Ο Ανούιγ αποπειράθηκε το 1942 να αποσπάσει την Αντιγόνη από το αρχαιοελληνικό σύμπαν και να τη μεταφέρει στην εποχή του στρατάρχη Πετέν, να της αναθέσει μια επίθεση στην συνεργαζόμενη με τους ναζί, κυβέρνηση του Βισί και να την καταστήσει σύμβολο της γαλλικής αντίστασης. Οι θεατές της πρώτης παράστασης της «Αντιγόνης», τυλιγμένοι σε κουβέρτες, έβλεπαν στη σκηνή του Theatre de l' Atelier μια νέα γυναίκα ν' αντιστέκεται στους κρατούντες και να θάβει μόνη της τον αδελφό της, αναγνωρίζοντας στη στάση της, μια κραυγή εξέγερσης και πατριωτισμού.
Μέσα στο ζοφερό κλίμα της γερμανικής κατοχής, το 1944, ο Ανούιγ και ο Αντρέ Μπαρσάκ (σκηνοθέτης και διευθυντής του Théâtre de l’Atelier) αποφασίζουν να κάνουν κάτι πιο τολμηρό. Στο Παρίσι των συλλήψεων, των προκηρύξεων, των επιθέσεων, του φόβου και της βίας, η Αντιγόνη ενσαρκώνει ξαφνικά της ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς…Ο μύθος της ταξιδεύει στο χρόνο και στο χώρο, γοητεύει και εμπνέει από την αρχαιότητα έως και σήμερα. Έτσι και ο Ζαν Ανούιγ γοητεύτηκε και εμπνεύστηκε από τον αρχαίο Ελληνικό μύθο, αλλά και την τραγωδία του Σοφοκλή. Η Αντιγόνη έρχεται στη δική μας εποχή και μας ταρακουνάει. Ιδιόμορφη, πολεμική και, ταυτόχρονα, ποιητική, μας κατακτά και μας συγκινεί με έναν τρόπο σχεδόν βίαιο, θέτοντας μας αμείλικτα ερωτήματα…΄Ένα έργο πρωτότυπο, που με πρόσχημα τον μύθο και την τραγωδία του Σοφοκλή, θέτει επίκαιρα και αμείλικτα ερώτηματα: τι είναι η πολιτική; στοχασμός ή επάγγελμα; η ζωή ορίζεται από τα ναι η από τα όχι; η αλήθεια τελικά είναι μία συνθήκη εν κρυπτώ, θαμμένη μέσα στα λόγια που δεν τολμούμε να ξεστομίσουμε; με ποιο κόστος; πόση φθορά; μόνο τα νιάτα πρέπει να διαθέτουν τόλμη και ορμή;
Γραμμένη στην καρδιά της γερμανικής κατοχής, η «Αντιγόνη» του Ανούιγ έχει παρουσιαστεί στις σκηνές όλου του κόσμου άπειρες φορές, έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις και έχει μελετηθεί και αναλυθεί όσο λίγα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Ο συγγραφέας βγάζει την Αντιγόνη από τον τελετουργικό αρχαιοελληνικό κόσμο και την οδηγεί στον σύγχρονο, όπου οι θεοί έχουν εξαφανιστεί και οι αρχηγοί των κρατών έχουν τη δύναμη να ορίζουν και να χειραγωγούν τις μοίρες των ανθρώπων. Ο κόσμος αυτός της απάτης, της διαφθοράς, της λεηλασίας είναι έργο των ανθρώπων και όσοι τολμούν να του αντισταθούν βρίσκονται στο έλεος μιας απόλυτης εξουσίας. Αυτή η Αντιγόνη δεν έχει χώρο για την