Ένα σκοτεινό, γοτθικό, κοινωνικό παραμύθι είναι ο Ριχάρδος ο Γ΄που μας συστήνει ο Τάκης Τζαμαργιάς στο Σύγχρονο Θέατρο, στο Γκάζι. Το έργο έχει ιστορικό καμβά τον εμφύλιο πόλεμο στην Αγγλία (1459-1485), γνωστό ως πόλεμο των Δύο Ρόδων (εξ αιτίας των εμβλημάτων των αντιμαχόμενων μερίδων - λευκό ρόδο του οίκου της Υόρκης και ερυθρό του οίκου των Λάγκαστερ). Ο πόλεμος κατέληξε στην επικράτηση του οίκου των Γιορκ. Αποτελεί δε τη συνέχεια των τριών έργων με τον τίτλο Ερρίκος ο Στ΄. Όταν αρχίζει η δράση του έργου ο Εδουάρδος είναι ακόμη βασιλιάς. Όμως το βάρος του δραματουργού πέφτει σε έναν από τους δύο αδελφούς του, τον Ριχάρδο, Δούκα του Γκλώστερ. Ήδη από την αρχή του έργου παρουσιάζεται αποφασισμένος να γίνει αχρείος. Και πράγματι γίνεται ένας αδίστακτος δολοφόνος, με απάτη και θράσος. Αφού ξεκάνει όλους όσους έχουν νόμιμο δικαίωμα στο στέμμα, το σφετερίζεται. Δεν κατορθώνει όμως να χαρεί σε διάρκεια την ανώτατη εξουσία, γιατί υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει σε πόλεμο τον Ρίτσμοντ, τον αντίπαλό του,στη μάχη του Μπόσγουορθ , όπου χάνει τη ζωή του. Ο νικητής ανακηρύσσεται Βασιλιάς (ως Ερρίκος Ζ΄) και ανακοινώνει το τέλος του εμφυλίου πολέμου στην Αγγλία.
Η εξωτερική παραμόρφωση του Ριχάρδου αντικατοπτρίζει την εσωτερική, ψυχική του κατάσταση, ένα μείγμα πικρίας, κυνισμού και φαυλότητας. Είναι ανήμπορος λόγω της φυσικής αναπηρίας να συμμετέχει στα ερωτικά παιχνίδια, γι΄ αυτό αποφασίζει να διοχετεύσει όλη την ενέργειά και την ευφυΐα του στην ικανοποίηση της κρυφής του φιλοδοξίας, που δεν είναι άλλη από την απόκτηση του στέμματος της Αγγλίας.
Το έργο αρχίζει μ’ ένα μονόλογο, όπου ο ήρωας προλογίζει το έργο, αναλύοντας τον εαυτό του. Πρόκειται για σπάνια περίπτωση όχι μόνο στον Σαίξπηρ, αλλά και στο παγκόσμιο δραματολόγιο. Το αποκρουστικό αυτό τέρας, μ’ όλη τη φρίκη που μας προκαλεί σε κάθε του εμφάνιση, καταφέρνει να κερδίσει το θαυμασμό μας. Ο τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Γιόρκ, παρουσιάζεται τόσο τερατώδης όσο και ευφάνταστος, μια χημεία που διχάζει το θεατή, ένα πρόσωπο-αμάγαλμα, στο οποίο άλλοτε η πολιτική ιδιοφυΐα υπερνικά τη φυσική ασχήμια και άλλοτε ο κυνισμός και τα αιμοσταγή ένστικτα σκιάζουν τη μεγαλοφυΐα του, τη ρητορική του δεινότητα, τη δύναμη της πειθούς του. Με την απαράμιλλη τεχνική του, ο Σαίξπηρ αντλεί από την Ιστορία και δημιουργεί έναν βίαιο, αποτρόπαιο και συγχρόνως «γοητευτικό» ήρωα, για να διερευνήσει ένα προσφιλές του θέμα: την ακόρεστη δίψα για εξουσία, τον ίλιγγο που την ακολουθεί και την αναπόφευκτη πτώση, μέσα σε έναν κόσμο που ζει και αναπαράγεται από τη βία και την σκληρότητα. Εστιάζει με ψυχαναλυτική ακρίβεια στα ψυχοκίνητρα που οδηγούν στη διεκδίκησή της εξουσίας και την άρρηκτη σχέση που έχουν αυτά με τη σωματικά ατελή φύση, αλλά και την πολύπλοκη και ανεξερεύνητη έννοια του Κακού.
