L'homme est, je vous l'avoue, un méchant animal!" - Moliere (Ταρτούφος)
"Ο άνθρωπος είναι πολύ κακό ζώο, το παραδέχομαι"
Το θέατρο του Μολιέρου μπορεί και σήμερα να χρησιμεύσει σαν μέσο διόρθωσης της συμπεριφοράς. Είναι ένα διασκεδαστικό, λαϊκό θέατρο που μεταφέρει συγχρόνως ένα ηθικό δίδαγμα. Διότι, ας μην το ξεχνάμε, σήμερα αυτό που ενδιαφέρει το κοινό δεν είναι οι λογοτεχνικές αρετές του Μολιέρου αλλά μάλλον το μήνυμα που μεταφέρει το έργο. Ποιο είναι άραγε το ενδιαφέρον του ανεβάσματος μιας Μολιερικής παράστασης στα χρόνια μας; Ο Ταρτούφος, είναι ουσιαστικά το έργο εκείνο που όλοι θυμόμαστε περισσότερο απ’ όλα τα άλλα έργα του Μολιέρου, γιατί βασικά είναι εκείνο που μας προβληματίζει περισσότερο πάνω στη ζωή και την αξία της. Αν διατηρεί ως τις μέρες μας αστείρευτο το ενδιαφέρον του θεατή είναι διότι έχει υποστεί διάφορες προσαρμογές. Αναθεωρήθηκε και διορθώθηκε έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της σύγχρονης πραγματικότητας. Η επικαιρότητα του έργου συνίσταται στο ότι και σήμερα ο Ταρτούφος μπορεί να παρουσιάσει τα προβλήματά της σύγχρονης εποχής όπως λόγου χάριν τα αιρετικά κινήματα, την επίδραση της εκκλησίας στους αδύναμους, τα προσωπικά συμφέροντα κάποιων ανθρώπων και τελικά, ένα αισχροκερδή που κρύβεται πίσω από τη μάσκα του ευσεβούς.
Ο Ταρτούφος, ένας ψευτοθρησκευόμενος επαρχιώτης, έχει γοητεύσει με τις υποκριτικές επιδείξεις ευσέβειας σε τέτοιο βαθμό τον Οργκόν, έναν πλούσιο Παριζιάνο αστό, που ο δεύτερος τον έχει για τα καλά εγκαταστήσει στο σπίτι του. Τον εμπιστεύεται απόλυτα, του αφήνεται ολοκληρωτικά. Προτίθεται, μάλιστα, προκειμένου να τον κάνει γαμπρό του, να αθετήσει την υπόσχεση γάμου που είχε δώσει στον Βαλέριο, τον αγαπημένο της κόρης του Μαριάνας. Ο Οργκόν θέλοντας να υπερασπιστεί την αθωότητα του προστατευόμενού του φτάνει ως το σημείο να διώξει από το σπίτι τον γιο του, να τον καταραστεί, να τον αποκληρώσει και με συνοπτικές διαδικασίες γράφει όλη του την περιουσία στον Ταρτούφο, επισπεύδοντας τον γάμο του με τη Μαριάνα, παρά τη θέλησή της και τις σπαρακτικές παρακλήσεις της προς τον πατέρα της να αλλάξει γνώμη. Η Ελμίρα αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και να πολεμήσει τον Ταρτούφο με τα ίδια του τα όπλα. Η γυναίκα βρίσκει το δρόμο για τη λύση. Μ’ ένα έξυπνο τέχνασμα τον παγιδεύει και, επιτέλους, ο άντρας της βλέπει το αληθινό του πρόσωπο και του ζητά να φύγει. Ο Ταρτούφος, όμως, είναι πλέον, βάσει συμβολαίου, ο νόμιμος ιδιοκτήτης του σπιτιού. Στέλνει δικαστικό κλητήρα με εντολή να κατασχέσει την περιουσία.. Η ανατροπή έρχεται όταν ο βασιλικός αστυνόμος που φτάνει συνοδευόμενος απ’ τον «κατήγορο» Ταρτούφο, αντί να συλλάβει τον Οργκόν, συλλαμβάνει τον ίδιο, αφού στο πρόσωπό του η δικαιοσύνη και η αλάνθαστη διαίσθηση του ακριβοδίκαιου Μονάρχη αναγνώρισαν έναν από καιρό καταζητούμενο απατεώνα.
