Στο Αίθριο του Μουσείο Μπενάκη παρουσιάζεται το αριστούργημα της παγκόσμιας δραματουργίας «Περιμένοντας τον GODOT», του Σάμουελ Μπέκετ. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος,ο Δημήτρης Μπίτος, ο Αντώνης Αντωνόπουλος και ο Αινείας Τσαμάτης, μαζί με τη Μόνικα στη σύνθεση του μουσικού τοπίου, τη Λένα Παπαληγούρα στη φωνή του νεαρού αγοριού και τον Scott Bolman στους φωτισμούς της παράστασης, συνθέτουν την ομάδα υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση της Νατάσας Τριανταφύλλη.
A tragicomedy in two acts – H υπόθεση
Tο «Περιμένοντας τον Γκοντό» - δεύτερο και καθοριστικό θεατρικό έργο- του εγκατεστημένου στο Παρίσι Ιρλανδού Σάμιουελ Μπέκετ γράφτηκε στα γαλλικά μεταξύ 1948 και 1949, εκδόθηκε για πρώτη φορά απ’ τις Εκδόσεις «Του Μεσονυκτίου» το 1952 και πρωτοανέβηκε στο Παρίσι, στο «Θέατρο της Βαβυλώνας», απ’ τον Ροζέ Μπλεν που κράτησε και το ρόλο του Πότζο. Το έργο διαδραματίζεται σε μια εξοχή, στη φύση, ωστόσο όχι μια φύση θαλερή, πρόκειται για ένα τοπίο φτωχό, στεγνό, πνιγηρά άδειο. Πάντως βρισκόμαστε μακριά από την πόλη, από τον τόπο των ανθρώπων, από το χρόνο της Ιστορίας. Ο Εστραγκόν και ο Βλαντιμίρ περιμένουν τον Γκοντό έξω από την Ιστορία, έχοντας γυρίσει την πλάτη στην Ιστορία. Το άχρονο της φύσης, η διαρκής επανάληψη των κύκλων της φύσης, των αναμενόμενων σχεδόν μοιραίων αλλαγών τόσο που να καταργούν την ίδια την έννοια της αλλαγής τονίζει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα του χρόνου στο έργο. Οι δυο ήρωες είναι παγιδευμένοι σε μια αιώνια επανάληψη της οποίας σχεδόν δεν έχουν συνείδηση. Έρχονται στο ίδιο σημείο και περιμένουν ποιος ξέρει από πότε. Αυτό που βλέπουμε εμείς δεν είναι η πρώτη φορά και ακόμη βεβαιότερο είναι ότι η βραδιά αναμονής στη δεύτερη, τελευταία, πράξη του έργου δεν θα είναι το τέλος. Έρχονται και περιμένουν, σχεδόν χωρίς μνήμη, μακριά από τον πραγματικό κόσμο των ανθρώπων, μιλούν για το θάνατο και την αυτοκτονία αλλά δεν την τολμούν, τσακώνονται για τη σχέση τους, δείχνουν να επιθυμούν να χωρίσουν τους δρόμους τους αλλά μένουν στα λόγια. Καμιά αλλαγή δεν θα ταράξει την επανάληψη, δεν υπάρχει εξέλιξη ούτε καν στην απελπισία τους. Ο κόσμος τους δεν είναι κόσμος πράξεων. Στο Περιμένοντας τον Γκοντό η πράξη είναι καταργημένη, έχει αντικατασταθεί από τα λόγια που υποδηλώνουν την επιθυμία της, αλλά σε όλη τη διάρκεια του έργου δεν υπάρχει πράξη. Δεν θα μάθουμε ποτέ ποιος είναι ο Γκοντό. Είναι μια λέξη α-νόητη και ακριβώς γι’ αυτό μπορεί να τη γεμίσει ο καθένας με το νόημα που αντέχει.
