Ο Ίψεν της ωριμότητας
“Η ζωή στη λιακάδα και στην ομορφιά δεν έχει μιαν αξία εντελώς διαφορετική, από το να την περνάς μέσα σε μια υγρή τρύπα και να εξαντλείσαι από την κούραση παλεύοντας με τις πέτρες και του πηλούς;”
«Δεν μπορώ να πω ακόμη αν θα γράψω ή όχι κι άλλο έργο. Αν όμως εξακολουθώ να νιώθω το μυαλό και το σώμα μου τόσο ετοιμοπόλεμα, δύσκολα θα παραμείνω εκτός μάχης. Αν επιστρέψω θα είναι σίγουρα με καινούργιο εξοπλισμό», έγραφε ο Ερρίκος Ίψεν τον Μάρτιο του 1900, λίγους μόλις μήνες μετά την πρεμιέρα του Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί¨", του μόνου μη νατουραλιστικού έργου του, ενός από σκηνής δοκιμίου για την καλλιτεχνική δημιουργία που αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του μεγάλου Νορβηγού, Ένα έργο δύσβατο, δαιδαλώδες και ερμητικό, που ακροβατεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το μεταφυσικό, επιχειρεί να "ξεκλειδώσει" στη σκηνή του θεάτρου Τέχνης ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς. Ο Ίψεν στο τελευταίο του έργο επιχειρεί να αναδομήσει μια ολόκληρη θέση και θέαση της ζωής και του έργου του, με έναν κείμενο που διαρκώς ακροβατεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το μεταφυσικό. Σε έναν τόπο παραθερισμού πέντε άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με το θάνατο (το θάνατο του εαυτού, το θάνατο των ιδιοτήτων, το θάνατο της νιότης) και προσπαθούν να ξαναβγούν στη ζωή, απαλλαγμένοι από μεγάλες ιδέες, από εμπόδια, από τρόμους και αγκυλώσεις. Όλοι κάτι αναζητούν και μέσα από διάφορες συγκυρίες θα οδηγηθούν στην εκπλήρωση των επιθυμιών τους. Αναρωτιούνται διαρκώς αν έζησαν ή αν έχουν πεθάνει και δεν το ξέρουν. Στην αιώνια μάχη ανάμεσα στο δίπτυχο τέχνη και τη ζωή, ο Ίψεν θέτει ως σκοπό το ζήτημα της εκπλήρωσης, μιλώντας για τη σκληρή συνειδητοποίηση της στιγμής εκείνης που το «όταν» καθίσταται επείγον και κρίσιμο και το «κάποτε» γίνεται επιτακτικά «τώρα». Πρόκειται για μια κριτική, σαρκαστική ματιά πάνω στο ρόλο και την αποστολή του καλλιτέχνη και πώς η τέχνη «κλείνει» τα μάτια των ανθρώπων που την υπηρετούν, σε σχέση με το τι συμβαίνει γύρω τους, αλλά και στους οικείους τους «Το να γράφει κανείς είναι σαν να δικάζει τον εαυτό του» είπε κάποτε ο συγγραφέας. Εδώ το πραγματοποιεί στον ύψιστο βαθμό.
Το έργο δεν γνώρισε ανάλογη επιτυχία με τα προηγούμενα έργα του Ίψεν. Προφανώς, γιατί δεν έχει τη ρεαλιστική βάση και αμεσότητα των άλλων.. Ανήκει στην ίδια εποχή με τον Μπόργκμαν και τον Μικρό Έγιολφ. Σαν κείμενο βρίθει από ρομαντικά στοιχεία, χωρίς όμως να λείπουν οι διαφορετικές εσωτερικές εντάσεις των ηρώων που έρχονται στην επιφάνεια. Μοιάζει σαν όλοι οι χαρακτήρες του έργου να είναι προβολές του Ρούμπεκ, του καλλιτέχνη, που είναι ο πρωταγωνιστής του έργου. Όλοι διεκδικούν από τη ζωή και τους γύρω τους, δεν περιμένουν παθητικά το τέλος.Πασχίζουν να ζήσουν, ενώ συνιστούν ομοιώματα νεκρών. Απλά ο κάθε χαρακτήρας, πρέπει να ξεπεράσει διάφορα εμπόδια για να μπορέσει να προχωρήσει. Οι σχέσεις των ιψενικών τριγώνων ξεκινούν σαν παιχνίδι, με απώτερο σκοπό την απόρριψη των παρωπίδων που πνίγουν τις συνειδητές και ασυνείδητες επιλογές. Στο παρόν έργο οι ήρωες κινούνται πέρα από την κοινωνική ηθική, τις εποχές, τους προορισμούς και τα καθήκοντα, διότι ήδη κουβαλάνε με κόπο το βαρύ φορτίο της ύπαρξής τους και το μόνο που επιζητούν είναι να ξορκίσουν την προσωπική τους ερημιά καταφεύγοντας σε ακραίες λύσεις. Ως και το παιχνίδι εδώ αποδείχτηκε αυταπάτη, ως και η επιδίωξη ενός απώτερου σκοπού -της δημιουργίας ενός έργου τέχνης- αποδείχτηκε πλάνη.
