«Άγριος σπόρος φύτρωσε—σ’ ακρογιαλιά και βράχο... Χίλιους ανθούς επέταξε—και άλλα χίλια αγκάθια.... Οι ανθοί μοσχομυρίζανε—τ’ αγκάθια όμως τρυπούσαν.... Χιλιάδες προσπαθήσανε—να τόνε ξεριζώσουν...
Μα σα τόνε ξερίζωναν—σκόρπιζαν χίλιοι σπόροι...»
Μα σα τόνε ξερίζωναν—σκόρπιζαν χίλιοι σπόροι...»
O Γιάννης Τσίρος, από τους πλέον ταλαντούχους και διεισδυτικούς θεατρικούς συγγραφείς της νέας γενιάς, έχοντας κλείσει έντεκα χρόνια από την πρεμιέρα του πρώτου και βραβευμένου θεατρικού του έργου Αξύριστα πηγούνια (2004) συνεχίζει να καταθέτει την έγνοια και την αγωνία του για τα πράγματα που συνθέτουν το μωσαϊκό της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, αποφασισμένος να μη χρυσώνει το χάπι της ελληνικής παθογένειας. Στο τελευταίο του θεατρικό εγχείρημα με τον τίτλο Άγριος σπόρος, μια αποκαλυπτική ακτινογραφία μιας κοινωνίας βουτηγμένης στη σαπίλα, στις μισές αλήθειες, στις προκαταλήψεις και στις περίεργες δοσοληψίες, πραγματεύεται με λόγο άμεσο, καθαρό, σκόπιμα βίαιο, υπαινικτικό και ενίοτε ποιητικό, θέματα διαχρονικά, όπως ο αγώνας των ανθρώπων για επιβίωση, οι δυσκολίες προσαρμογής στην μεταβαλλόμενη κοινωνική πραγματικότητα αλλά και οι συγκρούσεις στο πεδίο των σχέσεών τους.
Ο Σταύρος, στα όρια της οικονομικής εξαθλίωσης, προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιβιώσει μαζί με την κόρη του, διατηρώντας μια αυθαίρετη καντίνα στην παραλία ενός χωριού και ένα χοιροστάσιο, από το οποίο και προμηθεύεται το χοιρινό κρέας για την καντίνα του. Με τα συρτάρια του γεμάτα απλήρωτους λογαριασμούς, αναγκάζεται να διαπράττει τη μία παρατυπία μετά την άλλη, χρεωμένος μέχρι τον «λαιμό» και στοχεύοντας στην ανοχή των αρχών, που μέχρι ενός σημείου κάνουν τα «στραβά» μάτια. Ο ίδιος αισθάνεται κάπως σαν τον «Απόκληρο» του τραγουδιού που βάζει στο ραδιόφωνο για να μερακλώσει ενοχλώντας την κόρη του που τον στηρίζει μέχρι το τέλος παλεύοντας με τις αντιφάσεις της.Οι ξένοι ενοχλούνται από τη μυρωδιά του χοιροστασίου, αλλά και τον άξεστο και «τραχύ» χαρακτήρα του , με αποτέλεσμα να τους είναι αντιπαθής. Ο ίδιος δεν χάνει ευκαιρία να τους κατηγορεί, να τους υποτιμά, οξύνοντας τις μεταξύ τους σχέσεις. Η εξαφάνιση ενός νεαρού Γερμανού τουρίστα φέρνει αναστάτωση στην παραλία, που παραμένει κλειστή για να πραγματοποιηθούν έρευνες από ειδικές ομάδες, άρτι αφιχθείσες από το Βερολίνο μαζί με τους γονείς του νέου. Είναι η θρυαλλίδα που θα κάνει όλους να τα βάλλουν με τον πιο αδύναμο κρίκο.