Στο έργο υπάρχουν άλλα δύο πρόσωπα, ο Πότζο και ο Λάκυ, ένα ζεύγος αφέντη και δούλου –που η είσοδός τους στη σκηνή δημιουργεί για μια στιγμή την υποψία ενός γεγονότος, πλην όμως σύντομα φαίνεται πως κι αυτοί αποτελούν μέρος της επανάληψης. Ο Πότζο είναι ένας άξεστος, ακαλλιέργητος αφέντης και ο Λάκυ ένας υποτακτικός δούλος που δεν διαμαρτύρεται για τα βασανιστήρια που περνά. Αντίθετα, δέχεται μια περίεργη διαταγή: τον διατάζουν να στοχαστεί. Και αυτός απαγγέλλει απνευστί ένα απίστευτο ορυμαγδό λέξεων, που θυμίζουν φιλοσοφικές και θεολογικές θεωρίες. Ο λόγος του δεν έχει ειρμό και νόημα, δεν είναι σκέψη. Η σκέψη είναι ανατρεπτική και ο δούλος για να μείνει δούλος δεν πρέπει να σκέπτεται αλλά να ενστερνίζεται και να επαναλαμβάνει το λόγο του αφέντη. Ο τρόπος που «στοχάζεται» ο Λάκυ είναι ίδιος με τις αρκούδες που τις διατάζουν να μιμηθούν τα τερτίπια των ανθρώπων. Προφανώς ο Μπέκετ κάνει την κριτική του στους διανοούμενους τους υποταγμένους στο σύστημα. Θέλουν να φύγουν, αλλά δεν τολμούν. Στο τέλος ενσωματώνονται πλήρως, στηρίζουν με την υπογραφή τους την καθεστηκυία τάξη. Εξυπηρετούν τη διαιώνιση μιας κοινωνίας με μια ακατάσχετη φλυαρία, χωρίς τη γενναιότητα των πραγματικών ρήξεων. Και το χειρότερο, μερικές φορές ούτε καν το συνειδητοποιούν.
Η χρονικότητα του ανθρώπου
Ο Beckett επιλέγει να χρησιμοποιήσει ως κεντρικούς χαρακτήρες δύο περιπλανώμενους παρίες για να μιλήσει για την ανθρώπινη συνθήκη. Όπως και εκείνοι, έτσι, και ο άνθρωπος είναι ένας παρίας πάνω στην γη, περιπλανάται άσκοπα στην ζωή αναζητώντας το νόημα που θα τον κάνει να συνεχίσει να ζει. Όμως αυτό το νόημα δεν είναι δεδομένο και όσο και αν απορροφάται από τα πράγματα και από τους ανθρώπους βαθύτερα συνειδητοποιεί την ματαιότητα τους. Παρά ταύτα συνεχίζει να ζει επειδή συνεχίζει να ελπίζει στην έλευση αυτού του νοήματος σαν τον από μηχανής θεό, όπως ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν συνεχίζουν να περιμένουν απεγνωσμένα τον Γκοντό από τον οποίο εξαρτούν την ύπαρξη τους. Και ο Γκοντό δεν έρχεται ποτέ γιατί το νόημα που περιμένουν δεν υπάρχει αυτούσιο αλλά καλείται ο άνθρωπος να το δημιουργήσει – αν βέβαια μπορέσει. Υπό αυτήν την έννοια, ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν είναι ήδη παραιτημένοι διότι μια τέτοια δημιουργία θα απαιτούσε και την υπεύθυνη ανάληψη της ελευθερίας τους. Αλλά αυτή η ελευθερία είναι δύσκολα διαχειρίσιμη και για αυτό ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν αρνούνται πεισματικά να δεχθούν την απουσία νοήματος και συνεχίζουν ματαίως να περιμένουν, εν γνώσει τους για αυτήν την ματαιότητα.
Σε αυτό το σημείο υπεισέρχονται τα πρόσωπα των Πότζο και Λάκυ, που συγκροτούν μία – εγελιανής καταγωγής – διαλεκτική σχέση εξουσιαστή – εξουσιαζομένου. Ο Πότζο είναι ο κύριος και ο Λάκυ είναι ο δούλος, μονίμως συνδεδεμένος με τον κύριο του από ένα σχοινί. Παρά την εξάρτηση του ο Λάκυ είναι Lucky (τυχερός), γιατί έχει στερηθεί την ελευθερία του και άρα έχει απαλλαγεί από την πιεστική ανάγκη της ανεύρεσης του νοήματος. Ούτε ο Πότζο, όμως, είναι πραγματικά ελεύθερος γιατί ως εξουσιαστής εξαρτάται από την ύπαρξη του εξουσιαζομένου και χωρίς αυτόν δεν υπάρχει και ο ίδιος. Ο Πότζο και ο Λάκυ συγκροτούν από κοινού ένα ζεύγος αλληλοσημάνσεων που επανέρχονται περιοδικά στην διάρκεια του έργου.