Ο γλύπτης Ρούμπεκ έχει ολοκληρώσει το αριστούργημά του, το πνευματικό του «παιδί», το γλυπτό «Η μέρα της Ανάστασης» – που παρ’ολίγον ν’ αποτελέσει και τον τίτλο του έργου. Σε ένα θέρετρο ιαματικών λουτρών, κάπου στα νορβηγικά φιόρδ, η σύζυγός του Μάγια του υπενθυμίζει την ανεκπλήρωτη υπόσχεσή του να της δείξει «το μεγαλείο του κόσμου από την ψηλή κορυφή ενός βουνού», ενώ η Ιρένε, φάσμα μιας τρελής γυναίκας από τις «απώτατες επικράτειες» του θανάτου, έρχεται να κλείσει το τρίγωνο σαρκάζοντας την ιδεαλιστική σύλληψη του έργου του και παρασύροντάς τον, με τα εργαλεία του μοντερνισμού, σε υψίπεδα πραγματικής έμπνευσης. Μια αινιγματική, μαυροφορεμένη καλόγρια περιφέρεται ως εφιαλτικός άγγελος θανάτου, ενώ ένας βάναυσος γαιοκτήμονας (ένας άλλος Πέερ Γκυντ) παρασύρει τη Μάγια σε γεμάτο πάθος κυνήγι ζώων, μέσα από ανοδικό ταξίδι προς την ελευθερία. Ο Ρούμπεκ, ο οποίος ζει σ’ ένα παρόν νεκρό και έναν ορίζοντα που όλο κλείνει, και η Ιρένε, η γυναίκα που επιστρέφει από το παρελθόν, συνδέονται με έναν έρωτα παλιό και ματαιωμένο και μια τεκνογονία πνευματική: το opus magnum του Ρούμπεκ, την έμπνευση για την οποία εκείνη του χάρισε τη σχεδόν μυστικιστική αφοσίωσή και την εξιδανικευμένη ομορφιά της. Στο όνομα αυτής της άχραντης ομορφιάς, ο Ρούμπεκ θυσίασε τη γυναίκα στο όνομα της ιδέας, τη ζωή στο όνομα της έμπνευσης. Μετά την πικρή αποχώρησή της, το μεγαλειώδες θαύμα της ανάστασης που τόλμησε να συλλάβει ο ιδεαλισμός της νεότητας κηρύχθηκε πια αδύνατον και η συνείδηση καθηλώθηκε στο επίγειο. Οι δύο ήρωες, ο Ρούμπεκ και η Ιρένε, συνειδητοποιούν πως αιτία της υπαρξιακής μας αγωνίας είναι η ίδια η γέννησή μας και αποφασίζουν να δώσουν τέλος σε ένα παιχνίδι χωρίς νόημα και σκοπό, όταν πια κάθε ψευδαίσθηση, κάθε ζωτικό ψεύδος, κάθε ιδεολόγημα που συντηρεί την ύπαρξη έχει αποδειχτεί αδύναμο να προσφέρει ίαση στην ασφυκτιώσα μέσα στα αδιέξοδά της ψυχή. Το παιχνίδι τελειώνει με τα μοναδικά λόγια της Καλόγριας, "Ειρήνη υμίν", δίνεται δηλαδή ένα μεταφυσικό φινάλε εκεί όπου η ζωή δεν μπόρεσε να προσφέρει λύση.
