'Ενα δονκιχωτικό πλάσμα, που παλινδρομεί ανάμεσα στη θαυμαστή σοφία, την αδικαίωτη μεγαλοφυΐα,
τη σκληρότητα, την αλαζονεία, την απόλυτη γελοιότητα και την αυτοαναίρεση.
τη σκληρότητα, την αλαζονεία, την απόλυτη γελοιότητα και την αυτοαναίρεση.
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ ΤΟΥ «ΘΕΑΤΡΟΠΟΙΟΥ»
Το “Θεατροποιό” του μεγάλου σαρκαστή του μεταπολεμικού κόσμου, Τόμας Μπέρνχαρντ σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση, με τους Νίκο Χατζόπουλο στο ρόλο του Μπρουσκόν, παρουσιάζει το Θέατρο Πόρτα. Το θέατρο του παραλόγου, που εμφανίστηκε ως ρεύμα το 1950 και απορρόφησε για δύο δεκαετίες ολόκληρη τη θεατρική πρωτοπορία, προέκυψε από την αντίληψη, ότι ο κόσμος είχε χάσει το όραμά του. Γι’αυτό και οι κύριες καταστάσεις, που εξέφρασε, ήταν η απελπισία, το αδιέξοδο, η αποσύνθεση του ανθρώπινου λόγου, η έλλειψη της ανθρώπινης επικοινωνίας και προπάντων η μοναξιά. Το κείμενο του «Θεατροποιού» μας δείχνει ότι ο Μπέρνχαρντ δεν έμεινε ασυγκίνητος από αυτές τις καταστάσεις. Στο έργο αυτό, η απελπισία και το αδιέξοδο προκύπτουν απ’την αντίφαση ανάμεσα στην υψηλή καλλιτεχνική ευαισθησία του θεατροποιού, του Μπρουσκόν, και στη θλιβερή αποτυχία, που του επιφυλάσσεται. Όλα τα έργα του παράδοξου Αυστριακού συγγραφέα Τόμας Μπέρνχαρντ είναι ένας αενάως συνεχιζόμενος μονόλογος. Ήρωες που μιλούν ακατάπαυστα σε μια σκυταλοδρομία χιλιάδων λέξεων. Στο “Θεατροποιό”, αυτός ο μέγας σαρκαστής του μεταπολεμικού κόσμου καταπιάνεται και πάλι με το αγαπημένο του θέμα: μιλώντας για το θέατρο και τους ανθρώπους του, κάνει το πικρό του σχόλιο πάνω στο ίδιο το θέατρο, την ιλαροτραγική του διάσταση, τη ματαιότητα του. Τα θέματα στον κόσμο του Μπέρνχαρντ επαναλαμβάνονται και εναλλάσσονται σαν μουσικά μοτίβα: η φθορά του σώματος, η ήττα της σκέψης, το μάταιο των ανθρώπινων προσπαθειών. Όλα τα πρόσωπα στα έργα του, αρτίστες, θεατρίνοι, τραγουδίστριες της όπερας, φιλόσοφοι, στρατηγοί, συνθέτουν ένα και μόνο πρόσωπο με τρεις πτυχές: την επιτυχημένη διάνοια, την αποτυχημένη διάνοια, και τον αφηγητή.