Πραγματικά, οι υποψίες σχεδόν αυτόματα βαρύνουν τον χοιροτρόφο και ιδιοκτήτη της καντίνας, με έναν τρόπο που δείχνει πως αντί για την αλήθεια, η ομάδα των γερμανών ερευνητών, μαζί με τις ελληνικές αρχές, αναζητούν εξιλαστήριο θύμα για ένα έγκλημα που κανείς δεν ξέρει αν έχει τελεστεί. Ένοχος σκιαγραφείται ο άξεστος καντινιέρης που τσακώθηκε μαζί του, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, επειδή φλέρταρε την κόρη του Χαρούλα, τον μέθυσε με ούζα και μετά τον έμαθε να χορεύει ζεϊμπέκικο.Το εξιλαστήριο θύμα πρέπει να πληρώσει για κάτι που (πιθανόν) δεν έκανε και που θα ικανοποιήσει τα ύπουλα ένστικτα όλων εκείνων που ζουν μια ζωή βολέμένη και ήρεμη. Όταν βέβαια οι υποψίες - που με τα συμφραζόμενα και τις προκαταλήψεις γίνουν βεβαιότητες - θα μείνουν μετέωρες, επειδή οι έρευνες θα στραφούν αλλού, τίποτα πλέον δεν θα είναι όπως πριν. Η άμμος της παραλίας θα γίνει κινούμενη κι οι αταλάντευτες πεποιθήσεις όλων θα υποστούν ρωγμή. Οι ρίζες όμως του κάθε Σταύρου είναι πάντα γερά ριζωμένες μες το άγριο τοπίο.
Το έργο προβάλλει έναν φτωχοδιάβολο της ελληνικής πραγματικότητας που η κρίση τον αναγκάζει να προσαρμόσει τον τρόπο ζωής του στα δεδομένα της οικονομικής στενότητας με έναν τρόπο που, όπως υπογραμμίζει και ο ίδιος ο Γιάννης Τσίρος, "η αγωνία της επιβίωσης προηγείται της εφαρμογής των οικονομικών διατάξεων, και η ανυποταξία στους νόμους γίνεται καθημερινή άσκηση επιβίωσης".
Ο συγγραφέας στο πρόσωπο του Σταύρου μοιάζει να μιλάει μεταφορικά για την ίδια την σύγχρονη Ελλάδα, για τον τρόπο που ως κράτος έμαθε να διοικείται και να επιβιώνει και που, ξαφνικά, βρίσκεται υπόλογη απέναντι σε τρίτους (Ευρωπαίους) που η ορθολογιστική τους αντίληψη δεν αποτρέπει, αντίθετα ενισχύει, τις προϋπάρχουσες προκαταλήψεις σε βάρος της. «Άγριος σπόρος», με αυτή τη λογική, είναι όχι συγκεκριμένος Έλληνας αλλά ολόκληρη η Ελλάδα, ατίθαση, λάθρα επιβιώσασα για σειρά ετών, με νόμους ανεφάρμοστους, στο κενό δικαίου, αναπτυσσόμενη χωρίς λίπασμα και φροντίδα, ανεξέλεγκτα. Έως ότου προκύψει το μη αναμενόμενο και όλα ανατραπούν. Ο «άγριος σπόρος» όμως ξέρει να επιβιώνει από όπου κι αν τον ξεριζώσουν, όσο κι αν προσπαθούν να τον αφανίσουν γιατί «Μια ακρογιαλιά είναι όλη η χώρα. Παντού φυτρώνουμε».Ο Σταύρος εκπροσωπεί την παλιάς κοπής ανεκτικότητα για τον άλλο και το ίδιο απαιτεί για τον εαυτό του.Τελικά αναρωτιέσαι αν τον έφτιαξε έτσι η χώρα ή αν αυτός και οι άλλοι φτιάχνουν έτσι τη χώρα μας.
Σε αντίθεση με τους μεγαλοκαρχαρίες, που παρανομούν για να πλουτίσουν, ο Σταύρος το κάνει για την επιβίωση του. Η ωραιότερη αντίστιξη στο κείμενο .Όλοι παρανομούν σε αυτήν την χώρα, ο καθένας με τον τρόπο του. Απλά όλοι είναι ίσοι ή λιγότερο ίσοι ανάλογα με το βαλάντιο τους. Ο Γιάννης Τσίρος μπορεί και δημιουργεί εικόνες ακόμη κι όταν περιγράφει κάτι φαινομενικά αδιάφορο, είναι σαν να μοιράζει ίδιο βάρος σε κάθε λέξη που θα γράψει. Δεν νιώθεις ότι κάτι είναι περιττό.