Όπως υπογραμμίζε καίρια και ο Γιον Κοτ, "ο Οργκόν και ο Ταρτούφος δημιουργούνται ο ένας από τον άλλο, και ο ένας για τον άλλο. Μόνος καθένας του, χωρίς τον άλλον, είναι ατελής, ανολοκλήρωτος και ανώριμος. Ο ένας χρειάζεται την γκριμάτσα του άλλου. Ο ένας αναρριχάται στο πρόσωπο του άλλου". Σαν τις δύο όψεις του νομίσματος. Μήπως τελικά ο Οργκόν έχει ένα όφελος, για το οποίο επέτρεψε στον Ταρτούφο να εισβάλει κυρίαρχος στο σπιτικό του; Να γίνει ο ίδιος ένας οικιακός τύραννος; Η παράσταση του Ταρτούφου ήταν από τις μεγαλύτερες επιτυχίες που γνώρισε το γαλλικό θέατρο. Ένα έργο που μας έρχεται από μια μακρινή εποχή, όταν η κωμωδία ήταν ακόμη ένα αυθεντικά αιρετικό είδος, φτιαγμένο για να σατιρίζει τα κακώς κείμενα της εποχής και να ενοχλεί τους ηγεμόνες. Γράφτηκε το 1664 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις Βερσαλλίες στο πλαίσιο καθιερωμένων εορτασμών-φεστιβάλ που συνήθιζε να διοργανώνει ο Βασιλιάς Λουδοβίκος ο 14ος. Ο κλήρος αναγνώρισε το ίδιο του το πρόσωπο πίσω από την οξύτατη σάτιρα κατά της θρησκοληψίας και της υποκρισίας και -με τη συμπαράσταση της βασιλομήτορος- δεν δίστασε με διάταγμα που εξέδωσε ο Αρχιεπίσκοπος των Παρισίων να απαγορεύσει ρητά στους πιστούς της Μητροπόλεώς του «...να διαβάσουν ή να ακούσουν να απαγγέλλεται η εν λόγω κωμωδία είτε δημόσια, είτε ιδιωτικά, επί ποινή αφορισμού...». Χρειάστηκαν πέντε χρόνια σκληρών προσπαθειών ώσπου να επιτραπεί τελικά στον Μολιέρο να παρουσιάσει το έργο του χωρίς περικοπές, στις 5 Φεβρουαρίου του 1669, Παίχτηκε 77 φορές όσο ζούσε ο Μολιέρος και, από το θάνατό του έως το 1960, 2.654 φορές στην Κομεντί Φρανσέζ εκτός από τα άλλα θέατρα σημειώνοντας το μεγαλύτερο αριθμό παραστάσεων από όλα τα κλασικά έργα.
Την κλασσική κωμωδία του Μολιέρου συν-σκηνοθετούν οι Αιμίλιος Χειλάκης και Μανώλης Δούνιας, στη σκηνή του Θεάτρου Τζένη Καρέζη. Η δραματουργική επεξεργασία της παράστασης ανήκει στο σκηνοθετικό δίδυμο και βασίστηκε κυρίως στη νέα μετάφραση του κειμένου που έγινε από το Γιώργο Μπλάνα σε έμμετρο τόνο (δεκαπεντασύλλαβη μορφή). Μια μετάφραση δυναμική, εύστοχη, με πυκνότητα, ροή και συνέχεια που αποδεικνύει ότι ο λυρισμός και η ποίηση μπορούν να συνυπάρξουν με την κωμωδία και τη σάτιρα για να εκφράσουν τα μηνύματά της. Η σκηνοθετική προσέγγιση ξεφεύγει από την κλασσική γραμμή σκηνοθεσίας, έχει μοντέρνα και ποπ αισθητική, σε μια παράσταση, με καινοτόμο ματιά, σωστό ρυθμό όπου κίνηση, σκηνικά και κοστούμια έχουν τη σημειολογία τους και το λόγο ύπαρξής τους σε αυτήν. Οι δημιουργοί στήνουν ένα πνευματώδες, καθηλωτικό, κοινωνικό και ανθρώπινο δράμα υπό μορφή κωμωδίας, εντάσσοντας επιδέξεια μια πολύβουη πινακοθήκη ανθρώπινων τύπων.
