Ζενέ: μέσα από την ακραία θεατρικότητα και το γκροτέσκο στοιχείο που χαρακτηρίζει τα έργα του, αποκαλύπτονται οι μηχανισμοί της Ιστορίας και η θέση του ατόμου στο κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα της εποχής του. «Δεν ξέρω τι είναι θέατρο αλλά ξέρω τι δεν του παραχωρώ να είναι: η περιγραφή των καθημερινών συνηθειών, όπως τις βλέπουμε απ’ έξω». - Ζαν Ζενέ
Το εμβληματικό και μνημειώδες έργο του Ζαν Ζενέ «Τα Παραβάν», που αναστάτωσε τη γαλλική κοινωνία το 1966 όταν ανέβηκε στο θέατρο Οντεόν σε σκηνοθεσία Ροζέ Μπλεν, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, στην επέτειο των 30 χρόνων από το θάνατο του συγγραφέα και των 50 χρόνων από την πρώτη παράσταση των «Παραβάν» στο Παρίσι. Ο Ζαν Ζενέ χρησιμοποίησε τη γαλλική εισβολή στην Αλγερία για να ανατρέψει τα πρότυπα του ηρωισμού, της ηθικής και της στράτευσης σ’ αυτό το έργο του που γράφτηκε κατά τη διάρκεια της «επιχείρησης διατήρησης της τάξης στην Αλγερία». Το κείμενο ολοκληρώνεται λίγο πριν τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας και εκδίδεται το 1961· σχεδόν παρακολουθεί τα γεγονότα, η γραφή είναι παράλληλη και σύγχρονη με τα γεγονότα στην Αλγερία. Ο ίδιος ο Ζενέ όμως δεν θέλει να συνδεθεί το έργο με την Αλγερία, γι’ αυτό τον λόγο, δίνει ονόματα Άγγλων στους αποικιοκράτες. Ο μεν ένας ονομάζεται σερ Χάρολντ, ο δε άλλος κύριος Μπλακενσί, ονόματα καθόλου γαλλικά, αντιθέτως βρίσκουμε Γάλλους ανάμεσα στους στρατιώτες· επίσης, μπερδεύει τα πράγματα παραθέτοντας τοπωνύμια που βρίσκονται στο Μαρόκο, όπως το Ταρουντάν· υπάρχει μια μίξη, θέλει να κάνει θέατρο-θέατρο, είναι σαφές ότι εμπνέεται από τον πόλεμο της Αλγερίας αλλά δεν είναι η Ιστορία που τον απασχολεί, δεν θέλει να κάνει ένα θέατρο ντοκουμέντο, άλλη, είναι η πρόθεσή του. Θέλει να δείξει τον θάνατο καθοδόν, δηλαδή τη δουλειά του θανάτου, μέσα στον άνθρωπο και μέσα σε μία χώρα. Αυτό, είναι το νήμα που καθοδηγεί τη συγγραφή αυτού του έργου.
Όπως ήταν αναμενόμενο, αναστάτωσε τη γαλλική κοινωνία τόσο τους συντηρητικούς όσο και τους προοδευτικούς κύκλους της εποχής. όταν παίχτηκε το ’66. Δεν αντέδρασαν μόνο οι εθνικιστές που είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο της Αλγερίας, παρόλο που οι δικές τους αντιδράσεις ήταν οι πιο βίαιες, αλλά και οι αριστεροί επειδή, μεταξύ άλλων, στο έργο φαίνεται Άραβες επαναστάτες και Γάλλοι αποικιοκράτες να ταυτίζονται. Ο Ζενέ είναι εναντίον κάθε εξουσίας, από τη στιγμή που οι επαναστάτες παίρνουν την εξουσία μοιάζουν εφιαλτικά σε αυτούς που ανέτρεψαν. Ενόχλησε και τους Άραβες γιατί στο έργο εξαίρονται ως συστατικά στοιχεία της αραβοσύνης, επομένως ως πολύτιμες αξίες που πρέπει να διαφυλαχτούν πάση θυσία, η ασχήμια, η βρωμιά, η κλοπή, η προδοσία, η σήψη, δηλαδή αξίες εντελώς αντίθετες από εκείνες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Επίσης, όχι μόνον καταδεικνύεται και κατακρίνεται ο φαλλοκρατισμός των Αράβων, αλλά είναι οι φαινομενικά υποταγμένες στον νόμο των ανδρών Αράβισσες που ξεσηκώνουν τον αγώνα. Η πιο επαναστάτρια, σχεδόν τρομοκράτισσα ρίχνει αρσενικό στα πηγάδια για να δηλητηριαστούν όλοι, όχι μόνον οι ξένοι. Είναι η πιο ριζοσπαστική, η πιο ακραία μορφή μέσα στο έργο κι είναι αυτή που υπερασπίζεται τη βρωμιά, τη σήψη, την κλοπή και την προδοσία, με τόσο πάθος. Καυστικό και γεμάτο αινίγματα, το έργο διατηρεί μια προκλητική ιδεολογική ανεξαρτησία που, σε συνδυασμό με τη μνημειώδη φόρμα του, εξηγούν τη δυσκολία της εποχής του να το δεχτεί. .