Η Ελένη Σκότη σκηνοθετεί με ρεαλιστικό κώδικα, στοχεύοντας την ανάδειξη του ίδιου του κειμένου και της ουσίας του -πολιτική καταγγελία- χρησιμοποιώντας έντονες ψυχολογικές εναλλαγές και μια ελεγχόμενη κλιμάκωση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Ένα παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, ένα παιχνίδι διαρκούς αμφισημίας και αμφιθυμίας, με την αινιγματικότητα να πλανάται και να κυριαρχεί, την αλήθεια, πάγιο ζητούμενο, μονίμως να διαφεύγει. Δεν βιάζεται, δεν φλυαρεί, και, κυρίως, δεν πολώνει τις καταστάσεις για να κερδίσει, τον θεατή, με εύκολα τερτίπια.. Κάθε σκηνή, ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί δημιουργεί μια αναμονή ασθμαίνουσα και υπαινικτική. Η σκηνοθέτης χτίζει περίτεχνα το υλικό της με τρόπο συμπαγή και δυναμικό, διατηρώντας την ψυχολογία του θεατή σε κατάσταση εγρήγορσης. Με καλά μελετημένη δοσολογία στην απελευθέρωση των μυστικών της υπόθεσης -πιθανή δολοφονία του νεαρού Γερμανού- με σωστές κλιμακώσεις, αποκλιμακώσεις και ξαφνικές κορυφώσεις, δημιουργεί μια σκηνική ατμόσφαιρα αστυνομικού μυστηρίου που κρατά τον θεατή σε μια κατάσταση μόνιμης απορίας. Τα λόγια στα στόματα των ηρώων ισορροπούν ανάμεσα στο χιούμορ, την πίκρα και την ποιητικότητα, με παρεμβολές από κωμικές εκρήξεις, που έχουν στόχο να αλαφρύνουν την βεβαρημένη ατμόσφαιρα και να αποφορτίσουν το κοινό.Το δίλημμα αλήθεια η ψέμα, ένοχος η αθώος, παρεμβάλλεται καθ όλη την διάρκεια, δημιουργώντας στοιχεία θρίλερ, μόνο επιφανειακά, γιατί η κυριαρχούσα προβληματική του έργου εστιάζει στην ανθρώπινη φύση και την ψυχοσύνθεση των ηρώων.
Το έργο διαθέτει μόνο τρία δραματικά πρόσωπα επί σκηνής: τον Σταύρο, την Χαρούλα και τον Τάκη, τον αστυνομικό. Τα εξωσκηνικά πρόσωπα, ωστόσο, φαίνεται να καθορίζουν αποφασιστικά τη δράση με πρώτο τον εξαφανισμένο νεαρό που επανέρχεται διαρκώς μέσα στην ιστορία, από τις περιγραφές των υπολοίπων, που προσπαθούν να συμπληρώσουν το ανολοκλήρωτο πορτραίτο του.
Είναι αδύνατον να βάλεις όλα τα χαρακτηριστικά ενός έλληνα σε μια σελίδα. Τρεις άνθρωποι όμως μέσα σε σχεδόν δύο ώρες, με το πολύ καλό κείμενο του Γιάννη Τσίρου μας δείχνουν το πρόσωπο του σύγχρονου Έλληνα. Με τα καλά και τα άσχημά του.
Αναρωτιόμαστε πού σταματά το είναι και πού το φαίνεσθαι των ανθρώπων; «Η θάλασσα το πρωί είναι όμορφη. Την κοιτάς και σου΄ρχεται να την πιείς. Αν όμως την πιείς θα ξεράσεις. Δεν είναι αυτό που δείχνει. Όπως και οι άνθρωποι. Κάποια στιγμή ξερνάς και με αυτούς» Ένας ρεαλιστής της μεταμοντέρνας εποχής, είναι ο Τσίρος, που ξέρει να δημιουργεί ρωγμές στο φαινομενικά συμπαγές κοινωνικό σώμα, ώστε να δούμε αυτό που ζούμε και δεν βλέπουμε.