Το πρώτο μέρος είναι πιο ευφρόσυνο, αφού κυριαρχεί το σατιρικό, φαρσικό στοιχείο, ακολουθώντας συχνά ρυθμούς commedia del' arte, σατιρίζει με πάθος τη θρησκοληψία, τα ψευδεπίγραφα χρηστά ήθη, την υποκρισία και τη διπλοπροσωπία, την ψυχολογία του όχλου, δικαιολογώντας απόλυτα και τον υπότιτλο του έργου. Ο μεγάλος κεκλιμένος, παραμορφωτικός καθρέφτης του σκηνικού δίνει ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στα κυρίαρχα στοιχεία του έργου, αυτά της υποκρισίας και της απατεωνιάς, σε συνδυασμό με τις προσεκτικά σχεδιασμένες μάσκες πάνω στα πρόσωπα των ηθοποιών. Το δεύτερο μέρος αποκτά και μια πιο σκοτεινή χροιά, επεξεργάζεται τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων του και απεργάζεται τη λύση της ιστορίας . Τίποτα δε δίνεται σε υπερβολικές δόσεις, εκτός ίσως από κάποιους διαλόγους, οι οποίοι είναι καρτουνίστικοι. Επίσης η ένταση της φωνής ξεπερνά την επιθυμητή, χωρίς ωστόσο να επηρεάζει ουσιαστικά την ατμόσφαιρα και ισορροπία της παράστασης.
Ο Ταρτούφος του Αιμίλιου Χειλάκη, είναι συγκρατημένος, αυστηρός έχει σκεπτόμενη, ελεγχόμενη χροιά και εντάσσει την κωμωδία στη γενικότερη κοσμοθεωρία του, την οποία προβάλλει στην οικογένεια. Πείθει, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος, για την ευσέβεια και την πίστη του, χωρίς να αφήνει την παραμικρή νύξη .για τον πραγματικό χαρακτήρα του, για την ψυχή του, όπου φωλιάζουν όλοι οι δαίμονες της καταστροφής. Όταν οι πραγματικές μάσκες πέφτουν και η αλήθεια αποκαλύπτεται, οι άμυνές του υποχωρούν, φτάνει, δε, στο σημείο να αυτομαστιγώνεται. Συνδυάζει την απλοϊκότητα με την πονηριά και δίνει ένα ρόλο με δύο όψεις, δύο ουσιαστικά εαυτούς.
Ο Άλκις Κούρκουλος, υποδύεται το χαρακτήρα του οικογενειάρχη Οργκόν, που παρασύρεται από τη μαγεία του Ταρτούφου και γίνεται έρμαιό του, μη διστάζοντας να συγκρουστεί με την οικογένειά του. Συνταιριάζει με το πάθος και τη δυναμική του Ταρτούφου, τονίζει την τυφλή επιμονή του Οργκόν να επιβάλει τον Ταρτούφο και τις παράλογες αποφάσεις του στην απειθάρχητη, τρελή, όπως πιστεύει, οικογένειά του. Παραμένει παρόλα αυτά εσωτερικός, διανθισμένος με μια υφέρπουσα ειρωνεία, η οποία επιτείνει τη δική του υποκρισία. Προσπαθεί να τιθασεύσει την οικογένειά του, με λόγο κοφτό και μετρημένο στις εξάρσεις του. Η εκφραστική γκριμάτσα, η κλίμακα των χειρονομιών, ο ρυθμός της κίνησής του είναι άψογα. Η Ράνια Οικονομίδου ερμηνεύοντας το χαρακτήρα της γιαγιάς Περνέλ, τον μπολιάζει με το προσωπικό της στίγμα, έχει μια παρουσία σαρωτική στη σκηνή, αιχμηρό λόγο, παρά την περιορισμένη της κινητικότητα. Είναι δε, απολαυστική στο μονόλογό της, Διαμορφώνει ένα αξιοπρόσεκτο υποκριτικό και αισθητικό αποτέλεσμα.