Έργο που δεν βολεύεται κάτω από μια ετικέτα και δεν βολεύει, ασυμμάζευτο, χαώδες, αβυσσαλέο, άναρχο. Σαν να θέλει να πιάσει μέσα του όλο το σύμπαν, όλον τον άνθρωπο, όλον τον χρόνο και τον μη χρόνο. Εκατό περίπου πρόσωπα ζουν, συγκρούονται, ερωτεύονται, ονειρεύονται, κάνουν σεξ, μισιούνται, πέρδονται, αποπατούν, κλέβουν, πέφτουν σε λυρικές ενατενίσεις, φιλοσοφούν, εξουσιάζουν και εξουσιάζονται, επαναστατούν, πολεμούν, σκοτώνουν, βεβηλώνουν, προδίδουν, πεθαίνουν στις σελίδες του και ξαναζούν. Σε αυτή τη σκηνική εκδοχή, δεκαπέντε μόνο ηθοποιοί επιδίδονται στο παιχνίδι της αέναης αλλαγής ρόλων, σ’ αυτήν την κατ’ εξοχήν θεατρική άσκηση, της εξημέρωσης του θανάτου .Ερμηνεύουν τα πάνω από 100 πρόσωπα του έργου, που ζουν σε μία αποικιοκρατούμενη αραβική χώρα τη στιγμή της εξέγερσής της. Ακολουθώντας την ιστορία της οικογένειας των Τσουκνίδων και με βασικό σκηνικό μια σειρά από παραβάν που κινούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, το έργο αποκαλύπτει τις συνέπειες του πολέμου σε μία κοινωνία, με καυστικό χιούμορ και πικρή ειρωνία.
Είναι. όμως, επίκαιρα τα Παραβάν; Η απάντηση είναι σίγουρα καταφατική. Ακόμη ο κόσμος τους είναι αναγνωρίσιμος. Ακόμη ο κόσμος μας μπορεί να καθρεφτιστεί πάνω στον δικό τους. Δεν λείπουν ούτε τα μπορδέλα, ούτε οι πόλεμοι, ούτε οι εξεγέρσεις, ούτε –ακόμη κι αν παίρνουν άλλα ονόματα- οι επεκτατικές επιχειρήσεις και οι αποικίες. Αλλά το πραγματικό ενδιαφέρον των Παραβάν, η «επικαιρότητά» τους, έγκειται αλλού: στην αντισυμβατική αισθητική τους, στην ανατρεπτική ποίησή τους, στα οντολογικά ερωτήματα που θίγουν, στον καινούριο ανθρωπισμό που ευαγγελίζονται: στην πλήρη αποδοχή και εξύμνηση του ανθρώπου ως την πιο σκοτεινή και βρώμικη πτυχή του. Ο Ζενέ μας καλεί να δούμε τη ματαιότητα του σκοπού και την ψευδαίσθηση του προορισμού. Η ουσία του ανθρώπινου κατά τον Ζενέ διαφεύγει από ταξινομήσεις, ετικέτες, το όμορφο εμπεριέχει το άσχημο, η αθωότητα την προδοσία και κάθε είδους στράτευση καταλήγει πολύ συχνά στην παραχάραξη της εσωτερικής αλήθειας που οδήγησε σ’ αυτήν. Η αλήθεια, όπως προβάλλεται μέσα από τα έργα του, είναι κυρίως ερωτικής και μεταφυσικής τάξεως και ταυτίζεται με την τραγωδία, όπως τη ορίζει ο ίδιος σε μια φράση από Τα Παραβάν:"ένα πολύ δυνατό γέλιο που το πνίγει ένας λυγμός, ο οποίος, με τη σειρά του, παραπέμπει στο πρωταρχικό γέλιο, στη σκέψη του θανάτο".