Ο ρόλος του Σταύρου, ευτύχησε να συναντήσει τον Τάκη Σπυριδάκη. Βαριεστημένος, μάγκας, με αχτένιστα μαλλιά και ιδρωμένα ρούχα, αδυσώπητα ανεπιτήδευτος, αρχετυπική μορφή του Ελληνάρα.Η παρουσία του ηθοποιού γεμίζει την σκηνή, καθώς αυτός καταθέτει μία ερμηνεία υποδειγματική. Είναι αξιοθαύμαστο το πέρασμα του από τον ζαμανφουτισμό και τον παιδιάστικο εγωϊσμό στην οργή, όταν θίγεται η αξιοπρέπεια του, έως την απορημένη έκφραση στο πρόσωπο του σαν να γίνεται αυτός το σφαχτάρι στα τσιγκέλια αυτών που τον κατατρέχουν και τέλος στην στωικότητα, αλλά όχι στην παραίτηση. " Δεν μπορώ όμως να χαθώ από μπροστά τους… Ούτε να μην τους χαλώ τη θέα του τοπίου.. Γιατί είμαι και εγώ μες το τοπίο… Μέρος του τοπίου είμαι… Υπάρχω… Και δε σκοπεύω να πάψω να υπάρχω…’’ Εξαιρετικές παύσεις, χρωματισμός φωνής, ευθύβολο βλέμμα, εν ολίγοις, ένα προσωπικό ρεσιτάλ.
Τον ηθοποιό πλαισιώνει στη σκηνή ένα πολύ καλό ερμηνευτικό δίδυμο που συντονίζεται και αξιοποιεί το ταλέντο και τη σκηνική του χημεία. Η ( κόρη) Ντάνη Γιαννακοπούλου, ένα κράμα παιδικότητας και στωικότητας, που παλεύει να μείνει στην επιφάνεια και να ισορροπήσει ανάμεσα στη δική της προσωπικότητα και στην αγάπη και υποστήριξη προς τον πατέρα της.Εξαιρετική στο ρόλο της η νεαρή ηθοποιός εξισορροπεί θαυμάσια απέναντι στην θηλυκή πλευρά και στην υπομονετική, αλλά περήφανη φύση της, χωρίς να υψώνει άστοχα τους τόνους της. Ο (αστυνομικός) Ηλίας Βαλάσης υποδύεται πειστικότατα το επαρχιώτη αστυνομικό, διχασμένο ανάμεσα στο καθήκον και συνηθισμένο να συμβιώνει χωρίς αντεγκλήσεις με τους συντοπίτες του και τις παραξενιές τους, ξενόδουλος και ευκολόπιστος απέναντι στους γερμανούς ερευνητές, μεταλλάσεται σταδιακά στον κακό-κάκιστο εαυτό του Έλληνα,που γίνεται βασιλικότερος του Βασιλέα,εκφράζοντας απωθημένα και κακία εκεί που πριν δεν είχε το τσαγανό να εκφράσει. Σωστό, το λιτό, λειτουργικό σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου με σκηνικά αντικείμενα ένα τραπέζι καφενείου, δυο καρέκλες, ένα ψυγείο αναψυκτικών. και σε μια γωνιά βότσαλα παραλίας. Το φόντο αναπαριστά αγροτικό τοπίο ζωγραφισμένο λεπτομερειακά με λευκή κιμωλία πάνω στο ξύλινο ταμπλώ που ανοίγει για να σχηματιστεί η καντίνα. Οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου προσεκτικοί και καίριοι μας μεταφέρουν την καλοκαιρινή κάψα του ελληνικού ήλιου και μετατρέπονται σε ανακριτικές εστίες πάνω στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών,ενισχύοντας την ψυχολογική τους διακύμανση και την ένταση της πλοκής. Το ηχητικό background του Στέλιου Γιαννουλάκη, εντείνει διακριτικά την απειλούμενη ατμόσφαιρα μέχρι την κλιμάκωση της.
