση σ' αυτόν μάλλον παρά με τον αυτοβυθισμό. Έτσι εξαίρει την μπάκτι (bhakti), την οδό της αφοσιώσεως σε προσωπική θεότητα. Αυτός ο τύπος του αγαπητικού μυστικισμού στερεώθηκε φιλοσοφικά κυρίως από τον Ραμανουτζα (1017-1137) και τη σχολή που ίδρυσε. Κατ' αυτήν υπάρχουν τρεις απόλυτες αρχές, ο Θεός, οι ψυχές και η ύλη, και ο Θεός αποτελεί τη μοναδική αυτόνομη πραγματικότητα, τόσο της ψυχής, όσο και της ύλης. Ο Ραμανουτζα στη θέση του απρόσωπου Απολύτου τοποθετεί και πάλι την παραδοσιακή αντίληψη περί προσωπικού Θεού, που βοηθεί την ψυχή στον δρόμο για τη λύτρωση και αντί της ψυχρής διανοητικής μεταφυσικής αναζητήσεως συνηγορεί για μιά βιωματική στάση αφοσιώσεως. Από το γόνιμο αυτό φιλοσοφικό έδαφος άντλησε νέους χυμούς ο ερωτικός μυστικισμός, που άνθησε στην Ινδία ως αφοσίωση (μπάκτι). Ο ινδικός συγκινησιακός τύπος μυστικισμού έφθασε σε μιά υστερική φόρτιση και έξαρση στον μυστικισμό του Τσαϊτάνυα (1486-1534) και των οπαδών του, καθώς και στον αισθησιασμό ορισμένων άλλων ινδουιστικών αιρέσεων. Η μπάκτι θρησκευτικότητα παρουσίασε ιδιαίτερη ακμή στη δεύτερη χιλιετία και συνεχίζει να επηρεάζει έως σήμερα την ινδική πνευματικότητα.
Βουδιστικός Μυστικισμός
Εφόσον ο Μυστικισμός είναι η άμεση, διαισθητική σχέση με το Απόλυτο, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς, μένοντας συνεπής σ' αυτό τον αυστηρό ορισμό, ότι δεν υφίσταται βουδδιστικός μυστικισμός, διότι στις κλασικές μορφές αυτού του θρησκεύματος δεν γίνεται δεκτό ότι υπάρχει Απόλυτο. Αντίθετα προς τις προφητικές θρησκείες, που το μήνυμα τους καθορίζεται από τον λόγο, ο Βουδδισμός, ως θρησκεία της σιωπής, αρνείται όλους τους τρόπους ονομασίας του Απολύτου, ενώ στο βάθος αφήνει να διαφαίνεται ότι δέχεται ένα άρρητο Απόλυτο, που το ταυτίζει με την κενότητα. Προβάλλοντας την ιδέα του «ανάτμαν»-«ανάττα» (μη-ψυχής), θέτει ως ιδανικό την επίτευξη της «νιρβάνα». αλλα ενώ αρνείται ένα πραγματικό, θετικό Απόλυτο, δέχεται έναν απόλυτο σκοπό. Η βουδδιστική κατάδυση και διάλυση στην κενότητα θα μπορούσε να θεωρηθεί μία sui generis μυστική εμπειρία, που αντιστοιχεί με τη συγχώνευση στο εν της Ινδουιστικής Αντβάιτα η του Νεοπλατωνισμού. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι ο τελικός βουδδιστικός σκοπός, η νιρβάνα, περιγράφεται με αποφατικό βέβαια τρόπο, με μυστικές όμως φράσεις, δανεισμένες από τον Ινδουισμό. Τέλος, στη λατρευτική πράξη, όταν ο βουδδιστής ευχαριστεί τη χωρίς όνομα πηγή κάθε συμπαθείας και καλοσύνης, συντονίζεται σιωπηλά, υποσυνείδητα, με μιά ανομολογούμενη πίστη στην ύπαρξη ενός ευνοϊκού Απολύτου. Αντίστοιχα με τις ιδιαίτερες θεωρητικές αντιλήψεις, που τονίστηκαν στους τρεις κλάδους του Βουδδισμού, εξελίχθηκε και η μυστική έφεση. Στον Χιναγιάνα κλάδο τα στοιχεία του παρουσιάζονται πιο υποτονικά, γίνονται όμως εμφανή στα τρία τελευταία στάδια της οκταπλής ευγενικής οδού, που σχετίζονται με την περισυλλογή, την έντονη νοητική συγκέντρωση και τον αύτοβυθισμό («σαμάντι» -samadhi), ο όποιος στη συνέχεια επιτυγχάνεται με οκτώ άλλες διαδοχικές μορφές διανοητικής ασκήσεως («ντιάνα» -dhyana). Πρόκειται τελικά για μιά πεποίθηση, πού κατευθύνεται σε κάποια μυστική εμπειρία. Μέσα από αυτό το μονοπάτι ο βουδδιστής με τη δική του προσπάθεια οδηγείται στην επίγνωση, τόν φωτισμό, τη νιρβάνα. Ο Μαχαγιάνα Βουδδισμός άνοιξε νέους ορίζοντες στο μυστικό αυτό βίωμα, που οδηγεί στο απέραντο κενό. Η διδασκαλία για την απόλυτη κενότητα («σουνυάτα» -sunyata), την οποία ανέπτυξε φιλοσοφικά ο Ναγκαρτζούνα (τέλος 2ου αι. μ.