Στην πρώτη εικόνα μία μητέρα και ο γιος της, οι πιο φτωχοί Άραβες της περιοχής, με τον ο γιο να πηγαίνει να παντρευτεί σε ένα διπλανό χωριό την πιο άσχημη κοπέλα γιατί αυτή μόνο μπορεί να αγοράσει από τον πατέρα της, κουβαλάνε μια βαλίτσα με διάφορα, αντικείμενα, φαγώσιμα, ως δώρο στο γάμο. Καθοδόν μάνα και γιος επιδίδονται σε ένα παιχνίδι, η μητέρα μιλάει για την περασμένη ζωή της, χορεύει πάνω στα τακούνια της και καταλήγουν να τραβολογούν τη βαλίτσα, η βαλίτσα ν’ ανοίγει και να αποκαλύπτεται ότι είναι άδεια. Αυτή η άδεια βαλίτσα είναι όλο το έργο. Αυτή που ήταν τόσο γεμάτη. Σε κάθε εικόνα, υπάρχει το άδειο, αυτό το κενό. Στην τρίτη εικόνα, η Λεϊλά, η νύφη, λόγω ασχήμιας είναι καλυμμένη με μια κουκούλα, δεν κάνει έρωτα με τον άντρα της την πρώτη νύχτα, ο άντρας της πηγαίνει στο μπορντέλο την πρώτη νύχτα, αλλά αυτή κάνει εξομολόγηση σε ένα άδειο παντελόνι, του άντρα της. Είναι η ίδια η ζωή που είναι τόσο φορτωμένη και στο τέλος αποκαλύπτεται ότι είναι ένα κενό ατελείωτο. Η ματαιότητα των πάντων. Προς τις τελευταίες εικόνες του έργου, οι νεκροί είναι παρόντες, δηλαδή τα πρόσωπα που πριν ζούσαν περνούν στον κόσμο των νεκρών, δεν υπάρχουν οι διενέξεις που υπήρχαν συμφιλιωμένοι σχολιάζουν ειρηνικά και ειρωνικά τα της ζωής, της προηγούμενης αλλά και αυτά που εκείνη την ώρα συμβαίνουν, που τα παρατηρούν από κάτω προς τα πάνω, δηλαδή μέσα από τη γη. Ο Ζενέ επιλέγει να συμπορεύονται δύο χρόνοι. Ένας είναι ο ιστορικός, το 1840: ξαφνικά εμφανίζονται μορφές αποικιοκρατών και προυχόντων, είναι η αρχή της αποικιοκρατίας, τους οποίους μπερδεύει με τα πρόσωπα του παρόντος. Επομένως, είναι σαν να καταργεί τον χρόνο ή σαν να δείχνει τη δυνατότητα του θεάτρου να παντρεύει πολλούς χρόνους ή να έχει πράγματα ετερόκλητα, ταυτόχρονα, επί σκηνής. Θέλει να μας πει ότι είναι θέατρο, δεν είναι πραγματικότητα, αλλά αυτό μπορεί να συμβεί. Δηλαδή αυτό που γίνεται σήμερα έχει τις ρίζες του πιο βαθιά. Μέσα από τη συνύπαρξη δύο διαφορετικών χρόνων είναι σαν να καταργεί εντέλει τον χρόνο, ακόμα και στους νεκρούς οι οποίοι μάλιστα μιλάνε για τον μη χρόνο.