Ο Μπρουσκόν, ηθοποιός του κρατικού θεάτρου, περιοδεύει στην επαρχία με το θιασό του, που απαρτίζεται από μέλη της οικογενείας του και παρουσιάζει ένα φιλόδοξο κείμενο, "τον Τροχό της Ιστορίας" γραμμένο απ’τον ίδιο. Στην εγκαταλειμμένη αίθουσα του πανδοχείου ενός χωριού, που πρόκειται να ανεβάσει την παράστασή του, βρίσκεται για ακόμη μια φορά αντιμέτωπος με την καλλιτεχνική πανωλεθρία. Η αίθουσα αυτή, βρώμικη και σκοτεινή με σωρούς ταριχευμένα κέρατα, με τη μυρωδιά των ζωοτροφών και την ηχητική υπόκρουση των γρυλισμάτων των γουρουνιών, είναι ο κατάλληλος χώρος, για να πατήσει η παραβολή του Μπέρνχαρντ με θέμα την τέχνη σε έναν κόσμο, που την εχθρεύεται. Αλλωστε, η απελπισία και το αδιέξοδο του Μπρουσκόν είναι η ίδια απελπισία και το αδιέξοδο του Μπέρνχαρντ, γιατί ο Μπέρνχαρντ είναι ο Μπρουσκόν. Εντύπωση κάνει στο κείμενο η εμμονή του Μπέρνχαρντ στη μονολογική μορφή. Η σκηνοθεσία της παράστασης φάνηκε, ότι ασχολήθηκε μεθοδικά με την εκφορά του μονολόγου του Μπρουσκόν, που δεν είναι τίποτα άλλο από μία εκ βαθέων ερωτική εξομολόγηση στο θέατρο. Έτσι, πέτυχε να σκιαγραφήσει τη ματαιοδοξία του εγωκεντρικού καλλιτέχνη, το πάθος του για την τέχνη, ένα πάθος, που του χαρίζει νόημα ύπαρξης. Μονολογεί ακατάπαυστα για να δηλώσει την ύπαρξή του. Μιλάει άρα υπάρχει. Παθιάζεται άρα ζει. Όμως δεν συνδιαλέγεται. Και επομένως, είναι μόνος. Η μοναξιά αυτή, η έλλειψη επικοινωνίας, τονίστηκε ακόμη περισσότερο με την παρουσία γύρω του ατόμων-τύπων χωρίς αληθινή ψυχολογική υπόσταση και βάθος. Μόνο με αυτό το τρόπο οι φιγούρες αυτές, θα είναι ανίκανες να αντισταθούν και να αντιδράσουν. Μόνο έτσι ο λόγος του δε θα ξεσήκωνε τον αντίλογο, ο οποίος θα αποτελούσε ίσως μια πρώτη μορφή επικοινωνίας.
Με την ανάγνωση αυτή, λοιπόν, ο Μπρουσκόν αναδείχθηκε ένας εξουσιαστικός τύραννος, πράγμα που κατέστησε τη μοναξιά του ακόμα πιο τραγική. Η ύπαρξη, επομένως, των δευτερευόντων ρόλων, που στο κείμενο αποτελούν ένα είδος πρώτου κοινού, που ακούει την χιλιοειπωμένη κατάθεση του Μπρουσκόν για την τέχνη της θυμέλης, στην παράσταση έπαιξε επιπλέον το ρόλο ενός καθρέφτη, που μετέφερε στην πλατεία την αντανάκλαση του μοναχικού καλλιτέχνη χωρίς καμία παραμόρφωση. Ευρηματικός ήταν ο τρόπος, που σιγα-σιγά συντελέστηκε η απομυθοποίηση της τέχνης του θεάτρου. Λίγο πριν το τέλος, μας αποκαλύφθηκε το πίσω μέρος της αυλαίας, το μαγειρείο της μαγείας. Η απομυθοποίηση αυτή στάθηκε το κατάλληλο έδαφος για την ολοκλήρωση της παραβολής του Μπέρνχαρντ, που τελείωσε, με τη ματαιοδοξία του θεατροποιού να συναντά τη ματαίωση της παράστασής του, λόγω πυρκαγιάς, Μια κατάληξη η οποία, κατέδειξε τελικά τη ματαιότητα όλων.