Χ.) και προώθησε η σχολή Μαντυαμίκα, υπερβαίνει όλες τις αντιλήψεις που σχετίζονται με τις έννοιες του είναι και του μη είναι. Εντούτοις, έχει σαφή σωτηριολογική πρόθεση και αποβλέπει να ξεριζώσει πλήρως τη δυνατότητα επιθυμίας και να οδηγήσει στην απόλυτη κενότητα. Ενώ η ιδέα του κενού εμφανίζεται στις Χιναγιάνα σχολές ως βασική ποιότητα του τελικού σκοπού, της νιρβάνα, στις Μαχαγιάνα η έμφαση στην κενότητα επεκτείνεται ακόμη και στα προπαρασκευαστικά στάδια. Διότι η απόλυτη πραγματικότητα είναι κενή, άδεια από κάθε διάκριση, εντελώς απροσδιόριστη. Η απελευθέρωση από την ψευδαπάτη αυτή που δημιουργεί ο κόσμος, έρχεται με το ξερίζωμα κάθε προσωπικής ιδιότητας, επιθυμίας, και με την επίγνωση, που εδώ δεν σημαίνει επιστημονική κατάρτιση και γνώση, αλλά σχεδόν το αντίθετο της αντιληπτικής ικανότητας – επίγνωση που κερδίζει κανείς με έντονη μυστικιστική σιωπή. Στα πλαίσια του Μαχαγιάνα Βουδδισμού αναπτύχθηκαν επίσης τάσεις ενός μυστικισμού αφοσιώσεως, όπως ο Αμινταϊσμός, που μοιάζει αρκετά με την μπάκτι θρησκευτικότητα του Ινδουισμού. οι οπαδοί του Αμίντα αναζητούν τη λύτρωση προσκολλώντας τη σκέψη τους στον ουράνιο αυτό Βούδδα. Αντίθετα, ο βουδδιστικός κλάδος του Ζεν, με απόλυτη συνέπεια στην αναζήτηση της κενότητας, καλλιέργησε τον επίμονο διαλογισμό, τη νοητική εξάσκηση, για την έξοδο από τη συμβατική λογική στην άμεση εμπειρία και τον φωτισμό. Αλλ’ αυτή η κατάδυση στην κενότητα, όπως διαφαίνεται στον Ζεν Βουδδισμό, δεν καταλήγει σε μιά απόσυρση από τον παρόντα βίο, αλλά σε εξυψωμένη ικανότητα να αντιμετωπίζει κανείς καθετί και σ αυτή τη ζωή, ελεύθερος από πάθος και προσκόλληση. Αλλά κάθε μορφή Ζεν στον Βουδδισμό, όπως και κάθε μορφή γιόγκας στην ινδική θρησκευτικότητα ή άσκηση στον Νεοπλατωνισμό δεν είναι κατ' ανάγκη μυστική.Στον Βατζραγιάνα Βουδδισμό, που ονομάσθηκε και εσωτερικός, όπως εξελίχθηκε στο Θιβέτ, αναπτύχθηκαν περίπλοκες διδασκαλίες αποκρυφισμού και μυστικοπαθών ροπών. Ιδιαίτερα για την επίτευξη του φωτισμού καλλιεργήθηκαν σύνθετη μυστική γνώση, έντονη περισυλλογή, γιογκική άσκηση, ερωτικοί συμβολισμοί και κυρίως η έκσταση με απόκρυφες πλευρές και ψυχοσωματικές διεγέρσεις. Γενικά, μέσα στις διάφορες πολυδαίδαλες κατευθύνσεις και διδασκαλίες που αναπτύχθηκαν στον Βουδδισμό, διαφαίνεται η δυνατότητα μιας άμεσης επαφής με το άρρητο, ενώ προσδιορίσθηκαν μεθοδικά δρόμοι, στη σύσταση τους μυστικοί, που οδηγούν στη συγχώνευση, στην απόλυτη σιωπή της νιρβάνα.
Εφόσον ο Μυστικισμός είναι η άμεση, διαισθητική σχέση με το Απόλυτο, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς, μένοντας συνεπής σ' αυτό τον αυστηρό ορισμό, ότι δεν υφίσταται βουδδιστικός μυστικισμός, διότι στις κλασικές μορφές αυτού του θρησκεύματος δεν γίνεται δεκτό ότι υπάρχει Απόλυτο. Αντίθετα προς τις προφητικές θρησκείες, που το μήνυμα τους καθορίζεται από τον λόγο, ο Βουδδισμός, ως θρησκεία της σιωπής, αρνείται όλους τους τρόπους ονομασίας του Απολύτου, ενώ στο βάθος αφήνει να διαφαίνεται ότι δέχεται ένα άρρητο Απόλυτο, που το ταυτίζει με την κενότητα. Προβάλλοντας την ιδέα του «ανάτμαν»-«ανάττα» (μη-ψυχής), θέτει ως ιδανικό την επίτευξη της «νιρβάνα». αλλα ενώ αρνείται ένα πραγματικό, θετικό Απόλυτο, δέχεται έναν απόλυτο σκοπό. Η βουδδιστική κατάδυση και διάλυση στην κενότητα θα μπορούσε να θεωρηθεί μία sui generis μυστική εμπειρία, που αντιστοιχεί με τη συγχώνευση στο εν της Ινδουιστικής Αντβάιτα η του Νεοπλατωνισμού. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι ο τελικός βουδδιστικός σκοπός, η νιρβάνα, περιγράφεται με αποφατικό βέβαια τρόπο, με μυστικές όμως φράσεις, δανεισμένες από τον Ινδουισμό. Τέλος, στη λατρευτική πράξη, όταν ο βουδδιστής ευχαριστεί τη χωρίς όνομα πηγή κάθε συμπαθείας και καλοσύνης, συντονίζεται σιωπηλά, υποσυνείδητα, με μιά ανομολογούμενη πίστη στην ύπαρξη ενός ευνοϊκού Απολύτου. Αντίστοιχα με τις ιδιαίτερες θεωρητικές αντιλήψεις, που τονίστηκαν στους τρεις κλάδους του Βουδδισμού, εξελίχθηκε και η μυστική έφεση. Στον Χιναγιάνα κλάδο τα στοιχεία του παρουσιάζονται πιο υποτονικά, γίνονται όμως εμφανή στα τρία τελευταία στάδια της οκταπλής ευγενικής οδού, που σχετίζονται με την περισυλλογή, την έντονη νοητική συγκέντρωση και τον αύτοβυθισμό («σαμάντι» -samadhi), ο όποιος στη συνέχεια επιτυγχάνεται με οκτώ άλλες διαδοχικές μορφές διανοητικής ασκήσεως («ντιάνα» -dhyana). Πρόκειται τελικά για μιά πεποίθηση, πού κατευθύνεται σε κάποια μυστική εμπειρία. Μέσα από αυτό το μονοπάτι ο βουδδιστής με τη δική του προσπάθεια οδηγείται στην επίγνωση, τόν φωτισμό, τη νιρβάνα. Ο Μαχαγιάνα Βουδδισμός άνοιξε νέους ορίζοντες στο μυστικό αυτό βίωμα, που οδηγεί στο απέραντο κενό. Η διδασκαλία για την απόλυτη κενότητα («σουνυάτα» -sunyata), την οποία ανέπτυξε φιλοσοφικά ο Ναγκαρτζούνα (τέλος 2ου αι. μ.