Οι ψυχές μου» γράφει στον περίφημο πρόλογο της «Δεσποινίδας Τζούλιας», ο Σουηδός συγγραφέας, επιλέγοντας τη λέξη ψυχές αντί για ήρωες, «είναι άμορφες μάζες φτιαγμένες από παλιές και σύγχρονες πολιτισμικές περιόδους, αποσπάσματα από βιβλία και εφημερίδες, αποφάγια της ανθρωπότητας, κομμάτια υφάσματος που κόπηκαν από όμορφα ρούχα και έγιναν κουρέλια, μπαλωμένα όλα μαζί όπως η ανθρώπινη ψυχή».
Η «Δεσποινίς Τζούλια», το ψυχαναλυτικό κομψοτέχνημα του Αύγουστου Στρίντμπεργκ και ένα από τα κορυφαία, νατουραλιστικά δράματα που αποτυπώνει με εξαιρετικό τρόπο τις σχέσεις γύρω από την εξουσία, τον έρωτα τις ταξικές αντιθέσεις, τις ανθρώπινες φιλοδοξίες και την αιώνια μάχη των δύο φύλων, φιλοξενείται στο Νέο Θέατρο Βασιλάκου, υπό την σκηνοθετική μπαγκέτα της Λίλυς Μελεμέ με την την Μαρία Κίτσου, τον Ορέστη Τζιόβα και την Αμαλία Αρσένη στους τρεις ρόλους.
Ο Στρίντμπεργκ τοποθετεί τη δράση της Δεσποινίδας Τζούλια τη νύχτα του μεσοκαλόκαιρου, τη μικρότερη νύχτα του χρόνου. Μια νύχτα εκρηκτικής πυκνότητας, νύχτα γιορτής και μεθυσιού, νύχτα απογύμνωσης, πυρετού και αισθησιασμού. Με φόντο τη ξέφρενη γιορτή των υπηρετών, μέσα στη πηχτή και πνιγηρή ατμόσφαιρα της κουζίνας που βρίσκεται στα έγκατα του αρχοντικού σπιτιού, η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά για ένα παιχνίδι χωρίς όρια και φραγμούς. Ένα ανελέητο και βασανιστικό παιχνίδι εξουσίας και εναλλαγής ρόλων, μια αδυσώπητη ερωτική μονομαχία με κοινή αφετηρία αλλά εντελώς διαφορετικούς στόχους. Κόρη ενός «απόμακρου» πλούσιου αριστοκράτη γαιοκτήμονα, ορφανεμένη από μικρή από μητέρα, η οποία αυτοκτόνησε, στερημένη τον έρωτα και χωρισμένη από έναν ταξικά όμοιο ψυχρό αρραβωνιαστικό, η Τζούλια τη βραδιά μιας ετήσιας λαϊκής παραδοσιακής γιορτής (πρόκειται για παράδοση αιώνων σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, την οποία απαθανάτισε με κωμωδία του ο Γκολντόνι), κατά την οποία μια φορά το χρόνο οι αφέντες καταδέχονταν να συναγελαστούν, να πιούν και να χορέψουν με τους κολίγους και υπηρέτες τους, ως αφέντρα «απαιτεί» από τον υπηρέτη του πατέρα της, Ζαν (γιο πεθαμένου κολίγου της οικογένειας), να πιει και να χορέψει μαζί της. Κρασί, χορός και ερωτική στέρηση οδηγούν σε σεξουαλικό σμίξιμο. Απερίσκεπτα και μετά από αυτό, η Τζούλια θαρρεί πως μπορεί να αφεντεύει τον υπηρέτη. Η δύναμη του αρσενικού, το ξύπνημα του καταπιεσμένου, από γενιά σε γενιά, ταξικού μίσους και η φιλοδοξία του υπηρέτη να γίνει «κύριος του εαυτού του», αποκτώντας δική του δουλειά, την καθιστούν υποχείριό του και κλέφτρα των χρημάτων του πατέρα της για το σκοπό του. Για τον Ζαν, τον αριβίστα υπηρέτη του Κόμη, ο στόχος είναι η άνοδος, η απόδραση, η φυγή και η κοινωνική καταξίωση. Το μόνο που αναζητά διακαώς είναι το «ιδανικό πρώτο κλαδί» που θα τον βοηθήσει στην αναρρίχησή του. Για την Δεσποινίδα Τζούλια, από την άλλη, ο απόλυτος στόχος είναι η πτώση, η συντριβή, η εξαφάνιση και εντέλει η ανυπαρξία που θα την οδηγήσει στη λύτρωση από τα εφιαλτικά φορτία-κληρονομιά ενός ένοχου παρελθόντος.