Ο Σαίξπηρ στο Ριχάρδο Γ' επιχειρεί να ξεσκεπάσει όχι μόνο τη φαύλη εξουσία αλλά και τις ευθύνες των τάξεων της αριστοκρατίας που οδήγησαν στην εμφύλια σύρραξη των Δύο Ρόδων, μεταξύ των Οίκων Λάνκαστερ και Γιόρκ. Ωστόσο, ο Ριχάρδος Γ' ως ιστορικό πρόσωπο παραμένει αμφιλεγόμενος. Ήταν, όντως, τόσο ελαττωματικός, ως σωματική διάπλαση (κάτι που οι σύγχρονες έρευνες αμφισβητούν), και ποια ήταν τα ελατήρια που τον εξώθησαν στη στυγερή δολοφονία των ανήλικων ανιψιών του στο στοιχειωμένο από διαδοχικά εγκλήματα Πύργο του Λονδίνου; Μήπως μια επαπειλούμενη συνωμοσία εναντίον του από τα παιδιά του Εδουάρδου Δ' ήταν και ο λόγος έπρεπε να στραφεί στη διεκδίκηση του θρόνου; Και η βασιλεία του μέχρι το θάνατό του στη Μάχη του Μπόσγουορθ, ήταν μια νίκη της δύναμης του Καλού έναντι της υστερόβουλης πλευράς του φιλόδοξου Ριχάρδου ή τεκμήριο ηρωϊσμού, τέτοιο που θα άρμοζε σε κάθε μεγάλο ηγέτη;
Ο σπουδαίος ελισαβετιανός συγγραφέας δεν δείχνει να ενδιαφέρεται τόσο για την ιστορία του κουτσού βασιλιά που σκοτώθηκε το 1485. Όλα εδώ συμβαίνουν για ένα «σώμα», το εστεμμένο -εκείνο του βασιλιά. Έστω κι αν στο grande finale μόνο ένα άλλο σώμα, και δη εκείνο ενός ζώου, μπορεί να μπορούσε να σώσει τον βασιλιά: «Ένα άλογο! Το βασίλειο μου για ένα άλογο!». Αυτό, όμως, το «άλλο», το σωτήριο σώμα, δεν θα βρεθεί. Γιατί, απλά, είναι τόσα πολλά τα πτώματα που έχει πατήσει πάνω τους ο Ριχάρδος, ώστε μόνο τα νεκρά σώματα μπορούν πλέον να τον σώσουν -παίρνοντάς τον μαζί τους.
Ο Τάκης Τζαμαργιάς στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου στήνει ένα γκόθικ παραμύθι, διεστραμμένο και σκοτεινό, που "φωτίζει" τις ψυχές των χαρακτήρων στην εντέλεια, με ψυχικές αποχρώσεις (τραγικές σκηνές πένθους και κωμικές σκηνές πολιτικής ίντριγκας) που ενώνουν δημιουργικά το τραγικό με το κωμικό, αν και η ισορροπία αυτή διαταράσσεται από την έντονη χρήση των κωμικών παρεμβολών. Επικεντρώνεται στο κεντρικό πρόσωπο, παρουσιάζοντας μας έναν Ριχάρδο, με πολλές ψυχολογικές διακυμάνσεις, στις οποίες πρωτεύοντα ρόλο παίζει η αποκρουστική κακόριζη φύση του. Επιτυγχάνει να γεφυρώσει τη σαιξπηρική εποχή, με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του σήμερα και να μας υπενθυμίσει με την σειρά του γιατί τα έργα αυτά θεωρούνται διαχρονικά και παίζονται ανά τους αιώνες.