Χ.) και προώθησε η σχολή Μαντυαμίκα, υπερβαίνει όλες τις αντιλήψεις που σχετίζονται με τις έννοιες του είναι και του μη είναι. Εντούτοις, έχει σαφή σωτηριολογική πρόθεση και αποβλέπει να ξεριζώσει πλήρως τη δυνατότητα επιθυμίας και να οδηγήσει στην απόλυτη κενότητα. Ενώ η ιδέα του κενού εμφανίζεται στις Χιναγιάνα σχολές ως βασική ποιότητα του τελικού σκοπού, της νιρβάνα, στις Μαχαγιάνα η έμφαση στην κενότητα επεκτείνεται ακόμη και στα προπαρασκευαστικά στάδια. Διότι η απόλυτη πραγματικότητα είναι κενή, άδεια από κάθε διάκριση, εντελώς απροσδιόριστη. Η απελευθέρωση από την ψευδαπάτη αυτή που δημιουργεί ο κόσμος, έρχεται με το ξερίζωμα κάθε προσωπικής ιδιότητας, επιθυμίας, και με την επίγνωση, που εδώ δεν σημαίνει επιστημονική κατάρτιση και γνώση, αλλά σχεδόν το αντίθετο της αντιληπτικής ικανότητας – επίγνωση που κερδίζει κανείς με έντονη μυστικιστική σιωπή. Στα πλαίσια του Μαχαγιάνα Βουδδισμού αναπτύχθηκαν επίσης τάσεις ενός μυστικισμού αφοσιώσεως, όπως ο Αμινταϊσμός, που μοιάζει αρκετά με την μπάκτι θρησκευτικότητα του Ινδουισμού. οι οπαδοί του Αμίντα αναζητούν τη λύτρωση προσκολλώντας τη σκέψη τους στον ουράνιο αυτό Βούδδα. Αντίθετα, ο βουδδιστικός κλάδος του Ζεν, με απόλυτη συνέπεια στην αναζήτηση της κενότητας, καλλιέργησε τον επίμονο διαλογισμό, τη νοητική εξάσκηση, για την έξοδο από τη συμβατική λογική στην άμεση εμπειρία και τον φωτισμό. Αλλ’ αυτή η κατάδυση στην κενότητα, όπως διαφαίνεται στον Ζεν Βουδδισμό, δεν καταλήγει σε μιά απόσυρση από τον παρόντα βίο, αλλά σε εξυψωμένη ικανότητα να αντιμετωπίζει κανείς καθετί και σ αυτή τη ζωή, ελεύθερος από πάθος και προσκόλληση. Αλλά κάθε μορφή Ζεν στον Βουδδισμό, όπως και κάθε μορφή γιόγκας στην ινδική θρησκευτικότητα ή άσκηση στον Νεοπλατωνισμό δεν είναι κατ' ανάγκη μυστική.Στον Βατζραγιάνα Βουδδισμό, που ονομάσθηκε και εσωτερικός, όπως εξελίχθηκε στο Θιβέτ, αναπτύχθηκαν περίπλοκες διδασκαλίες αποκρυφισμού και μυστικοπαθών ροπών. Ιδιαίτερα για την επίτευξη του φωτισμού καλλιεργήθηκαν σύνθετη μυστική γνώση, έντονη περισυλλογή, γιογκική άσκηση, ερωτικοί συμβολισμοί και κυρίως η έκσταση με απόκρυφες πλευρές και ψυχοσωματικές διεγέρσεις. Γενικά, μέσα στις διάφορες πολυδαίδαλες κατευθύνσεις και διδασκαλίες που αναπτύχθηκαν στον Βουδδισμό, διαφαίνεται η δυνατότητα μιας άμεσης επαφής με το άρρητο, ενώ προσδιορίσθηκαν μεθοδικά δρόμοι, στη σύσταση τους μυστικοί, που οδηγούν στη συγχώνευση, στην απόλυτη σιωπή της νιρβάνα.
Ιουδαϊκός Μυστικισμός
Από την ποικιλία μορφών μυστικισμού που παρήγαγε ο Ιουδαϊσμός, άλλες ανέπτυξαν βαθιά διαλογιστικά συστήματα, άλλες καλλιέργησαν έντονες συναισθηματικές μορφές μυστικής εμπειρίας, γενικά όμως ο ιουδαϊκός μυστικισμός διακρίνεται για τον ζωηρό εσχατολογικό προσανατολισμό του. Ήδη στον 1ο αι. μ.Χ. εισέδυσαν στην ιουδαϊκή σκέψη πολλά στοιχεία του ελληνικού φιλοσοφικού μυστικισμού με την αλληγορική ερμηνεία που καλλιέργησε ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς (περίπου 15/10 π .Χ.-50 μ.Χ.). Η πρώιμη φάση του ιουδαϊκού μυστικισμού, η Μερκαβά (Merkavah) έχει κέντρο της το δράμα του Ιεζεκιήλ, περί του θρόνου άρματος. ’ρχισε τον 1ο αι. μ.Χ., υιοθετώντας ένα σύστημα πνευματικών ασκήσεων που οδηγούσαν στο δράμα της δόξας του Θεού καθήμενου σε ουράνιο θρόνο. Στη μορφή αυτή μυστικισμού διαφαίνονται επιδράσεις γνωστικών αντιλήψεων, σχετικά με το «πλήρωμα», και ακόμη ελληνιστικών συνδυασμών μαγείας και μυστικισμού. Ο τύπος αυτός, ονομαζόμενος και νοτιοϊουδαϊκός, έδινε έμφαση στη θεωρία και την περισυλλογή. Παρήκμασε μετά τον 7ο αι., αλλά είχε μιά αναζωογόνηση στην Ιταλία, στους 9ο και 10ο αί. Ο μεσαιωνικός Χασιδισμός, δηλαδή εύσεβισμός (χασίδ = ευσεβής), που συχνά αναφέρεται και ως βόρειος, άρχισε τον 12ο αι. στη Γερμανία, ως λαϊκή κίνηση στενά συνδεδεμένη με τον νόμο (χαλακά). Χαρακτηρίζεται από ζωηρή εσχατολογική συναίσθηση, που γίνεται πιο έντονη στην εξέλιξη της, έμφαση στην απλότητα, την απάθεια, τις ψυχικές