Η Αθηνά Μαξίμου σαν σύζυγος του Οργκόν, είναι λίγο στυλιζαρισμένη στην κίνησή της. Ο λόγος της και οι εκφράσεις του προσώπου της προσδίδουν ειρωνεία και την απαραίτητη κωμική χροιά στο ρόλο και είναι πολύ καλή στη σκηνή της αποπλάνησης. Η Γιάννα Παπαγεωργίου στο ρόλο της επίμονης, φλύαρης αλλά και δυναμικής υπηρέτριας, βλέπει από την αρχή την αλήθεια στον Ταρτούφο και την υποστηρίζει σθεναρά. Με φυσική κωμική φλέβα, με αυθόρμητες, χιουμοριστικές εξάρσεις, απογείωσε τον ρόλο της. Ο Αλέξανδρος Βάρθης στο χαρακτήρα του γιου του Οργκόν δίνει μια καρτουνίστικη ταυτότητα σε αυτόν με συνεχή εναλλαγή των εκφράσεών του, λόγο που αλλάζει συνέχεια ηχόχρωμα και μια μπουφόνικη έκφραση καλού κωμικού. Η ερμηνεία του χαρακτηρίζεται από φινέτσα και πλαστικότητα. Ο Τσιμάρας Τζανάτος παίζοντας το Βαλέριο, υποψήφιο γαμπρό της κόρης του Ταρτούφου, διακρίνεται για τη διάθεση και το μπρίο σε ένα μικρό, αλλά χαρακτηριστικό ρόλο..Ο Άγγελος Μπούρας υποδυόμενος τον Κλεάντ, προσδίδει μια ιλαροτραγική φινέτσα στην ερμηνεία του, ενώ η Φραγκίσκη Μουστάκη, η κόρη του Οργκόν, λίγο τρακαρισμένη, βελτιώνεται στην συνέχεια και συντονίζεται με τον υπόλοιπο θίασο αρμονικά, προσδίδοντας στο ρόλο της υποκριτική κομψότητα, Ο Γιώργος Λιάντος επέδειξε αυτοσυγκράτηση και στιβαρότητα στο ρόλο του δίκαιου Μονάρχη.
Με φαντασία και δημιουργικότητα τα σκηνικά και τα κοστούμια ακροβατούν μεταξύ παραμυθιού και σουρεαλισμού και υπηρετούν ταιριαστά τη σκηνοθετική γραμμή και το πνεύμα του συγγραφέα. Η κίνηση του Θεμιστοκλή Παυλή είναι προσεκτικά χορογραφημένη και λεπτομερειακή, συντελεί εύστοχα στην σατιρική ατμόσφαιρα. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου ενισχύουν την ατμόσφαιρα του έργου, ενώ η πρωτότυπη μουσική του Λάμπρου Πηγούνη προσέδωσε ένα ευχάριστο ηχητικό χρώμα στην παράσταση.
Είναι, χωρίς αμφιβολία, δύσκολο να παιχτεί ο Μολιέρος στη σύγχρονη εποχή καθώς οι χαρακτήρες και τα θέματα που θίγει μπορούν να θεωρηθούν από πολλούς ξεπερασμένα. Ωστόσο, η συγκεκριμένη παράσταση, διακρίνεται από την σύγχρονη ανάγνωση του κλασικού έργου και καταφέρνει να μας γνωρίσει έναν Μολιέρο, με φρέσκια ματιά, ολοζώντανο, αλλά ταυτόχρονα μέσα στο πνεύμα της commedia dell'arte , αναδεικνύοντας το διαχρονικό μήνυμα του έργου. Όλη η καχυποψία, η προδοσία, η διαφθορά και η φιλοδοξία της κοινωνίας του 17ου αιώνα -όπως και της σημερινής- ξεδιπλώνονται μέσα από τη σταδιακή ωρίμαση του Οργκόν και την αποκάλυψη του Ταρτούφου. Με μια κριτική ματιά στον ψεύτικο κόσμο μιας κοινωνικής τάξης, η ιστορία μετατρέπεται σε καταγραφή της μεταμόρφωσης μιας οικογένειας και της παραδοχής της ματαιοπονίας της εντιμότητας. Στη ζωή τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, δείχνει να θέλει να μας πει ο Μολιέρος, πίσω από κάθε ανατροπή κρύβεται μια νέα, πιο απρόσμενη και πιο ακραία.
Σκηνοθέτες: Αιμίλιος Χειλάκης, Μανώλης Δούνιας
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας.
Διασκευή: Αιμίλιος Χειλάκης, Μανώλης Δούνιας.
Σκηνικά – Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης.
Επιμέλεια Κίνησης: Θεμιστοκλής Παυλής.
Πρωτότυπη Μουσική: Λάμπρος Πηγούνης.
Σχεδιασμός Φωτισμών: Νίκος Βλασόπουλος.
