∆εν υπάρχουν «καλοί» ή «κακοί» άνθρωποι. Ορισµένοι είναι λίγο καλύτεροι ή λίγο χειρότεροι, ωστόσο όλοι ενεργούν περισσότερο µε βάση την παρανόηση παρά την κακία. Από τυφλότητα σε ό,τι συµβαίνει στην καρδιά του άλλου. Κανείς δεν «βλέπει» κανέναν πραγµατικά, ο κάθε ήρωας βλέπει τον άλλον µόνο µέσα από τις ρωγµές του εγωισµού του.
Όταν το Λεωφορείο ο Πόθος είδε για πρώτη φορά το φως της σκηνής στο Έθελ Μπάριµορ Θήατερ της Νέας Υόρκης στις 3 ∆εκεµβρίου του 1947, ο Τεννεσσύ Ουίλιαµς ήταν ήδη γνωστός στο ευρύ κοινό µε το έργο του Γυάλινος κόσµος. Το Λεωφορείο ο Πόθος, όχι µόνο εκπλήρωσε τις προσδοκίες, αλλά έστειλε τον συγγραφέα του στην κορυφή της Αµερικανικής δραµατουργίας. Συμπλήρωσε 855 παραστάσεις και έγινε το πρώτο έργο που κέρδισε και τα τρία κορυφαία βραβεία, το Πούλιτζερ, το Βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης και το Ντόναλντσον. Η κινηματογραφική εκδοχή του έργου σε σκηνοθεσία Kazan το 1951 κορυφώνει την πρόσληψη του έργου και του συγγραφέα διεθνώς, και δημιουργεί ρόλους πρότυπα για τους χαρακτήρες της Μπλανς και του Στάνλεϊ, μέσα από την ερμηνεία της Vivien Leigh και του Marlon Brando. Θεωρείται ότι συµπυκνώνει τα βασικά χαρακτηριστικά της δραµατουργίας του Ουίλιαµς, της λεκτικής και οπτικής του γλώσσας και των θεµατικών του µοτίβων: χαρακτήρες που είναι ψυχολογικά τραυµατισµένοι ή µε κάποιο τρόπο περιθωριοποιηµένοι από τη σύγχρονη κοινωνία: ήρωες που ψάχνουν τη χαµένη αγνότητα, που αναζητούν τη φυγή από το πέρασµα του χρόνου ή ένα καταφύγιο, εκδιωγµένοι καθώς είναι από µία κοινωνία που δεν τους καταλαβαίνει.
Tο Λεωφορείο ο Πόθος σόκαρε το κοινό της εποχής του, καθώς, όπως σηµειώνει ο C.W.E. Bigsby «µετά τα έργα του Ο’ Νηλ, είναι το πρώτο Αµερικάνικο έργο που θέτει τη σεξουαλικότητα στο κέντρο όλων των χαρακτήρων, µια σεξουαλικότητα που µπορεί να είναι λυτρωτική ή καταστροφική». Ο Ουίλιαµς στοχεύει σε µια ισορροπία ανάµεσα στους δύο κεντρικούς ήρωες, τη Μπλανς και τον Στάνλεϊ, καθώς και οι δύο είναι σύνθετοι χαρακτήρες, των οποίων τα θέλω και οι συµπεριφορές πρέπει να ερµηνευθούν µε βάση αυτό που διακυβεύεται γι’ αυτούς κάθε φορά. Η δράση εξελίσσεται µέσα από τις συγκρούσεις των δύο αυτών ηρώων µέχρι την τελική αναµέτρηση, στην οποία ένας κερδίζει και ένας χάνει. Ο Στάνλεϊ λέει στη Μπλανς: «Αυτή τη στιγµή τη χρωστάµε ο ένας στον άλλον από την αρχή» και το εννοεί. Πρέπει να επιβεβαιώσει την κυριαρχία του απέναντι σε αυτήν τη γυναίκα µε τον µοναδικό τρόπο που ξέρει. Ωστόσο, η τελευταία σκηνή υποδηλώνει ότι ο φαινοµενικός νικητής, ο Στάνλεϊ, είναι στην ουσία κι αυτός χαµένος: οι δύο πιο σηµαντικές σχέσεις της ζωής του, η σχέση του µε τη γυναίκα του Στέλλα και τον καλύτερό του φίλο Μιτς, δεν θα είναι ποτέ πια ίδιες.