Η Καίτη Κωνσταντίνου αναμετράται με έναν τιτάνιο ρόλο που έχουν υποδυθεί ιερά τέρατα του θεάτρου. Να θυμηθούμε το 1939 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη και το 1960 σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, τον δεύτερο να ερμηνεύει τον κεντρικό ρόλο. Ήδη με τον πρόλογο, δίνει τον τόνο και την αίσθηση των πραγμάτων, ορίζει τη σωματικότητα, ηχητικότητα και υλικότητα της παράστασης, λειτουργώντας σαν μετρονόμος της. Τολμηρός και δαιμόνιος Ριχάρδος με ηρωϊκή αύρα, παρά το απωθητικό παρουσιστικό του, σαρδόνιος εραστής με όπλο τη σαγήνη των πλανευτικών επιχειρημάτων, υποκριτής αλλά και ενίοτε μπουφόνος, αδίστακτος εγκληματίας αλλά και μετανοητής, πλέκει με ενέργεια αλλά και μέτρο τις πολλαπλές διαστάσεις του ήρωα, από τη σατανική πλευρά μέχρι τις λεπτές πτυχώσεις που τον κατατάσσουν στη σφαίρα των ανθρώπινων παθών και δραμάτων. Ξεχνάς το φύλο της, γιατί ο σκοτεινός ήρωας είναι ένα πλάσμα άφυλο και καταραμένο, που ποθεί την εξουσία, μόνο για να την ξευτελίσει και μαζί με αυτήν όλους γύρω του, ίσως γιατί δεν αντέχει την ασύλληπτη εικόνα που έχει αυτός, αλλά και οι άλλοι γι'αυτόν. Αυτήν την τραγικότητα του χαρακτήρα, αποδυναμώνει σε κάποια σημεία η επιπόλαιη ενσωμάτωση γκροτέσκων και υπερβολικά πολλών κωμικών στοιχειων.
Παρόλη την παραφορά της εικόνας, ο λόγος αντηχεί ακέραιος, σε όλο το (σαιξπηρικό ) μεγαλείο του, έμπλεος πάθους, σαρκασμού, ποίησης και λυρισμού.Η μετάφραση του Κ. Καρθαίου και η δραματουργική προσαρμογή του Σάββα Κυριακίδη αποτελούν βατές και συνάμα μεστές προσεγγίσεις, με τον απαιτούμενο σεβασμό στο σπουδαίο σαιξπηρικό έργο. Η σαγηνευτική αλλά και παραμορφωτική. εξουσία που αντικατροπτίζεται στους χαρακτήρες των μελών της σαθρής αριστοκρατικής αυλής, βρίσκει άξιους ηθοποιούς στα πρόσωπα των: Κωνσταντίνου Γαβαλά, Θωμά Γκαγκά, Αλέξανδρου Μαυρόπουλου, Μιχάλη Μουλακάκη. Μεστή, με δραματική ενάργεια η ερμηνεία της Βαγγελιώς Ανδρεαδάκη στο ρόλο της βασίλισσας. Η Πηνελόπη Τσιλίκα που υποδύεται την Λαίδη Άννα κατορθώνει να σχηματοποιήσει με ευστοχία την αντινομία ανάμεσα στο γοτθικής βαρύτητας πένθος και την ευεπίφορη γυναικεία φύση. Με ψυχρούς φωτισμούς και υποφωτισμένες περιοχές που παραπέμπουν στη γριφώδη φύση των ηρώων και των πράξεών τους, με ενδυματολογικό κώδικα με έμφαση στη ροκ ταυτότητα των χαρακτήρων και ενσωμάτωση της σκοτεινής πλευράς της ιστορίας του ανθρώπου στα συμφραζόμενα της αισθητικής του δημιουργίας και εξέλιξης, ο θεατής βιώνει μια συμπυκνωμένη εμπειρία του σαιξπηρικού δράματος με εικαστική ματιά δίχως να χάνει από τους ποιητικούς χυμούς και τις νοηματοδοτήσεις του κειμένου. Μια παράσταση εκκεντρική στην όψη αλλά σεβάσμια στο έργο.