Διχασμένη ανάμεσα στο ένστικτο και τη λογική, η Τζούλια ακροβατεί και φλερτάρει με τα όριά της δοκιμάζοντας ταυτόχρονα τις αντοχές των άλλων, χωρίς πρόθεση, χωρίς βούληση, χωρίς σχέδιο. Η φρενήρης διαδρομή της καθόδου που επιλέγει, την οδηγεί ένα βήμα πριν το τέλος – στον προθάλαμο της κόλασης – στην κουζίνα του σπιτιού σε μετωπική σύγκρουση με τη σκληρή πραγματικότητα και μετατρέπει το ερωτικό παιχνίδι εξουσίας και επιβίωσης, όπου μόνο ένας από τους δύο μπορεί να βγει νικητής. Είναι η Τζούλια το «θύμα» της ιστορίας – αφού ο πυρήνας της έχει διαρρηχθεί προ πολλού από την πολεμική σχέση των γονιών της, με συνέπεια να είναι ασταθής στις επιθυμίες της και να παγιδεύεται από επιλογές που ούτε στην κοινωνική θέση της ταιριάζουν, ούτε ανταποκρίνονται στις ανάγκες της; Ή είναι αυτή που χειραγωγεί τους υπηρέτες της και, ποθώντας τον θάνατο , χρησιμοποιεί τον Ζαν ως μοχλό για να δώσει τέλος στην άχαρη ζωή της;
Αριστουργηματικής «οικονομίας» και ψυχογραφικής δύναμης, υπαρξιακό και ταυτόχρονα κοινωνικό δράμα, η «Δεσποινίς Τζούλια», συμπυκνώνει πλήθος πτυχών των ανθρωπίνων πραγμάτων αλλά και της αστικής κοινωνίας. Την ανάγκη κάθε ανθρώπου για αγάπη και ευτυχία. Το σαθρότητα του γάμου. Τη σύγκρουση των δύο φύλων. Την ανομολόγητη επιθυμία της σάρκας. Την πίστη, την απιστία και τη ζήλια. Το αίσθημα ανωτερότητας και έπαρσης της μεγαλοαστικής τάξης. Το αίσθημα μηδαμινότητας και οφειλόμενης υποταγής των «δούλων» – καλλιεργητών στα τσιφλίκια και υπηρετών στα μέγαρα της αστικής τάξης. Την ευμάρεια των «αφεντικών» και τις στερήσεις των «υπηρετών». Τον πόθο των τελευταίων για κοινωνική αναρρίχηση και τη διχασμένη -ανάμεσα στην υποταγή και το μίσος για τους ταξικά ισχυρούς- ψυχολογία τους. Σε μια ταξική κοινωνία -κάθε εποχής και τόπου- ενδέχεται μια γυναίκα της άρχουσας τάξης, από απερισκεψία, σεξουαλική παρόρμηση, ίσως και από αίσθηση ισχύος, να σμίξει με έναν «υπηρέτη» της, αλλά και να το «πληρώσει» αυτό, όχι μόνο με το αμετάκλητο αίσθημα της ταξικής και ηθικής «ταπείνωσης» αλλά και με την αυτοχειρία της. Ετσι «πληρώνει» η μεγαλοαστή Τζούλια τη σεξουαλική συνεύρεσή της με τον υπηρέτη του πατέρα της, Ζαν. Εκείνη αυτοκτονεί. Ο Ζαν, αποτυγχάνοντας να ανέλθει οικονομικοκοινωνικά, βάζοντας στο χέρι την Τζούλια και τα κλεμμένα λεφτά του πατέρα της, παραμένει υπηρέτης. Υπηρέτρια παραμένει κι η προδομένη από τον εραστή της Ζαν, Κριστίν. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν πτυχές της υπόθεσης που θεωρούνται πρωτοποριακές, πόσο μάλλον τότε στα σαλόνια της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας.
