«Όλα τα αντέχει ο άνθρωπος», - Ηλέκτρα (στην έναρξη του «Ορέστη»)
Ο Ορέστης είναι το τελευταίο έργο που διδάχτηκε στην Αθήνα, πριν από την αναχώρηση του Ευριπίδη για τη Μακεδονία. Η διδασκαλία του τοποθετείται το 408 π.Χ. Με το όψιμο αυτό δράμα, ο ποιητής αποχαιρετά τους συμπολίτες του, αφήνοντας πίσω του τον απόηχο των ιδεών και της δραματουργικής του τέχνης. Το θέμα του Ορέστη είναι περίπου το ίδιο με αυτό των Ευμενίδων του Αισχύλου. Όλα όμως τώρα γίνονται πιο ανθρώπινα και οικεία. Από τον κόσμο των θεών και των ηρώων μεταφερόμαστε στον κόσμο των ανθρώπων με τις αδυναμίες και τις ενοχές τους. Οι ήρωες, σχεδόν υπεράνθρωποι και άψογοι, που γνωρίσαμε στις τραγωδίες του Αισχύλου και του Σοφοκλή, δεν έχουν θέση στα έργα του Ευριπίδη και στο τέλος του 5ου αιώνα. Ο αγώνας για τα ιδανικά έχει μετατραπεί σε αγώνα για την επιβίωση: κύριο μέλημα είναι τώρα η διατήρηση στη ζωή μέσα σ’ ένα κόσμο ανασφάλειας και παρακμής. Ο Ορέστης και η Ηλέκτρα επιστρατεύουν όλες τους τις δυνάμεις για να μη θανατωθούν από το λαό του Άργους. Ο Ορέστης προσπαθεί να απαλλαγεί από το αφόρητο βάρος της ενοχής του για τη μητροκτονία, αποδίδοντάς το διαδοχικά στην Ελένη, στην Κλυταιμνήστρα, στον Απόλλωνα. Οι Ερινύες, τα μυθολογικά τέρατα, προσωποποίηση της δικαιοσύνης που συναντήσαμε στον Αισχύλο, μεταβάλλονται σε σωματική ασθένεια και συνειδησιακό βάρος ενοχής.
Η δίκη του Ορέστη δεν γίνεται από δικαστήριο θεών, αλλά υπάγεται στη δικαιοδοσία της εκκλησίας του λαού. Την υπεράσπισή του δεν αναλαμβάνει κάποια ανώτατη θεϊκή εξουσία, αλλά ο ίδιος ο Ορέστης μεταχειρίζεται τα τεχνάσματα της σοφιστικής, αποσκοπώντας να πείσει τον Μενέλαο. Με τις έντονες διενέξεις και αντιθέσεις ανάμεσα στους ήρωες, απεικονίζεται η προσωπικότητά τους αλλά και τα ήθη της εποχής. Ο Μενέλαος διαγράφεται ως «παράδειγμα ήρωα με αδικαιολόγητα κακό χαρακτήρα», όπως επισημαίνει ο Αριστοτέλης. Έτσι δικαιολογείται η επιθυμία του Ορέστη για εκδίκηση. Μας φέρνει στο νου τον Μενέλαο, όπως παρουσιάζεται στην επίσης τραγωδία του Ευριπίδη Ιφιγένεια η εν Αυλίδι. Από την αντιπαράθεσή του με τον Αγαμέμνονα, φαίνεται η μετριότητα που χαρακτηρίζει την αντιηρωική εποχή του Ευριπίδη και που ο ίδιος δεν δίστασε να αποθανατίσει στα έργα του. Ο γέροντας Τυνδάρεως έρχεται να θυμίσει τους νόμους μιας άλλης εποχής: το έγκλημα τιμωρείται με εξορία. Αργότερα όμως σε παροξυσμό οργής, θα ζητήσει επίμονα τον θάνατο του Ορέστη. Μόνοι υπερασπιστές του δικαίου μένουν οι απλοί άνθρωποι. Ο αγγελιαφόρος θα τονίσει, μιλώντας για κάποιον άσημο αγρότη, ότι «αυτοί μόνον σώζουν τη χώρα» (919-920). Το αλάθευτο των βασιλιάδων και των ηρώων δεν ισχύει πια. Η ορθότητα της γνώμης και η αίσθηση της δικαιοσύνης ανήκει στις κατώτερες τάξεις. Αυτές ένιωσαν άμεσα τα ολέθρια αποτελέσματα των αποφάσεων των αρχόντων, που οδήγησαν στον πόλεμο και την αμαύρωση του αθηναϊκού μεγαλείου, όπως φαίνεται ότι υπαινίσσεται ο Ευριπίδης.