Αυτή η περιοδικότητα υποδηλώνει την -εγελιανής καταγωγής- επανάληψη της ιστορίας, όμοιας αλλά και διαφορετικής, ανίκανης να ενθυμηθεί και να διαθέτει συνείδηση του εαυτού της, εξ ου και ότι η επαναφορά τους δεν γίνεται συνειδητή από τους ίδιους παρά μόνο από τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν. Ο Πότζο και ο Λάκυ τραβούν μπροστά στον ατέρμονο και μάταιο δρόμο τους όντας και οι ίδιοι καθηλωμένοι στο χρόνο, διότι η επανάληψη δεν συνιστά χρόνο, δημιουργώντας, όμως, με την επαναλαμβανόμενη έλευση τους, χρόνο στον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν, οι οποίοι με τη σειρά τους, καθώς συνειδητοποιούν την τραγική απουσία του χρόνου, έχουν επιτακτική ανάγκη να δημιουργήσουν χρόνο για τους ίδιους και να εξέλθουν από την ακινησία της ύπαρξης τους. Έτσι, μέσα από την περιπλοκή των σχέσεων του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν, του Πότζο και του Λάκυ και όλων μαζί με τον Γκοντό, αναδεικνύεται το βασικό θέμα του κειμένου, δηλαδή η χρονικότητα του ανθρώπου.
Η παράσταση
Οπωσδήποτε, ο "Γκοντό" παραμένει κορυφαίο και διαχρονικό δημιούργημα του αιώνα μας, που όταν συναντήσει άξιους ερμηνευτές "κοινωνεί" με το στοχασμό του το θεατή, όποια "ανάγνωση" επιλεγεί (φιλοσοφική, υπαρξιολογική, κοινωνιολογική). Προς μια κοινωνιολογική "ανάγνωση" αποκλίνει η παράσταση της Νατάσας Τριανταφυλλη, η οποία η κυλά ευφρόσυνα, ως το τέλος με ενιαίο και ομοιόμορφο ρυθμό. Η ένσταση μας έγκειται στη διάρκεια της, αφού θα μπορούσε να επιλεγεί μια πιο σφιχτοδεμένη προσέγγιση, χωρίς να "πληγούν " οι πολύτιμες σιωπές του κειμένου. Η μεστή μετάφραση αποτελεί εργαλείο επικοινωνίας μεταξύ των ηθοποιών-ρόλων και διευκολύνει στην κατανόηση του έργου από τον θεατή, τονίζει δε σωστά τα στοιχεία της υπαρξιακής σκέψης και του πικρού χιούμορ,που απαλύνουν την δυστυχία της αναμονής.
Ο Βλαδίμηρος του Λάζαρου Γεωργακόπουλου είναι πρακτικός, κάπως επίμονος, ούτε θέλει να ακούει για όνειρα, θυμάται λεπτομερώς καθετί που συμβαίνει, έχει βαθιά ελπίδα πως ο Γκοντό θα έρθει, είναι προστατευτικός, συμπεριφέρεται λίγο κυριαρχικά στο σύντροφό του, πατρικά, δασκαλίστικα..Μια ακόμη σπουδαία ερμηνεία από τον καλό ηθοποιό, ο οποίος κάθε φορά πάνω στη σκηνή δεν υποδύεται τον ρόλο, αλλά γίνεται ο ίδιος ο ρόλος του, αφού αξιοποιεί άρτια τα εκφραστικά του μέσα. Ο Δημήτρης Μπίτος είναι ο Εστραγκόν που έχει την τάση να ξεχνά κάτι αμέσως μόλις συμβεί, είναι ευμετάβολος, ονειροπόλος, τρυφερός, παιδιάστικος, γκρινιάρης, απαιτητικός, σκανταλιάρης, συχνά σκεπτικός και κάπως ανυπεράσπιστος. Άξιος σύντροφος στο παιχνίδι του λόγου, συντονίζει καίρια την ερμηνευτική του συχνότητα, σε μία αξιοθαύμαστη χημεία, που μας αποδίδει ένα ντουέτο υψηλών αξιώσεων. Ο Αντώνης Αντωνόπουλος έπλασε τον Πότζο έξυπνα παίζοντας (και εμπαίζοντας) με μεγάλη σοβαρότητα την επιτηδευμένη καρικατούρα του αφέντη. Ο Αινείας Τσαμάτης ήταν ένας ενδιαφέρον Λάκυ, πότε αποκαμωμένος και πότε πυρετικός, σαν ένα καλοκουρδισμένο αχυρένιο ανθρωπάκι, που δεν αναλώνεται στην σωματική ερμηνεία,αλλά ξυπνά μέσα από τον ακατάληπτο μονόλογο του για λίγο, πριν βυθιστεί και πάλι στην μακάρια ακινησία του.
Χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση η επιλογή κοστουμιών. Η Εύα Μανιδάκη επιμελήθηκε τα σκηνικά, σεβόμενη την σκηνογραφική οδηγία του συγγραφέα, που αν την παραβεί κανείς, το έργο καταρρέει, δηλαδή γυμνή σκηνή και ένα ανεστραμμένο δέντρο. Οι φωτισμοί ήταν «ομιλητικοί» και αρκούντως εντυπωσιακοί. Εξαιρετική και πρωτότυπη και αυτή η σύνθεση της Μόνικα, που ενσωμάτωσε προτάσεις από το κείμενο και σκηνικές οδηγίες του συγγραφέα. μέσα στο μουσικό σύνολο, εντυπωσιάζοντας ευχάριστα.
Μετάφραση: Έρι Κύργια
Σκηνοθεσία: Νατάσα Τριανταφύλλη
Σκηνογραφία: Εύα Μανιδάκη
Μουσική: ΜΟΝΙΚΑ
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Scott Bolman
Δραματολόγος: Δήμητρα Γκούγκλια
Παίζουν:
Λάζαρος Γεωργακόπουλος
Δημήτρης Μπίτος
Αντώνης Αντωνόπουλος
Αινείας Τσαμάτης
"The Boy" voice over: Λένα Παπαληγούρα
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Τρίτη με Κυριακή στις 21:30
Τιμές εισιτηρίων:
50€ χορηγικό, επιλεγμένων θέσεων
20€ κανονικό
15€ μειωμένο (φοιτητικό, ΑΜΕΑ, ανέργων, άνω των 65)
Κρατήσεις και πώληση εισιτηρίων στο Μουσείο Μπενάκη,
παράρτημα Πειραιώς: από τις 17:00 μέχρι τις 21:00, τηλ 210-3453111.
Πρόσβαση: Αίθριο Μουσείου Μπενάκη
Πειραιώς 138 και Ανδρονίκου
Λεωφορεία: 815, 049,914, 838, Β18, Γ18 | Τρόλεϊ: 21
Μετρό: Γραμμή 3, στάση Κεραμεικός
Ηλεκτρικός Σιδηρόδρομος: Σταθμός Πετραλώνων
A tragicomedy in two acts – H υπόθεση
Tο «Περιμένοντας τον Γκοντό» - δεύτερο και καθοριστικό θεατρικό έργο- του εγκατεστημένου στο Παρίσι Ιρλανδού Σάμιουελ Μπέκετ γράφτηκε στα γαλλικά μεταξύ 1948 και 1949, εκδόθηκε για πρώτη φορά απ’ τις Εκδόσεις «Του Μεσονυκτίου» το 1952 και πρωτοανέβηκε στο Παρίσι, στο «Θέατρο της Βαβυλώνας», απ’ τον Ροζέ Μπλεν που κράτησε και το ρόλο του Πότζο. Το έργο διαδραματίζεται σε μια εξοχή, στη φύση, ωστόσο όχι μια φύση θαλερή, πρόκειται για ένα τοπίο φτωχό, στεγνό, πνιγηρά άδειο. Πάντως βρισκόμαστε μακριά από την πόλη, από τον τόπο των ανθρώπων, από το χρόνο της Ιστορίας. Ο Εστραγκόν και ο Βλαντιμίρ περιμένουν τον Γκοντό έξω από την Ιστορία, έχοντας γυρίσει την πλάτη στην Ιστορία. Το άχρονο της φύσης, η διαρκής επανάληψη των κύκλων της φύσης, των αναμενόμενων σχεδόν μοιραίων αλλαγών τόσο που να καταργούν την ίδια την έννοια της αλλαγής τονίζει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα του χρόνου στο έργο. Οι δυο ήρωες είναι παγιδευμένοι σε μια αιώνια επανάληψη της οποίας σχεδόν δεν έχουν συνείδηση. Έρχονται στο ίδιο σημείο και περιμένουν ποιος ξέρει από πότε. Αυτό που βλέπουμε εμείς δεν είναι η πρώτη φορά και ακόμη βεβαιότερο είναι ότι η βραδιά αναμονής στη δεύτερη, τελευταία, πράξη του έργου δεν θα είναι το τέλος. Έρχονται και περιμένουν, σχεδόν χωρίς μνήμη, μακριά από τον πραγματικό κόσμο των ανθρώπων, μιλούν για το θάνατο και την αυτοκτονία αλλά δεν την τολμούν, τσακώνονται για τη σχέση τους, δείχνουν να επιθυμούν να χωρίσουν τους δρόμους τους αλλά μένουν στα λόγια. Καμιά αλλαγή δεν θα ταράξει την επανάληψη, δεν υπάρχει εξέλιξη ούτε καν στην απελπισία τους. Ο κόσμος τους δεν είναι κόσμος πράξεων. Στο Περιμένοντας τον Γκοντό η πράξη είναι καταργημένη, έχει αντικατασταθεί από τα λόγια που υποδηλώνουν την επιθυμία της, αλλά σε όλη τη διάρκεια του έργου δεν υπάρχει πράξη. Δεν θα μάθουμε ποτέ ποιος είναι ο Γκοντό. Είναι μια λέξη α-νόητη και ακριβώς γι’ αυτό μπορεί να τη γεμίσει ο καθένας με το νόημα που αντέχει.