κάθαρση, είναι τραγική όχι γιατί θα πεθάνει, αλλά γιατί δεν έχει τη δύναμη να αλλάξει την πορεία των γεγονότων. Η λύτρωση είναι ανέφικτη, αλλά το μήνυμα είναι σαφές και διαρκές. Αυτό το γενναίο κορίτσι δεν είναι μια φιγούρα σε βάθρο ήρωα. Είναι ανθρώπινη, φοβάται τον θάνατο, παλεύει με τον εαυτό της και μιλάει για όλες τις αποχρώσεις της ψυχής της σπαρακτικά. Είναι, όμως και απόλυτα ελεύθερη, επαναστατεί ενάντια στην εξουσία, ενάντια σ’ ολόκληρη την κοινωνία. Δεν δέχεται το κοινωνικό κατεστημένο με τους συμβιβασμούς και την φθορά του. Δεν θέλει να πιστέψει ότι μεγαλώνοντας πρέπει να ενταχθεί σε μια κοινωνία που για να υπάρξει σ’ αυτήν και να «ευτυχήσει» θα πρέπει να λέει ψέματα, να χαμογελά και να ελίσσεται για να εξελίσσεται. Θέλει ο κόσμος να είναι όπως τον βλέπει ένα παιδί, πριν φθαρεί και διαφθαρεί για την πολυπόθητη κοινωνική ευτυχία και επιτυχία. Η Αντιγόνη λέει όχι. Η συμπεριφορά της θεωρείται μηδενιστική. Όμως μας γοητεύει γιατί μας θυμίζει την δύναμη και την ορμή της νιότης, που αντιστέκεται και επαναστατεί σ’ ότι δεν της αρέσει. Ο Ανούιγ της ζητάει να εξερευνήσει τα βασανιστικά ηθικά διλήμματα της εποχής του με εργαλείο την υπαρξιακή φιλοσοφία, που ήταν κυρίαρχη στους στοχαστές της γενιάς του.
Ο Κρέων που ξέρει τη βρωμιά της εξουσίας αποδέχεται τη ζωή και προσπαθεί με τον δικό του τρόπο να κάνει ότι περνάει από το χέρι του, για να καταστήσει τον κόσμο ετούτο λιγότερο εξωφρενικό. Πρόκειται για έναν ηγέτη ρεαλιστή κι ανθρώπινο, που προσπαθεί να σώσει την ανιψιά του και αρραβωνιαστικιά του γιου του. Μέσα από τη στάση του Κρέοντα, φαίνεται η προσωπικότητα του ηγέτη συνειδητοποιημένη, μέσα σ’ αυτά που τάχθηκε να υπηρετήσει. Ο διάλογος -σύγκρουση- της Αντιγόνης και του Κρέοντα είναι ο διάλογος δύο απελπισμένων που μιλούν στο βάθος την ίδια γλώσσα. Μόνο που η πρώτη λέει όχι κι αρνείται τη ζωή κι ο δεύτερος λέει ναι στη ζωή και αναγκάζεται να αρνηθεί στο τέλος την Αντιγόνη και να την οδηγήσει στο θάνατο. Οδηγώντας μοιραία στο θάνατο και τον γιο του. Ο έρωτας του Αίμονα και της Αντιγόνης, ο ανεκπλήρωτος έρωτάς τους, που δίδεται μοναδικά από το συγγραφέα στην τελευταία συνάντηση των δύο ηρώων, με όλη την τρυφερότητα, με όλη την αγνότητα, με τη συγκίνηση και την ευαισθησία της ηλικίας τους, είναι ένα ακόμα από τα βασικά θέματα του έργου. Όπως επίσης η μοναξιά και η έλλειψη επικοινωνίας αλλά και ότι όλοι οι ήρωες είναι μόνοι τους, μένουν μόνοι τους, φεύγουν μόνοι.