Ηθοποιοί Αιμίλιος Χειλάκης , Άλκις Κούρκουλος, Ράνια Οικονομίδου ,
Αθηνά Μαξίμου, Άγγελος Μπούρας, Γιάννα Παπαγεωργίου,
Αλέξανδρος Βάρθης, Γιώργος Λιάντος, Τσιμάρας Τζανάτος, Φραγκίσκη Μουστάκη
Θέατρο Τζένη Καρέζη, Ακαδημίας 3, τηλ.: 210 3644921 & 210 3636144
Τετάρτη στις 18:00, Πέμπτη,Παρασκευή στις 21.00,
Σάββατο 18.00 και 21.00, Κυριακή στις 19.00 - Διάρκεια: 100'
Εισιτήρια: Τετάρτη, Πέμπτη:18 ευρώ, 14 ευρώ (φοιτητικό), 10 ευρώ (ΑΜΕΑ, άνεργοι)
Παρασκευή:16 ευρώ, γενική είσοδος Σάββατο απογευματινή 18:00: 16 ευρώ,
Σάββατο βραδινή: 20 ευρώ, γενική είσοδος Κυριακή,20 ευρώ.
Ο Ταρτούφος, ένας ψευτοθρησκευόμενος επαρχιώτης, έχει γοητεύσει με τις υποκριτικές επιδείξεις ευσέβειας σε τέτοιο βαθμό τον Οργκόν, έναν πλούσιο Παριζιάνο αστό, που ο δεύτερος τον έχει για τα καλά εγκαταστήσει στο σπίτι του. Τον εμπιστεύεται απόλυτα, του αφήνεται ολοκληρωτικά. Προτίθεται, μάλιστα, προκειμένου να τον κάνει γαμπρό του, να αθετήσει την υπόσχεση γάμου που είχε δώσει στον Βαλέριο, τον αγαπημένο της κόρης του Μαριάνας. Ο Οργκόν θέλοντας να υπερασπιστεί την αθωότητα του προστατευόμενού του φτάνει ως το σημείο να διώξει από το σπίτι τον γιο του, να τον καταραστεί, να τον αποκληρώσει και με συνοπτικές διαδικασίες γράφει όλη του την περιουσία στον Ταρτούφο, επισπεύδοντας τον γάμο του με τη Μαριάνα, παρά τη θέλησή της και τις σπαρακτικές παρακλήσεις της προς τον πατέρα της να αλλάξει γνώμη. Η Ελμίρα αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και να πολεμήσει τον Ταρτούφο με τα ίδια του τα όπλα. Η γυναίκα βρίσκει το δρόμο για τη λύση. Μ’ ένα έξυπνο τέχνασμα τον παγιδεύει και, επιτέλους, ο άντρας της βλέπει το αληθινό του πρόσωπο και του ζητά να φύγει. Ο Ταρτούφος, όμως, είναι πλέον, βάσει συμβολαίου, ο νόμιμος ιδιοκτήτης του σπιτιού. Στέλνει δικαστικό κλητήρα με εντολή να κατασχέσει την περιουσία.. Η ανατροπή έρχεται όταν ο βασιλικός αστυνόμος που φτάνει συνοδευόμενος απ’ τον «κατήγορο» Ταρτούφο, αντί να συλλάβει τον Οργκόν, συλλαμβάνει τον ίδιο, αφού στο πρόσωπό του η δικαιοσύνη και η αλάνθαστη διαίσθηση του ακριβοδίκαιου Μονάρχη αναγνώρισαν έναν από καιρό καταζητούμενο απατεώνα.