αξίες, την προσευχή, την πνευματική άσκηση και το βύθισμα στη θεία αγάπη. Η χασιδική θεολογία εμφανίζει μερικές κοινές γραμμές με τον Νεοπλατωνισμό και ασχολήθηκε στο διανοητικό επίπεδο με τη δόξα του Θεού (καμπόθ), τονίζοντας ότι η δόξα είναι διαφορετική από την ουσία, τη βασιλεία και την κεκρυμμένη παρουσία του Θεού. Το πιο σημαντικό μυστικό ιουδαϊκό ρεύμα υπήρξε η Καββάλα (ή Καμπάλα -qabbala), που αναπτύχθηκε στην Ισπανία τον 13ο αι. σαν ιδιαίτερη εσωτερική διδασκαλία, και στη συνέχεια, με την εκτόπιση των Ιουδαίων από εκεί (1392), διαδόθηκε σε μεγάλα τμήματα του ιουδαϊκού κόσμου. Το θεωρητικό σύστημα της έχει επηρεασθεί από θεολογικές και κοσμολογικές συλλήψεις γνωστικού τύπου, ενώ συγχρόνως απορρόφησε νεοπλατωνικές ιδέες, που είχαν διαχυθεί στον ιουδαϊκό και αραβικό πολιτισμό της ‘Ισπανίας του 12ου και 13ου αί. Το βασικό έργο της Καββάλα, ή Ζωχάρ (Βίβλος Λαμπρότητας), που γράφηκε στην Ισπανία στην προσπάθεια να αναχαιτίσει το ορθολογιστικό ρεύμα, έδωσε στον παραδοσιακό Ιουδαϊσμό μιά κρυφή, μυστική ενέργεια. Κεντρική διδασκαλία της είναι η θεωρία περί 10 «σεφιρότ», που υπάρχουν ανάμεσα στον αΐδιο Θεό και στα δημιουργήματα του, των 10 περιοχών, στις όποιες η θεία απόρροια εκτείνει εαυτήν. Το «πλήρωμα» αυτών των σεφιρότ δεν απορρέει από τον Θεό, αλλά παραμένει εν τω Θεώ. Η Ζωχάρ τόνισε τον τελετουργικό συμβολισμό, ερμηνεύοντας τις ιεροτελεστίες ως μυστικά σημεία επαφής μεταξύ θείου και ανθρώπου, και γενικά ενίσχυσε την ιουδαϊκή αυτοσυνειδησία, φθάνοντας στο σημείο να διδάσκει ότι ο Ιουδαίος κατέχει μία ποιότητα ψυχής που λείπει από τον μη Ιουδαίο. Στην Καββάλα αναπτύχθηκε επίσης και μιά περισσότερο προφητική ροπή, με κύριο εκφραστή τον Αβραάμ Μπέν Σεμουέλ ’μπουλάφια (1240-1291), ο οποίος, συνδυάζοντας πολλά στοιχεία φιλοσοφικών θεωριών του Μαϊμονίδη (1135/8-1204), αποσκοπεί να βοηθήσει την ψυχή να λύσει τα δεσμά που τη συγκρατούν στον κόσμο της πολλαπλότητας και να διευκολύνει την επιστροφή της στην πρωταρχική ενότητα. για την επίτευξη αυτού του σκοπού συνιστάται ιδιαίτερα η ενατένιση, ή θεωρία ενός αφηρημένου αντικειμένου, π .χ. τα γράμματα του εβραϊκού αλφαβήτου. Η ανύψωση της συνειδήσεως σε μιά υψηλότερη κατάσταση ενότητας με τον Θεό αναπτύσσει και την ανθρώπινη προφητική ικανότητα. Τον 16ο αι. στην Παλαιστίνη ορισμένοι Ιουδαίοι μυστικοί, εξόριστοι από την Ισπανία, έδωσαν στην Καββάλα μεσσιανική εσχατολογική κατεύθυνση. Μία από τις διδασκαλίες αυτής της σχολής, της οποίας σημαντικότερος εκπρόσωπος είναι ο Ισαάκ Λούρια (1534-1572), υπογραμμίζει ότι με την προσευχή και την εν γένει ευσέβεια του ο Μυστικός συμβάλλει ενεργώς στην αποκατάσταση της αρχικής τάξεως του σύμπαντος. Τον 18ο αι. αναπτύχθηκε στην Πολωνία ένας νέος Χασιδισμός, περισσότερο συναισθηματικός παρά διανοητικός, που υπήρξε μάλλον ανανεωτική κίνηση παρά νέα θεολογική σχολή. ’ρχισε με τον Μπέστ (Ίσραέλ μπέν Έλιέζερ, 1700-1760) και τον μαθητή του Ντόβ Μπαέρ. Απορρίπτοντας τις μεσσιανικές υπερβολές υιοθέτησε πολλά στοιχεία της μυστικής ευσέβειας της Καββάλα. Πιο πρακτικός και κοινωνικός, τόνισε τον ηθικό βίο, το χαρούμενο πνεύμα που πηγάζει από μιά μυστική εσωτερική εμπειρία. Αντιδρώντας στις τάσεις των διανοουμένων της ραββινικής ηγεσίας στην Ουκρανία και τη Ν. Πολωνία, τόνιζε την αξία του άπλού Ιουδαίου. Με αφετηρία καββαλιστικές διδασκαλίες σχετικά με τις θείες απορροές μέσα στη δημιουργία, έδινε περισσότερη έμφαση στην εσωτερική στάση του ανθρώπου, στην προσκόλληση στον Θεό παρά στη διανοητική επεξεργασία και κατανόηση της παραδόσεως. Σταδιακά ο Χασιδισμός, ενώ κράτησε την ιδιαίτερη ταυτότητα του διαμορφώνοντας αυτοτελείς κοινότητες, απομακρύνθηκε από την καββαλιστική επίδραση και έγινε μέλος της ιουδαϊκής ορθοδοξίας (Ασκενάζι) των Ιουδαίων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο χασιδικές ομάδες κατέφυγαν στην Αμερική.Παρά την πολυμορφία και τις εξωτερικές επιδράσεις που τον επηρέασαν κατά καιρούς, ο ιουδαϊκός μυστικισμός κράτησε μιά δική του δυναμική ενότητα, με άξονα την Παλαιά Διαθήκη, την κυριαρχία του λόγου και την εσχατολογική προσδοκία.