Η σκηνοθέτης Λίλλυ Μελεμέ στήνει μία έξοχη παράσταση υψηλής αισθητικής, ένα παιχνίδι έλξης κι αποστροφής, λεκτικής και σωματικής, μία μοιραία και γοητευτική χειραγώγηση σεξουαλικής και ταξικής εξουσίας. Εστιάζει προσεκτικά στη σύνθεση των χαρακτήρων, σκιαγραφώντας με έντονες γραμμές τον κάθε ρόλο.Το ερωτικό παιχνίδι παρουσιάζεται σαν μία ιεροτελεστία που χορογραφείται με κλιμακούμενη ένταση και υπαινικτικά κύματα πόθου, που καταφέρνουν να κρατούν τον θεατή στην κόψη του ξυραφιού, όπως ακριβώς είναι και οι σχέσεις των δύο χαρακτήρων.Η σκηνοθετική γραμμή της είναι δυναμική, με νεύρο και ψυχή, εγείρει συνεχώς αντικρουόμενα συναισθήματα, επιβάλλοντας την συμμετοχή μας, μέσα από τις καθηλωτικές ερμηνείες των τριών ηθοποιών της.
Στην έναρξη παρακολουθούμε τον Ζαν να χορεύει ξέφρενα, ενώ στα πάνω πατώματα αχνοφαίνεται η σιλουέτα της νεαρής αριστοκράτισσας που χορεύει και αυτή, αισθησιακά, με ερωτικό πυρετό και έκδηλο αισθησιασμό, στοιχεία που μας προϊδεάζουν ότι αυτή η νύχτα δεν θα είναι σαν όλες τις άλλες. Η Τζούλια της παράστασης ευτύχησε να συναντήσει την Μαρία Κίτσου, μία ταλαντούχα νεαρή ηθοποιό, που βυθίζεται με χάρη και εκφραστική δεξιότητα μέσα στις απαιτητικές και ιδιαίτερα ευαίσθητες αποχρώσεις του ρόλου της. Επιπόλαιη, αυταρχική και παρορμητική, εκμεταλλεύεται χωρίς αναστολές τη δύναμη του πατρικού της τίτλου αλλά και τον ερωτισμό που γεννά αυτή η σχέση ισχύος με τον υπηρέτη της. Η νεαρή δεσποινίς Τζούλια ειρωνεύεται, χλευάζει τον υπηρέτη της και τον αναγκάζει να πραγματοποιήσει κάθε της καπρίτσιο. Όταν η Κριστίν νυσταγμένη τους αφήνει μόνους, οι δύο ξεκινούν μια αποκαλυπτική συζήτηση που κατά το τέλος της οδηγεί στην αποπλάνηση της ηρωίδας από τον Ζαν. Έπειτα από το ερωτικό τους παιχνίδι η αυταρχική μάσκα πέφτει από το πρόσωπο της Τζούλια για να εμφανιστεί ένα αληθινά δυστυχισμένο και ευάλωτο πλάσμα που είναι έτοιμο να υποταχθεί. Μια συνεχής ανταλλαγή της εξουσίας διαμορφώνει τις επικίνδυνες συνθήκες που ανοίγουν το δρόμο σε ένα ακραίο φινάλε.Η ηθοποιός μεταμορφώνεται σε ένα εκρηκτικό κράμα γοητείας,αλαζονείας και σκοτεινής οργής, που κορυφώνεται περίτεχνα με την τελική της παράδοση στην απελπισία και το χάσιμο του εαυτού της. Εξαιρετικός δίπλα της, ο Ορέστης Τζιόβας, υποδύεται τον συμπλεγματικό Ζαν, εκπρόσωπο «της νέας τάξης», που είναι αποφασισμένος να κάνει το παν προκειμένου να ξεφύγει από τη λιβρέα του και να διεκδικήσει (ή να αγοράσει) έναν τίτλο ευγενείας.