Ο Μπρουσκόν, του Νίκου Χατζόπουλου δεν είναι γκροτέσκο πρόσωπο ούτε καρικατούρα, κι ας διαθέτει κάποια ανάλογα στοιχεία. Είναι ένα ρεαλιστικό πρόσωπο και συγκεντρώνει ιδιότητες που τις έχουμε όλοι. Αυτή η κραυγή του ανθρώπου απέναντι στο πώς μπορεί να πραγματοποιήσει όλα τα όνειρα και τις επιθυμίες του.. Ο λόγος του, ένας χείμαρρος, αλλά όχι παραληρηματικός, ξεφεύγει μόνο προς το τέλος, όταν πια οι δυνάμεις του φθίνουν, όταν τα πράγματα ξεφεύγουν.Και επιτυγχάνει έναν άθλο θαυμαστό επί σχεδόν 2 ώρες, ο εξαιρετικός ηθοποιός: συνθέτει το ρόλο του σιγά σιγά, τον χτίζει με προσοχή και ακρίβεια, συναισθάνεται την αγωνία του ήρωα του, του προσδίδει πρωτίστως στοιχεία ανθρωπιάς, τα οποία υπερισχύουν ακόμη και πάνω από το κωμικό ντελίριο του και τις στιγμές μεγαλομανίας. Έτσι καταφέρνει να κρατά κοντά του καθ'όλη τη διάρκεια του "σχεδόν" μονολόγου του, το κοινό, που ανταποκρίνεται με θέρμη και ενδιαφέρον μπροστά στα προβλήματα επιβίωσης αυτού του περιοδεύοντα οικογενειακού θιάσου. Ούτε για μία στιγμή δεν ξεφεύγει από το ρόλο του, ο εκφραστικός πλούτος και η μετρημένη κίνηση,δεν τον προδίδουν, άλλωστε σε τέτοιας ποιότητας ερμηνείες μας έχει συνηθίσει. Απλή, ουσιαστική, μοντέρνα η μετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη. Εξαιρετική η σκηνοθετική γραμμή του Ακύλλα Καραζήση, στήνει μία παράσταση καλοδουλεμένη, με μουσική δομή και ρυθμό, τοποθετώντας τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα γραφής του Μπέρνχαρντ, στη σωστή τους βάση, παραδίδοντας μας μία στέρεα και συμπαγή ενότητα. Πολύ καλοί οι δεύτεροι ρόλοι από τους Ν.Αναστόπουλο, Α.Μπαλτή και Δ.Βλαγκοπούλου, πλαισιώνουν με δύναμη έκφρασης τον πρωταγωνιστή, σε ρόλο - έκπληξη ο σκηνοθέτης στη τελευταία σκηνή του έργου.Σωστό το σκηνικό ταιριαστό στο περιβάλλοντα χώρο της διαδραματιζόμενης ιστορίας, πολύ ωραία τα κοστούμια.
Μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης
Σκηνοθεσία: Ακύλλας Καραζήσης
Σκηνικά – κοστούμια: Βασίλης Παπατσαρούχας
Παίζουν: Νίκος Χατζόπουλος , Νικήτας Αναστόπουλος, Άρης Μπαλής, Δήμητρα Βλαγκοπούλου
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 1 ώρα και 45 λεπτά
Θέατρο Πόρτα: Μεσογείων 59 , Αμπελόκηποι,Αμπελόκηποι ,τηλ : 2107711333
Βραδ.: Παρ., Σάβ. 9.15 μ.μ.
Τιμη : € 15, 10, 8.
Το “Θεατροποιό” του μεγάλου σαρκαστή του μεταπολεμικού κόσμου, Τόμας Μπέρνχαρντ σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση, με τους Νίκο Χατζόπουλο στο ρόλο του Μπρουσκόν, παρουσιάζει το Θέατρο Πόρτα. Το θέατρο του παραλόγου, που εμφανίστηκε ως ρεύμα το 1950 και απορρόφησε για δύο δεκαετίες ολόκληρη τη θεατρική πρωτοπορία, προέκυψε από την αντίληψη, ότι ο κόσμος είχε χάσει το όραμά του. Γι’αυτό και οι κύριες καταστάσεις, που εξέφρασε, ήταν η απελπισία, το αδιέξοδο, η αποσύνθεση του ανθρώπινου λόγου, η έλλειψη της ανθρώπινης επικοινωνίας και προπάντων η μοναξιά. Το κείμενο του «Θεατροποιού» μας δείχνει ότι ο Μπέρνχαρντ δεν έμεινε ασυγκίνητος από αυτές τις καταστάσεις. Στο έργο αυτό, η απελπισία και το αδιέξοδο προκύπτουν απ’την αντίφαση ανάμεσα στην υψηλή καλλιτεχνική ευαισθησία του θεατροποιού, του Μπρουσκόν, και στη θλιβερή αποτυχία, που του επιφυλάσσεται. Όλα τα έργα του παράδοξου Αυστριακού συγγραφέα Τόμας Μπέρνχαρντ είναι ένας αενάως συνεχιζόμενος μονόλογος. Ήρωες που μιλούν ακατάπαυστα σε μια σκυταλοδρομία χιλιάδων λέξεων. Στο “Θεατροποιό”, αυτός ο μέγας σαρκαστής του μεταπολεμικού κόσμου καταπιάνεται και πάλι με το αγαπημένο του θέμα: μιλώντας για το θέατρο και τους ανθρώπους του, κάνει το πικρό του σχόλιο πάνω στο ίδιο το θέατρο, την ιλαροτραγική του διάσταση, τη ματαιότητα του. Τα θέματα στον κόσμο του Μπέρνχαρντ επαναλαμβάνονται και εναλλάσσονται σαν μουσικά μοτίβα: η φθορά του σώματος, η ήττα της σκέψης, το μάταιο των ανθρώπινων προσπαθειών. Όλα τα πρόσωπα στα έργα του, αρτίστες, θεατρίνοι, τραγουδίστριες της όπερας, φιλόσοφοι, στρατηγοί, συνθέτουν ένα και μόνο πρόσωπο με τρεις πτυχές: την επιτυχημένη διάνοια, την αποτυχημένη διάνοια, και τον αφηγητή.