Η γλώσσα ποιητική, λυρική και ταυτόχρονα σκατολογική, αναδεικνύεται και λάμπει μέσα από την δουλειά της μεταφραστικής ομάδας και την ενδελεχή δραματουργική έρευνα και επιμέλεια της Δήμητρας Κονδυλάκη. Το κείμενο αναπνέει και ξεδιπλώνεται μέσα από κάθε λέξη και νεύμα, κάθε ήχο και έκφραση, άμεσο και ζωντανό, εν μέσω της συνταρακτικής δύναμης που διαθέτει. Ο σκηνοθέτης Δαμιανός Κωνσταντινίδης αφουγκράζεται με πληρότητα και συγκινητική ενσυνείδηση το παιχνίδι του συγγραφέα ανάμεσα στη πραγματικότητα και το θέατρο, μεταγγίζοντας μας τους καίριους προβληματισμούς του και την καταλυτική παρουσία του θανάτου σαν ένα νήμα συνέχειας της ζωής, από μιαν άλλη θέση. Τα παραβάν είναι ο τίτλος και συνάμα το σκηνικό. Πολλά παραβάν τα οποία κυκλοφορούν ανάμεσα στις εικόνες του έργου και, μετακινούμενα, αποκρύπτουν ή αποκαλύπτουν, δίνουν τον ρυθμό της παράστασης και καθορίζουν κάθε φορά τον χώρο. Ο Ζενέ ζητάει ο χώρος να υποδηλώνεται και με ένα αντικείμενο ζωγραφισμένο πάνω τους, ένα φοίνικα, αντί της ερήμου, ενώ η απέραντη άμμος βασανισμένη κάτω από τον αφρικανικό ήλιο, "φωνάζει" για την ερημιά και το δίπολο ύπαρξης-ανυπαρξίας. Ένα είδος αντιπαράθεσης, συμπλοκής και εμπλοκής διαφορετικών στοιχείων και ρευμάτων. Ο Αντώνης Δαγκλίδης ανέλαβε να φέρει σε πέρας αυτό το έργο και μαζί με τα κοστούμια της παράστασης, πρόσθεσε μία ακόμη ευφάνταστη και επιτυχημένη πινελιά στη παράσταση. Μας "μιλούν" οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ, με την εναλλαγή ψυχρών και θερμών χρωμάτων να λούζουν την τεράστια σκηνή και να μας μεταφέρουν ψήγματα από τον έντονο ψυχισμό των ανθρώπων εν μέσω ενός εκτυφλωτικού ήλιου. Εξίσου ταιριαστά εναρμονισμένες η μουσική (φειδωλά σωστή στα σημεία που έπρεπε να παρέμβει και στις δραματικές κλιμακώσεις, υποβλητική), η κίνηση της Ιριδας Νικολάου, πυρετική και παρατεταμένα νευρώδης και το μακιγιάζ της Μελίνας Γλαντζή, έντονο με στοιχεία γκροτέσκ, πο υποδήλωναν την πληθωρική προσωπικότητα των Αράβων. Οι ερμηνείες των ηθοποιών όλες εξαιρετικές, ένας συγκερασμός φυσικότητας και στυλιζαρίσματος, με την Δήμητρα Χατούπη σε μία ευτυχισμένη- αν όχι την καλύτερη - στιγμή της καριέρας της, την Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου , τον Ιωσήφ Ιωσηφίδη και την Στέλλα Βογιατζάκη. να ξεχωρίζουν, επίσης. Αυτή, εδώ η παράσταση συγκαταλέγεται αβίαστα μέσα στις καλύτερες της θεατρικής μας σεζόν.
Μεταφραστική ομάδα: Ειρήνη Κωστούλα-Αργυρού, Μαρία Μηνόγιαννη, Χρυσούλα Φουρνάρη
Διεύθυνση & επιμέλεια μετάφρασης / δραματουργία: Δήμητρα Κονδυλάκη
Σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Σκηνικά – Κοστούμια: Αντώνης Δαγκλίδης
Βοηθοί σκηνογράφου: Αμαλία Θεοδωροπούλου και Λένα Λέκκου
Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ
Μουσική: Κωστής Βοζίκης
Κίνηση: Ίρις Νικολάου
Μακιγιάζ: Μελίνα Γλαντζή
Βοηθός σκηνοθέτη: Έλλη Μερκούρη
Παίζουν (με σειρά εμφάνισης): Δήμητρα Χατούπη (Μητέρα), Χρήστος Παπαδόπουλος (Σαΐντ / Λαρμπί / Πιέρ), Έλλη Μερκούρη (Βαρντά / Αμπιμπά /Αμέρ), Δέσποινα Σαραφείδου (Υπηρέτρια / Νετζμά / Κα Μπλανκενζύ / Ομμού), Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου (Μαλικά / Σιγκά / Βαμπ / Κουιντέρ), Λεωνίδας Μαράκης (Μουσταφά / Ταλέμπ / Κος Μπλανκενζύ / Τραπεζίτης / Σριρ / Τζεμιλά / Μπακάλης / Σαλέμ), Κίμων Κουρής (Μπραΐμ / Χαμπίμπ / Αστυνόμος / Χωροφύλακας / Φύλακας / Γάλλος στρατιώτης του 1840 / Άραβας στρατιώτης Α΄ / Αζούζ/ Χοσσεΐν / Μπασίρ), Ιωσήφ Ιωσηφίδης (Αχμέντ / Σερ Χάρολντ / Καδής / Στρατηγός του 1840 / Μωχάμεντ / Αμπντσελέμ / Στρατηγός λεγεώνας / Σι Σλιμάν / Πρώτος μαχητής), Στέλλα Βογιατζάκη (Λεΐλά / Αράβισσα), Αγγελική Λεμονή (Καντιντζά / Σύζυγος χωροφύλακα), Θύμιος Κούκιος (Μαντανί – Το στόμα / Υπολοχαγός / Ακαδημαΐκός /Μ’μπαρέκ / Λασάν / Άντρας), Ορέστης Καρύδας (Μαλίκ / Κόρη σερ Χάρολντ / Γιος σερ Χάρολντ / Λαουσίν / Λοχίας).