Ένας από τους ευρηματικούς ρόλους του έργου, είναι του Φρύγα. Με τη βαρβαρική ομιλία του δίνει εύθυμο τόνο και εκτόνωση στην ένταση, πριν ακριβώς αυτή φτάσει στο αποκορύφωμά της με τη σκηνή όπου εμφανίζεται πάνω στη στέγη του παλατιού ο Ορέστης, απειλώντας να σκοτώσει την Ερμιόνη. Ένα θαυμάσιο δείγμα της δραματικής τόλμης του ευριπίδειου θεάτρου. Ανάμεσα σε όλα αυτά τα πρόσωπα-δορυφόρους, στέκουν οι κεντρικοί ήρωες. Τονίζονται οι ανθρώπινοι κι ευγενικοί δεσμοί της αδελφικής αγάπης και της πιστής φιλίας: «έναν τους τρεις η φιλία μάς κάνει» (1192) παραδέχεται η Ηλέκτρα, και αυτός ακριβώς ο δεσμός προκαλεί τη συμπάθειά μας γι’ αυτούς. Και οι τρεις όμως διαφέρουν ως ήθος από τους αντίστοιχους ήρωες προγενέστερων δραμάτων. Σε κείνα η συμπεριφορά τους ήταν ηρωική, με την έννοια ότι χωρίς ή με λίγες αμφιβολίες μένουν πιστοί στους θεϊκούς χρησμούς αδιαφορώντας για την ίδια τη ζωή τους. Αντίθετα στον Ορέστη, από ένα σημείο και πέρα, το βασικό μέλημα των πρωταγωνιστών είναι η επιβίωση με κάθε τρόπο, ακόμα και με τον εκβιασμό। Το ήθος τους είναι βέβαια ανθρώπινο, αλλά οπωσδήποτε αντιηρωικό. Έτσι η τραγωδία δεν θα μπορούσε να τελειώσει με την εξ ανάγκης ειρήνευση ανάμεσα στον Μενέλαο και τον Ορέστη, γιατί τότε το περιεχόμενό της δεν θα είχε τραγικό τέλος. Ο Απόλλωνας έρχεται ως από μηχανής θεός να δώσει τη λύση στο δράμα και να επαναφέρει (με τις αναμφισβήτητες θεϊκές εντολές) την τάξη και την ισορροπία στον αποδιοργανωμένο κόσμο των θνητών.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Μπροστά στο παλάτι των Ατρειδών η Ηλέκτρα στέκεται δίπλα στον αδελφό της Ορέστη, που κείτεται άρρωστος μετά τη δολοφονία της μητέρας του Κλυταιμνήστρας. Ο Μενέλαος έχει έρθει από τη Σπάρτη στο Άργος μαζί με τη γυναίκα του Ελένη και από αυτόν περιμένουν τα δύο αδέλφια να εξευμενίσει τους κατοίκους της πόλης, που (μετά το έγκλημα) έχουν στραφεί εναντίον τους. Εκείνος όμως τους αρνείται τη βοήθειά του και σ’ αυτό συντελεί και η εμφάνιση του οργισμένου Τυνδάρεω, πατέρα της Κλυταιμνήστρας, που ζητά τον θάνατο του Ορέστη. Ο Πυλάδης, γιος του βασιλιά της Φωκίδας Στρόφιου, ξάδελφος και πιστός φίλος του Ορέστη, έρχεται να συμπαρασταθεί στα δύο αδέλφια. Προτείνει στον Ορέστη να παρουσιαστούν οι ίδιοι στη συνέλευση των Αργείων. Ο λαός όμως αποφασίζει τελικά την καταδίκη του Ορέστη και της Ηλέκτρας σε θάνατο και μάλιστα από τα ίδια τους τα χέρια. Οι ήρωες θέλουν, πριν πεθάνουν, να εκδικηθούν τον Μενέλαο σκοτώνοντας την Ελένη. Η Ηλέκτρα προτείνει να πιάσουν όμηρο την Ερμιόνη, κόρη του Μενέλαου και της Ελένης. Πραγματοποιούν το σχέδιό τους και μπαίνουν στο παλάτι. Σε λίγο ο Φρύγας, δούλος της Ελένης, βγαίνει και περιγράφει τα σχετικά με την προσπάθεια του Ορέστη να τη δολοφονήσει. Έρχεται ο Μενέλαος και τον βλέπει στη στέγη του παλατιού. Εκείνος τον απειλεί ότι θα σφάξει την Ερμιόνη και θα πυρπολήσει το παλάτι. Ο Μενέλαος φωνάζει σε βοήθεια το Άργος. Στο θεολογείο τότε επιφαίνεται ο Απόλλωνας που αναγγέλλει την ανάληψη της Ελένης, την αθώωση του Ορέστη από τον Άρειο Πάγο, επικυρώνει τον γάμο του Πυλάδη με την Ηλέκτρα και ανακοινώνει ότι ο Ορέστης πρόκειται να παντρευτεί την Ερμιόνη.