Όπως υπογραμμίζε καίρια και ο Γιον Κοτ, "ο Οργκόν και ο Ταρτούφος δημιουργούνται ο ένας από τον άλλο, και ο ένας για τον άλλο. Μόνος καθένας του, χωρίς τον άλλον, είναι ατελής, ανολοκλήρωτος και ανώριμος. Ο ένας χρειάζεται την γκριμάτσα του άλλου. Ο ένας αναρριχάται στο πρόσωπο του άλλου". Σαν τις δύο όψεις του νομίσματος. Μήπως τελικά ο Οργκόν έχει ένα όφελος, για το οποίο επέτρεψε στον Ταρτούφο να εισβάλει κυρίαρχος στο σπιτικό του; Να γίνει ο ίδιος ένας οικιακός τύραννος; Η παράσταση του Ταρτούφου ήταν από τις μεγαλύτερες επιτυχίες που γνώρισε το γαλλικό θέατρο. Ένα έργο που μας έρχεται από μια μακρινή εποχή, όταν η κωμωδία ήταν ακόμη ένα αυθεντικά αιρετικό είδος, φτιαγμένο για να σατιρίζει τα κακώς κείμενα της εποχής και να ενοχλεί τους ηγεμόνες. Γράφτηκε το 1664 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις Βερσαλλίες στο πλαίσιο καθιερωμένων εορτασμών-φεστιβάλ που συνήθιζε να διοργανώνει ο Βασιλιάς Λουδοβίκος ο 14ος. Ο κλήρος αναγνώρισε το ίδιο του το πρόσωπο πίσω από την οξύτατη σάτιρα κατά της θρησκοληψίας και της υποκρισίας και -με τη συμπαράσταση της βασιλομήτορος- δεν δίστασε με διάταγμα που εξέδωσε ο Αρχιεπίσκοπος των Παρισίων να απαγορεύσει ρητά στους πιστούς της Μητροπόλεώς του «...να διαβάσουν ή να ακούσουν να απαγγέλλεται η εν λόγω κωμωδία είτε δημόσια, είτε ιδιωτικά, επί ποινή αφορισμού...». Χρειάστηκαν πέντε χρόνια σκληρών προσπαθειών ώσπου να επιτραπεί τελικά στον Μολιέρο να παρουσιάσει το έργο του χωρίς περικοπές, στις 5 Φεβρουαρίου του 1669, Παίχτηκε 77 φορές όσο ζούσε ο Μολιέρος και, από το θάνατό του έως το 1960, 2.654 φορές στην Κομεντί Φρανσέζ εκτός από τα άλλα θέατρα σημειώνοντας το μεγαλύτερο αριθμό παραστάσεων από όλα τα κλασικά έργα.
Την κλασσική κωμωδία του Μολιέρου συν-σκηνοθετούν οι Αιμίλιος Χειλάκης και Μανώλης Δούνιας, στη σκηνή του Θεάτρου Τζένη Καρέζη. Η δραματουργική επεξεργασία της παράστασης ανήκει στο σκηνοθετικό δίδυμο και βασίστηκε κυρίως στη νέα μετάφραση του κειμένου που έγινε από το Γιώργο Μπλάνα σε έμμετρο τόνο (δεκαπεντασύλλαβη μορφή). Μια μετάφραση δυναμική, εύστοχη, με πυκνότητα, ροή και συνέχεια που αποδεικνύει ότι ο λυρισμός και η ποίηση μπορούν να συνυπάρξουν με την κωμωδία και τη σάτιρα για να εκφράσουν τα μηνύματά της. Η σκηνοθετική προσέγγιση ξεφεύγει από την κλασσική γραμμή σκηνοθεσίας, έχει μοντέρνα και ποπ αισθητική, σε μια παράσταση, με καινοτόμο ματιά, σωστό ρυθμό όπου κίνηση, σκηνικά και κοστούμια έχουν τη σημειολογία τους και το λόγο ύπαρξής τους σε αυτήν. Οι δημιουργοί στήνουν ένα πνευματώδες, καθηλωτικό, κοινωνικό και ανθρώπινο δράμα υπό μορφή κωμωδίας, εντάσσοντας επιδέξεια μια πολύβουη πινακοθήκη ανθρώπινων τύπων.
Το πρώτο μέρος είναι πιο ευφρόσυνο, αφού κυριαρχεί το σατιρικό, φαρσικό στοιχείο, ακολουθώντας συχνά ρυθμούς commedia del' arte, σατιρίζει με πάθος τη θρησκοληψία, τα ψευδεπίγραφα χρηστά ήθη, την υποκρισία και τη διπλοπροσωπία, την ψυχολογία του όχλου, δικαιολογώντας απόλυτα και τον υπότιτλο του έργου. Ο μεγάλος κεκλιμένος, παραμορφωτικός καθρέφτης του σκηνικού δίνει ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στα κυρίαρχα στοιχεία του έργου, αυτά της υποκρισίας και της απατεωνιάς, σε συνδυασμό με τις προσεκτικά σχεδιασμένες μάσκες πάνω στα πρόσωπα των ηθοποιών. Το δεύτερο μέρος αποκτά και μια πιο σκοτεινή χροιά, επεξεργάζεται τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων του και απεργάζεται τη λύση της ιστορίας . Τίποτα δε δίνεται σε υπερβολικές δόσεις, εκτός ίσως από κάποιους διαλόγους, οι οποίοι είναι καρτουνίστικοι. Επίσης η ένταση της φωνής ξεπερνά την επιθυμητή, χωρίς ωστόσο να επηρεάζει ουσιαστικά την ατμόσφαιρα και ισορροπία της παράστασης.