Μιμείται έξοχα τους ωραίους τρόπους των ανθρώπων της ανώτερης κοινωνίας, σαν να είναι και ο ίδιος ένας από αυτούς, αλλά γίνεται ένα μικρό φοβισμένο ανθρωπάκι με το χτύπημα του κουδουνιού, αφού ο πραγματικός εξουσιαστής όλων, μπορεί να κυριαρχεί ακόμα και όταν δεν είναι παρών. Το σμίξιμο τους πάνω στη σκηνή ρέει σαν υγρό πυρ που τους καίει τις σάρκες και τους ματώνει τις ψυχές, ενώ η αγριότητα της σύγκρουσης τους κόβει την ανάσα. Οι ήρωες υπερβαίνουν τα στενά όρια του φύλου ή της τάξης τους, παρ' όλο που σε μεγάλο βαθμό ορίζονται από αυτά. Αναδύονται ως απίστευτα σύνθετα και πολύπλοκα όντα που πασχίζουν - εν μέσω φιλοδοξιών, επιθυμιών, αμφιβολιών και φόβων - να συνθέσουν τα κομμάτια του παζλ και να ανιχνεύσουν την ύπαρξή τους. «Ποιανού φταίξιμο είναι όλο αυτό;» αναρωτιέται η Τζούλια στο τέλος της βραδιάς, όταν έχει βγει πλέον αμετάκλητα από την τροχιά της και δεν ξέρει πώς να γυρίσει πίσω: «Του πατέρα, της μητέρας ή του εαυτού μου; Του εαυτού μου; Δεν έχω εαυτό: δεν έχω ούτε μία σκέψη που να μην παίρνω από τον πατέρα μου, ούτε ένα συναίσθημα που να μην παίρνω από τη μητέρα μου»
Το τρίο συμπληρώνεται από την Αμαλία Αρσένη στο ρόλο της Κριστίν, μία ερμηνεία σταθερή, με προεξέχοντα στοιχεία την ειλικρίνεια σε όλη της την σκληρότητα και τον κυνισμό και την άκαμπτη προτεσταντική ηθική της εποχής, που η ηθοποιός μας μεταφέρει στη σκηνή με υποδειγματικό τρόπο. Ο Γιώργος Γαβαλάς δημιούργησε έναν ενδιαφέροντα σκηνικό χώρο που οριοθετείται από μία ορθογώνια κατασκευή με λευκό φως και μία κουζίνα αρχοντικού, με σκηνικά αντικείμενα, που καθορίζουν και συμπληρώνουν τις κινήσεις των ηθοποιών, στην προσπάθεια τους να εκφράσουν τις "αστραπές" των συναισθημάτων τους. Εξίσου ενδιαφέρουσα και η ενδυματολογική πρόταση, καθώς και οι φωτισμοί και η μουσική, τρίπτυχο που συμβάλλει στην καλαίσθητη εικαστική εικόνα της παράστασης. Μία θεατρική εμπειρία που μας πρόσφερε μία γεμάτη γεύση παλιού καλού θεάτρου, διανθισμένη με μοντέρνα αισθητική και άψογη ψυχαναλυτική και κοινωνική προσέγγιση.