Οι χαρακτήρες του Ουίλιαµς, αν και συχνά στενόµυαλοι, δεν ενεργούν µε βάση την κακία· αντίθετα, είναι θύµατα της περιορισµένης τους αντίληψης για τη ζωή. Η επιθυµία της Μπλανς για µαγεία, η οποία βρίσκεται διαρκώς σε αντίθεση µε το σκληρό ρεαλισµό της πραγµατικότητας αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό θεµατικό µοτίβο του Λεωφορείου ο Πόθος. Είναι σηµαντικό ότι ο Μιτς βάζει το αµπαζούρ και ο Μιτς το ξαναβγάζει, οριοθετώντας έτσι χρονικά το διάστηµα κατά το οποίο έβλεπε τη Μπλανς όπως εκείνη ήθελε να τη βλέπει, µέσα από ένα πρίσµα µαγείας που εκείνη είχε δηµιουργήσει.
Αν και η Μπλανς θεωρεί τον σύζυγο της Στέλλας ένα κτηνώδες πλάσµα µε ζωώδη ένστικτα, την ίδια στιγµή ενστικτωδώς αναζητά έναν άντρα για να ακουµπήσει πάνω του. Υπάρχει µια λεπτή ειρωνεία για την υιοθέτηση από την πλευρά της Μπλανς, του τρόπου σκέψης των γυναικών του Νότου, που χαρακτηρίζεται από µια συναισθηµατική εξάρτηση από ένα πατριαρχικό µοντέλο ανδρικής προστασίας σε µια απροστάτευτη γυναίκα. Η Στέλλα, από την άλλη πλευρά, µπορεί να είναι παγιδευµένη σε έναν γάµο που την υποχρεώνει να καθαρίζει τα αποφάγια του συζύγου της, ωστόσο ήταν επιλογή της και είναι επιλογή της να παραµένει σε αυτόν. Όσον αφορά την έλξη που ασκούν στην Μπλανς τα νεαρά αγόρια, η Roxana Stuart (ηθοποιός που έπαιξε το ρόλο της Μπλανς δύο φορές) σηµειώνει: «Μου φαινόταν προφανές ότι η Μπλανς έλκεται από τα νεαρά αγόρια, ακριβώς επειδή η αθωότητα και η αγνότητά τους λειτουργούν εξαγνιστικά και για εκείνη. Επιπλέον, πίστευα ότι έτσι η Μπλανς διατηρούσε ζωντανό στη µνήµη της τον Άλαν, τον νεαρό σύζυγό της που αυτοκτόνησε. Όταν το ανέφερα αυτό στον κύριο Ουίλιαµς, µου είπε: «Όχι. Μέσα στο µυαλό της, η ίδια έχει γίνει ο Άλαν. Και κάνει πράξη τον τρόπο που φαντάζεται ότι ο Άλαν θα προσέγγιζε ένα νεαρό αγόρι.»
Η ιστορία
Λεωφορείο Πόθος. Στάση. Νεκροταφείο. Ηλύσια Πεδία. Μια φτωχογειτονιά στη Νέα Ορλεάνη. Η Μπλανς καταφθάνει για να επανασυνδεθεί με ό,τι τη συνδέει με ένα αμετάκλητα χαμένο παρελθόν. Θα συναντήσει αυτόν που θα της διαλύσει το παρελθόν της και θα θρυμματίσει κάθε ελπίδα για να ξαναφτιάξει το μέλλον της. Η Μπλανς του Τέννεσσυ Ουίλιαμς είναι ευαίσθητη, ευάλωτη, ντελικάτη, ρομαντική, ανασφαλής, της αρέσει η ποίηση, η τέχνη αναζητά τη μαγεία , θέλει διαρκώς φροντίδα και προστασία. Γυρεύει το σκοτάδι κι αποστρέφεται το φως γιατί έχει χάσει το φως από μέσα της, τον έρωτα μ’ εκείνο το πρώτο τραγικό αγόρι της ζωής της. Είναι ένα κακομαθημένο παιδί, μια πριγκιποπούλα που έχει ξεπέσει, μια γυναίκα που δεν έχει άνδρα. Είναι τόσο μόνη κι έχει την ανάγκη να φλερτάρει με όλους. Είναι μια γυναίκα που φλερτάρει με την υστερία εξαιτίας της μοναξιάς της.Ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι είναι δυνατός σωματικά, με μια ακραία σεξουαλικότητα, με αυτοπεποίθηση, με μια σχεδόν έμφυτη αγένεια και σκληρότητα, φωνάζει, απαιτεί, πίνει, παίζει χαρτιά, βρίζει, χτυπάει. Ο πόθος, που σε μεταφέρει, σε μετατοπίζει εσωτερικά, σε ταξιδεύει, το πάθος, το σεξουαλικό ένστικτο και τα ορμέμφυτα που κοντράρουν τον πολιτισμό, τον χώρο της διανόησης και της εκλέπτυνσης και οι δύο αντίρροπες δυνάμεις που ενσαρκώνονται τόσο εύστοχα στα πρόσωπα των δύο πρωταγωνιστών, φέρνει την αναπόφευκτη σύγκρουση. Η σύγκρουσή τους επώδυνα βίαιη και πολυεπίπεδη: κοινωνική, ταξική, ιδεαλιστική, σεξουαλική. Είναι, δε, τόσο βίαιη που δεν αφήνει καμιά ελπίδα επιβίωσης για την ρομαντική Μπλανς. Ο σωματικός βιασμός της από τον Στάνλεϊ φέρνει αναπόφευκτα την ψυχική της κατάρρευση. Έχοντας χάσει κάθε επαφή πια με την πραγματικότητα, η Μπλανς οδηγείται στο άσυλο, στηριζόμενη στον τελευταίο άντρα-προστάτη, τον γιατρό που την οδηγεί στον τελικό της προορισμό, στο «απομονωτήριο» των ψυχικά ασθενούντων.
Η παράσταση
Είναι φανερό ότι την σκηνοθέτη Ελένη Σκότη δεν την ενδιαφέρει η αρχετυπική Μπλάνς του Τένεσι Ουίλιαμς. Όλη η παράσταση θρέφεται από την απειλή που αποτελεί η έλευση της Μπλανς στη ζωή των άλλων. Στην ανάγνωση της Σκότη η Μπλανς είναι μια μουσαφίρισσα από την κόλαση: βρίσκεται πάντα μέσα στην μπανιέρα όταν ο γαμπρός της θέλει να πλυθεί, κάνει διακοσμητικές παρεμβάσεις στο σπίτι -τοποθετώντας απίθανα αμπαζούρ στις λάμπες- πίνει ξεροσφύρι το Southern Comfort του Στάνλεϊ και τον κατηγορεί στην γυναίκα του. Όλοι οι ήρωες, μηδενός εξαιρουμένου, έχουν ιδιοτελή κίνητρα: η Μπλανς προσπαθεί να βολευτεί, από την επερχόμενη καταστροφή, δεν θυμίζει -παρά ελάχιστα- την νευρωτική, εύθραστη ηρωίδα, ο Στάνλει επιδιώκει να επιβάλλει τον νόμο του ισχυρού πρωτόγονου αρσενικού, ο Μιτς παύει να είναι ο ντροπαλός, ερωτοχτυπημένος άντρας, αντ αυτού βλέπει στα μάτια της Μπλανς την γυναίκα που θα μπορούσε να τον βγάλει από την μιζέρια της μοναχικής ζωής του, όσο το αντικείμενο του πόθου του είναι άσπιλο και αμόλυντο για να μπει στο σπίτι της μητέρας του. Το ζευγάρι-φίλοι έχουν την ίδια κοινωνική και υπαρξιακή ταυτότητα με το δίδυμο Στέλλα και Στάνλει: έντονα ερωτική έλξη που διανθίζεται από απιστία, καυγάδες και μικροαστικές συνήθειες.