Ο νεαρός σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς δημιουργεί ένα σκηνικό,χωρίς χρόνο,ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, μέσα στη λαμπερή λιακάδα της φύσης που καθοδηγεί τα επιτακτικά σωματικά ένστικτα των χαρακτήρων, εν μέσω μεταμέλειας και ειρήνης: ένα σύμπαν όπου η σκηνοθεσία, η κίνηση και ο ήχος στοιχειοθετούν μία άρρηκτη και συμπαγή εικόνα, που λειτουργεί σωστά και με ακρίβεια. Η σκηνοθετική προσέγγιση αποπνέει τον απαιτούμενο σεβασμό προς τον σπουδαίο Σκανδιναβό δημιουργό και αξιοποιεί εξαιρετικά όλα τα ετερόκλητα στοιχεία του έργου, ρεαλιστικά, λυρικά, μεταφυσικά, καθώς και τις αναλαμπές φάρσας, που φωτίζουν το δραματικό φόντο του.Η μετάφραση της Έρις Κύργια αποτελεί μεγάλο βοήθημα, καθώς είναι βατή και απέριττη, τονίζοντας τόσο την ρεαλιστική δομή, όσο και την μεταφυσική διάσταση του έργου, με αξιοθαύμαστη ισορροπία.
Η επιστροφή της Ρένης Πιττακή στο «Υπόγειο» του «Θεάτρου Τέχνης» ύστερα από 15 χρόνια -και την συμπλήρωση 50 χρόνων από την πρώτη της εμφάνιση στον ίδιο χώρο- δεν θα μπορούσε παρά να είναι άψογη. Ερμηνεύει υπέροχα την Ιρένε, μια γυναίκα που αγάπησε ολοκληρωτικά τον καλλιτέχνη, καθώς ήταν το μοντέλο του, αλλά αυτό δεν μετουσιώθηκε σε μια πραγματική σχέση. Αποδίδει εύπλαστα και με διακριτική εκφραστικότητα την αγάπη που έγινε αποπνικτική και καταστροφική για την ίδια. Αισθανόμαστε τον εγκλωβισμό της σ’ αυτό το πάθος που την οδηγεί σε τέλμα και μίσος για τον Ρούμπεκ. Από τον μαρασμό και την πνευματική αποτελμάτωση φτάνει στο τέλος του έργου, να αφεθεί για να δει την άλλη πλευρά της ζωής. Μαζί και δίπλα της ο Περικλής Μουστάκης έχει όλα τα φόντα για να ερμηνεύσει τον κύριο χαρακτήρα του έργου, τον Ρούμπεκ, γύρω από τον οποίο αναπτύσσονται και ξεδιπλώνονται όλοι οι προβληματισμοί και η ροή του δράματος. Ηθοποιός με κύρος και ειδικό βάρος εκφράζει με ενάργεια το ουτοπικό και ιδεοληπτικό κόσμο του καλλιτέχνη που αδυνατεί να επικοινωνήσει με τους γύρω του.Εξαιρετική ερμηνεία και από την Μαρία Κεχαγιόγλου που ενσαρκώνει την γυναίκα του, καθώς η ηθοποιός ισορροπεί έξοχα το λόγο με την κίνηση. Ο Μιχάλης Σαράντης φαντάζει ιδανικός στο ρόλο του κτηματία, που προτάσσει την νεανική και ορμητική ζωντάνια των σαρκικών απολαύσεων, που παρασύρει την Μάγια σε ένα ταξίδι απολαυστικής μέθης.Εκφραστική και σταθερή η παρουσία της Αλεξίας Καλτσίκη,σωστός ως διευθυντής του θέρετρου ο Μενέλαος Χαζαράκης. Άψογη η κίνηση και ο ήχος δένουν σαν ένα σώμα, υπακούοντας στην σκηνοθετική γραφή.
Κείμενο: Ερρίκος Ίψεν
Μετάφραση: Έρι Κύργια
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Κίνηση: Ζωή Χατζηαντωνίου
Ηχητική Δραματουργία: Δημήτρης Καμαρωτός
Σκηνικά: Πουλχερία Τζόβα
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου
Ερμηνεύουν: Αλεξία Καλτσίκη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Περικλής Μουστάκης,
Ρένη Πιττακή, Μιχάλης Σαράντης, Μενέλαος Χαζαράκης
θέατρο Τέχνης-Υπόγειο
Πεσμαζόγλου 5, τηλέφωνο : 2103228706
Τετάρτη 8 μ.μ. & Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στις 9.15 μ.μ.