Συμμετέχουν: Ανδρέας Κανελλόπουλος (Πρέστον / Δικαστής του 1840 / Καντούρ / Χέλμουτ / Άραβας στρατιώτης Β΄ / Νεστώρ / Ιεραπόστολος), Φώτης Λαζάρου (Νασέρ / Ερναντέζ / Μοράλες / Ροζέ / Αξιωματούχος Άραβας / Δεύτερος μαχητής), Λευτέρης Παπακώστας (Αμπντίλ / Βαλτέρ / Φωτορεπόρτερ / Αττράς / Φέλτον / Ζοζό / Μικρός / Τρίτος μαχητής).
Όπως ήταν αναμενόμενο, αναστάτωσε τη γαλλική κοινωνία τόσο τους συντηρητικούς όσο και τους προοδευτικούς κύκλους της εποχής. όταν παίχτηκε το ’66. Δεν αντέδρασαν μόνο οι εθνικιστές που είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο της Αλγερίας, παρόλο που οι δικές τους αντιδράσεις ήταν οι πιο βίαιες, αλλά και οι αριστεροί επειδή, μεταξύ άλλων, στο έργο φαίνεται Άραβες επαναστάτες και Γάλλοι αποικιοκράτες να ταυτίζονται. Ο Ζενέ είναι εναντίον κάθε εξουσίας, από τη στιγμή που οι επαναστάτες παίρνουν την εξουσία μοιάζουν εφιαλτικά σε αυτούς που ανέτρεψαν. Ενόχλησε και τους Άραβες γιατί στο έργο εξαίρονται ως συστατικά στοιχεία της αραβοσύνης, επομένως ως πολύτιμες αξίες που πρέπει να διαφυλαχτούν πάση θυσία, η ασχήμια, η βρωμιά, η κλοπή, η προδοσία, η σήψη, δηλαδή αξίες εντελώς αντίθετες από εκείνες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Επίσης, όχι μόνον καταδεικνύεται και κατακρίνεται ο φαλλοκρατισμός των Αράβων, αλλά είναι οι φαινομενικά υποταγμένες στον νόμο των ανδρών Αράβισσες που ξεσηκώνουν τον αγώνα. Η πιο επαναστάτρια, σχεδόν τρομοκράτισσα ρίχνει αρσενικό στα πηγάδια για να δηλητηριαστούν όλοι, όχι μόνον οι ξένοι. Είναι η πιο ριζοσπαστική, η πιο ακραία μορφή μέσα στο έργο κι είναι αυτή που υπερασπίζεται τη βρωμιά, τη σήψη, την κλοπή και την προδοσία, με τόσο πάθος. Καυστικό και γεμάτο αινίγματα, το έργο διατηρεί μια προκλητική ιδεολογική ανεξαρτησία που, σε συνδυασμό με τη μνημειώδη φόρμα του, εξηγούν τη δυσκολία της εποχής του να το δεχτεί. .