Ο Μπρουσκόν, ηθοποιός του κρατικού θεάτρου, περιοδεύει στην επαρχία με το θιασό του, που απαρτίζεται από μέλη της οικογενείας του και παρουσιάζει ένα φιλόδοξο κείμενο, "τον Τροχό της Ιστορίας" γραμμένο απ’τον ίδιο. Στην εγκαταλειμμένη αίθουσα του πανδοχείου ενός χωριού, που πρόκειται να ανεβάσει την παράστασή του, βρίσκεται για ακόμη μια φορά αντιμέτωπος με την καλλιτεχνική πανωλεθρία. Η αίθουσα αυτή, βρώμικη και σκοτεινή με σωρούς ταριχευμένα κέρατα, με τη μυρωδιά των ζωοτροφών και την ηχητική υπόκρουση των γρυλισμάτων των γουρουνιών, είναι ο κατάλληλος χώρος, για να πατήσει η παραβολή του Μπέρνχαρντ με θέμα την τέχνη σε έναν κόσμο, που την εχθρεύεται. Αλλωστε, η απελπισία και το αδιέξοδο του Μπρουσκόν είναι η ίδια απελπισία και το αδιέξοδο του Μπέρνχαρντ, γιατί ο Μπέρνχαρντ είναι ο Μπρουσκόν. Εντύπωση κάνει στο κείμενο η εμμονή του Μπέρνχαρντ στη μονολογική μορφή. Η σκηνοθεσία της παράστασης φάνηκε, ότι ασχολήθηκε μεθοδικά με την εκφορά του μονολόγου του Μπρουσκόν, που δεν είναι τίποτα άλλο από μία εκ βαθέων ερωτική εξομολόγηση στο θέατρο. Έτσι, πέτυχε να σκιαγραφήσει τη ματαιοδοξία του εγωκεντρικού καλλιτέχνη, το πάθος του για την τέχνη, ένα πάθος, που του χαρίζει νόημα ύπαρξης. Μονολογεί ακατάπαυστα για να δηλώσει την ύπαρξή του. Μιλάει άρα υπάρχει. Παθιάζεται άρα ζει. Όμως δεν συνδιαλέγεται. Και επομένως, είναι μόνος. Η μοναξιά αυτή, η έλλειψη επικοινωνίας, τονίστηκε ακόμη περισσότερο με την παρουσία γύρω του ατόμων-τύπων χωρίς αληθινή ψυχολογική υπόσταση και βάθος. Μόνο με αυτό το τρόπο οι φιγούρες αυτές, θα είναι ανίκανες να αντισταθούν και να αντιδράσουν. Μόνο έτσι ο λόγος του δε θα ξεσήκωνε τον αντίλογο, ο οποίος θα αποτελούσε ίσως μια πρώτη μορφή επικοινωνίας.