Τετάρτη, Παρασκευή & Κυριακή 16€ | 12€ (μειωμένο – φοιτητικό) | 5€ (άνεργοι, ΑΜΕΑ)
Σάββατο 18 € | 12€ (μειωμένο – φοιτητικό) | 5€ (άνεργοι, ΑΜΕΑ)
Πέμπτη: 10 € γενική είσοδος
Το έργο δεν γνώρισε ανάλογη επιτυχία με τα προηγούμενα έργα του Ίψεν. Προφανώς, γιατί δεν έχει τη ρεαλιστική βάση και αμεσότητα των άλλων.. Ανήκει στην ίδια εποχή με τον Μπόργκμαν και τον Μικρό Έγιολφ. Σαν κείμενο βρίθει από ρομαντικά στοιχεία, χωρίς όμως να λείπουν οι διαφορετικές εσωτερικές εντάσεις των ηρώων που έρχονται στην επιφάνεια. Μοιάζει σαν όλοι οι χαρακτήρες του έργου να είναι προβολές του Ρούμπεκ, του καλλιτέχνη, που είναι ο πρωταγωνιστής του έργου. Όλοι διεκδικούν από τη ζωή και τους γύρω τους, δεν περιμένουν παθητικά το τέλος.Πασχίζουν να ζήσουν, ενώ συνιστούν ομοιώματα νεκρών. Απλά ο κάθε χαρακτήρας, πρέπει να ξεπεράσει διάφορα εμπόδια για να μπορέσει να προχωρήσει. Οι σχέσεις των ιψενικών τριγώνων ξεκινούν σαν παιχνίδι, με απώτερο σκοπό την απόρριψη των παρωπίδων που πνίγουν τις συνειδητές και ασυνείδητες επιλογές. Στο παρόν έργο οι ήρωες κινούνται πέρα από την κοινωνική ηθική, τις εποχές, τους προορισμούς και τα καθήκοντα, διότι ήδη κουβαλάνε με κόπο το βαρύ φορτίο της ύπαρξής τους και το μόνο που επιζητούν είναι να ξορκίσουν την προσωπική τους ερημιά καταφεύγοντας σε ακραίες λύσεις. Ως και το παιχνίδι εδώ αποδείχτηκε αυταπάτη, ως και η επιδίωξη ενός απώτερου σκοπού -της δημιουργίας ενός έργου τέχνης- αποδείχτηκε πλάνη.
Ο γλύπτης Ρούμπεκ έχει ολοκληρώσει το αριστούργημά του, το πνευματικό του «παιδί», το γλυπτό «Η μέρα της Ανάστασης» – που παρ’ολίγον ν’ αποτελέσει και τον τίτλο του έργου. Σε ένα θέρετρο ιαματικών λουτρών, κάπου στα νορβηγικά φιόρδ, η σύζυγός του Μάγια του υπενθυμίζει την ανεκπλήρωτη υπόσχεσή του να της δείξει «το μεγαλείο του κόσμου από την ψηλή κορυφή ενός βουνού», ενώ η Ιρένε, φάσμα μιας τρελής γυναίκας από τις «απώτατες επικράτειες» του θανάτου, έρχεται να κλείσει το τρίγωνο σαρκάζοντας την ιδεαλιστική σύλληψη του έργου του και παρασύροντάς τον, με τα εργαλεία του μοντερνισμού, σε υψίπεδα πραγματικής έμπνευσης. Μια αινιγματική, μαυροφορεμένη καλόγρια περιφέρεται ως εφιαλτικός άγγελος θανάτου, ενώ ένας βάναυσος γαιοκτήμονας (ένας άλλος Πέερ Γκυντ) παρασύρει τη Μάγια σε γεμάτο πάθος κυνήγι ζώων, μέσα από ανοδικό ταξίδι προς την ελευθερία. Ο Ρούμπεκ, ο οποίος ζει σ’ ένα παρόν νεκρό και έναν ορίζοντα που όλο κλείνει, και η Ιρένε, η γυναίκα που επιστρέφει από το παρελθόν, συνδέονται με έναν έρωτα παλιό και ματαιωμένο και μια τεκνογονία πνευματική: το opus magnum του Ρούμπεκ, την έμπνευση για την οποία εκείνη του χάρισε τη σχεδόν μυστικιστική αφοσίωσή και την εξιδανικευμένη ομορφιά της. Στο όνομα αυτής της άχραντης ομορφιάς, ο Ρούμπεκ θυσίασε τη γυναίκα στο όνομα της ιδέας, τη ζωή στο όνομα της έμπνευσης. Μετά την πικρή αποχώρησή της, το μεγαλειώδες θαύμα της ανάστασης που τόλμησε να συλλάβει ο ιδεαλισμός της νεότητας κηρύχθηκε πια αδύνατον και η συνείδηση καθηλώθηκε στο επίγειο. Οι δύο ήρωες, ο Ρούμπεκ και η Ιρένε, συνειδητοποιούν πως αιτία της υπαρξιακής μας αγωνίας είναι η ίδια η γέννησή μας και αποφασίζουν να δώσουν τέλος σε ένα παιχνίδι χωρίς νόημα και σκοπό, όταν πια κάθε ψευδαίσθηση, κάθε ζωτικό ψεύδος, κάθε ιδεολόγημα που συντηρεί την ύπαρξη έχει αποδειχτεί αδύναμο να προσφέρει ίαση στην ασφυκτιώσα μέσα στα αδιέξοδά της ψυχή. Το παιχνίδι τελειώνει με τα μοναδικά λόγια της Καλόγριας, "Ειρήνη υμίν", δίνεται δηλαδή ένα μεταφυσικό φινάλε εκεί όπου η ζωή δεν μπόρεσε να προσφέρει λύση.