Στο έργο υπάρχουν άλλα δύο πρόσωπα, ο Πότζο και ο Λάκυ, ένα ζεύγος αφέντη και δούλου –που η είσοδός τους στη σκηνή δημιουργεί για μια στιγμή την υποψία ενός γεγονότος, πλην όμως σύντομα φαίνεται πως κι αυτοί αποτελούν μέρος της επανάληψης. Ο Πότζο είναι ένας άξεστος, ακαλλιέργητος αφέντης και ο Λάκυ ένας υποτακτικός δούλος που δεν διαμαρτύρεται για τα βασανιστήρια που περνά. Αντίθετα, δέχεται μια περίεργη διαταγή: τον διατάζουν να στοχαστεί. Και αυτός απαγγέλλει απνευστί ένα απίστευτο ορυμαγδό λέξεων, που θυμίζουν φιλοσοφικές και θεολογικές θεωρίες. Ο λόγος του δεν έχει ειρμό και νόημα, δεν είναι σκέψη. Η σκέψη είναι ανατρεπτική και ο δούλος για να μείνει δούλος δεν πρέπει να σκέπτεται αλλά να ενστερνίζεται και να επαναλαμβάνει το λόγο του αφέντη. Ο τρόπος που «στοχάζεται» ο Λάκυ είναι ίδιος με τις αρκούδες που τις διατάζουν να μιμηθούν τα τερτίπια των ανθρώπων. Προφανώς ο Μπέκετ κάνει την κριτική του στους διανοούμενους τους υποταγμένους στο σύστημα. Θέλουν να φύγουν, αλλά δεν τολμούν. Στο τέλος ενσωματώνονται πλήρως, στηρίζουν με την υπογραφή τους την καθεστηκυία τάξη. Εξυπηρετούν τη διαιώνιση μιας κοινωνίας με μια ακατάσχετη φλυαρία, χωρίς τη γενναιότητα των πραγματικών ρήξεων. Και το χειρότερο, μερικές φορές ούτε καν το συνειδητοποιούν.
Η χρονικότητα του ανθρώπου
Ο Beckett επιλέγει να χρησιμοποιήσει ως κεντρικούς χαρακτήρες δύο περιπλανώμενους παρίες για να μιλήσει για την ανθρώπινη συνθήκη. Όπως και εκείνοι, έτσι, και ο άνθρωπος είναι ένας παρίας πάνω στην γη, περιπλανάται άσκοπα στην ζωή αναζητώντας το νόημα που θα τον κάνει να συνεχίσει να ζει. Όμως αυτό το νόημα δεν είναι δεδομένο και όσο και αν απορροφάται από τα πράγματα και από τους ανθρώπους βαθύτερα συνειδητοποιεί την ματαιότητα τους. Παρά ταύτα συνεχίζει να ζει επειδή συνεχίζει να ελπίζει στην έλευση αυτού του νοήματος σαν τον από μηχανής θεό, όπως ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν συνεχίζουν να περιμένουν απεγνωσμένα τον Γκοντό από τον οποίο εξαρτούν την ύπαρξη τους. Και ο Γκοντό δεν έρχεται ποτέ γιατί το νόημα που περιμένουν δεν υπάρχει αυτούσιο αλλά καλείται ο άνθρωπος να το δημιουργήσει – αν βέβαια μπορέσει. Υπό αυτήν την έννοια, ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν είναι ήδη παραιτημένοι διότι μια τέτοια δημιουργία θα απαιτούσε και την υπεύθυνη ανάληψη της ελευθερίας τους. Αλλά αυτή η ελευθερία είναι δύσκολα διαχειρίσιμη και για αυτό ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν αρνούνται πεισματικά να δεχθούν την απουσία νοήματος και συνεχίζουν ματαίως να περιμένουν, εν γνώσει τους για αυτήν την ματαιότητα.