Μετάφραση: Κ. Καρθαίος
Δραματουργική Προσαρμογή: Σάββας Κυριακίδης
Σκηνοθεσία: Τάκης Τζαμαργιάς
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική: Κώστας Βόμβολος
Χορογράφος: Αλίκη Καζούρη
Σχεδιασμός Μακιγιάζ: Αχιλλέας Χαρίτος
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Κωνσταντίνος Γαβαλάς,
Θωμάς Γκαγκάς, Καίτη Κωνσταντίνου, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος
Μιχάλης Μουλακάκης, Πηνελόπη Τσιλίκα.
Στο ρόλο της Μαργαρίτας, η φωνή της Μπέτυς Αρβανίτη.
Σύγχρονο θέατρο
Ευμολπιδών 45, Γκάζι, Τηλ.: 2103464380
Δευτ., Τρ. 9 μ.μ.
Διάρκεια παράστασης : 2 ώρες και 10 λεπτά.
Η εξωτερική παραμόρφωση του Ριχάρδου αντικατοπτρίζει την εσωτερική, ψυχική του κατάσταση, ένα μείγμα πικρίας, κυνισμού και φαυλότητας. Είναι ανήμπορος λόγω της φυσικής αναπηρίας να συμμετέχει στα ερωτικά παιχνίδια, γι΄ αυτό αποφασίζει να διοχετεύσει όλη την ενέργειά και την ευφυΐα του στην ικανοποίηση της κρυφής του φιλοδοξίας, που δεν είναι άλλη από την απόκτηση του στέμματος της Αγγλίας.
Το έργο αρχίζει μ’ ένα μονόλογο, όπου ο ήρωας προλογίζει το έργο, αναλύοντας τον εαυτό του. Πρόκειται για σπάνια περίπτωση όχι μόνο στον Σαίξπηρ, αλλά και στο παγκόσμιο δραματολόγιο. Το αποκρουστικό αυτό τέρας, μ’ όλη τη φρίκη που μας προκαλεί σε κάθε του εμφάνιση, καταφέρνει να κερδίσει το θαυμασμό μας. Ο τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Γιόρκ, παρουσιάζεται τόσο τερατώδης όσο και ευφάνταστος, μια χημεία που διχάζει το θεατή, ένα πρόσωπο-αμάγαλμα, στο οποίο άλλοτε η πολιτική ιδιοφυΐα υπερνικά τη φυσική ασχήμια και άλλοτε ο κυνισμός και τα αιμοσταγή ένστικτα σκιάζουν τη μεγαλοφυΐα του, τη ρητορική του δεινότητα, τη δύναμη της πειθούς του. Με την απαράμιλλη τεχνική του, ο Σαίξπηρ αντλεί από την Ιστορία και δημιουργεί έναν βίαιο, αποτρόπαιο και συγχρόνως «γοητευτικό» ήρωα, για να διερευνήσει ένα προσφιλές του θέμα: την ακόρεστη δίψα για εξουσία, τον ίλιγγο που την ακολουθεί και την αναπόφευκτη πτώση, μέσα σε έναν κόσμο που ζει και αναπαράγεται από τη βία και την σκληρότητα. Εστιάζει με ψυχαναλυτική ακρίβεια στα ψυχοκίνητρα που οδηγούν στη διεκδίκησή της εξουσίας και την άρρηκτη σχέση που έχουν αυτά με τη σωματικά ατελή φύση, αλλά και την πολύπλοκη και ανεξερεύνητη έννοια του Κακού.