Τα δεινά του οίκου των Ατρειδών: συνείδηση, ενοχές, εκδίκηση και συνωμοσίες, νόμος και θεοί. Ένα περίτεχνο γαϊτανάκι στήνει ο τελευταίος των τραγικών σ' αυτό το έργο που φλερτάρει εξίσου με την τραγωδία και την παρωδία, με το ψυχολογικό δράμα και τη μαύρη κωμωδία.Ένα έργο τόσο μοντέρνο στη γραφή του και τη δραματουργική πλοκή, που είναι σχεδόν αδύνατο να πιστέψουμε ότι δεν γράφηκε από σύγχρονο συγγραφέα. Ο σκηνοθέτης Σίμος Κακάλας, με οδηγό τη μετάφραση του Γιάννη Τσαρούχη, μετά τη παρουσία της Εταιρείας Θεάτρου Χώρος, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, πέρσι τον Αύγουστο, παρουσιάζει ξανά τον Ορέστη του Ευριπίδη.Ο Θεσσαλονικιός δημιουργός, που μετρά πετυχημένες συνεργασίες με το ΚΘΒΕ (Γκόλφω) και το Εθνικό θέατρο (Λιωμένο Βούτυρο), αποκτά νέα μόνιμη αθηναϊκή στέγη. Στήνει μία άρτια παράσταση, με έμφαση στο λόγο και τις μάσκες των χαρακτήρων, μέσα από ένα ολιγομελή θίασο, που αποτελείται από μόνο τέσσερις ηθοποιούς. Τη Δήμητρα Κούζα (Χορός, Ελένη, Αγγελιοφόρος, Ερμιόνη, Απόλλωνας), την Ελενα Μαυρίδου (Ηλέκτρα, Τυνδάρεως, Φρύγας), τον Μιχάλη Βαλάσογλου (Μενέλαος,Πυλάδης, Χορός) και τον Δημήτρη Λάλο στο ρόλο του Ορέστη. Εξαιρετικός θίασος, με καλοδουλεμένο λόγο και κίνηση.Υπέροχες εναλλαγές ρόλων,ο κωμικός Φρύγας , η περιγραφή του αγγελιοφόρου για την έκβαση της τύχης του Ορέστη και της Ηλέκτρας, ο δηκτικός λόγος του Τυνδάρεως και το δίδυμο των φίλων Ορέστη και Πυλάδη αποτελούν σπουδαίες ερμηνευτικές στιγμές της παράστασης. Οι φωτισμοί συμβάλλουν στην ανάδειξη της ψυχικής φόρτισης των χαρακτήρων, οι μάσκες είναι εξαιρετικές, αν και περιορίζουν, δεν στέρησαν την σωστή ορθοφωνία από τους ηθοποιούς, υποβλητική η μουσική, πρωταγωνιστεί στην έκβαση της ιστορίας, καλοδουλεμένη η κίνηση των ηθοποιών, εντυπωσιακό δε το χορευτικό Λάλου-Βαλάσογλου, φόρος τιμής στο ελληνικό περήφανο ζεϊμπέκικο και τον Γιάννη Τσαρούχη. Αφαιρετικά τα σκηνικά και τα κοστούμια δεν πρόσθεσαν κάτι το ιδιαίτερο.Φροντισμένη δουλειά, με αγάπη και σεβασμό στο κείμενο, με βοηθό την βατή και σύγχρονη μετάφραση του Γιάννη Τσαρούχη. Συμπαγής θίασος με εξαιρετικές και στέρεες ερμηνείες, καλό το εικαστικό μέρος.