Σε ένα δυστοπικό κλινικό περιβάλλον, όπου η νεότητα και το γήρας, η ομορφιά και η ασχήμια, η δύναμη και η αδυναμία, το δίκαιο και το άδικο αντιπαραβάλλονται για να ξεσκεπάσουν μια κοινωνία φοβισμένη, βουτηγμένη στον ατομικισμό και τη διαφθορά, μια κοινωνία σε σημείο μηδέν, τοποθετεί η σκηνοθέτις Ελένη Ευθυμίου, τη δράση της «Αντιγόνης» του Ζαν Ανούιγ. Η «Αντιγόνη» της δεν είναι παρά μια αλληγορία. Ένα γερασμένο, συμβιβασμένο κράτος το οποίο κατασπαράζει καθετί νέο, κάθε πράγμα στο οποίο ελλοχεύει ζωή. Έτσι, η Αντιγόνη κι ο Αίμονας, οι οποίοι θα μπορούσαν να φέρουν κάτι νέο σε αυτόν τον κόσμο, είναι τα θύματα αυτής της κοινωνίας που τρώει τις σάρκες της. Η παράσταση αφουγκράζεται, νοιώθει τον στοχασμό του συγγραφέα, που ορίζει την πολιτική ως επίκεντρο της ζωής, αφού αυτή η ίδια η ύπαρξη μας είναι μία πολιτική πράξη.Συνάμα αποτελεί μία δριμεία κριτική στο αξιακό σύστημα των δυτικών κοινωνιών. Σωστά τοποθετημένη λιτή, καθαρή και μετρημένη η ανάγνωση που λειτουργεί κυρίως αλληγορικά αποκαλύπτοντας τη διαρκή πάλη του νέου με το παλιό και την αλληλοεξουδετέρωσή τους όταν το ένα νικήσει το άλλο.
Ο θίασος ακολουθεί την σκηνοθετική γραμμή, τα μάτια όλων, όμως, μοιραία επικεντρώνονται σε μία "αδύναμη" Αντιγόνη. Η Βασιλική Τρουφάκου δεν καταφέρνει στα σταθεί στο ύψος του ρόλου και να μας μεταφέρει την πολυσύνθετη και αντικρουόμενη ιδιοσυγκρασία της ηρωίδας της. Παλεύει να μας πείσει, αλλά κατορθώνει λίγα, ίσως μόνο όταν βρίσκεται στη σκηνή με τον Αίμονα και στην τελική σύγκρουση της με τον Κρέοντα.Οι ανάσες της, ο τονισμός και η τοποθέτηση της φωνής την προδίδουν, δυστυχώς, αποδυναμώνοντας, έτσι μία παράσταση, που ενώ στο σύνολο της είναι καλή, η κεντρική πρωταγωνίστρια αποτελεί τον αδύναμο κρίκο της. Καλός ο Στέλιος Μάινας στο ρόλο του Κρέοντα, καταφέρνει να μας μεταγγίσει την συνειδητή ήττα του χαρακτήρα του, ήττα που βαραίνει κάτω από τη σκιά του ψυχοφθόρου όχι, που αποτελεί επιλογή ζωής .Μοιάζει ο ίδιος να παλεύει να συντρίψει τη νεαρή ηρωίδα απλά για να κρατήσει τη θέση του και όχι για να υπηρετήσει ένα έστω τυραννικό σύστημα με εμμονή στην τήρηση των αρτηριοσκληρωτικών νόμων του.
Σωστοί στους υπόλοιπους ρόλους οι ηθοποιοί της παράστασης.Ξεχωρίζουν οι δύο φρουροί, που εκπροσωπούν τα "κτήνη" στα οποία αναφέρεται ο Κρέοντας, όταν αποφασίζει να χαρακτηρίσει με μια λέξη τον λαό, που απαρτίζεται από ανθρώπους με παντελή έλλειψη πολιτικής συνείδησης και οι οποίοι σκέφτονται μόνο πως θα ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους Δυνατά σημεία η δραματουργική επεξεργασία και η διδασκαλία της κίνησης, που φαίνεται να βρίσκει την καλύτερη στιγμή της, στη σκηνή Αντιγόνης-Αίμονα. Απλά, αφαιρετικά τα σκηνικά, με φόντο το κρεββάτι νοσοκομείου, που υποδηλώνει την παθογένεια μιας ολόκληρης κοινωνίας. Σχηματική η ενδυματολογική επιλογή, που παραπέμπει άμεσα στον ψυχισμό του κάθε χαρακτήρα. Θα μπορούσε, πάντως, να τύχει περισσότερης φαντασίας.