Σε αυτό το σημείο υπεισέρχονται τα πρόσωπα των Πότζο και Λάκυ, που συγκροτούν μία – εγελιανής καταγωγής – διαλεκτική σχέση εξουσιαστή – εξουσιαζομένου. Ο Πότζο είναι ο κύριος και ο Λάκυ είναι ο δούλος, μονίμως συνδεδεμένος με τον κύριο του από ένα σχοινί. Παρά την εξάρτηση του ο Λάκυ είναι Lucky (τυχερός), γιατί έχει στερηθεί την ελευθερία του και άρα έχει απαλλαγεί από την πιεστική ανάγκη της ανεύρεσης του νοήματος. Ούτε ο Πότζο, όμως, είναι πραγματικά ελεύθερος γιατί ως εξουσιαστής εξαρτάται από την ύπαρξη του εξουσιαζομένου και χωρίς αυτόν δεν υπάρχει και ο ίδιος. Ο Πότζο και ο Λάκυ συγκροτούν από κοινού ένα ζεύγος αλληλοσημάνσεων που επανέρχονται περιοδικά στην διάρκεια του έργου.
Αυτή η περιοδικότητα υποδηλώνει την -εγελιανής καταγωγής- επανάληψη της ιστορίας, όμοιας αλλά και διαφορετικής, ανίκανης να ενθυμηθεί και να διαθέτει συνείδηση του εαυτού της, εξ ου και ότι η επαναφορά τους δεν γίνεται συνειδητή από τους ίδιους παρά μόνο από τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν. Ο Πότζο και ο Λάκυ τραβούν μπροστά στον ατέρμονο και μάταιο δρόμο τους όντας και οι ίδιοι καθηλωμένοι στο χρόνο, διότι η επανάληψη δεν συνιστά χρόνο, δημιουργώντας, όμως, με την επαναλαμβανόμενη έλευση τους, χρόνο στον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν, οι οποίοι με τη σειρά τους, καθώς συνειδητοποιούν την τραγική απουσία του χρόνου, έχουν επιτακτική ανάγκη να δημιουργήσουν χρόνο για τους ίδιους και να εξέλθουν από την ακινησία της ύπαρξης τους. Έτσι, μέσα από την περιπλοκή των σχέσεων του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν, του Πότζο και του Λάκυ και όλων μαζί με τον Γκοντό, αναδεικνύεται το βασικό θέμα του κειμένου, δηλαδή η χρονικότητα του ανθρώπου.
Η παράσταση
Οπωσδήποτε, ο "Γκοντό" παραμένει κορυφαίο και διαχρονικό δημιούργημα του αιώνα μας, που όταν συναντήσει άξιους ερμηνευτές "κοινωνεί" με το στοχασμό του το θεατή, όποια "ανάγνωση" επιλεγεί (φιλοσοφική, υπαρξιολογική, κοινωνιολογική). Προς μια κοινωνιολογική "ανάγνωση" αποκλίνει η παράσταση της Νατάσας Τριανταφυλλη, η οποία η κυλά ευφρόσυνα, ως το τέλος με ενιαίο και ομοιόμορφο ρυθμό. Η ένσταση μας έγκειται στη διάρκεια της, αφού θα μπορούσε να επιλεγεί μια πιο σφιχτοδεμένη προσέγγιση, χωρίς να "πληγούν " οι πολύτιμες σιωπές του κειμένου. Η μεστή μετάφραση αποτελεί εργαλείο επικοινωνίας μεταξύ των ηθοποιών-ρόλων και διευκολύνει στην κατανόηση του έργου από τον θεατή, τονίζει δε σωστά τα στοιχεία της υπαρξιακής σκέψης και του πικρού χιούμορ,που απαλύνουν την δυστυχία της αναμονής.