Σκηνοθεσία/Σκηνικός Χώρος: Σίμος Κακάλας
Σκηνικός Χώρος/Κοστούμια: Μάρθα Φωκά
Μάσκες: Μάρθα Φωκά
Μουσική : Mohammad
Φωτισμοί: Περικλής Μαθιέλλης
Βοηθός Σκηνοθέτη/Δραματολόγος: Δημήτρης Καλακίδης
Παίζουν: Δήμητρα Κούζα (Χορός, Ελένη, Αγγελιοφόρος, Ερμιόνη, Απόλλωνας)
Ελενα Μαυρίδου (Ηλέκτρα, Τυνδάρεος, Φρύγας),
Μιχάλης Βαλάσογλου (Μενέλαος,Πυλάδης, Χορός) Δημήτρης Λάλος (Ορέστης).
Εταιρεία Θεάτρου Χώρος
Πραβίου 6-8 Βοτανικός
Παρασκευή, Σαββατο και Κυριακή στις 9 μ.μ
Τηλέφωνο επικοινωνίας: 6988292728
Η δίκη του Ορέστη δεν γίνεται από δικαστήριο θεών, αλλά υπάγεται στη δικαιοδοσία της εκκλησίας του λαού. Την υπεράσπισή του δεν αναλαμβάνει κάποια ανώτατη θεϊκή εξουσία, αλλά ο ίδιος ο Ορέστης μεταχειρίζεται τα τεχνάσματα της σοφιστικής, αποσκοπώντας να πείσει τον Μενέλαο. Με τις έντονες διενέξεις και αντιθέσεις ανάμεσα στους ήρωες, απεικονίζεται η προσωπικότητά τους αλλά και τα ήθη της εποχής. Ο Μενέλαος διαγράφεται ως «παράδειγμα ήρωα με αδικαιολόγητα κακό χαρακτήρα», όπως επισημαίνει ο Αριστοτέλης. Έτσι δικαιολογείται η επιθυμία του Ορέστη για εκδίκηση. Μας φέρνει στο νου τον Μενέλαο, όπως παρουσιάζεται στην επίσης τραγωδία του Ευριπίδη Ιφιγένεια η εν Αυλίδι. Από την αντιπαράθεσή του με τον Αγαμέμνονα, φαίνεται η μετριότητα που χαρακτηρίζει την αντιηρωική εποχή του Ευριπίδη και που ο ίδιος δεν δίστασε να αποθανατίσει στα έργα του. Ο γέροντας Τυνδάρεως έρχεται να θυμίσει τους νόμους μιας άλλης εποχής: το έγκλημα τιμωρείται με εξορία. Αργότερα όμως σε παροξυσμό οργής, θα ζητήσει επίμονα τον θάνατο του Ορέστη. Μόνοι υπερασπιστές του δικαίου μένουν οι απλοί άνθρωποι. Ο αγγελιαφόρος θα τονίσει, μιλώντας για κάποιον άσημο αγρότη, ότι «αυτοί μόνον σώζουν τη χώρα» (919-920). Το αλάθευτο των βασιλιάδων και των ηρώων δεν ισχύει πια. Η ορθότητα της γνώμης και η αίσθηση της δικαιοσύνης ανήκει στις κατώτερες τάξεις. Αυτές ένιωσαν άμεσα τα ολέθρια αποτελέσματα των αποφάσεων των αρχόντων, που οδήγησαν στον πόλεμο και την αμαύρωση του αθηναϊκού μεγαλείου, όπως φαίνεται ότι υπαινίσσεται ο Ευριπίδης.Ένας από τους ευρηματικούς ρόλους του έργου, είναι του Φρύγα. Με τη βαρβαρική ομιλία του δίνει εύθυμο τόνο και εκτόνωση στην ένταση, πριν ακριβώς αυτή φτάσει στο αποκορύφωμά της με τη σκηνή όπου εμφανίζεται πάνω στη στέγη του παλατιού ο Ορέστης, απειλώντας να σκοτώσει την Ερμιόνη. Ένα θαυμάσιο δείγμα της δραματικής τόλμης του ευριπίδειου θεάτρου. Ανάμεσα σε όλα αυτά τα πρόσωπα-δορυφόρους, στέκουν οι κεντρικοί ήρωες. Τονίζονται οι ανθρώπινοι κι ευγενικοί δεσμοί της αδελφικής αγάπης και της πιστής φιλίας: «έναν τους τρεις η φιλία μάς