Έργο που δεν βολεύεται κάτω από μια ετικέτα και δεν βολεύει, ασυμμάζευτο, χαώδες, αβυσσαλέο, άναρχο. Σαν να θέλει να πιάσει μέσα του όλο το σύμπαν, όλον τον άνθρωπο, όλον τον χρόνο και τον μη χρόνο. Εκατό περίπου πρόσωπα ζουν, συγκρούονται, ερωτεύονται, ονειρεύονται, κάνουν σεξ, μισιούνται, πέρδονται, αποπατούν, κλέβουν, πέφτουν σε λυρικές ενατενίσεις, φιλοσοφούν, εξουσιάζουν και εξουσιάζονται, επαναστατούν, πολεμούν, σκοτώνουν, βεβηλώνουν, προδίδουν, πεθαίνουν στις σελίδες του και ξαναζούν. Σε αυτή τη σκηνική εκδοχή, δεκαπέντε μόνο ηθοποιοί επιδίδονται στο παιχνίδι της αέναης αλλαγής ρόλων, σ’ αυτήν την κατ’ εξοχήν θεατρική άσκηση, της εξημέρωσης του θανάτου .Ερμηνεύουν τα πάνω από 100 πρόσωπα του έργου, που ζουν σε μία αποικιοκρατούμενη αραβική χώρα τη στιγμή της εξέγερσής της. Ακολουθώντας την ιστορία της οικογένειας των Τσουκνίδων και με βασικό σκηνικό μια σειρά από παραβάν που κινούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, το έργο αποκαλύπτει τις συνέπειες του πολέμου σε μία κοινωνία, με καυστικό χιούμορ και πικρή ειρωνία.
Είναι. όμως, επίκαιρα τα Παραβάν; Η απάντηση είναι σίγουρα καταφατική. Ακόμη ο κόσμος τους είναι αναγνωρίσιμος. Ακόμη ο κόσμος μας μπορεί να καθρεφτιστεί πάνω στον δικό τους. Δεν λείπουν ούτε τα μπορδέλα, ούτε οι πόλεμοι, ούτε οι εξεγέρσεις, ούτε –ακόμη κι αν παίρνουν άλλα ονόματα- οι επεκτατικές επιχειρήσεις και οι αποικίες. Αλλά το πραγματικό ενδιαφέρον των Παραβάν, η «επικαιρότητά» τους, έγκειται αλλού: στην αντισυμβατική αισθητική τους, στην ανατρεπτική ποίησή τους, στα οντολογικά ερωτήματα που θίγουν, στον καινούριο ανθρωπισμό που ευαγγελίζονται: στην πλήρη αποδοχή και εξύμνηση του ανθρώπου ως την πιο σκοτεινή και βρώμικη πτυχή του. Ο Ζενέ μας καλεί να δούμε τη ματαιότητα του σκοπού και την ψευδαίσθηση του προορισμού. Η ουσία του ανθρώπινου κατά τον Ζενέ διαφεύγει από ταξινομήσεις, ετικέτες, το όμορφο εμπεριέχει το άσχημο, η αθωότητα την προδοσία και κάθε είδους στράτευση καταλήγει πολύ συχνά στην παραχάραξη της εσωτερικής αλήθειας που οδήγησε σ’ αυτήν. Η αλήθεια, όπως προβάλλεται μέσα από τα έργα του, είναι κυρίως ερωτικής και μεταφυσικής τάξεως και ταυτίζεται με την τραγωδία, όπως τη ορίζει ο ίδιος σε μια φράση από Τα Παραβάν:"ένα πολύ δυνατό γέλιο που το πνίγει ένας λυγμός, ο οποίος, με τη σειρά του, παραπέμπει στο πρωταρχικό γέλιο, στη σκέψη του θανάτο".
Στην πρώτη εικόνα μία μητέρα και ο γιος της, οι πιο φτωχοί Άραβες της περιοχής, με τον ο γιο να πηγαίνει να παντρευτεί σε ένα διπλανό χωριό την πιο άσχημη κοπέλα γιατί αυτή μόνο μπορεί να αγοράσει από τον πατέρα της, κουβαλάνε μια βαλίτσα με διάφορα, αντικείμενα, φαγώσιμα, ως δώρο στο γάμο. Καθοδόν μάνα και γιος επιδίδονται σε ένα παιχνίδι, η μητέρα μιλάει για την περασμένη ζωή της, χορεύει πάνω στα τακούνια της και καταλήγουν να τραβολογούν τη βαλίτσα, η βαλίτσα ν’ ανοίγει και να αποκαλύπτεται ότι είναι άδεια. Αυτή η άδεια βαλίτσα είναι όλο το έργο. Αυτή που ήταν τόσο γεμάτη. Σε κάθε εικόνα, υπάρχει το άδειο, αυτό το κενό. Στην τρίτη εικόνα, η Λεϊλά, η νύφη, λόγω ασχήμιας είναι καλυμμένη με μια κουκούλα, δεν κάνει έρωτα με τον άντρα της την πρώτη νύχτα, ο άντρας της πηγαίνει στο μπορντέλο την πρώτη νύχτα, αλλά αυτή κάνει εξομολόγηση σε ένα άδειο παντελόνι, του άντρα της. Είναι η ίδια η ζωή που είναι τόσο φορτωμένη και στο τέλος αποκαλύπτεται ότι είναι ένα κενό ατελείωτο. Η ματαιότητα των πάντων. Προς τις τελευταίες