Ο Βλαδίμηρος του Λάζαρου Γεωργακόπουλου είναι πρακτικός, κάπως επίμονος, ούτε θέλει να ακούει για όνειρα, θυμάται λεπτομερώς καθετί που συμβαίνει, έχει βαθιά ελπίδα πως ο Γκοντό θα έρθει, είναι προστατευτικός, συμπεριφέρεται λίγο κυριαρχικά στο σύντροφό του, πατρικά, δασκαλίστικα..Μια ακόμη σπουδαία ερμηνεία από τον καλό ηθοποιό, ο οποίος κάθε φορά πάνω στη σκηνή δεν υποδύεται τον ρόλο, αλλά γίνεται ο ίδιος ο ρόλος του, αφού αξιοποιεί άρτια τα εκφραστικά του μέσα. Ο Δημήτρης Μπίτος είναι ο Εστραγκόν που έχει την τάση να ξεχνά κάτι αμέσως μόλις συμβεί, είναι ευμετάβολος, ονειροπόλος, τρυφερός, παιδιάστικος, γκρινιάρης, απαιτητικός, σκανταλιάρης, συχνά σκεπτικός και κάπως ανυπεράσπιστος. Άξιος σύντροφος στο παιχνίδι του λόγου, συντονίζει καίρια την ερμηνευτική του συχνότητα, σε μία αξιοθαύμαστη χημεία, που μας αποδίδει ένα ντουέτο υψηλών αξιώσεων. Ο Αντώνης Αντωνόπουλος έπλασε τον Πότζο έξυπνα παίζοντας (και εμπαίζοντας) με μεγάλη σοβαρότητα την επιτηδευμένη καρικατούρα του αφέντη. Ο Αινείας Τσαμάτης ήταν ένας ενδιαφέρον Λάκυ, πότε αποκαμωμένος και πότε πυρετικός, σαν ένα καλοκουρδισμένο αχυρένιο ανθρωπάκι, που δεν αναλώνεται στην σωματική ερμηνεία,αλλά ξυπνά μέσα από τον ακατάληπτο μονόλογο του για λίγο, πριν βυθιστεί και πάλι στην μακάρια ακινησία του.
Χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση η επιλογή κοστουμιών. Η Εύα Μανιδάκη επιμελήθηκε τα σκηνικά, σεβόμενη την σκηνογραφική οδηγία του συγγραφέα, που αν την παραβεί κανείς, το έργο καταρρέει, δηλαδή γυμνή σκηνή και ένα ανεστραμμένο δέντρο. Οι φωτισμοί ήταν «ομιλητικοί» και αρκούντως εντυπωσιακοί. Εξαιρετική και πρωτότυπη και αυτή η σύνθεση της Μόνικα, που ενσωμάτωσε προτάσεις από το κείμενο και σκηνικές οδηγίες του συγγραφέα. μέσα στο μουσικό σύνολο, εντυπωσιάζοντας ευχάριστα.
Μετάφραση: Έρι Κύργια
Σκηνοθεσία: Νατάσα Τριανταφύλλη
Σκηνογραφία: Εύα Μανιδάκη
Μουσική: ΜΟΝΙΚΑ
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Scott Bolman
Δραματολόγος: Δήμητρα Γκούγκλια
Παίζουν:
Λάζαρος Γεωργακόπουλος
Δημήτρης Μπίτος
Αντώνης Αντωνόπουλος
Αινείας Τσαμάτης
"The Boy" voice over: Λένα Παπαληγούρα
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Τρίτη με Κυριακή στις 21:30
Τιμές εισιτηρίων:
50€ χορηγικό, επιλεγμένων θέσεων
20€ κανονικό
15€ μειωμένο (φοιτητικό, ΑΜΕΑ, ανέργων, άνω των 65)
Κρατήσεις και πώληση εισιτηρίων στο Μουσείο Μπενάκη,
παράρτημα Πειραιώς: από τις 17:00 μέχρι τις 21:00, τηλ 210-3453111.
Πρόσβαση: Αίθριο Μουσείου Μπενάκη
Πειραιώς 138 και Ανδρονίκου
Λεωφορεία: 815, 049,914, 838, Β18, Γ18 | Τρόλεϊ: 21
Μετρό: Γραμμή 3, στάση Κεραμεικός
Ηλεκτρικός Σιδηρόδρομος: Σταθμός Πετραλώνων