Στο φινάλε του έργου, κι ενώ έχουν μεσολαβήσει τρεις θάνατοι (Αντιγόνη, Αίμων, Ευριδίκη), ο Κρέων ρωτάει τον μικρό του υπηρέτη “τι ώρα είναι;”. “Πέντε” του απαντά ο μικρός. “Πέντε; Έχουμε να κάνουμε κάτι στις πέντε;” τον ρωτά εκείνος. “Ναι, έχουμε συμβούλιο”, του λέει το παιδί. “Ε, αφού έχουμε συμβούλιο, μικρέ, πρέπει να πάμε”, αναφωνεί ο Κρέων. Η “Αντιγόνη” του Ανούιγ μας λέει ότι “θα κάνω αυτό που μπορώ γιατί αυτό που μπορώ πρέπει να το κάνω”» Παιδί κι αυτή μιας άρρωστης κοινωνίας, με το ένστικτο της νιότης, αντιστέκεται, θάβει τον νεκρό αδελφό της, λέει «όχι» στην «ακριβή, τη βρωμερή ελπίδα» που επικαλείται η εξουσία. Στο τέλος, πλάι σε έναν φρουρό που έχει ακυρώσει όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του, κλονίζεται, δεν ξέρει πια γιατί πεθαίνει. Ο αμετανόητος Κρέων θα συνεχίσει να κρατάει τα ηνία της πολιτείας, οι Φρουροί θα συνεχίσουν να πίνουν και να παίζουν χαρτιά. Ένα σύγχρονο γηροκομείο, μια κοινωνία που περιμένει να πεθάνει, ένα τραγουδάκι που υμνεί τον ήρωα Ετεοκλή και η φωνή της Αντιγόνης που αντηχεί αέναα μέσα από την αιωνιότητα, φωτίζοντας κάθε φορά νέες όψεις του τραγικού. Το πιο τραγικό όλων, όμως έγκειται στο γεγονός ότι ο θάνατος της Αντιγόνης, ενός νέου παιδιού που εναντιώνεται στο σύστημα, δεν αποτελεί για τον λαό έναν λόγο να αντιδράσει και να διεκδικήσει την αξιοπρέπειά του, αλλά απλώς ένα στενάχωρο μεμονωμένο γεγονός μέσα σε ένα γενικευμένο μεταπολεμικό κλίμα.
Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης
Σκηνοθεσία, Μουσική: Ελένη Ευθυμίου
Σκηνικά: Ζωή Μολυβδά Φαμέλη
Ενδυματολόγος: Ηλένια Δουλαβήρη
Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης
Ενορχηστρώσεις – ηχητικός σχεδιασμός: Κώστας Βόμβολος
Κίνηση: Βιτόρια Κοτσάλου, Κική Μπάκα
Δραματουργική επεξεργασία: Σοφία Ευτυχιάδου
Ερμηνεύουν (με σειρά εμφάνισης):
Χορός: Φαίδων Καστρής
Αντιγόνη: Βασιλική Τρουφάκου
Τροφός: Ανέζα Παπαδοπούλου
Ισμήνη: Ιωάννα Μαυρέα
Αίμων: Γιώργος Φριντζήλας
Κρέων: Στέλιος Μάινας
Υπηρέτης Κρέοντα: Ερρίκος Μηλιάρης
Φρουρός: Νίκος Ντάλας
Β' Φρουρός - Αγγελιαφόρος: Ερρίκος Λίτσης
Ευριδίκη: Μαίρη Λιαμή
Γραμμένη στην καρδιά της γερμανικής κατοχής, η «Αντιγόνη» του Ανούιγ έχει παρουσιαστεί στις σκηνές όλου του κόσμου άπειρες φορές, έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις και έχει μελετηθεί και αναλυθεί όσο λίγα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Ο συγγραφέας βγάζει την Αντιγόνη από τον τελετουργικό αρχαιοελληνικό κόσμο και την οδηγεί στον σύγχρονο, όπου οι θεοί έχουν εξαφανιστεί και οι αρχηγοί των κρατών έχουν τη δύναμη να ορίζουν και να χειραγωγούν τις μοίρες των ανθρώπων. Ο κόσμος