Συγγραφέας: Αύγουστος Στρίντμπεργκ
Μετάφραση: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ
Σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ
Σκηνικό: Γιώργος Γαβαλάς
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Χορογράφος: Μόνικα Κολοκοτρώνη
Παίζουν οι ηθοποιοί: Μαρία Κίτσου, Ορέστης Τζιόβας, Αμαλία Αρσένη.
Νέο Θέατρο Βασιλάκου, Προφήτη Δανιήλ 3-5 και Πλαταιών, Κεραμεικός,
τηλ. 211-0132.002-5, 212-1042.777.
Τετάρτη 21.15, Πέμπτη 21.15, Σάββατο 19.00, Κυριακή 21.15
Τιμές εισιτηρίων Κανονικό: 16€
Φοιτητικό/ανέργων/άνω των 65: 12€
Ο Στρίντμπεργκ τοποθετεί τη δράση της Δεσποινίδας Τζούλια τη νύχτα του μεσοκαλόκαιρου, τη μικρότερη νύχτα του χρόνου. Μια νύχτα εκρηκτικής πυκνότητας, νύχτα γιορτής και μεθυσιού, νύχτα απογύμνωσης, πυρετού και αισθησιασμού. Με φόντο τη ξέφρενη γιορτή των υπηρετών, μέσα στη πηχτή και πνιγηρή ατμόσφαιρα της κουζίνας που βρίσκεται στα έγκατα του αρχοντικού σπιτιού, η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά για ένα παιχνίδι χωρίς όρια και φραγμούς. Ένα ανελέητο και βασανιστικό παιχνίδι εξουσίας και εναλλαγής ρόλων, μια αδυσώπητη ερωτική μονομαχία με κοινή αφετηρία αλλά εντελώς διαφορετικούς στόχους. Κόρη ενός «απόμακρου» πλούσιου αριστοκράτη γαιοκτήμονα, ορφανεμένη από μικρή από μητέρα, η οποία αυτοκτόνησε, στερημένη τον έρωτα και χωρισμένη από έναν ταξικά όμοιο ψυχρό αρραβωνιαστικό, η Τζούλια τη βραδιά μιας ετήσιας λαϊκής παραδοσιακής γιορτής (πρόκειται για παράδοση αιώνων σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, την οποία απαθανάτισε με κωμωδία του ο Γκολντόνι), κατά την οποία μια φορά το χρόνο οι αφέντες καταδέχονταν να συναγελαστούν, να πιούν και να χορέψουν με τους κολίγους και υπηρέτες τους, ως αφέντρα «απαιτεί» από τον υπηρέτη του πατέρα της, Ζαν (γιο πεθαμένου κολίγου της οικογένειας), να πιει και να χορέψει μαζί της. Κρασί, χορός και ερωτική στέρηση οδηγούν σε σεξουαλικό σμίξιμο. Απερίσκεπτα και μετά από αυτό, η Τζούλια θαρρεί πως μπορεί να αφεντεύει τον υπηρέτη. Η δύναμη του αρσενικού, το ξύπνημα του καταπιεσμένου, από γενιά σε γενιά, ταξικού μίσους και η φιλοδοξία του υπηρέτη να γίνει «κύριος του εαυτού του», αποκτώντας δική του δουλειά, την καθιστούν υποχείριό του και κλέφτρα των χρημάτων του πατέρα της για το σκοπό του. Για τον Ζαν, τον αριβίστα υπηρέτη του Κόμη, ο στόχος είναι η άνοδος, η απόδραση, η φυγή και η κοινωνική καταξίωση. Το μόνο που αναζητά διακαώς είναι το «ιδανικό πρώτο κλαδί» που θα τον βοηθήσει στην αναρρίχησή του. Για την Δεσποινίδα Τζούλια, από την άλλη, ο απόλυτος στόχος είναι η πτώση, η συντριβή, η εξαφάνιση και εντέλει η ανυπαρξία που θα την οδηγήσει στη λύτρωση από τα εφιαλτικά φορτία-κληρονομιά ενός ένοχου παρελθόντος.