κάνει» (1192) παραδέχεται η Ηλέκτρα, και αυτός ακριβώς ο δεσμός προκαλεί τη συμπάθειά μας γι’ αυτούς. Και οι τρεις όμως διαφέρουν ως ήθος από τους αντίστοιχους ήρωες προγενέστερων δραμάτων. Σε κείνα η συμπεριφορά τους ήταν ηρωική, με την έννοια ότι χωρίς ή με λίγες αμφιβολίες μένουν πιστοί στους θεϊκούς χρησμούς αδιαφορώντας για την ίδια τη ζωή τους. Αντίθετα στον Ορέστη, από ένα σημείο και πέρα, το βασικό μέλημα των πρωταγωνιστών είναι η επιβίωση με κάθε τρόπο, ακόμα και με τον εκβιασμό। Το ήθος τους είναι βέβαια ανθρώπινο, αλλά οπωσδήποτε αντιηρωικό. Έτσι η τραγωδία δεν θα μπορούσε να τελειώσει με την εξ ανάγκης ειρήνευση ανάμεσα στον Μενέλαο και τον Ορέστη, γιατί τότε το περιεχόμενό της δεν θα είχε τραγικό τέλος. Ο Απόλλωνας έρχεται ως από μηχανής θεός να δώσει τη λύση στο δράμα και να επαναφέρει (με τις αναμφισβήτητες θεϊκές εντολές) την τάξη και την ισορροπία στον αποδιοργανωμένο κόσμο των θνητών.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Μπροστά στο παλάτι των Ατρειδών η Ηλέκτρα στέκεται δίπλα στον αδελφό της Ορέστη, που κείτεται άρρωστος μετά τη δολοφονία της μητέρας του Κλυταιμνήστρας. Ο Μενέλαος έχει έρθει από τη Σπάρτη στο Άργος μαζί με τη γυναίκα του Ελένη και από αυτόν περιμένουν τα δύο αδέλφια να εξευμενίσει τους κατοίκους της πόλης, που (μετά το έγκλημα) έχουν στραφεί εναντίον τους. Εκείνος όμως τους αρνείται τη βοήθειά του και σ’ αυτό συντελεί και η εμφάνιση του οργισμένου Τυνδάρεω, πατέρα της Κλυταιμνήστρας, που ζητά τον θάνατο του Ορέστη. Ο Πυλάδης, γιος του βασιλιά της Φωκίδας Στρόφιου, ξάδελφος και πιστός φίλος του Ορέστη, έρχεται να συμπαρασταθεί στα δύο αδέλφια. Προτείνει στον Ορέστη να παρουσιαστούν οι ίδιοι στη συνέλευση των Αργείων. Ο λαός όμως αποφασίζει τελικά την καταδίκη του Ορέστη και της Ηλέκτρας σε θάνατο και μάλιστα από τα ίδια τους τα χέρια. Οι ήρωες θέλουν, πριν πεθάνουν, να εκδικηθούν τον Μενέλαο σκοτώνοντας την Ελένη. Η Ηλέκτρα προτείνει να πιάσουν όμηρο την Ερμιόνη, κόρη του Μενέλαου και της Ελένης. Πραγματοποιούν το σχέδιό τους και μπαίνουν στο παλάτι. Σε λίγο ο Φρύγας, δούλος της Ελένης, βγαίνει και περιγράφει τα σχετικά με την προσπάθεια του Ορέστη να τη δολοφονήσει. Έρχεται ο Μενέλαος και τον βλέπει στη στέγη του παλατιού. Εκείνος τον απειλεί ότι θα σφάξει την Ερμιόνη και θα πυρπολήσει το παλάτι. Ο Μενέλαος φωνάζει σε βοήθεια το Άργος. Στο θεολογείο τότε επιφαίνεται ο Απόλλωνας που αναγγέλλει την ανάληψη της Ελένης, την αθώωση του Ορέστη από τον Άρειο Πάγο, επικυρώνει τον γάμο του Πυλάδη με την Ηλέκτρα και ανακοινώνει ότι ο Ορέστης πρόκειται να παντρευτεί την Ερμιόνη.