Το αμφιλεγόμενο ερωτικό παρελθόν της Μπλανς μαζί με τον πολυσχιδή της χαρακτήρα ανατρέπουν την κανονικότητα της ζωής του ζευγαριού και του κοινωνικού τους περίγυρου. Στα μάτια όλων η Μπλάνς είναι το outsider, η διαφορετική, η "ανακατωσούρα" στη μέχρι τώρα τακτοποιημένη ζωή τους. Μέσα από την αντιπαράθεση καθενός από τους χαρακτήρες του έργου με την «αλλόκοτη» όπως τους φαίνεται Μπλανς -και γι' αυτό επικίνδυνα ανατρεπτική- οι ήρωες του «Λεωφορείου ο Πόθος» καταλαβαίνουν πως πρέπει να συσπειρωθούν σε ότι μέχρι πριν την άφιξή της ήταν και σε ότι είχαν και θέλουν στο μέλλον να αποκτήσουν. Την συρρικνώνουν έτσι σε μία από τις πολλές της ιδιότητες, την αποκηρύσσουν και την διώχνουν υπό τον μανδύα της τρελής που πρέπει «για το καλό όλων» να απομονωθεί. Μια ενδιαφέρουσα ιδέα, που δυστυχώς σκοντάφτει από την αρχή και δεν καταφέρνει να βρει τον δρόμο της, ανάμεσα στην πλατεία, μέσα στις καρδιές των θεατών. Υπάρχουν έργα που αν τα αποκόψεις από τις συνθήκες που τα γέννησαν, τους στερείς κάτι από την βαθύτερη ουσία τους. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει σε τούτη την παράσταση: οι ερμηνείες αποδυναμώνονται, οι καλοί ηθοποιοί φαντάζουν χλωμοί και βαριεστημένοι.
Η Κόρα Καρβούνη θα μπορούσε υποθετικά να είναι μια εξαιρετική Μπλανς, γιατί έχει όλο τον ερμηνευτικό πλούτο που χρειάζεται για να αναμετρηθεί με αυτόν τον εμβληματικό ρόλο, αλλά αποτυγχάνει να αφουγκραστεί το παλλόμενο εσωτερικό σύμπαν της ηρωίδας της. Παρουσιάζεται γήινη - που βρίσκεται η μαγεία, άραγε; - συμφερντολόγα, όχι υπολογιστικά, αλλά εξ ανάγκης, δεν πείθει στην μετάβαση από την άσχημη πραγματικότητα στη ζοφερή φαντασία που την τυλίγει, δεν απογειώνει το ρόλο στην κλασσική σκηνή με τον Μιτς, ούτε καν στην σκληρή αναμέτρηση με το κυρίαρχο αρσενικό, προς το τέλος. Η τελική σκηνή σε αφήνει μετέωρο να υποψιάζεσαι τι συμβαίνει στην ηρωίδα, πότε και πως έπαθε τον νευρικό κλονισμό. Ο Γιάννης Τσορτέκης, είναι ο μόνος που διαθέτει τα στοιχεία, του αρχετυπικού ήρωα του Ουίλλιαμς. Καλός σε γενικές γραμμές. Θα ήταν άδικο να τον συγκρίναμε με τον ζωώδη αισθησιασμό και την ιδρωμένη φανέλα του μυθικού Μπράντο. Παρόλα αυτά χρειάζεται να προσθέσει λίγο περισσότερη εσωτερικότητα στις στιγμές της φαινομενικής ηρεμίας του.
Άνευρη, εκτός κλίματος η ερμηνεία της Ηλιάνας Μαυρομάτη, απλά διακπεραιωτικός ο αβανταδόρικος ρόλος του Μιτς από τον Γιώργο Δάμπαση, καλοί οι υπόλοιποι βοηθητικοί ρόλοι. Σωστή η μετάφραση, ταιριαστά τα κοστούμια και το σκηνικό, παραπέμπουν στον χώρο και χρόνο του έργου. Ωραία η σκηνική παρουσία του νεκρικού συμβόλου της άγνωστης πλανόδιας πωλήτριας με το «Flores para los muertos» Η χρήση των οθονών με τα video stills που αναπαριστούν το μη ορατό μπάνιο στο σκηνικό οικοδόμημα και το εντυπωσιακό φινάλε στο έργο, με την διχοτόμηση του προσώπου της Κόρας Καρβούνη-Μπλανς αποτελούν θετικά σημεία. Οι φωτισμοί και η μουσική προσπαθούν να συνδέσουν, χωρίς επιτυχία, τις ασύνδετες σκηνές της παράστασης, που αποτελούν εν τέλει μια ψυχρολουσία για το κοινό, που αναρωτιέται για το πως και το γιατί. Κρίμα, γιατί μέσα στο υποτονικό χάος του «Λεωφορείου» της Ελένης Σκότη, υπάρχει κάτι γνήσια ενδιαφέρον, που αν είχε δουλευτεί με διαφορετικό τρόπο, θα μπορούσε να ξεχυθεί από την σκηνή στην πλατεία, διαμορφώνοντας μια εντελώς άλλη δυναμική. Κάτι που τελικά δεν τελεσφόρησε.