Εν κατακλείδι :
Με μισές αλήθειες οι λαοί καλλιεργούν και θρέφουν τις εθνικές τους προκαταλήψεις. Μέσα σε ένα περιβάλλον εθνικής αυταρέσκειας οι εθνικές προκαταλήψεις, απαλλαγμένες από ατομική συνείδηση και συναισθήματα, αποκτούν τη σκληρότητα ενός λαϊκού κατηγόρου. Κανένα ελαφρυντικό δεν γίνεται δεκτό. Έτσι, η απλούστευση των κατηγοριών αποκτά μια ιδιαίτερη τεχνική και η γενίκευση γενικεύεται ως κανόνας. Φταίχτες είναι οι άλλοι» (ο συγγραφέας Γιάννης Τσίρος για το θεατρικό του έργο «Άγριος Σπόρος» που παίζεται στο θέατρο Επί Κολωνώ)
Παραγωγή: Ομάδα Νάμα
Κείμενο: Γιάννης Τσίρος
Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη
Σκηνικά, Κοστούμια, Δ/νση Παραγ.: Γιώργος Χατζηνικολάου
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Μουσική & Επιμέλεια ήχου: Στέλιος Γιαννουλάκης
Φωτογραφίες: Δημήτρης Στουπάκης
Παραγωγή: Ομάδα Νάμα
Βοηθός σκηνοθέτη: Περίκλεια Χονδροπούλου
Διανομή
Σταύρος: Τάκης Σπυριδάκης
Χαρούλα: Ντάνη Γιαννακοπούλου
Αστυνομικός: Ηλίας Βαλάσης
Θέατρο Επί Κολωνώ, Ναυπλίου 12 & Λένορμαν 94,Κολωνός
Τηλ.: 2105138067
Σάβ. 6 μ.μ. Τετ. 7.30 μ.μ. Βραδ.: Δευτ., Τρ. 9 μ.μ., Κυρ. 9.30 μ.μ
Ο Σταύρος, στα όρια της οικονομικής εξαθλίωσης, προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιβιώσει μαζί με την κόρη του, διατηρώντας μια αυθαίρετη καντίνα στην παραλία ενός χωριού και ένα χοιροστάσιο, από το οποίο και προμηθεύεται το χοιρινό κρέας για την καντίνα του. Με τα συρτάρια του γεμάτα απλήρωτους λογαριασμούς, αναγκάζεται να διαπράττει τη μία παρατυπία μετά την άλλη, χρεωμένος μέχρι τον «λαιμό» και στοχεύοντας στην ανοχή των αρχών, που μέχρι ενός σημείου κάνουν τα «στραβά» μάτια. Ο ίδιος αισθάνεται κάπως σαν τον «Απόκληρο» του τραγουδιού που βάζει στο ραδιόφωνο για να μερακλώσει ενοχλώντας την κόρη του που τον στηρίζει μέχρι το τέλος παλεύοντας με τις αντιφάσεις της.Οι ξένοι ενοχλούνται από τη μυρωδιά του χοιροστασίου, αλλά και τον άξεστο και «τραχύ» χαρακτήρα του , με αποτέλεσμα να τους είναι αντιπαθής. Ο ίδιος δεν χάνει ευκαιρία να τους κατηγορεί, να τους υποτιμά, οξύνοντας τις μεταξύ τους σχέσεις. Η εξαφάνιση ενός νεαρού Γερμανού τουρίστα φέρνει αναστάτωση στην παραλία, που παραμένει κλειστή για να πραγματοποιηθούν έρευνες από ειδικές ομάδες, άρτι αφιχθείσες από το Βερολίνο μαζί με τους γονείς του νέου. Είναι η θρυαλλίδα που θα κάνει όλους να τα βάλλουν με τον πιο αδύναμο κρίκο.
Πραγματικά, οι υποψίες σχεδόν αυτόματα βαρύνουν τον χοιροτρόφο και ιδιοκτήτη της καντίνας, με έναν τρόπο που δείχνει πως αντί για την αλήθεια, η ομάδα των γερμανών ερευνητών, μαζί με τις ελληνικές αρχές, αναζητούν εξιλαστήριο θύμα για ένα έγκλημα που κανείς δεν ξέρει αν έχει τελεστεί. Ένοχος σκιαγραφείται ο άξεστος καντινιέρης που τσακώθηκε μαζί του, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, επειδή φλέρταρε την κόρη του Χαρούλα, τον μέθυσε με ούζα και μετά τον έμαθε να χορεύει ζεϊμπέκικο.Το εξιλαστήριο θύμα πρέπει να πληρώσει για κάτι που (πιθανόν) δεν έκανε και που θα ικανοποιήσει τα ύπουλα ένστικτα όλων εκείνων που ζουν μια ζωή βολέμένη και ήρεμη. Όταν βέβαια οι υποψίες - που με τα συμφραζόμενα και τις προκαταλήψεις γίνουν βεβαιότητες - θα μείνουν μετέωρες, επειδή οι έρευνες θα στραφούν αλλού, τίποτα πλέον δεν θα είναι όπως πριν. Η άμμος της παραλίας θα γίνει κινούμενη κι οι αταλάντευτες πεποιθήσεις όλων θα υποστούν ρωγμή. Οι ρίζες όμως του κάθε Σταύρου είναι πάντα γερά ριζωμένες μες το άγριο τοπίο.