αυτός της απάτης, της διαφθοράς, της λεηλασίας είναι έργο των ανθρώπων και όσοι τολμούν να του αντισταθούν βρίσκονται στο έλεος μιας απόλυτης εξουσίας. Αυτή η Αντιγόνη δεν έχει χώρο για την κάθαρση, είναι τραγική όχι γιατί θα πεθάνει, αλλά γιατί δεν έχει τη δύναμη να αλλάξει την πορεία των γεγονότων. Η λύτρωση είναι ανέφικτη, αλλά το μήνυμα είναι σαφές και διαρκές. Αυτό το γενναίο κορίτσι δεν είναι μια φιγούρα σε βάθρο ήρωα. Είναι ανθρώπινη, φοβάται τον θάνατο, παλεύει με τον εαυτό της και μιλάει για όλες τις αποχρώσεις της ψυχής της σπαρακτικά. Είναι, όμως και απόλυτα ελεύθερη, επαναστατεί ενάντια στην εξουσία, ενάντια σ’ ολόκληρη την κοινωνία. Δεν δέχεται το κοινωνικό κατεστημένο με τους συμβιβασμούς και την φθορά του. Δεν θέλει να πιστέψει ότι μεγαλώνοντας πρέπει να ενταχθεί σε μια κοινωνία που για να υπάρξει σ’ αυτήν και να «ευτυχήσει» θα πρέπει να λέει ψέματα, να χαμογελά και να ελίσσεται για να εξελίσσεται. Θέλει ο κόσμος να είναι όπως τον βλέπει ένα παιδί, πριν φθαρεί και διαφθαρεί για την πολυπόθητη κοινωνική ευτυχία και επιτυχία. Η Αντιγόνη λέει όχι. Η συμπεριφορά της θεωρείται μηδενιστική. Όμως μας γοητεύει γιατί μας θυμίζει την δύναμη και την ορμή της νιότης, που αντιστέκεται και επαναστατεί σ’ ότι δεν της αρέσει. Ο Ανούιγ της ζητάει να εξερευνήσει τα βασανιστικά ηθικά διλήμματα της εποχής του με εργαλείο την υπαρξιακή φιλοσοφία, που ήταν κυρίαρχη στους στοχαστές της γενιάς του.
Ο Κρέων που ξέρει τη βρωμιά της εξουσίας αποδέχεται τη ζωή και προσπαθεί με τον δικό του τρόπο να κάνει ότι περνάει από το χέρι του, για να καταστήσει τον κόσμο ετούτο λιγότερο εξωφρενικό. Πρόκειται για έναν ηγέτη ρεαλιστή κι ανθρώπινο, που προσπαθεί να σώσει την ανιψιά του και αρραβωνιαστικιά του γιου του. Μέσα από τη στάση του Κρέοντα, φαίνεται η προσωπικότητα του ηγέτη συνειδητοποιημένη, μέσα σ’ αυτά που τάχθηκε να υπηρετήσει. Ο διάλογος -σύγκρουση- της Αντιγόνης και του Κρέοντα είναι ο διάλογος δύο απελπισμένων που μιλούν στο βάθος την ίδια γλώσσα. Μόνο που η πρώτη λέει όχι κι αρνείται τη ζωή κι ο δεύτερος λέει ναι στη ζωή και αναγκάζεται να αρνηθεί στο τέλος την Αντιγόνη και να την οδηγήσει στο θάνατο. Οδηγώντας μοιραία στο θάνατο και τον γιο του. Ο έρωτας του Αίμονα και της Αντιγόνης, ο ανεκπλήρωτος έρωτάς τους, που δίδεται μοναδικά από το συγγραφέα στην τελευταία συνάντηση των δύο ηρώων, με όλη την τρυφερότητα, με όλη την αγνότητα, με τη συγκίνηση και την ευαισθησία της ηλικίας τους, είναι ένα ακόμα από τα βασικά θέματα του έργου. Όπως επίσης η μοναξιά και η έλλειψη επικοινωνίας αλλά και ότι όλοι οι ήρωες είναι μόνοι τους, μένουν μόνοι τους, φεύγουν μόνοι.