Διχασμένη ανάμεσα στο ένστικτο και τη λογική, η Τζούλια ακροβατεί και φλερτάρει με τα όριά της δοκιμάζοντας ταυτόχρονα τις αντοχές των άλλων, χωρίς πρόθεση, χωρίς βούληση, χωρίς σχέδιο. Η φρενήρης διαδρομή της καθόδου που επιλέγει, την οδηγεί ένα βήμα πριν το τέλος – στον προθάλαμο της κόλασης – στην κουζίνα του σπιτιού σε μετωπική σύγκρουση με τη σκληρή πραγματικότητα και μετατρέπει το ερωτικό παιχνίδι εξουσίας και επιβίωσης, όπου μόνο ένας από τους δύο μπορεί να βγει νικητής. Είναι η Τζούλια το «θύμα» της ιστορίας – αφού ο πυρήνας της έχει διαρρηχθεί προ πολλού από την πολεμική σχέση των γονιών της, με συνέπεια να είναι ασταθής στις επιθυμίες της και να παγιδεύεται από επιλογές που ούτε στην κοινωνική θέση της ταιριάζουν, ούτε ανταποκρίνονται στις ανάγκες της; Ή είναι αυτή που χειραγωγεί τους υπηρέτες της και, ποθώντας τον θάνατο , χρησιμοποιεί τον Ζαν ως μοχλό για να δώσει τέλος στην άχαρη ζωή της;
Αριστουργηματικής «οικονομίας» και ψυχογραφικής δύναμης, υπαρξιακό και ταυτόχρονα κοινωνικό δράμα, η «Δεσποινίς Τζούλια», συμπυκνώνει πλήθος πτυχών των ανθρωπίνων πραγμάτων αλλά και της αστικής κοινωνίας. Την ανάγκη κάθε ανθρώπου για αγάπη και ευτυχία. Το σαθρότητα του γάμου. Τη σύγκρουση των δύο φύλων. Την ανομολόγητη επιθυμία της σάρκας. Την πίστη, την απιστία και τη ζήλια. Το αίσθημα ανωτερότητας και έπαρσης της μεγαλοαστικής τάξης. Το αίσθημα μηδαμινότητας και οφειλόμενης υποταγής των «δούλων» – καλλιεργητών στα τσιφλίκια και υπηρετών στα μέγαρα της αστικής τάξης. Την ευμάρεια των «αφεντικών» και τις στερήσεις των «υπηρετών». Τον πόθο των τελευταίων για κοινωνική αναρρίχηση και τη διχασμένη -ανάμεσα στην υποταγή και το μίσος για τους ταξικά ισχυρούς- ψυχολογία τους. Σε μια ταξική κοινωνία -κάθε εποχής και τόπου- ενδέχεται μια γυναίκα της άρχουσας τάξης, από απερισκεψία, σεξουαλική παρόρμηση, ίσως και από αίσθηση ισχύος, να σμίξει με έναν «υπηρέτη» της, αλλά και να το «πληρώσει» αυτό, όχι μόνο με το αμετάκλητο αίσθημα της ταξικής και ηθικής «ταπείνωσης» αλλά και με την αυτοχειρία της. Ετσι «πληρώνει» η μεγαλοαστή Τζούλια τη σεξουαλική συνεύρεσή της με τον υπηρέτη του πατέρα της, Ζαν. Εκείνη αυτοκτονεί. Ο Ζαν, αποτυγχάνοντας να ανέλθει οικονομικοκοινωνικά, βάζοντας στο χέρι την Τζούλια και τα κλεμμένα λεφτά του πατέρα της, παραμένει υπηρέτης. Υπηρέτρια παραμένει κι η προδομένη από τον εραστή της Ζαν, Κριστίν. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν πτυχές της υπόθεσης που θεωρούνται πρωτοποριακές, πόσο μάλλον τότε στα σαλόνια της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας.