Από την ποικιλία μορφών μυστικισμού που παρήγαγε ο Ιουδαϊσμός, άλλες ανέπτυξαν βαθιά διαλογιστικά συστήματα, άλλες καλλιέργησαν έντονες συναισθηματικές μορφές μυστικής εμπειρίας, γενικά όμως ο ιουδαϊκός μυστικισμός διακρίνεται για τον ζωηρό εσχατολογικό προσανατολισμό του. Ήδη στον 1ο αι. μ.Χ. εισέδυσαν στην ιουδαϊκή σκέψη πολλά στοιχεία του ελληνικού φιλοσοφικού μυστικισμού με την αλληγορική ερμηνεία που καλλιέργησε ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς (περίπου 15/10 π .Χ.-50 μ.Χ.). Η πρώιμη φάση του ιουδαϊκού μυστικισμού, η Μερκαβά (Merkavah) έχει κέντρο της το δράμα του Ιεζεκιήλ, περί του θρόνου άρματος. ’ρχισε τον 1ο αι. μ.Χ., υιοθετώντας ένα σύστημα πνευματικών ασκήσεων που οδηγούσαν στο δράμα της δόξας του Θεού καθήμενου σε ουράνιο θρόνο. Στη μορφή αυτή μυστικισμού διαφαίνονται επιδράσεις γνωστικών αντιλήψεων, σχετικά με το «πλήρωμα», και ακόμη ελληνιστικών συνδυασμών μαγείας και μυστικισμού. Ο τύπος αυτός, ονομαζόμενος και νοτιοϊουδαϊκός, έδινε έμφαση στη θεωρία και την περισυλλογή. Παρήκμασε μετά τον 7ο αι., αλλά είχε μιά αναζωογόνηση στην Ιταλία, στους 9ο και 10ο αί. Ο μεσαιωνικός Χασιδισμός, δηλαδή εύσεβισμός (χασίδ = ευσεβής), που συχνά αναφέρεται και ως βόρειος, άρχισε τον 12ο αι. στη Γερμανία, ως λαϊκή κίνηση στενά συνδεδεμένη με τον νόμο (χαλακά). Χαρακτηρίζεται από ζωηρή εσχατολογική συναίσθηση, που γίνεται πιο έντονη στην εξέλιξη της, έμφαση στην απλότητα, την απάθεια, τις ψυχικές αξίες, την προσευχή, την πνευματική άσκηση και το βύθισμα στη θεία αγάπη. Η χασιδική θεολογία εμφανίζει μερικές κοινές γραμμές με τον Νεοπλατωνισμό και ασχολήθηκε στο διανοητικό επίπεδο με τη δόξα του Θεού (καμπόθ), τονίζοντας ότι η δόξα είναι διαφορετική από την ουσία, τη βασιλεία και την κεκρυμμένη παρουσία του Θεού. Το πιο σημαντικό μυστικό ιουδαϊκό ρεύμα υπήρξε η Καββάλα (ή Καμπάλα -qabbala), που αναπτύχθηκε στην Ισπανία τον 13ο αι. σαν ιδιαίτερη εσωτερική διδασκαλία, και στη συνέχεια, με την εκτόπιση των Ιουδαίων από εκεί (1392), διαδόθηκε σε μεγάλα τμήματα του ιουδαϊκού κόσμου. Το θεωρητικό σύστημα της έχει επηρεασθεί από θεολογικές και κοσμολογικές συλλήψεις γνωστικού τύπου, ενώ συγχρόνως απορρόφησε νεοπλατωνικές ιδέες, που είχαν διαχυθεί στον ιουδαϊκό και αραβικό πολιτισμό της ‘Ισπανίας του 12ου και 13ου αί. Το βασικό έργο της Καββάλα, ή Ζωχάρ (Βίβλος Λαμπρότητας), που γράφηκε στην Ισπανία στην προσπάθεια να αναχαιτίσει το ορθολογιστικό ρεύμα, έδωσε στον παραδοσιακό Ιουδαϊσμό μιά κρυφή, μυστική ενέργεια. Κεντρική διδασκαλία της είναι η θεωρία περί 10 «σεφιρότ», που υπάρχουν ανάμεσα στον αΐδιο Θεό και στα δημιουργήματα του, των 10 περιοχών, στις όποιες η θεία απόρροια εκτείνει εαυτήν. Το «πλήρωμα» αυτών των σεφιρότ δεν απορρέει από τον Θεό, αλλά παραμένει εν τω Θεώ. Η Ζωχάρ τόνισε τον τελετουργικό συμβολισμό, ερμηνεύοντας τις ιεροτελεστίες ως μυστικά σημεία επαφής μεταξύ θείου και ανθρώπου, και γενικά ενίσχυσε την ιουδαϊκή αυτοσυνειδησία, φθάνοντας στο σημείο να διδάσκει ότι ο Ιουδαίος κατέχει μία ποιότητα ψυχής που λείπει από τον μη Ιουδαίο. Στην Καββάλα αναπτύχθηκε επίσης και μιά περισσότερο προφητική ροπή, με κύριο εκφραστή τον Αβραάμ Μπέν Σεμουέλ ’μπουλάφια (1240-1291), ο οποίος, συνδυάζοντας πολλά στοιχεία φιλοσοφικών θεωριών του Μαϊμονίδη (1135/8-1204), αποσκοπεί να βοηθήσει την ψυχή να λύσει τα δεσμά που τη συγκρατούν στον κόσμο της πολλαπλότητας και να διευκολύνει την επιστροφή της στην πρωταρχική ενότητα. για την επίτευξη αυτού του σκοπού συνιστάται ιδιαίτερα η ενατένιση, ή θεωρία ενός αφηρημένου αντικειμένου, π .χ. τα γράμματα του εβραϊκού αλφαβήτου. Η ανύψωση της συνειδήσεως σε μιά υψηλότερη κατάσταση ενότητας με τον Θεό αναπτύσσει και την ανθρώπινη προφητική ικανότητα. Τον 16ο αι. στην Παλαιστίνη ορισμένοι Ιουδαίοι μυστικοί, εξόριστοι από την Ισπανία, έδωσαν στην Καββάλα μεσσιανική εσχατολογική κατεύθυνση. Μία από τις διδασκαλίες αυτής της σχολής, της οποίας σημαντικότερος εκπρόσωπος είναι ο Ισαάκ Λούρια (1534-1572), υπογραμμίζει ότι με την προσευχή και την εν γένει ευσέβεια του ο Μυστικός συμβάλλει ενεργώς στην αποκατάσταση της αρχικής τάξεως του σύμπαντος. Τον 18ο αι. αναπτύχθηκε στην Πολωνία ένας νέος Χασιδισμός, περισσότερο συναισθηματικός παρά διανοητικός, που υπήρξε μάλλον ανανεωτική κίνηση παρά νέα θεολογική σχολή. ’ρχισε με τον Μπέστ (Ίσραέλ μπέν Έλιέζερ, 1700-1760) και τον μαθητή του Ντόβ Μπαέρ. Απορρίπτοντας τις μεσσιανικές υπερβολές υιοθέτησε πολλά στοιχεία της μυστικής ευσέβειας της Καββάλα. Πιο πρακτικός και κοινωνικός, τόνισε τον ηθικό βίο, το χαρούμενο πνεύμα που πηγάζει από μιά μυστική εσωτερική εμπειρία. Αντιδρώντας στις τάσεις των διανοουμένων της ραββινικής ηγεσίας στην Ουκρανία και τη Ν. Πολωνία, τόνιζε την αξία του άπλού Ιουδαίου. Με αφετηρία καββαλιστικές διδασκαλίες σχετικά με τις θείες απορροές μέσα στη δημιουργία, έδινε περισσότερη έμφαση στην εσωτερική στάση του ανθρώπου, στην προσκόλληση στον Θεό παρά στη διανοητική επεξεργασία και κατανόηση της παραδόσεως. Σταδιακά ο Χασιδισμός, ενώ κράτησε την ιδιαίτερη ταυτότητα του διαμορφώνοντας αυτοτελείς κοινότητες, απομακρύνθηκε από την καββαλιστική επίδραση και έγινε μέλος της ιουδαϊκής ορθοδοξίας (Ασκενάζι) των Ιουδαίων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο χασιδικές ομάδες κατέφυγαν στην Αμερική.Παρά την πολυμορφία και τις εξωτερικές επιδράσεις που τον επηρέασαν κατά καιρούς, ο ιουδαϊκός μυστικισμός κράτησε μιά δική του δυναμική ενότητα, με άξονα την Παλαιά Διαθήκη, την κυριαρχία του λόγου και την εσχατολογική προσδοκία.