Σε ένα δυστοπικό κλινικό περιβάλλον, όπου η νεότητα και το γήρας, η ομορφιά και η ασχήμια, η δύναμη και η αδυναμία, το δίκαιο και το άδικο αντιπαραβάλλονται για να ξεσκεπάσουν μια κοινωνία φοβισμένη, βουτηγμένη στον ατομικισμό και τη διαφθορά, μια κοινωνία σε σημείο μηδέν, τοποθετεί η σκηνοθέτις Ελένη Ευθυμίου, τη δράση της «Αντιγόνης» του Ζαν Ανούιγ. Η «Αντιγόνη» της δεν είναι παρά μια αλληγορία. Ένα γερασμένο, συμβιβασμένο κράτος το οποίο κατασπαράζει καθετί νέο, κάθε πράγμα στο οποίο ελλοχεύει ζωή. Έτσι, η Αντιγόνη κι ο Αίμονας, οι οποίοι θα μπορούσαν να φέρουν κάτι νέο σε αυτόν τον κόσμο, είναι τα θύματα αυτής της κοινωνίας που τρώει τις σάρκες της. Η παράσταση αφουγκράζεται, νοιώθει τον στοχασμό του συγγραφέα, που ορίζει την πολιτική ως επίκεντρο της ζωής, αφού αυτή η ίδια η ύπαρξη μας είναι μία πολιτική πράξη.Συνάμα αποτελεί μία δριμεία κριτική στο αξιακό σύστημα των δυτικών κοινωνιών. Σωστά τοποθετημένη λιτή, καθαρή και μετρημένη η ανάγνωση που λειτουργεί κυρίως αλληγορικά αποκαλύπτοντας τη διαρκή πάλη του νέου με το παλιό και την αλληλοεξουδετέρωσή τους όταν το ένα νικήσει το άλλο.
Ο θίασος ακολουθεί την σκηνοθετική γραμμή, τα μάτια όλων, όμως, μοιραία επικεντρώνονται σε μία "αδύναμη" Αντιγόνη. Η Βασιλική Τρουφάκου δεν καταφέρνει στα σταθεί στο ύψος του ρόλου και να μας μεταφέρει την πολυσύνθετη και αντικρουόμενη ιδιοσυγκρασία της ηρωίδας της. Παλεύει να μας πείσει, αλλά κατορθώνει λίγα, ίσως μόνο όταν βρίσκεται στη σκηνή με τον Αίμονα και στην τελική σύγκρουση της με τον Κρέοντα.Οι ανάσες της, ο τονισμός και η τοποθέτηση της φωνής την προδίδουν, δυστυχώς, αποδυναμώνοντας, έτσι μία παράσταση, που ενώ στο σύνολο της είναι καλή, η κεντρική πρωταγωνίστρια αποτελεί τον αδύναμο κρίκο της. Καλός ο Στέλιος Μάινας στο ρόλο του Κρέοντα, καταφέρνει να μας μεταγγίσει την συνειδητή ήττα του χαρακτήρα του, ήττα που βαραίνει κάτω από τη σκιά του ψυχοφθόρου όχι, που αποτελεί επιλογή ζωής .Μοιάζει ο ίδιος να παλεύει να συντρίψει τη νεαρή ηρωίδα απλά για να κρατήσει τη θέση του και όχι για να υπηρετήσει ένα έστω τυραννικό σύστημα με εμμονή στην τήρηση των αρτηριοσκληρωτικών νόμων του.