Ο Σαίξπηρ στο Ριχάρδο Γ' επιχειρεί να ξεσκεπάσει όχι μόνο τη φαύλη εξουσία αλλά και τις ευθύνες των τάξεων της αριστοκρατίας που οδήγησαν στην εμφύλια σύρραξη των Δύο Ρόδων, μεταξύ των Οίκων Λάνκαστερ και Γιόρκ. Ωστόσο, ο Ριχάρδος Γ' ως ιστορικό πρόσωπο παραμένει αμφιλεγόμενος. Ήταν, όντως, τόσο ελαττωματικός, ως σωματική διάπλαση (κάτι που οι σύγχρονες έρευνες αμφισβητούν), και ποια ήταν τα ελατήρια που τον εξώθησαν στη στυγερή δολοφονία των ανήλικων ανιψιών του στο στοιχειωμένο από διαδοχικά εγκλήματα Πύργο του Λονδίνου; Μήπως μια επαπειλούμενη συνωμοσία εναντίον του από τα παιδιά του Εδουάρδου Δ' ήταν και ο λόγος έπρεπε να στραφεί στη διεκδίκηση του θρόνου; Και η βασιλεία του μέχρι το θάνατό του στη Μάχη του Μπόσγουορθ, ήταν μια νίκη της δύναμης του Καλού έναντι της υστερόβουλης πλευράς του φιλόδοξου Ριχάρδου ή τεκμήριο ηρωϊσμού, τέτοιο που θα άρμοζε σε κάθε μεγάλο ηγέτη;
Ο σπουδαίος ελισαβετιανός συγγραφέας δεν δείχνει να ενδιαφέρεται τόσο για την ιστορία του κουτσού βασιλιά που σκοτώθηκε το 1485. Όλα εδώ συμβαίνουν για ένα «σώμα», το εστεμμένο -εκείνο του βασιλιά. Έστω κι αν στο grande finale μόνο ένα άλλο σώμα, και δη εκείνο ενός ζώου, μπορεί να μπορούσε να σώσει τον βασιλιά: «Ένα άλογο! Το βασίλειο μου για ένα άλογο!». Αυτό, όμως, το «άλλο», το σωτήριο σώμα, δεν θα βρεθεί. Γιατί, απλά, είναι τόσα πολλά τα πτώματα που έχει πατήσει πάνω τους ο Ριχάρδος, ώστε μόνο τα νεκρά σώματα μπορούν πλέον να τον σώσουν -παίρνοντάς τον μαζί τους.
Ο Τάκης Τζαμαργιάς στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου στήνει ένα γκόθικ παραμύθι, διεστραμμένο και σκοτεινό, που "φωτίζει" τις ψυχές των χαρακτήρων στην εντέλεια, με ψυχικές αποχρώσεις (τραγικές σκηνές πένθους και κωμικές σκηνές πολιτικής ίντριγκας) που ενώνουν δημιουργικά το τραγικό με το κωμικό, αν και η ισορροπία αυτή διαταράσσεται από την έντονη χρήση των κωμικών παρεμβολών. Επικεντρώνεται στο κεντρικό πρόσωπο, παρουσιάζοντας μας έναν Ριχάρδο, με πολλές ψυχολογικές διακυμάνσεις, στις οποίες πρωτεύοντα ρόλο παίζει η αποκρουστική κακόριζη φύση του. Επιτυγχάνει να γεφυρώσει τη σαιξπηρική εποχή, με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του σήμερα και να μας υπενθυμίσει με την σειρά του γιατί τα έργα αυτά θεωρούνται διαχρονικά και παίζονται ανά τους αιώνες.
Η Καίτη Κωνσταντίνου αναμετράται με έναν τιτάνιο ρόλο που έχουν υποδυθεί ιερά τέρατα του θεάτρου. Να θυμηθούμε το 1939 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη και το 1960 σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, τον δεύτερο να ερμηνεύει τον κεντρικό ρόλο. Ήδη με τον πρόλογο, δίνει τον τόνο και την αίσθηση των πραγμάτων, ορίζει τη σωματικότητα, ηχητικότητα και υλικότητα της παράστασης, λειτουργώντας σαν μετρονόμος της. Τολμηρός και δαιμόνιος Ριχάρδος με ηρωϊκή αύρα, παρά το απωθητικό παρουσιστικό του, σαρδόνιος εραστής με όπλο τη σαγήνη των πλανευτικών επιχειρημάτων, υποκριτής αλλά και ενίοτε μπουφόνος, αδίστακτος εγκληματίας αλλά και μετανοητής, πλέκει με ενέργεια αλλά και μέτρο τις πολλαπλές διαστάσεις του ήρωα, από τη σατανική πλευρά μέχρι τις λεπτές πτυχώσεις που τον κατατάσσουν στη σφαίρα των ανθρώπινων παθών και δραμάτων. Ξεχνάς το φύλο της, γιατί ο σκοτεινός ήρωας είναι ένα πλάσμα άφυλο και καταραμένο, που ποθεί την εξουσία, μόνο για να την ξευτελίσει και μαζί με αυτήν όλους γύρω του, ίσως γιατί δεν αντέχει την ασύλληπτη εικόνα που έχει αυτός, αλλά και οι άλλοι γι'αυτόν. Αυτήν την τραγικότητα του χαρακτήρα, αποδυναμώνει σε κάποια σημεία η επιπόλαιη ενσωμάτωση γκροτέσκων και υπερβολικά πολλών κωμικών στοιχειων.