Ισλαμικός Μυστικισμός - Σουφισμός
Σκοπός και προσπάθεια των μουσουλμάνων μυστικών, των σούφι, υπήρξε η υπέρβαση της ατομικότητας, ο εκμηδενισμός του εγώ, η πλήρης παράδοση στον Αλλάχ, η αγαπητική προσκόλληση στον Θεό. (Για τις πηγές, την ιστορική διαδρομή, βλ. Ισλάμ. Πνευματικά ρεύματα. Σουφισμός.) Οι πρώιμοι «σούφι» (sufi) υιοθέτησαν τα πρότυπα ασκητισμού και την πνευματικότητα των χριστιανών αναχωρητών της ερήμου. Το μάλλινο ένδυμα «σούφ», από το όποιο μάλλον προήλθε το όνομά τους, υπενθυμίζει αυτή την επίδραση. Στο μεγαλύτερο ποσοστό του ο ισλαμικός μυστικισμός θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ερωτικός. Πολλά κείμενα των σούφι φανερώνουν εκπληκτική ομοιότητα στο πνεύμα, ακόμα και στην έκφραση, συγχρόνων τους μυστικών της δυτικής Χριστιανοσύνης. Κατά την πρώτη περίοδο του Σουφισμού η έκφραση του θείου έρωτα είχε χαρακτήρα συγκρατημένο και εναρμονιζόταν με την ατμόσφαιρα του Κορανίου και των Χαντίθ. Αργότερα απέκτησε δική του ορμή και πάθος. Στον πρώτο αυτό ερωτικό μυστικισμό δεσπόζει η ευγενική μορφή της Rabic al-cAdawiya (θάν. 801 μ.Χ.). Με ερωτική αφοσίωση στον Θεό, αδιαφορεί για κάθε ανταμοιβή, ανησυχία η φόβο. Από τις ωραιότερες προσευχές των μυστικών παραμένει η περίφημη δέηση της: «Αν σε λατρεύω από τον φόβο της Κολάσεως, ρίξε με στο πυρ της Κολάσεως. Κι αν σε λατρεύω με την ελπίδα του Παραδείσου, απόκλεισε με από τον Παράδεισο. Αλλά αν σε λατρεύω μόνο για χάρη Σου, μη μου στερήσεις το αιώνιο κάλλος Σου!». Οι νεοπλατωνικές κατηγορίες, πού υιοθέτησαν μερικοί πρωταγωνιστές του Σουφισμού, δυνάμωσαν θεωρητικά τη μυστική κίνηση μέσα στο Ισλάμ, αλλά ευνόησαν και την ανάπτυξη στους κόλπους της ενός είδους μονισμού. Απόψεις του Πλωτίνου υιοθέτησε ο al-Junaid (θαν. 910 μ.Χ.),όμως με την ευφυΐα και τη σύνεση του παρέμεινε μέσα στην ισλαμική ορθοδοξία. Στον κόσμο αυτό, εφόσον βρίσκεται σε μεταρσίωση και ένωση με τον Θεό, ο μυστικός είναι γεμάτος χαρά. Με τον Τζουνάιντ, η μυστική θεολογία των σούφι έφθασε σε ωριμότητα και συστηματική ενότητα. Τα καθιερωμένα σύνορα της μουσουλμανικής θρησκευτικότητας ξεπέρασε σε μιά έκρηξη εκστατικής βιωματικής εμπειρίας ο al-Hallaj (θάν. 922 μ.Χ.). Ξεκινώντας από τη βεβαιότητα ότι ο Θεός είναι αγάπη και ότι δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα Του, τόνισε ότι ο άνθρωπος πρέπει να ανακαλύψει μέσα του τη θεία εικόνα και να φθάσει στην ένωση με τον Θεό. Μερικές από τις ιδέες του, όπως η φράση «Είμαι η αλήθεια» (πού μάλλον εκφράζει μιά παροδική συναίσθηση της ταυτότητας με τον Θεό, η οποία χαρίσθηκε άνωθεν), προκάλεσαν την αγανάκτηση των ορθοδόξων μουσουλμάνων, που τον καταδίκασαν σε σταύρωση. Ύστερα από την καταδίκη αυτή, οι σούφι έγιναν πιο προσεκτικοί στις διατυπώσεις και αινιγματικοτεροι στις εκφράσεις τους. Η ερωτική ορολογία αποτέλεσε το δυναμικότερο εκφραστικό τους μέσο. Με τη βοήθεια σειράς ασκήσεων, που οδηγούν σε εκστασιακές καταστάσεις, η αγάπη αυτή φθάνει στη βεβαιότητα της ενώσεως με τον Θεό, τόσο που οι μουσουλμάνοι μυστικοί να ζητούν να λειώσουν μέσα στη θεία αγάπη. Στην πλειοψηφία τους οι μουσουλμάνοι ασκητές έδειξαν σεβασμό στις βασικές ισλαμικές αρχές. Ορισμένες όμως ακραίες διατυπώσεις και πρακτικές των σούφι δημιούργησαν μεγάλη καχυποψία στους εκπροσώπους του παραδοσιακού Ισλάμ. Η αντίθεση έφθασε κατά τον 10ο αι. σε έντονη αντιπαράθεση. τη γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στο σουννιτικό Ισλάμ και τον Σουφισμό πέτυχε ο al-Ghazali (θαν. 1111 μ.Χ.). Αφού αναζήτησε μέσα στην άσκηση και τη μυστική εμπειρία το Απόλυτο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό δεν αποκτάται με θεωρητική ενασχόληση, αλλά βιώνεται μέσα σε προσωπική αλλαγή και έκσταση. Έθεσε την εμπειρία πάνω από το γράμμα του νόμου και εδραίωσε τον ισλαμικό ορθόδοξο μυστικισμό, παλινορθώνοντας στο κέντρο της ισλαμικής ευσέβειας το δέος ενώπιον του Θεού και εναρμονίζοντας θεολογία και μυστικό βίωμα. Από τα πιο αγαπητά βιβλία των σούφι παραμένουν τα δίστιχα του Jalal al-din al-Rumi (θάν. 1273 μ.