Καλλιτεχνική ταυτότητα παράστασης: Ελένη Σκότη, Γιώργος Χατζηνικολάου
Μετάφραση: Γιώργος Χατζηνικολάου
Σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Χατζηνικολάου
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Μουσική: Κωστής Χαραμουντάνης
Διεύθυνση Παραγωγής: Γιώργος Χατζηνικολάου
Παίζουν: Κόρα Καρβούνη, Γιάννης Τσορτέκης, Ηλιάνα Μαυρομάτη, Γιώργος Δάμπασης, Αθηνά Αλεξοπούλου, Μιχαήλ Γιαννικάκης, Γιώργος Γερωνυμάκης, Γιάννης Δαμάλας, Χριστίνα Δημητριάδη, Βαγγέλης Κουντουριώτης.
Σύγχρονο Θέατρο (Ευμολπιδών 45, Γκάζι, Αθήνα, τηλ. 210 3464380)
Κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 - Κυριακή στις 19:00.
Εισιτήρια: Πέμπτη, Παρασκευή: 15€ (κανονικό), 12€ (φοιτητικό, ανέργων, άνω των 65)
Σάββατο, Κυριακή: 17€ (κανονικό), 15€ (ανέργων, άνω των 65), 12€ (φοιτητικό)
Tο Λεωφορείο ο Πόθος σόκαρε το κοινό της εποχής του, καθώς, όπως σηµειώνει ο C.W.E. Bigsby «µετά τα έργα του Ο’ Νηλ, είναι το πρώτο Αµερικάνικο έργο που θέτει τη σεξουαλικότητα στο κέντρο όλων των χαρακτήρων, µια σεξουαλικότητα που µπορεί να είναι λυτρωτική ή καταστροφική». Ο Ουίλιαµς στοχεύει σε µια ισορροπία ανάµεσα στους δύο κεντρικούς ήρωες, τη Μπλανς και τον Στάνλεϊ, καθώς και οι δύο είναι σύνθετοι χαρακτήρες, των οποίων τα θέλω και οι συµπεριφορές πρέπει να ερµηνευθούν µε βάση αυτό που διακυβεύεται γι’ αυτούς κάθε φορά. Η δράση εξελίσσεται µέσα από τις συγκρούσεις των δύο αυτών ηρώων µέχρι την τελική αναµέτρηση, στην οποία ένας κερδίζει και ένας χάνει. Ο Στάνλεϊ λέει στη Μπλανς: «Αυτή τη στιγµή τη χρωστάµε ο ένας στον άλλον από την αρχή» και το εννοεί. Πρέπει να επιβεβαιώσει την κυριαρχία του απέναντι σε αυτήν τη γυναίκα µε τον µοναδικό τρόπο που ξέρει. Ωστόσο, η τελευταία σκηνή υποδηλώνει ότι ο φαινοµενικός νικητής, ο Στάνλεϊ, είναι στην ουσία κι αυτός χαµένος: οι δύο πιο σηµαντικές σχέσεις της ζωής του, η σχέση του µε τη γυναίκα του Στέλλα και τον καλύτερό του φίλο Μιτς, δεν θα είναι ποτέ πια ίδιες.
Οι χαρακτήρες του Ουίλιαµς, αν και συχνά στενόµυαλοι, δεν ενεργούν µε βάση την κακία· αντίθετα, είναι θύµατα της περιορισµένης τους αντίληψης για τη ζωή. Η επιθυµία της Μπλανς για µαγεία, η οποία βρίσκεται διαρκώς σε αντίθεση µε το σκληρό ρεαλισµό της πραγµατικότητας αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό θεµατικό µοτίβο του Λεωφορείου ο Πόθος. Είναι σηµαντικό ότι ο Μιτς βάζει το αµπαζούρ και ο Μιτς το ξαναβγάζει, οριοθετώντας έτσι χρονικά το διάστηµα κατά το οποίο έβλεπε τη Μπλανς όπως εκείνη ήθελε να τη βλέπει, µέσα από ένα πρίσµα µαγείας που εκείνη είχε δηµιουργήσει.