Το έργο προβάλλει έναν φτωχοδιάβολο της ελληνικής πραγματικότητας που η κρίση τον αναγκάζει να προσαρμόσει τον τρόπο ζωής του στα δεδομένα της οικονομικής στενότητας με έναν τρόπο που, όπως υπογραμμίζει και ο ίδιος ο Γιάννης Τσίρος, "η αγωνία της επιβίωσης προηγείται της εφαρμογής των οικονομικών διατάξεων, και η ανυποταξία στους νόμους γίνεται καθημερινή άσκηση επιβίωσης".
Ο συγγραφέας στο πρόσωπο του Σταύρου μοιάζει να μιλάει μεταφορικά για την ίδια την σύγχρονη Ελλάδα, για τον τρόπο που ως κράτος έμαθε να διοικείται και να επιβιώνει και που, ξαφνικά, βρίσκεται υπόλογη απέναντι σε τρίτους (Ευρωπαίους) που η ορθολογιστική τους αντίληψη δεν αποτρέπει, αντίθετα ενισχύει, τις προϋπάρχουσες προκαταλήψεις σε βάρος της. «Άγριος σπόρος», με αυτή τη λογική, είναι όχι συγκεκριμένος Έλληνας αλλά ολόκληρη η Ελλάδα, ατίθαση, λάθρα επιβιώσασα για σειρά ετών, με νόμους ανεφάρμοστους, στο κενό δικαίου, αναπτυσσόμενη χωρίς λίπασμα και φροντίδα, ανεξέλεγκτα. Έως ότου προκύψει το μη αναμενόμενο και όλα ανατραπούν. Ο «άγριος σπόρος» όμως ξέρει να επιβιώνει από όπου κι αν τον ξεριζώσουν, όσο κι αν προσπαθούν να τον αφανίσουν γιατί «Μια ακρογιαλιά είναι όλη η χώρα. Παντού φυτρώνουμε».Ο Σταύρος εκπροσωπεί την παλιάς κοπής ανεκτικότητα για τον άλλο και το ίδιο απαιτεί για τον εαυτό του.Τελικά αναρωτιέσαι αν τον έφτιαξε έτσι η χώρα ή αν αυτός και οι άλλοι φτιάχνουν έτσι τη χώρα μας.
Σε αντίθεση με τους μεγαλοκαρχαρίες, που παρανομούν για να πλουτίσουν, ο Σταύρος το κάνει για την επιβίωση του. Η ωραιότερη αντίστιξη στο κείμενο .Όλοι παρανομούν σε αυτήν την χώρα, ο καθένας με τον τρόπο του. Απλά όλοι είναι ίσοι ή λιγότερο ίσοι ανάλογα με το βαλάντιο τους. Ο Γιάννης Τσίρος μπορεί και δημιουργεί εικόνες ακόμη κι όταν περιγράφει κάτι φαινομενικά αδιάφορο, είναι σαν να μοιράζει ίδιο βάρος σε κάθε λέξη που θα γράψει. Δεν νιώθεις ότι κάτι είναι περιττό.
Η Ελένη Σκότη σκηνοθετεί με ρεαλιστικό κώδικα, στοχεύοντας την ανάδειξη του ίδιου του κειμένου και της ουσίας του -πολιτική καταγγελία- χρησιμοποιώντας έντονες ψυχολογικές εναλλαγές και μια ελεγχόμενη κλιμάκωση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Ένα παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, ένα παιχνίδι διαρκούς αμφισημίας και αμφιθυμίας, με την αινιγματικότητα να πλανάται και να κυριαρχεί, την αλήθεια, πάγιο ζητούμενο, μονίμως να διαφεύγει. Δεν βιάζεται, δεν φλυαρεί, και, κυρίως, δεν πολώνει τις καταστάσεις για να κερδίσει, τον θεατή, με εύκολα τερτίπια.. Κάθε σκηνή, ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί δημιουργεί μια αναμονή ασθμαίνουσα και υπαινικτική. Η σκηνοθέτης χτίζει περίτεχνα το υλικό της με τρόπο συμπαγή και δυναμικό, διατηρώντας την ψυχολογία του θεατή σε κατάσταση εγρήγορσης. Με καλά μελετημένη δοσολογία στην απελευθέρωση των μυστικών της υπόθεσης -πιθανή δολοφονία του νεαρού Γερμανού- με σωστές κλιμακώσεις, αποκλιμακώσεις και ξαφνικές κορυφώσεις, δημιουργεί μια σκηνική ατμόσφαιρα αστυνομικού μυστηρίου που κρατά τον θεατή σε μια κατάσταση μόνιμης απορίας. Τα λόγια στα στόματα των ηρώων ισορροπούν ανάμεσα στο χιούμορ, την πίκρα και την ποιητικότητα, με παρεμβολές από κωμικές εκρήξεις, που έχουν στόχο να αλαφρύνουν την βεβαρημένη ατμόσφαιρα και να αποφορτίσουν το κοινό.Το δίλημμα αλήθεια η ψέμα, ένοχος η αθώος, παρεμβάλλεται καθ όλη την διάρκεια, δημιουργώντας στοιχεία θρίλερ, μόνο επιφανειακά, γιατί η κυριαρχούσα προβληματική του έργου εστιάζει στην ανθρώπινη φύση και την ψυχοσύνθεση των ηρώων.