Η σκηνοθέτης Λίλλυ Μελεμέ στήνει μία έξοχη παράσταση υψηλής αισθητικής, ένα παιχνίδι έλξης κι αποστροφής, λεκτικής και σωματικής, μία μοιραία και γοητευτική χειραγώγηση σεξουαλικής και ταξικής εξουσίας. Εστιάζει προσεκτικά στη σύνθεση των χαρακτήρων, σκιαγραφώντας με έντονες γραμμές τον κάθε ρόλο.Το ερωτικό παιχνίδι παρουσιάζεται σαν μία ιεροτελεστία που χορογραφείται με κλιμακούμενη ένταση και υπαινικτικά κύματα πόθου, που καταφέρνουν να κρατούν τον θεατή στην κόψη του ξυραφιού, όπως ακριβώς είναι και οι σχέσεις των δύο χαρακτήρων.Η σκηνοθετική γραμμή της είναι δυναμική, με νεύρο και ψυχή, εγείρει συνεχώς αντικρουόμενα συναισθήματα, επιβάλλοντας την συμμετοχή μας, μέσα από τις καθηλωτικές ερμηνείες των τριών ηθοποιών της.
Στην έναρξη παρακολουθούμε τον Ζαν να χορεύει ξέφρενα, ενώ στα πάνω πατώματα αχνοφαίνεται η σιλουέτα της νεαρής αριστοκράτισσας που χορεύει και αυτή, αισθησιακά, με ερωτικό πυρετό και έκδηλο αισθησιασμό, στοιχεία που μας προϊδεάζουν ότι αυτή η νύχτα δεν θα είναι σαν όλες τις άλλες. Η Τζούλια της παράστασης ευτύχησε να συναντήσει την Μαρία Κίτσου, μία ταλαντούχα νεαρή ηθοποιό, που βυθίζεται με χάρη και εκφραστική δεξιότητα μέσα στις απαιτητικές και ιδιαίτερα ευαίσθητες αποχρώσεις του ρόλου της. Επιπόλαιη, αυταρχική και παρορμητική, εκμεταλλεύεται χωρίς αναστολές τη δύναμη του πατρικού της τίτλου αλλά και τον ερωτισμό που γεννά αυτή η σχέση ισχύος με τον υπηρέτη της. Η νεαρή δεσποινίς Τζούλια ειρωνεύεται, χλευάζει τον υπηρέτη της και τον αναγκάζει να πραγματοποιήσει κάθε της καπρίτσιο. Όταν η Κριστίν νυσταγμένη τους αφήνει μόνους, οι δύο ξεκινούν μια αποκαλυπτική συζήτηση που κατά το τέλος της οδηγεί στην αποπλάνηση της ηρωίδας από τον Ζαν. Έπειτα από το ερωτικό τους παιχνίδι η αυταρχική μάσκα πέφτει από το πρόσωπο της Τζούλια για να εμφανιστεί ένα αληθινά δυστυχισμένο και ευάλωτο πλάσμα που είναι έτοιμο να υποταχθεί. Μια συνεχής ανταλλαγή της εξουσίας διαμορφώνει τις επικίνδυνες συνθήκες που ανοίγουν το δρόμο σε ένα ακραίο φινάλε.Η ηθοποιός μεταμορφώνεται σε ένα εκρηκτικό κράμα γοητείας,αλαζονείας και σκοτεινής οργής, που κορυφώνεται περίτεχνα με την τελική της παράδοση στην απελπισία και το χάσιμο του εαυτού της. Εξαιρετικός δίπλα της, ο Ορέστης Τζιόβας, υποδύεται τον συμπλεγματικό Ζαν, εκπρόσωπο «της νέας τάξης», που είναι αποφασισμένος να κάνει το παν προκειμένου να ξεφύγει από τη λιβρέα του και να διεκδικήσει (ή να αγοράσει) έναν τίτλο ευγενείας.