Αν και η Μπλανς θεωρεί τον σύζυγο της Στέλλας ένα κτηνώδες πλάσµα µε ζωώδη ένστικτα, την ίδια στιγµή ενστικτωδώς αναζητά έναν άντρα για να ακουµπήσει πάνω του. Υπάρχει µια λεπτή ειρωνεία για την υιοθέτηση από την πλευρά της Μπλανς, του τρόπου σκέψης των γυναικών του Νότου, που χαρακτηρίζεται από µια συναισθηµατική εξάρτηση από ένα πατριαρχικό µοντέλο ανδρικής προστασίας σε µια απροστάτευτη γυναίκα. Η Στέλλα, από την άλλη πλευρά, µπορεί να είναι παγιδευµένη σε έναν γάµο που την υποχρεώνει να καθαρίζει τα αποφάγια του συζύγου της, ωστόσο ήταν επιλογή της και είναι επιλογή της να παραµένει σε αυτόν. Όσον αφορά την έλξη που ασκούν στην Μπλανς τα νεαρά αγόρια, η Roxana Stuart (ηθοποιός που έπαιξε το ρόλο της Μπλανς δύο φορές) σηµειώνει: «Μου φαινόταν προφανές ότι η Μπλανς έλκεται από τα νεαρά αγόρια, ακριβώς επειδή η αθωότητα και η αγνότητά τους λειτουργούν εξαγνιστικά και για εκείνη. Επιπλέον, πίστευα ότι έτσι η Μπλανς διατηρούσε ζωντανό στη µνήµη της τον Άλαν, τον νεαρό σύζυγό της που αυτοκτόνησε. Όταν το ανέφερα αυτό στον κύριο Ουίλιαµς, µου είπε: «Όχι. Μέσα στο µυαλό της, η ίδια έχει γίνει ο Άλαν. Και κάνει πράξη τον τρόπο που φαντάζεται ότι ο Άλαν θα προσέγγιζε ένα νεαρό αγόρι.»
Η ιστορία
Λεωφορείο Πόθος. Στάση. Νεκροταφείο. Ηλύσια Πεδία. Μια φτωχογειτονιά στη Νέα Ορλεάνη. Η Μπλανς καταφθάνει για να επανασυνδεθεί με ό,τι τη συνδέει με ένα αμετάκλητα χαμένο παρελθόν. Θα συναντήσει αυτόν που θα της διαλύσει το παρελθόν της και θα θρυμματίσει κάθε ελπίδα για να ξαναφτιάξει το μέλλον της. Η Μπλανς του Τέννεσσυ Ουίλιαμς είναι ευαίσθητη, ευάλωτη, ντελικάτη, ρομαντική, ανασφαλής, της αρέσει η ποίηση, η τέχνη αναζητά τη μαγεία , θέλει διαρκώς φροντίδα και προστασία. Γυρεύει το σκοτάδι κι αποστρέφεται το φως γιατί έχει χάσει το φως από μέσα της, τον έρωτα μ’ εκείνο το πρώτο τραγικό αγόρι της ζωής της. Είναι ένα κακομαθημένο παιδί, μια πριγκιποπούλα που έχει ξεπέσει, μια γυναίκα που δεν έχει άνδρα. Είναι τόσο μόνη κι έχει την ανάγκη να φλερτάρει με όλους. Είναι μια γυναίκα που φλερτάρει με την υστερία εξαιτίας της μοναξιάς της.Ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι είναι δυνατός σωματικά, με μια ακραία σεξουαλικότητα, με αυτοπεποίθηση, με μια σχεδόν έμφυτη αγένεια και σκληρότητα, φωνάζει, απαιτεί, πίνει, παίζει χαρτιά, βρίζει, χτυπάει. Ο πόθος, που σε μεταφέρει, σε μετατοπίζει εσωτερικά, σε ταξιδεύει, το πάθος, το σεξουαλικό ένστικτο και τα ορμέμφυτα που κοντράρουν τον πολιτισμό, τον χώρο της διανόησης και της εκλέπτυνσης και οι δύο αντίρροπες δυνάμεις που ενσαρκώνονται τόσο εύστοχα στα πρόσωπα των δύο πρωταγωνιστών, φέρνει την αναπόφευκτη σύγκρουση. Η σύγκρουσή τους επώδυνα βίαιη και πολυεπίπεδη: κοινωνική, ταξική, ιδεαλιστική, σεξουαλική. Είναι, δε, τόσο βίαιη που δεν αφήνει καμιά ελπίδα επιβίωσης για την ρομαντική Μπλανς. Ο σωματικός βιασμός της από τον Στάνλεϊ φέρνει αναπόφευκτα την ψυχική της κατάρρευση. Έχοντας χάσει κάθε επαφή πια με την πραγματικότητα, η Μπλανς οδηγείται στο άσυλο, στηριζόμενη στον τελευταίο άντρα-προστάτη, τον γιατρό που την οδηγεί στον τελικό της προορισμό, στο «απομονωτήριο» των ψυχικά ασθενούντων.