Το έργο διαθέτει μόνο τρία δραματικά πρόσωπα επί σκηνής: τον Σταύρο, την Χαρούλα και τον Τάκη, τον αστυνομικό. Τα εξωσκηνικά πρόσωπα, ωστόσο, φαίνεται να καθορίζουν αποφασιστικά τη δράση με πρώτο τον εξαφανισμένο νεαρό που επανέρχεται διαρκώς μέσα στην ιστορία, από τις περιγραφές των υπολοίπων, που προσπαθούν να συμπληρώσουν το ανολοκλήρωτο πορτραίτο του.
Είναι αδύνατον να βάλεις όλα τα χαρακτηριστικά ενός έλληνα σε μια σελίδα. Τρεις άνθρωποι όμως μέσα σε σχεδόν δύο ώρες, με το πολύ καλό κείμενο του Γιάννη Τσίρου μας δείχνουν το πρόσωπο του σύγχρονου Έλληνα. Με τα καλά και τα άσχημά του.
Αναρωτιόμαστε πού σταματά το είναι και πού το φαίνεσθαι των ανθρώπων; «Η θάλασσα το πρωί είναι όμορφη. Την κοιτάς και σου΄ρχεται να την πιείς. Αν όμως την πιείς θα ξεράσεις. Δεν είναι αυτό που δείχνει. Όπως και οι άνθρωποι. Κάποια στιγμή ξερνάς και με αυτούς» Ένας ρεαλιστής της μεταμοντέρνας εποχής, είναι ο Τσίρος, που ξέρει να δημιουργεί ρωγμές στο φαινομενικά συμπαγές κοινωνικό σώμα, ώστε να δούμε αυτό που ζούμε και δεν βλέπουμε.
Ο ρόλος του Σταύρου, ευτύχησε να συναντήσει τον Τάκη Σπυριδάκη. Βαριεστημένος, μάγκας, με αχτένιστα μαλλιά και ιδρωμένα ρούχα, αδυσώπητα ανεπιτήδευτος, αρχετυπική μορφή του Ελληνάρα.Η παρουσία του ηθοποιού γεμίζει την σκηνή, καθώς αυτός καταθέτει μία ερμηνεία υποδειγματική. Είναι αξιοθαύμαστο το πέρασμα του από τον ζαμανφουτισμό και τον παιδιάστικο εγωϊσμό στην οργή, όταν θίγεται η αξιοπρέπεια του, έως την απορημένη έκφραση στο πρόσωπο του σαν να γίνεται αυτός το σφαχτάρι στα τσιγκέλια αυτών που τον κατατρέχουν και τέλος στην στωικότητα, αλλά όχι στην παραίτηση. " Δεν μπορώ όμως να χαθώ από μπροστά τους… Ούτε να μην τους χαλώ τη θέα του τοπίου.. Γιατί είμαι και εγώ μες το τοπίο… Μέρος του τοπίου είμαι… Υπάρχω… Και δε σκοπεύω να πάψω να υπάρχω…’’ Εξαιρετικές παύσεις, χρωματισμός φωνής, ευθύβολο βλέμμα, εν ολίγοις, ένα προσωπικό ρεσιτάλ.