εικόνες του έργου, οι νεκροί είναι παρόντες, δηλαδή τα πρόσωπα που πριν ζούσαν περνούν στον κόσμο των νεκρών, δεν υπάρχουν οι διενέξεις που υπήρχαν συμφιλιωμένοι σχολιάζουν ειρηνικά και ειρωνικά τα της ζωής, της προηγούμενης αλλά και αυτά που εκείνη την ώρα συμβαίνουν, που τα παρατηρούν από κάτω προς τα πάνω, δηλαδή μέσα από τη γη. Ο Ζενέ επιλέγει να συμπορεύονται δύο χρόνοι. Ένας είναι ο ιστορικός, το 1840: ξαφνικά εμφανίζονται μορφές αποικιοκρατών και προυχόντων, είναι η αρχή της αποικιοκρατίας, τους οποίους μπερδεύει με τα πρόσωπα του παρόντος. Επομένως, είναι σαν να καταργεί τον χρόνο ή σαν να δείχνει τη δυνατότητα του θεάτρου να παντρεύει πολλούς χρόνους ή να έχει πράγματα ετερόκλητα, ταυτόχρονα, επί σκηνής. Θέλει να μας πει ότι είναι θέατρο, δεν είναι πραγματικότητα, αλλά αυτό μπορεί να συμβεί. Δηλαδή αυτό που γίνεται σήμερα έχει τις ρίζες του πιο βαθιά. Μέσα από τη συνύπαρξη δύο διαφορετικών χρόνων είναι σαν να καταργεί εντέλει τον χρόνο, ακόμα και στους νεκρούς οι οποίοι μάλιστα μιλάνε για τον μη χρόνο.
Η γλώσσα ποιητική, λυρική και ταυτόχρονα σκατολογική, αναδεικνύεται και λάμπει μέσα από την δουλειά της μεταφραστικής ομάδας και την ενδελεχή δραματουργική έρευνα και επιμέλεια της Δήμητρας Κονδυλάκη. Το κείμενο αναπνέει και ξεδιπλώνεται μέσα από κάθε λέξη και νεύμα, κάθε ήχο και έκφραση, άμεσο και ζωντανό, εν μέσω της συνταρακτικής δύναμης που διαθέτει. Ο σκηνοθέτης Δαμιανός Κωνσταντινίδης αφουγκράζεται με πληρότητα και συγκινητική ενσυνείδηση το παιχνίδι του συγγραφέα ανάμεσα στη πραγματικότητα και το θέατρο, μεταγγίζοντας μας τους καίριους προβληματισμούς του και την καταλυτική παρουσία του θανάτου σαν ένα νήμα συνέχειας της ζωής, από μιαν άλλη θέση. Τα παραβάν είναι ο τίτλος και συνάμα το σκηνικό. Πολλά παραβάν τα οποία κυκλοφορούν ανάμεσα στις εικόνες του έργου και, μετακινούμενα, αποκρύπτουν ή αποκαλύπτουν, δίνουν τον ρυθμό της παράστασης και καθορίζουν κάθε φορά τον χώρο. Ο Ζενέ ζητάει ο χώρος να υποδηλώνεται και με ένα αντικείμενο ζωγραφισμένο πάνω τους, ένα φοίνικα, αντί της ερήμου, ενώ η απέραντη άμμος βασανισμένη κάτω από τον αφρικανικό ήλιο, "φωνάζει" για την ερημιά και το δίπολο ύπαρξης-ανυπαρξίας. Ένα είδος αντιπαράθεσης, συμπλοκής και εμπλοκής διαφορετικών στοιχείων και ρευμάτων. Ο Αντώνης Δαγκλίδης ανέλαβε να φέρει σε πέρας αυτό το έργο και μαζί με τα κοστούμια της παράστασης, πρόσθεσε μία ακόμη ευφάνταστη και επιτυχημένη πινελιά στη παράσταση. Μας "μιλούν" οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ, με την εναλλαγή ψυχρών και θερμών χρωμάτων να λούζουν την τεράστια σκηνή και να μας μεταφέρουν ψήγματα από τον έντονο ψυχισμό των ανθρώπων εν μέσω ενός εκτυφλωτικού ήλιου. Εξίσου ταιριαστά εναρμονισμένες η μουσική (φειδωλά σωστή στα σημεία που έπρεπε να παρέμβει και στις δραματικές κλιμακώσεις, υποβλητική), η κίνηση της Ιριδας Νικολάου, πυρετική και παρατεταμένα νευρώδης και το μακιγιάζ της Μελίνας Γλαντζή, έντονο με στοιχεία γκροτέσκ, πο υποδήλωναν την πληθωρική προσωπικότητα των Αράβων. Οι ερμηνείες των ηθοποιών όλες εξαιρετικές, ένας συγκερασμός φυσικότητας και στυλιζαρίσματος, με την Δήμητρα Χατούπη σε μία ευτυχισμένη- αν όχι την καλύτερη - στιγμή της καριέρας της, την Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου , τον Ιωσήφ Ιωσηφίδη και την Στέλλα Βογιατζάκη. να ξεχωρίζουν, επίσης. Αυτή, εδώ η παράσταση συγκαταλέγεται αβίαστα μέσα στις καλύτερες της θεατρικής μας σεζόν.