Χ.). Οι δερβίσηδες θεωρούν το βιβλίο αυτό ιερό και το τοποθετούν κοντά στο Κοράνιο. Τα κείμενα του, γεμάτα από εικόνες και δυνατές ιδέες, διατυπωμένα με έξοχο ποιητικό τρόπο, καθόρισαν τη μετέπειτα πορεία του ισλαμικού μυστικισμού. Με τον Ibn cArabi (θάν. 1240 μ.Χ.) έγινε ζωηρότερη η εξάρτηση από τον Νεοπλατωνισμό και η κίνηση προς τον μονισμό. Ο αλ-’ραμπι, που μαζί με τον αλ-Γαζάλι θεωρούνται οι φιλοσοφικότεροι των σούφι, δεν εγκατέλειψε την εικονική ερωτική γλώσσα και προσπάθησε να ολοκληρώσει το νεοπλατωνικό του δράμα με την κορανική διδασκαλία περί ανθρώπου και Θεού. Ο Θεός πάντοτε υπερβαίνει τη δημιουργία, αλλά με τη μεσολάβηση του ανθρώπου ο δημιουργημένος κόσμος επιστρέφει στην πρωταρχική του ενότητα. Οι διδασκαλίες του τελικά μαρτυρούν δογματική αδιαφορία, αποκλίνοντας σε πανθεϊστικές αντιλήψεις. Στην κατά συνθήκη ευσέβεια των κρατούντων, οι σούφι αντιδρούσαν με τρόπο σιωπηλό, βιωματικό και συχνά συγκλονιστικό. Μετά τον 12ο αί., το σουφικό μυστικό ρεύμα οδήγησε στη δημιουργία των μουσουλμανικών μοναχικών κοινοτήτων (ταρίκα). Πολλοί, αναζητώντας τη μυστική εμπειρία, κατέφευγαν σ’ ένα γέροντα που ανελάμβανε την καθοδήγηση τους με βασικό στοιχείο αυτής της μαθητείας όχι τόσο τη γνωσιολογική κατάρτιση, όσο την πνευματική και ψυχική ανάπτυξη τους. Η διαδικασία αυτή απαιτούσε οργανωμένη κοινότητα, και καθεμιά από αυτές ανέπτυσσε τα δικά της κέντρα, όπου διαβίωναν τα μέλη της, τους δικούς της κανόνες, αρχές, τελετές, μυστικά, πνευματική ατμόσφαιρα. Δεν σημαίνει ότι όλα τα μέλη τους θα μπορούσαν να θεωρηθούν μυστικοί. Εντούτοις, μέσα στην ατμόσφαιρα τους καλλιεργήθηκε, με επιμέλεια και προσδοκία, το μυστικό βίωμα. Από τις πιο γνωστές περιπτώσεις είναι οι δερβίσηδες, που με τελετουργικούς χορούς και με άλλα μέσα επιδίωκαν την έκσταση, για να πλησιάσουν τον Θεό. Καθώς τα τάγματα των δερβίσηδων εξαπλώνονταν σε διάφορα μέρη, η μυστική διάθεση και ζωή έφθανε σε όλα τα στρώματα του ισλαμικού κόσμου και η αναζήτηση μυστικών εξάρσεων και οραμάτων πήρε μεγάλες διαστάσεις. Στις μέρες μας παρουσιάζεται και πάλι νέα αναζωπύρωση του σουφικού ενδιαφέροντος.
Σκοπός και προσπάθεια των μουσουλμάνων μυστικών, των σούφι, υπήρξε η υπέρβαση της ατομικότητας, ο εκμηδενισμός του εγώ, η πλήρης παράδοση στον Αλλάχ, η αγαπητική προσκόλληση στον Θεό. (Για τις πηγές, την ιστορική διαδρομή, βλ. Ισλάμ. Πνευματικά ρεύματα. Σουφισμός.) Οι πρώιμοι «σούφι» (sufi) υιοθέτησαν τα πρότυπα ασκητισμού και την πνευματικότητα των χριστιανών αναχωρητών της ερήμου. Το μάλλινο ένδυμα «σούφ», από το όποιο μάλλον προήλθε το όνομά τους, υπενθυμίζει αυτή την επίδραση. Στο μεγαλύτερο ποσοστό του ο ισλαμικός μυστικισμός θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ερωτικός. Πολλά κείμενα των σούφι φανερώνουν εκπληκτική ομοιότητα στο πνεύμα, ακόμα και στην έκφραση, συγχρόνων τους μυστικών της δυτικής Χριστιανοσύνης. Κατά την πρώτη περίοδο του Σουφισμού η έκφραση του θείου έρωτα είχε χαρακτήρα συγκρατημένο και εναρμονιζόταν με την ατμόσφαιρα του Κορανίου και των Χαντίθ. Αργότερα απέκτησε δική του ορμή και πάθος. Στον πρώτο αυτό ερωτικό μυστικισμό δεσπόζει η ευγενική μορφή της Rabic al-cAdawiya (θάν. 801 μ.Χ.). Με ερωτική αφοσίωση στον Θεό, αδιαφορεί για κάθε ανταμοιβή, ανησυχία η φόβο. Από τις ωραιότερες προσευχές των μυστικών παραμένει η περίφημη δέηση της: «Αν σε λατρεύω από τον φόβο της Κολάσεως, ρίξε με στο πυρ της Κολάσεως. Κι αν σε λατρεύω με την ελπίδα του Παραδείσου, απόκλεισε με από τον Παράδεισο. Αλλά αν σε λατρεύω μόνο για χάρη Σου, μη μου στερήσεις το αιώνιο κάλλος Σου!». Οι νεοπλατωνικές κατηγορίες, πού υιοθέτησαν μερικοί πρωταγωνιστές του Σουφισμού, δυνάμωσαν θεωρητικά τη μυστική κίνηση μέσα στο Ισλάμ, αλλά ευνόησαν και την ανάπτυξη στους κόλπους της ενός είδους μονισμού. Απόψεις του Πλωτίνου υιοθέτησε ο al-Junaid (θαν. 910 μ.Χ.),όμως με την ευφυΐα και τη σύνεση του παρέμεινε μέσα στην ισλαμική ορθοδοξία. Στον κόσμο αυτό, εφόσον βρίσκεται σε μεταρσίωση και ένωση με τον Θεό, ο μυστικός είναι γεμάτος χαρά. Με τον Τζουνάιντ, η μυστική θεολογία των σούφι έφθασε σε ωριμότητα και συστηματική ενότητα. Τα καθιερωμένα σύνορα της μουσουλμανικής θρησκευτικότητας ξεπέρασε σε μιά έκρηξη εκστατικής βιωματικής εμπειρίας ο al-Hallaj (θάν. 922 μ.