Παρόλη την παραφορά της εικόνας, ο λόγος αντηχεί ακέραιος, σε όλο το (σαιξπηρικό ) μεγαλείο του, έμπλεος πάθους, σαρκασμού, ποίησης και λυρισμού.Η μετάφραση του Κ. Καρθαίου και η δραματουργική προσαρμογή του Σάββα Κυριακίδη αποτελούν βατές και συνάμα μεστές προσεγγίσεις, με τον απαιτούμενο σεβασμό στο σπουδαίο σαιξπηρικό έργο. Η σαγηνευτική αλλά και παραμορφωτική. εξουσία που αντικατροπτίζεται στους χαρακτήρες των μελών της σαθρής αριστοκρατικής αυλής, βρίσκει άξιους ηθοποιούς στα πρόσωπα των: Κωνσταντίνου Γαβαλά, Θωμά Γκαγκά, Αλέξανδρου Μαυρόπουλου, Μιχάλη Μουλακάκη. Μεστή, με δραματική ενάργεια η ερμηνεία της Βαγγελιώς Ανδρεαδάκη στο ρόλο της βασίλισσας. Η Πηνελόπη Τσιλίκα που υποδύεται την Λαίδη Άννα κατορθώνει να σχηματοποιήσει με ευστοχία την αντινομία ανάμεσα στο γοτθικής βαρύτητας πένθος και την ευεπίφορη γυναικεία φύση. Με ψυχρούς φωτισμούς και υποφωτισμένες περιοχές που παραπέμπουν στη γριφώδη φύση των ηρώων και των πράξεών τους, με ενδυματολογικό κώδικα με έμφαση στη ροκ ταυτότητα των χαρακτήρων και ενσωμάτωση της σκοτεινής πλευράς της ιστορίας του ανθρώπου στα συμφραζόμενα της αισθητικής του δημιουργίας και εξέλιξης, ο θεατής βιώνει μια συμπυκνωμένη εμπειρία του σαιξπηρικού δράματος με εικαστική ματιά δίχως να χάνει από τους ποιητικούς χυμούς και τις νοηματοδοτήσεις του κειμένου. Μια παράσταση εκκεντρική στην όψη αλλά σεβάσμια στο έργο.
Μετάφραση: Κ. Καρθαίος
Δραματουργική Προσαρμογή: Σάββας Κυριακίδης
Σκηνοθεσία: Τάκης Τζαμαργιάς
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική: Κώστας Βόμβολος
Χορογράφος: Αλίκη Καζούρη
Σχεδιασμός Μακιγιάζ: Αχιλλέας Χαρίτος
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Κωνσταντίνος Γαβαλάς,
Θωμάς Γκαγκάς, Καίτη Κωνσταντίνου, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος
Μιχάλης Μουλακάκης, Πηνελόπη Τσιλίκα.
Στο ρόλο της Μαργαρίτας, η φωνή της Μπέτυς Αρβανίτη.
Σύγχρονο θέατρο
Ευμολπιδών 45, Γκάζι, Τηλ.: 2103464380
Δευτ., Τρ. 9 μ.μ.
Διάρκεια παράστασης : 2 ώρες και 10 λεπτά.