Η παράσταση
Είναι φανερό ότι την σκηνοθέτη Ελένη Σκότη δεν την ενδιαφέρει η αρχετυπική Μπλάνς του Τένεσι Ουίλιαμς. Όλη η παράσταση θρέφεται από την απειλή που αποτελεί η έλευση της Μπλανς στη ζωή των άλλων. Στην ανάγνωση της Σκότη η Μπλανς είναι μια μουσαφίρισσα από την κόλαση: βρίσκεται πάντα μέσα στην μπανιέρα όταν ο γαμπρός της θέλει να πλυθεί, κάνει διακοσμητικές παρεμβάσεις στο σπίτι -τοποθετώντας απίθανα αμπαζούρ στις λάμπες- πίνει ξεροσφύρι το Southern Comfort του Στάνλεϊ και τον κατηγορεί στην γυναίκα του. Όλοι οι ήρωες, μηδενός εξαιρουμένου, έχουν ιδιοτελή κίνητρα: η Μπλανς προσπαθεί να βολευτεί, από την επερχόμενη καταστροφή, δεν θυμίζει -παρά ελάχιστα- την νευρωτική, εύθραστη ηρωίδα, ο Στάνλει επιδιώκει να επιβάλλει τον νόμο του ισχυρού πρωτόγονου αρσενικού, ο Μιτς παύει να είναι ο ντροπαλός, ερωτοχτυπημένος άντρας, αντ αυτού βλέπει στα μάτια της Μπλανς την γυναίκα που θα μπορούσε να τον βγάλει από την μιζέρια της μοναχικής ζωής του, όσο το αντικείμενο του πόθου του είναι άσπιλο και αμόλυντο για να μπει στο σπίτι της μητέρας του. Το ζευγάρι-φίλοι έχουν την ίδια κοινωνική και υπαρξιακή ταυτότητα με το δίδυμο Στέλλα και Στάνλει: έντονα ερωτική έλξη που διανθίζεται από απιστία, καυγάδες και μικροαστικές συνήθειες.
Το αμφιλεγόμενο ερωτικό παρελθόν της Μπλανς μαζί με τον πολυσχιδή της χαρακτήρα ανατρέπουν την κανονικότητα της ζωής του ζευγαριού και του κοινωνικού τους περίγυρου. Στα μάτια όλων η Μπλάνς είναι το outsider, η διαφορετική, η "ανακατωσούρα" στη μέχρι τώρα τακτοποιημένη ζωή τους. Μέσα από την αντιπαράθεση καθενός από τους χαρακτήρες του έργου με την «αλλόκοτη» όπως τους φαίνεται Μπλανς -και γι' αυτό επικίνδυνα ανατρεπτική- οι ήρωες του «Λεωφορείου ο Πόθος» καταλαβαίνουν πως πρέπει να συσπειρωθούν σε ότι μέχρι πριν την άφιξή της ήταν και σε ότι είχαν και θέλουν στο μέλλον να αποκτήσουν. Την συρρικνώνουν έτσι σε μία από τις πολλές της ιδιότητες, την αποκηρύσσουν και την διώχνουν υπό τον μανδύα της τρελής που πρέπει «για το καλό όλων» να απομονωθεί. Μια ενδιαφέρουσα ιδέα, που δυστυχώς σκοντάφτει από την αρχή και δεν καταφέρνει να βρει τον δρόμο της, ανάμεσα στην πλατεία, μέσα στις καρδιές των θεατών. Υπάρχουν έργα που αν τα αποκόψεις από τις συνθήκες που τα γέννησαν, τους στερείς κάτι από την βαθύτερη ουσία τους. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει σε τούτη την παράσταση: οι ερμηνείες αποδυναμώνονται, οι καλοί ηθοποιοί φαντάζουν χλωμοί και βαριεστημένοι.