Ο Ταρτούφος του Αιμίλιου Χειλάκη, είναι συγκρατημένος, αυστηρός έχει σκεπτόμενη, ελεγχόμενη χροιά και εντάσσει την κωμωδία στη γενικότερη κοσμοθεωρία του, την οποία προβάλλει στην οικογένεια. Πείθει, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος, για την ευσέβεια και την πίστη του, χωρίς να αφήνει την παραμικρή νύξη .για τον πραγματικό χαρακτήρα του, για την ψυχή του, όπου φωλιάζουν όλοι οι δαίμονες της καταστροφής. Όταν οι πραγματικές μάσκες πέφτουν και η αλήθεια αποκαλύπτεται, οι άμυνές του υποχωρούν, φτάνει, δε, στο σημείο να αυτομαστιγώνεται. Συνδυάζει την απλοϊκότητα με την πονηριά και δίνει ένα ρόλο με δύο όψεις, δύο ουσιαστικά εαυτούς.
Ο Άλκις Κούρκουλος, υποδύεται το χαρακτήρα του οικογενειάρχη Οργκόν, που παρασύρεται από τη μαγεία του Ταρτούφου και γίνεται έρμαιό του, μη διστάζοντας να συγκρουστεί με την οικογένειά του. Συνταιριάζει με το πάθος και τη δυναμική του Ταρτούφου, τονίζει την τυφλή επιμονή του Οργκόν να επιβάλει τον Ταρτούφο και τις παράλογες αποφάσεις του στην απειθάρχητη, τρελή, όπως πιστεύει, οικογένειά του. Παραμένει παρόλα αυτά εσωτερικός, διανθισμένος με μια υφέρπουσα ειρωνεία, η οποία επιτείνει τη δική του υποκρισία. Προσπαθεί να τιθασεύσει την οικογένειά του, με λόγο κοφτό και μετρημένο στις εξάρσεις του. Η εκφραστική γκριμάτσα, η κλίμακα των χειρονομιών, ο ρυθμός της κίνησής του είναι άψογα. Η Ράνια Οικονομίδου ερμηνεύοντας το χαρακτήρα της γιαγιάς Περνέλ, τον μπολιάζει με το προσωπικό της στίγμα, έχει μια παρουσία σαρωτική στη σκηνή, αιχμηρό λόγο, παρά την περιορισμένη της κινητικότητα. Είναι δε, απολαυστική στο μονόλογό της, Διαμορφώνει ένα αξιοπρόσεκτο υποκριτικό και αισθητικό αποτέλεσμα.
Η Αθηνά Μαξίμου σαν σύζυγος του Οργκόν, είναι λίγο στυλιζαρισμένη στην κίνησή της. Ο λόγος της και οι εκφράσεις του προσώπου της προσδίδουν ειρωνεία και την απαραίτητη κωμική χροιά στο ρόλο και είναι πολύ καλή στη σκηνή της αποπλάνησης. Η Γιάννα Παπαγεωργίου στο ρόλο της επίμονης, φλύαρης αλλά και δυναμικής υπηρέτριας, βλέπει από την αρχή την αλήθεια στον Ταρτούφο και την υποστηρίζει σθεναρά. Με φυσική κωμική φλέβα, με αυθόρμητες, χιουμοριστικές εξάρσεις, απογείωσε τον ρόλο της. Ο Αλέξανδρος Βάρθης στο χαρακτήρα του γιου του Οργκόν δίνει μια καρτουνίστικη ταυτότητα σε αυτόν με συνεχή εναλλαγή των εκφράσεών του, λόγο που αλλάζει συνέχεια ηχόχρωμα και μια μπουφόνικη έκφραση καλού κωμικού. Η ερμηνεία του χαρακτηρίζεται από φινέτσα και πλαστικότητα. Ο Τσιμάρας Τζανάτος παίζοντας το Βαλέριο, υποψήφιο γαμπρό της κόρης του Ταρτούφου, διακρίνεται για τη διάθεση και το μπρίο σε ένα μικρό, αλλά χαρακτηριστικό ρόλο..Ο Άγγελος Μπούρας υποδυόμενος τον Κλεάντ, προσδίδει μια ιλαροτραγική φινέτσα στην ερμηνεία του, ενώ η Φραγκίσκη Μουστάκη, η κόρη του Οργκόν, λίγο τρακαρισμένη, βελτιώνεται στην συνέχεια και συντονίζεται με τον υπόλοιπο θίασο αρμονικά, προσδίδοντας στο ρόλο της υποκριτική κομψότητα, Ο Γιώργος Λιάντος επέδειξε αυτοσυγκράτηση και στιβαρότητα στο ρόλο του δίκαιου Μονάρχη.