Τον ηθοποιό πλαισιώνει στη σκηνή ένα πολύ καλό ερμηνευτικό δίδυμο που συντονίζεται και αξιοποιεί το ταλέντο και τη σκηνική του χημεία. Η ( κόρη) Ντάνη Γιαννακοπούλου, ένα κράμα παιδικότητας και στωικότητας, που παλεύει να μείνει στην επιφάνεια και να ισορροπήσει ανάμεσα στη δική της προσωπικότητα και στην αγάπη και υποστήριξη προς τον πατέρα της.Εξαιρετική στο ρόλο της η νεαρή ηθοποιός εξισορροπεί θαυμάσια απέναντι στην θηλυκή πλευρά και στην υπομονετική, αλλά περήφανη φύση της, χωρίς να υψώνει άστοχα τους τόνους της. Ο (αστυνομικός) Ηλίας Βαλάσης υποδύεται πειστικότατα το επαρχιώτη αστυνομικό, διχασμένο ανάμεσα στο καθήκον και συνηθισμένο να συμβιώνει χωρίς αντεγκλήσεις με τους συντοπίτες του και τις παραξενιές τους, ξενόδουλος και ευκολόπιστος απέναντι στους γερμανούς ερευνητές, μεταλλάσεται σταδιακά στον κακό-κάκιστο εαυτό του Έλληνα,που γίνεται βασιλικότερος του Βασιλέα,εκφράζοντας απωθημένα και κακία εκεί που πριν δεν είχε το τσαγανό να εκφράσει. Σωστό, το λιτό, λειτουργικό σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου με σκηνικά αντικείμενα ένα τραπέζι καφενείου, δυο καρέκλες, ένα ψυγείο αναψυκτικών. και σε μια γωνιά βότσαλα παραλίας. Το φόντο αναπαριστά αγροτικό τοπίο ζωγραφισμένο λεπτομερειακά με λευκή κιμωλία πάνω στο ξύλινο ταμπλώ που ανοίγει για να σχηματιστεί η καντίνα. Οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου προσεκτικοί και καίριοι μας μεταφέρουν την καλοκαιρινή κάψα του ελληνικού ήλιου και μετατρέπονται σε ανακριτικές εστίες πάνω στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών,ενισχύοντας την ψυχολογική τους διακύμανση και την ένταση της πλοκής. Το ηχητικό background του Στέλιου Γιαννουλάκη, εντείνει διακριτικά την απειλούμενη ατμόσφαιρα μέχρι την κλιμάκωση της.
Εν κατακλείδι :
Με μισές αλήθειες οι λαοί καλλιεργούν και θρέφουν τις εθνικές τους προκαταλήψεις. Μέσα σε ένα περιβάλλον εθνικής αυταρέσκειας οι εθνικές προκαταλήψεις, απαλλαγμένες από ατομική συνείδηση και συναισθήματα, αποκτούν τη σκληρότητα ενός λαϊκού κατηγόρου. Κανένα ελαφρυντικό δεν γίνεται δεκτό. Έτσι, η απλούστευση των κατηγοριών αποκτά μια ιδιαίτερη τεχνική και η γενίκευση γενικεύεται ως κανόνας. Φταίχτες είναι οι άλλοι» (ο συγγραφέας Γιάννης Τσίρος για το θεατρικό του έργο «Άγριος Σπόρος» που παίζεται στο θέατρο Επί Κολωνώ)
Παραγωγή: Ομάδα Νάμα
Κείμενο: Γιάννης Τσίρος
Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη
Σκηνικά, Κοστούμια, Δ/νση Παραγ.: Γιώργος Χατζηνικολάου
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Μουσική & Επιμέλεια ήχου: Στέλιος Γιαννουλάκης
Φωτογραφίες: Δημήτρης Στουπάκης
Παραγωγή: Ομάδα Νάμα
Βοηθός σκηνοθέτη: Περίκλεια Χονδροπούλου
Διανομή
Σταύρος: Τάκης Σπυριδάκης
Χαρούλα: Ντάνη Γιαννακοπούλου
Αστυνομικός: Ηλίας Βαλάσης
Θέατρο Επί Κολωνώ, Ναυπλίου 12 & Λένορμαν 94,Κολωνός
Τηλ.: 2105138067
Σάβ. 6 μ.μ. Τετ. 7.30 μ.μ. Βραδ.: Δευτ., Τρ. 9 μ.μ., Κυρ. 9.30 μ.μ