Η Κόρα Καρβούνη θα μπορούσε υποθετικά να είναι μια εξαιρετική Μπλανς, γιατί έχει όλο τον ερμηνευτικό πλούτο που χρειάζεται για να αναμετρηθεί με αυτόν τον εμβληματικό ρόλο, αλλά αποτυγχάνει να αφουγκραστεί το παλλόμενο εσωτερικό σύμπαν της ηρωίδας της. Παρουσιάζεται γήινη - που βρίσκεται η μαγεία, άραγε; - συμφερντολόγα, όχι υπολογιστικά, αλλά εξ ανάγκης, δεν πείθει στην μετάβαση από την άσχημη πραγματικότητα στη ζοφερή φαντασία που την τυλίγει, δεν απογειώνει το ρόλο στην κλασσική σκηνή με τον Μιτς, ούτε καν στην σκληρή αναμέτρηση με το κυρίαρχο αρσενικό, προς το τέλος. Η τελική σκηνή σε αφήνει μετέωρο να υποψιάζεσαι τι συμβαίνει στην ηρωίδα, πότε και πως έπαθε τον νευρικό κλονισμό. Ο Γιάννης Τσορτέκης, είναι ο μόνος που διαθέτει τα στοιχεία, του αρχετυπικού ήρωα του Ουίλλιαμς. Καλός σε γενικές γραμμές. Θα ήταν άδικο να τον συγκρίναμε με τον ζωώδη αισθησιασμό και την ιδρωμένη φανέλα του μυθικού Μπράντο. Παρόλα αυτά χρειάζεται να προσθέσει λίγο περισσότερη εσωτερικότητα στις στιγμές της φαινομενικής ηρεμίας του.
Άνευρη, εκτός κλίματος η ερμηνεία της Ηλιάνας Μαυρομάτη, απλά διακπεραιωτικός ο αβανταδόρικος ρόλος του Μιτς από τον Γιώργο Δάμπαση, καλοί οι υπόλοιποι βοηθητικοί ρόλοι. Σωστή η μετάφραση, ταιριαστά τα κοστούμια και το σκηνικό, παραπέμπουν στον χώρο και χρόνο του έργου. Ωραία η σκηνική παρουσία του νεκρικού συμβόλου της άγνωστης πλανόδιας πωλήτριας με το «Flores para los muertos» Η χρήση των οθονών με τα video stills που αναπαριστούν το μη ορατό μπάνιο στο σκηνικό οικοδόμημα και το εντυπωσιακό φινάλε στο έργο, με την διχοτόμηση του προσώπου της Κόρας Καρβούνη-Μπλανς αποτελούν θετικά σημεία. Οι φωτισμοί και η μουσική προσπαθούν να συνδέσουν, χωρίς επιτυχία, τις ασύνδετες σκηνές της παράστασης, που αποτελούν εν τέλει μια ψυχρολουσία για το κοινό, που αναρωτιέται για το πως και το γιατί. Κρίμα, γιατί μέσα στο υποτονικό χάος του «Λεωφορείου» της Ελένης Σκότη, υπάρχει κάτι γνήσια ενδιαφέρον, που αν είχε δουλευτεί με διαφορετικό τρόπο, θα μπορούσε να ξεχυθεί από την σκηνή στην πλατεία, διαμορφώνοντας μια εντελώς άλλη δυναμική. Κάτι που τελικά δεν τελεσφόρησε.
Καλλιτεχνική ταυτότητα παράστασης: Ελένη Σκότη, Γιώργος Χατζηνικολάου
Μετάφραση: Γιώργος Χατζηνικολάου
Σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Χατζηνικολάου
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Μουσική: Κωστής Χαραμουντάνης
Διεύθυνση Παραγωγής: Γιώργος Χατζηνικολάου
Παίζουν: Κόρα Καρβούνη, Γιάννης Τσορτέκης, Ηλιάνα Μαυρομάτη, Γιώργος Δάμπασης, Αθηνά Αλεξοπούλου, Μιχαήλ Γιαννικάκης, Γιώργος Γερωνυμάκης, Γιάννης Δαμάλας, Χριστίνα Δημητριάδη, Βαγγέλης Κουντουριώτης.
Σύγχρονο Θέατρο (Ευμολπιδών 45, Γκάζι, Αθήνα, τηλ. 210 3464380)
Κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 - Κυριακή στις 19:00.
Εισιτήρια: Πέμπτη, Παρασκευή: 15€ (κανονικό), 12€ (φοιτητικό, ανέργων, άνω των 65)
Σάββατο, Κυριακή: 17€ (κανονικό), 15€ (ανέργων, άνω των 65), 12€ (φοιτητικό)