Με φαντασία και δημιουργικότητα τα σκηνικά και τα κοστούμια ακροβατούν μεταξύ παραμυθιού και σουρεαλισμού και υπηρετούν ταιριαστά τη σκηνοθετική γραμμή και το πνεύμα του συγγραφέα. Η κίνηση του Θεμιστοκλή Παυλή είναι προσεκτικά χορογραφημένη και λεπτομερειακή, συντελεί εύστοχα στην σατιρική ατμόσφαιρα. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου ενισχύουν την ατμόσφαιρα του έργου, ενώ η πρωτότυπη μουσική του Λάμπρου Πηγούνη προσέδωσε ένα ευχάριστο ηχητικό χρώμα στην παράσταση.
Είναι, χωρίς αμφιβολία, δύσκολο να παιχτεί ο Μολιέρος στη σύγχρονη εποχή καθώς οι χαρακτήρες και τα θέματα που θίγει μπορούν να θεωρηθούν από πολλούς ξεπερασμένα. Ωστόσο, η συγκεκριμένη παράσταση, διακρίνεται από την σύγχρονη ανάγνωση του κλασικού έργου και καταφέρνει να μας γνωρίσει έναν Μολιέρο, με φρέσκια ματιά, ολοζώντανο, αλλά ταυτόχρονα μέσα στο πνεύμα της commedia dell'arte , αναδεικνύοντας το διαχρονικό μήνυμα του έργου. Όλη η καχυποψία, η προδοσία, η διαφθορά και η φιλοδοξία της κοινωνίας του 17ου αιώνα -όπως και της σημερινής- ξεδιπλώνονται μέσα από τη σταδιακή ωρίμαση του Οργκόν και την αποκάλυψη του Ταρτούφου. Με μια κριτική ματιά στον ψεύτικο κόσμο μιας κοινωνικής τάξης, η ιστορία μετατρέπεται σε καταγραφή της μεταμόρφωσης μιας οικογένειας και της παραδοχής της ματαιοπονίας της εντιμότητας. Στη ζωή τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, δείχνει να θέλει να μας πει ο Μολιέρος, πίσω από κάθε ανατροπή κρύβεται μια νέα, πιο απρόσμενη και πιο ακραία.
Σκηνοθέτες: Αιμίλιος Χειλάκης, Μανώλης Δούνιας
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας.
Διασκευή: Αιμίλιος Χειλάκης, Μανώλης Δούνιας.
Σκηνικά – Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης.
Επιμέλεια Κίνησης: Θεμιστοκλής Παυλής.
Πρωτότυπη Μουσική: Λάμπρος Πηγούνης.
Σχεδιασμός Φωτισμών: Νίκος Βλασόπουλος.
Ηθοποιοί Αιμίλιος Χειλάκης , Άλκις Κούρκουλος, Ράνια Οικονομίδου ,
Αθηνά Μαξίμου, Άγγελος Μπούρας, Γιάννα Παπαγεωργίου,
Αλέξανδρος Βάρθης, Γιώργος Λιάντος, Τσιμάρας Τζανάτος, Φραγκίσκη Μουστάκη
Θέατρο Τζένη Καρέζη, Ακαδημίας 3, τηλ.: 210 3644921 & 210 3636144
Τετάρτη στις 18:00, Πέμπτη,Παρασκευή στις 21.00,
Σάββατο 18.00 και 21.00, Κυριακή στις 19.00 - Διάρκεια: 100'
Εισιτήρια: Τετάρτη, Πέμπτη:18 ευρώ, 14 ευρώ (φοιτητικό), 10 ευρώ (ΑΜΕΑ, άνεργοι)
Παρασκευή:16 ευρώ, γενική είσοδος Σάββατο απογευματινή 18:00: 16 ευρώ,
Σάββατο βραδινή: 20 ευρώ, γενική είσοδος Κυριακή,20 ευρώ.