Μεταφραστική ομάδα: Ειρήνη Κωστούλα-Αργυρού, Μαρία Μηνόγιαννη, Χρυσούλα Φουρνάρη
Διεύθυνση & επιμέλεια μετάφρασης / δραματουργία: Δήμητρα Κονδυλάκη
Σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Σκηνικά – Κοστούμια: Αντώνης Δαγκλίδης
Βοηθοί σκηνογράφου: Αμαλία Θεοδωροπούλου και Λένα Λέκκου
Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ
Μουσική: Κωστής Βοζίκης
Κίνηση: Ίρις Νικολάου
Μακιγιάζ: Μελίνα Γλαντζή
Βοηθός σκηνοθέτη: Έλλη Μερκούρη
Παίζουν (με σειρά εμφάνισης): Δήμητρα Χατούπη (Μητέρα), Χρήστος Παπαδόπουλος (Σαΐντ / Λαρμπί / Πιέρ), Έλλη Μερκούρη (Βαρντά / Αμπιμπά /Αμέρ), Δέσποινα Σαραφείδου (Υπηρέτρια / Νετζμά / Κα Μπλανκενζύ / Ομμού), Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου (Μαλικά / Σιγκά / Βαμπ / Κουιντέρ), Λεωνίδας Μαράκης (Μουσταφά / Ταλέμπ / Κος Μπλανκενζύ / Τραπεζίτης / Σριρ / Τζεμιλά / Μπακάλης / Σαλέμ), Κίμων Κουρής (Μπραΐμ / Χαμπίμπ / Αστυνόμος / Χωροφύλακας / Φύλακας / Γάλλος στρατιώτης του 1840 / Άραβας στρατιώτης Α΄ / Αζούζ/ Χοσσεΐν / Μπασίρ), Ιωσήφ Ιωσηφίδης (Αχμέντ / Σερ Χάρολντ / Καδής / Στρατηγός του 1840 / Μωχάμεντ / Αμπντσελέμ / Στρατηγός λεγεώνας / Σι Σλιμάν / Πρώτος μαχητής), Στέλλα Βογιατζάκη (Λεΐλά / Αράβισσα), Αγγελική Λεμονή (Καντιντζά / Σύζυγος χωροφύλακα), Θύμιος Κούκιος (Μαντανί – Το στόμα / Υπολοχαγός / Ακαδημαΐκός /Μ’μπαρέκ / Λασάν / Άντρας), Ορέστης Καρύδας (Μαλίκ / Κόρη σερ Χάρολντ / Γιος σερ Χάρολντ / Λαουσίν / Λοχίας).
Συμμετέχουν: Ανδρέας Κανελλόπουλος (Πρέστον / Δικαστής του 1840 / Καντούρ / Χέλμουτ / Άραβας στρατιώτης Β΄ / Νεστώρ / Ιεραπόστολος), Φώτης Λαζάρου (Νασέρ / Ερναντέζ / Μοράλες / Ροζέ / Αξιωματούχος Άραβας / Δεύτερος μαχητής), Λευτέρης Παπακώστας (Αμπντίλ / Βαλτέρ / Φωτορεπόρτερ / Αττράς / Φέλτον / Ζοζό / Μικρός / Τρίτος μαχητής).