Με την ανάγνωση αυτή, λοιπόν, ο Μπρουσκόν αναδείχθηκε ένας εξουσιαστικός τύραννος, πράγμα που κατέστησε τη μοναξιά του ακόμα πιο τραγική. Η ύπαρξη, επομένως, των δευτερευόντων ρόλων, που στο κείμενο αποτελούν ένα είδος πρώτου κοινού, που ακούει την χιλιοειπωμένη κατάθεση του Μπρουσκόν για την τέχνη της θυμέλης, στην παράσταση έπαιξε επιπλέον το ρόλο ενός καθρέφτη, που μετέφερε στην πλατεία την αντανάκλαση του μοναχικού καλλιτέχνη χωρίς καμία παραμόρφωση. Ευρηματικός ήταν ο τρόπος, που σιγα-σιγά συντελέστηκε η απομυθοποίηση της τέχνης του θεάτρου. Λίγο πριν το τέλος, μας αποκαλύφθηκε το πίσω μέρος της αυλαίας, το μαγειρείο της μαγείας. Η απομυθοποίηση αυτή στάθηκε το κατάλληλο έδαφος για την ολοκλήρωση της παραβολής του Μπέρνχαρντ, που τελείωσε, με τη ματαιοδοξία του θεατροποιού να συναντά τη ματαίωση της παράστασής του, λόγω πυρκαγιάς, Μια κατάληξη η οποία, κατέδειξε τελικά τη ματαιότητα όλων.
Ο Μπρουσκόν, του Νίκου Χατζόπουλου δεν είναι γκροτέσκο πρόσωπο ούτε καρικατούρα, κι ας διαθέτει κάποια ανάλογα στοιχεία. Είναι ένα ρεαλιστικό πρόσωπο και συγκεντρώνει ιδιότητες που τις έχουμε όλοι. Αυτή η κραυγή του ανθρώπου απέναντι στο πώς μπορεί να πραγματοποιήσει όλα τα όνειρα και τις επιθυμίες του.. Ο λόγος του, ένας χείμαρρος, αλλά όχι παραληρηματικός, ξεφεύγει μόνο προς το τέλος, όταν πια οι δυνάμεις του φθίνουν, όταν τα πράγματα ξεφεύγουν.Και επιτυγχάνει έναν άθλο θαυμαστό επί σχεδόν 2 ώρες, ο εξαιρετικός ηθοποιός: συνθέτει το ρόλο του σιγά σιγά, τον χτίζει με προσοχή και ακρίβεια, συναισθάνεται την αγωνία του ήρωα του, του προσδίδει πρωτίστως στοιχεία ανθρωπιάς, τα οποία υπερισχύουν ακόμη και πάνω από το κωμικό ντελίριο του και τις στιγμές μεγαλομανίας. Έτσι καταφέρνει να κρατά κοντά του καθ'όλη τη διάρκεια του "σχεδόν" μονολόγου του, το κοινό, που ανταποκρίνεται με θέρμη και ενδιαφέρον μπροστά στα προβλήματα επιβίωσης αυτού του περιοδεύοντα οικογενειακού θιάσου. Ούτε για μία στιγμή δεν ξεφεύγει από το ρόλο του, ο εκφραστικός πλούτος και η μετρημένη κίνηση,δεν τον προδίδουν, άλλωστε σε τέτοιας ποιότητας ερμηνείες μας έχει συνηθίσει. Απλή, ουσιαστική, μοντέρνα η μετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη. Εξαιρετική η σκηνοθετική γραμμή του Ακύλλα Καραζήση, στήνει μία παράσταση καλοδουλεμένη, με μουσική δομή και ρυθμό, τοποθετώντας τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα γραφής του Μπέρνχαρντ, στη σωστή τους βάση, παραδίδοντας μας μία στέρεα και συμπαγή ενότητα. Πολύ καλοί οι δεύτεροι ρόλοι από τους Ν.Αναστόπουλο, Α.Μπαλτή και Δ.Βλαγκοπούλου, πλαισιώνουν με δύναμη έκφρασης τον πρωταγωνιστή, σε ρόλο - έκπληξη ο σκηνοθέτης στη τελευταία σκηνή του έργου.Σωστό το σκηνικό ταιριαστό στο περιβάλλοντα χώρο της διαδραματιζόμενης ιστορίας, πολύ ωραία τα κοστούμια.
Μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης
Σκηνοθεσία: Ακύλλας Καραζήσης
Σκηνικά – κοστούμια: Βασίλης Παπατσαρούχας
Παίζουν: Νίκος Χατζόπουλος , Νικήτας Αναστόπουλος, Άρης Μπαλής, Δήμητρα Βλαγκοπούλου
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 1 ώρα και 45 λεπτά
Θέατρο Πόρτα: Μεσογείων 59 , Αμπελόκηποι,Αμπελόκηποι ,τηλ : 2107711333
Βραδ.: Παρ., Σάβ. 9.15 μ.μ.
Τιμη : € 15, 10, 8.