Μιμείται έξοχα τους ωραίους τρόπους των ανθρώπων της ανώτερης κοινωνίας, σαν να είναι και ο ίδιος ένας από αυτούς, αλλά γίνεται ένα μικρό φοβισμένο ανθρωπάκι με το χτύπημα του κουδουνιού, αφού ο πραγματικός εξουσιαστής όλων, μπορεί να κυριαρχεί ακόμα και όταν δεν είναι παρών. Το σμίξιμο τους πάνω στη σκηνή ρέει σαν υγρό πυρ που τους καίει τις σάρκες και τους ματώνει τις ψυχές, ενώ η αγριότητα της σύγκρουσης τους κόβει την ανάσα. Οι ήρωες υπερβαίνουν τα στενά όρια του φύλου ή της τάξης τους, παρ' όλο που σε μεγάλο βαθμό ορίζονται από αυτά. Αναδύονται ως απίστευτα σύνθετα και πολύπλοκα όντα που πασχίζουν - εν μέσω φιλοδοξιών, επιθυμιών, αμφιβολιών και φόβων - να συνθέσουν τα κομμάτια του παζλ και να ανιχνεύσουν την ύπαρξή τους. «Ποιανού φταίξιμο είναι όλο αυτό;» αναρωτιέται η Τζούλια στο τέλος της βραδιάς, όταν έχει βγει πλέον αμετάκλητα από την τροχιά της και δεν ξέρει πώς να γυρίσει πίσω: «Του πατέρα, της μητέρας ή του εαυτού μου; Του εαυτού μου; Δεν έχω εαυτό: δεν έχω ούτε μία σκέψη που να μην παίρνω από τον πατέρα μου, ούτε ένα συναίσθημα που να μην παίρνω από τη μητέρα μου»
Το τρίο συμπληρώνεται από την Αμαλία Αρσένη στο ρόλο της Κριστίν, μία ερμηνεία σταθερή, με προεξέχοντα στοιχεία την ειλικρίνεια σε όλη της την σκληρότητα και τον κυνισμό και την άκαμπτη προτεσταντική ηθική της εποχής, που η ηθοποιός μας μεταφέρει στη σκηνή με υποδειγματικό τρόπο. Ο Γιώργος Γαβαλάς δημιούργησε έναν ενδιαφέροντα σκηνικό χώρο που οριοθετείται από μία ορθογώνια κατασκευή με λευκό φως και μία κουζίνα αρχοντικού, με σκηνικά αντικείμενα, που καθορίζουν και συμπληρώνουν τις κινήσεις των ηθοποιών, στην προσπάθεια τους να εκφράσουν τις "αστραπές" των συναισθημάτων τους. Εξίσου ενδιαφέρουσα και η ενδυματολογική πρόταση, καθώς και οι φωτισμοί και η μουσική, τρίπτυχο που συμβάλλει στην καλαίσθητη εικαστική εικόνα της παράστασης. Μία θεατρική εμπειρία που μας πρόσφερε μία γεμάτη γεύση παλιού καλού θεάτρου, διανθισμένη με μοντέρνα αισθητική και άψογη ψυχαναλυτική και κοινωνική προσέγγιση.
Συγγραφέας: Αύγουστος Στρίντμπεργκ
Μετάφραση: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ
Σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ
Σκηνικό: Γιώργος Γαβαλάς
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Χορογράφος: Μόνικα Κολοκοτρώνη
Παίζουν οι ηθοποιοί: Μαρία Κίτσου, Ορέστης Τζιόβας, Αμαλία Αρσένη.
Νέο Θέατρο Βασιλάκου, Προφήτη Δανιήλ 3-5 και Πλαταιών, Κεραμεικός,
τηλ. 211-0132.002-5, 212-1042.777.
Τετάρτη 21.15, Πέμπτη 21.15, Σάββατο 19.00, Κυριακή 21.15
Τιμές εισιτηρίων Κανονικό: 16€
Φοιτητικό/ανέργων/άνω των 65: 12€