Τα δεινά του οίκου των Ατρειδών: συνείδηση, ενοχές, εκδίκηση και συνωμοσίες, νόμος και θεοί. Ένα περίτεχνο γαϊτανάκι στήνει ο τελευταίος των τραγικών σ' αυτό το έργο που φλερτάρει εξίσου με την τραγωδία και την παρωδία, με το ψυχολογικό δράμα και τη μαύρη κωμωδία.Ένα έργο τόσο μοντέρνο στη γραφή του και τη δραματουργική πλοκή, που είναι σχεδόν αδύνατο να πιστέψουμε ότι δεν γράφηκε από σύγχρονο συγγραφέα. Ο σκηνοθέτης Σίμος Κακάλας, με οδηγό τη μετάφραση του Γιάννη Τσαρούχη, μετά τη παρουσία της Εταιρείας Θεάτρου Χώρος, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, πέρσι τον Αύγουστο, παρουσιάζει ξανά τον Ορέστη του Ευριπίδη.Ο Θεσσαλονικιός δημιουργός, που μετρά πετυχημένες συνεργασίες με το ΚΘΒΕ (Γκόλφω) και το Εθνικό θέατρο (Λιωμένο Βούτυρο), αποκτά νέα μόνιμη αθηναϊκή στέγη. Στήνει μία άρτια παράσταση, με έμφαση στο λόγο και τις μάσκες των χαρακτήρων, μέσα από ένα ολιγομελή θίασο, που αποτελείται από μόνο τέσσερις ηθοποιούς. Τη Δήμητρα Κούζα (Χορός, Ελένη, Αγγελιοφόρος, Ερμιόνη, Απόλλωνας), την Ελενα Μαυρίδου (Ηλέκτρα, Τυνδάρεως, Φρύγας), τον Μιχάλη Βαλάσογλου (Μενέλαος,Πυλάδης, Χορός) και τον Δημήτρη Λάλο στο ρόλο του Ορέστη. Εξαιρετικός θίασος, με καλοδουλεμένο λόγο και κίνηση.Υπέροχες εναλλαγές ρόλων,ο κωμικός Φρύγας , η περιγραφή του αγγελιοφόρου για την έκβαση της τύχης του Ορέστη και της Ηλέκτρας, ο δηκτικός λόγος του Τυνδάρεως και το δίδυμο των φίλων Ορέστη και Πυλάδη αποτελούν σπουδαίες ερμηνευτικές στιγμές της παράστασης. Οι φωτισμοί συμβάλλουν στην ανάδειξη της ψυχικής φόρτισης των χαρακτήρων, οι μάσκες είναι εξαιρετικές, αν και περιορίζουν, δεν στέρησαν την σωστή ορθοφωνία από τους ηθοποιούς, υποβλητική η μουσική, πρωταγωνιστεί στην έκβαση της ιστορίας, καλοδουλεμένη η κίνηση των ηθοποιών, εντυπωσιακό δε το χορευτικό Λάλου-Βαλάσογλου, φόρος τιμής στο ελληνικό περήφανο ζεϊμπέκικο και τον Γιάννη Τσαρούχη. Αφαιρετικά τα σκηνικά και τα κοστούμια δεν πρόσθεσαν κάτι το ιδιαίτερο.Φροντισμένη δουλειά, με αγάπη και σεβασμό στο κείμενο, με βοηθό την βατή και σύγχρονη μετάφραση του Γιάννη Τσαρούχη. Συμπαγής θίασος με εξαιρετικές και στέρεες ερμηνείες, καλό το εικαστικό μέρος.
Σκηνοθεσία/Σκηνικός Χώρος: Σίμος Κακάλας
Σκηνικός Χώρος/Κοστούμια: Μάρθα Φωκά
Μάσκες: Μάρθα Φωκά
Μουσική : Mohammad
Φωτισμοί: Περικλής Μαθιέλλης
Βοηθός Σκηνοθέτη/Δραματολόγος: Δημήτρης Καλακίδης
Παίζουν: Δήμητρα Κούζα (Χορός, Ελένη, Αγγελιοφόρος, Ερμιόνη, Απόλλωνας)
Ελενα Μαυρίδου (Ηλέκτρα, Τυνδάρεος, Φρύγας),
Μιχάλης Βαλάσογλου (Μενέλαος,Πυλάδης, Χορός) Δημήτρης Λάλος (Ορέστης).
Εταιρεία Θεάτρου Χώρος
Πραβίου 6-8 Βοτανικός
Παρασκευή, Σαββατο και Κυριακή στις 9 μ.μ
Τηλέφωνο επικοινωνίας: 6988292728