Χ.). Ξεκινώντας από τη βεβαιότητα ότι ο Θεός είναι αγάπη και ότι δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα Του, τόνισε ότι ο άνθρωπος πρέπει να ανακαλύψει μέσα του τη θεία εικόνα και να φθάσει στην ένωση με τον Θεό. Μερικές από τις ιδέες του, όπως η φράση «Είμαι η αλήθεια» (πού μάλλον εκφράζει μιά παροδική συναίσθηση της ταυτότητας με τον Θεό, η οποία χαρίσθηκε άνωθεν), προκάλεσαν την αγανάκτηση των ορθοδόξων μουσουλμάνων, που τον καταδίκασαν σε σταύρωση. Ύστερα από την καταδίκη αυτή, οι σούφι έγιναν πιο προσεκτικοί στις διατυπώσεις και αινιγματικοτεροι στις εκφράσεις τους. Η ερωτική ορολογία αποτέλεσε το δυναμικότερο εκφραστικό τους μέσο. Με τη βοήθεια σειράς ασκήσεων, που οδηγούν σε εκστασιακές καταστάσεις, η αγάπη αυτή φθάνει στη βεβαιότητα της ενώσεως με τον Θεό, τόσο που οι μουσουλμάνοι μυστικοί να ζητούν να λειώσουν μέσα στη θεία αγάπη. Στην πλειοψηφία τους οι μουσουλμάνοι ασκητές έδειξαν σεβασμό στις βασικές ισλαμικές αρχές. Ορισμένες όμως ακραίες διατυπώσεις και πρακτικές των σούφι δημιούργησαν μεγάλη καχυποψία στους εκπροσώπους του παραδοσιακού Ισλάμ. Η αντίθεση έφθασε κατά τον 10ο αι. σε έντονη αντιπαράθεση. τη γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στο σουννιτικό Ισλάμ και τον Σουφισμό πέτυχε ο al-Ghazali (θαν. 1111 μ.Χ.). Αφού αναζήτησε μέσα στην άσκηση και τη μυστική εμπειρία το Απόλυτο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό δεν αποκτάται με θεωρητική ενασχόληση, αλλά βιώνεται μέσα σε προσωπική αλλαγή και έκσταση. Έθεσε την εμπειρία πάνω από το γράμμα του νόμου και εδραίωσε τον ισλαμικό ορθόδοξο μυστικισμό, παλινορθώνοντας στο κέντρο της ισλαμικής ευσέβειας το δέος ενώπιον του Θεού και εναρμονίζοντας θεολογία και μυστικό βίωμα. Από τα πιο αγαπητά βιβλία των σούφι παραμένουν τα δίστιχα του Jalal al-din al-Rumi (θάν. 1273 μ.Χ.). Οι δερβίσηδες θεωρούν το βιβλίο αυτό ιερό και το τοποθετούν κοντά στο Κοράνιο. Τα κείμενα του, γεμάτα από εικόνες και δυνατές ιδέες, διατυπωμένα με έξοχο ποιητικό τρόπο, καθόρισαν τη μετέπειτα πορεία του ισλαμικού μυστικισμού. Με τον Ibn cArabi (θάν. 1240 μ.Χ.) έγινε ζωηρότερη η εξάρτηση από τον Νεοπλατωνισμό και η κίνηση προς τον μονισμό. Ο αλ-’ραμπι, που μαζί με τον αλ-Γαζάλι θεωρούνται οι φιλοσοφικότεροι των σούφι, δεν εγκατέλειψε την εικονική ερωτική γλώσσα και προσπάθησε να ολοκληρώσει το νεοπλατωνικό του δράμα με την κορανική διδασκαλία περί ανθρώπου και Θεού. Ο Θεός πάντοτε υπερβαίνει τη δημιουργία, αλλά με τη μεσολάβηση του ανθρώπου ο δημιουργημένος κόσμος επιστρέφει στην πρωταρχική του ενότητα. Οι διδασκαλίες του τελικά μαρτυρούν δογματική αδιαφορία, αποκλίνοντας σε πανθεϊστικές αντιλήψεις. Στην κατά συνθήκη ευσέβεια των κρατούντων, οι σούφι αντιδρούσαν με τρόπο σιωπηλό, βιωματικό και συχνά συγκλονιστικό. Μετά τον 12ο αί., το σουφικό μυστικό ρεύμα οδήγησε στη δημιουργία των μουσουλμανικών μοναχικών κοινοτήτων (ταρίκα). Πολλοί, αναζητώντας τη μυστική εμπειρία, κατέφευγαν σ’ ένα γέροντα που ανελάμβανε την καθοδήγηση τους με βασικό στοιχείο αυτής της μαθητείας όχι τόσο τη γνωσιολογική κατάρτιση, όσο την πνευματική και ψυχική ανάπτυξη τους. Η διαδικασία αυτή απαιτούσε οργανωμένη κοινότητα, και καθεμιά από αυτές ανέπτυσσε τα δικά της κέντρα, όπου διαβίωναν τα μέλη της, τους δικούς της κανόνες, αρχές, τελετές, μυστικά, πνευματική ατμόσφαιρα. Δεν σημαίνει ότι όλα τα μέλη τους θα μπορούσαν να θεωρηθούν μυστικοί. Εντούτοις, μέσα στην ατμόσφαιρα τους καλλιεργήθηκε, με επιμέλεια και προσδοκία, το μυστικό βίωμα. Από τις πιο γνωστές περιπτώσεις είναι οι δερβίσηδες, που με τελετουργικούς χορούς και με άλλα μέσα επιδίωκαν την έκσταση, για να πλησιάσουν τον Θεό. Καθώς τα τάγματα των δερβίσηδων εξαπλώνονταν σε διάφορα μέρη, η μυστική διάθεση και ζωή έφθανε σε όλα τα στρώματα του ισλαμικού κόσμου και η αναζήτηση μυστικών εξάρσεων και οραμάτων πήρε μεγάλες διαστάσεις. Στις μέρες μας παρουσιάζεται και πάλι νέα αναζωπύρωση του σουφικού ενδιαφέροντος.