Σωστοί στους υπόλοιπους ρόλους οι ηθοποιοί της παράστασης.Ξεχωρίζουν οι δύο φρουροί, που εκπροσωπούν τα "κτήνη" στα οποία αναφέρεται ο Κρέοντας, όταν αποφασίζει να χαρακτηρίσει με μια λέξη τον λαό, που απαρτίζεται από ανθρώπους με παντελή έλλειψη πολιτικής συνείδησης και οι οποίοι σκέφτονται μόνο πως θα ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους Δυνατά σημεία η δραματουργική επεξεργασία και η διδασκαλία της κίνησης, που φαίνεται να βρίσκει την καλύτερη στιγμή της, στη σκηνή Αντιγόνης-Αίμονα. Απλά, αφαιρετικά τα σκηνικά, με φόντο το κρεββάτι νοσοκομείου, που υποδηλώνει την παθογένεια μιας ολόκληρης κοινωνίας. Σχηματική η ενδυματολογική επιλογή, που παραπέμπει άμεσα στον ψυχισμό του κάθε χαρακτήρα. Θα μπορούσε, πάντως, να τύχει περισσότερης φαντασίας.
Στο φινάλε του έργου, κι ενώ έχουν μεσολαβήσει τρεις θάνατοι (Αντιγόνη, Αίμων, Ευριδίκη), ο Κρέων ρωτάει τον μικρό του υπηρέτη “τι ώρα είναι;”. “Πέντε” του απαντά ο μικρός. “Πέντε; Έχουμε να κάνουμε κάτι στις πέντε;” τον ρωτά εκείνος. “Ναι, έχουμε συμβούλιο”, του λέει το παιδί. “Ε, αφού έχουμε συμβούλιο, μικρέ, πρέπει να πάμε”, αναφωνεί ο Κρέων. Η “Αντιγόνη” του Ανούιγ μας λέει ότι “θα κάνω αυτό που μπορώ γιατί αυτό που μπορώ πρέπει να το κάνω”» Παιδί κι αυτή μιας άρρωστης κοινωνίας, με το ένστικτο της νιότης, αντιστέκεται, θάβει τον νεκρό αδελφό της, λέει «όχι» στην «ακριβή, τη βρωμερή ελπίδα» που επικαλείται η εξουσία. Στο τέλος, πλάι σε έναν φρουρό που έχει ακυρώσει όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του, κλονίζεται, δεν ξέρει πια γιατί πεθαίνει. Ο αμετανόητος Κρέων θα συνεχίσει να κρατάει τα ηνία της πολιτείας, οι Φρουροί θα συνεχίσουν να πίνουν και να παίζουν χαρτιά. Ένα σύγχρονο γηροκομείο, μια κοινωνία που περιμένει να πεθάνει, ένα τραγουδάκι που υμνεί τον ήρωα Ετεοκλή και η φωνή της Αντιγόνης που αντηχεί αέναα μέσα από την αιωνιότητα, φωτίζοντας κάθε φορά νέες όψεις του τραγικού. Το πιο τραγικό όλων, όμως έγκειται στο γεγονός ότι ο θάνατος της Αντιγόνης, ενός νέου παιδιού που εναντιώνεται στο σύστημα, δεν αποτελεί για τον λαό έναν λόγο να αντιδράσει και να διεκδικήσει την αξιοπρέπειά του, αλλά απλώς ένα στενάχωρο μεμονωμένο γεγονός μέσα σε ένα γενικευμένο μεταπολεμικό κλίμα.
Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης
Σκηνοθεσία, Μουσική: Ελένη Ευθυμίου
Σκηνικά: Ζωή Μολυβδά Φαμέλη
Ενδυματολόγος: Ηλένια Δουλαβήρη
Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης
Ενορχηστρώσεις – ηχητικός σχεδιασμός: Κώστας Βόμβολος
Κίνηση: Βιτόρια Κοτσάλου, Κική Μπάκα
Δραματουργική επεξεργασία: Σοφία Ευτυχιάδου
Ερμηνεύουν (με σειρά εμφάνισης):
Χορός: Φαίδων Καστρής
Αντιγόνη: Βασιλική Τρουφάκου
Τροφός: Ανέζα Παπαδοπούλου
Ισμήνη: Ιωάννα Μαυρέα
Αίμων: Γιώργος Φριντζήλας
Κρέων: Στέλιος Μάινας
Υπηρέτης Κρέοντα: Ερρίκος Μηλιάρης
Φρουρός: Νίκος Ντάλας
Β' Φρουρός - Αγγελιαφόρος: Ερρίκος Λίτσης
Ευριδίκη: Μαίρη Λιαμή