Ο νεαρός σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς δημιουργεί ένα σκηνικό,χωρίς χρόνο,ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, μέσα στη λαμπερή λιακάδα της φύσης που καθοδηγεί τα επιτακτικά σωματικά ένστικτα των χαρακτήρων, εν μέσω μεταμέλειας και ειρήνης: ένα σύμπαν όπου η σκηνοθεσία, η κίνηση και ο ήχος στοιχειοθετούν μία άρρηκτη και συμπαγή εικόνα, που λειτουργεί σωστά και με ακρίβεια. Η σκηνοθετική προσέγγιση αποπνέει τον απαιτούμενο σεβασμό προς τον σπουδαίο Σκανδιναβό δημιουργό και αξιοποιεί εξαιρετικά όλα τα ετερόκλητα στοιχεία του έργου, ρεαλιστικά, λυρικά, μεταφυσικά, καθώς και τις αναλαμπές φάρσας, που φωτίζουν το δραματικό φόντο του.Η μετάφραση της Έρις Κύργια αποτελεί μεγάλο βοήθημα, καθώς είναι βατή και απέριττη, τονίζοντας τόσο την ρεαλιστική δομή, όσο και την μεταφυσική διάσταση του έργου, με αξιοθαύμαστη ισορροπία.
Η επιστροφή της Ρένης Πιττακή στο «Υπόγειο» του «Θεάτρου Τέχνης» ύστερα από 15 χρόνια -και την συμπλήρωση 50 χρόνων από την πρώτη της εμφάνιση στον ίδιο χώρο- δεν θα μπορούσε παρά να είναι άψογη. Ερμηνεύει υπέροχα την Ιρένε, μια γυναίκα που αγάπησε ολοκληρωτικά τον καλλιτέχνη, καθώς ήταν το μοντέλο του, αλλά αυτό δεν μετουσιώθηκε σε μια πραγματική σχέση. Αποδίδει εύπλαστα και με διακριτική εκφραστικότητα την αγάπη που έγινε αποπνικτική και καταστροφική για την ίδια. Αισθανόμαστε τον εγκλωβισμό της σ’ αυτό το πάθος που την οδηγεί σε τέλμα και μίσος για τον Ρούμπεκ. Από τον μαρασμό και την πνευματική αποτελμάτωση φτάνει στο τέλος του έργου, να αφεθεί για να δει την άλλη πλευρά της ζωής. Μαζί και δίπλα της ο Περικλής Μουστάκης έχει όλα τα φόντα για να ερμηνεύσει τον κύριο χαρακτήρα του έργου, τον Ρούμπεκ, γύρω από τον οποίο αναπτύσσονται και ξεδιπλώνονται όλοι οι προβληματισμοί και η ροή του δράματος. Ηθοποιός με κύρος και ειδικό βάρος εκφράζει με ενάργεια το ουτοπικό και ιδεοληπτικό κόσμο του καλλιτέχνη που αδυνατεί να επικοινωνήσει με τους γύρω του.Εξαιρετική ερμηνεία και από την Μαρία Κεχαγιόγλου που ενσαρκώνει την γυναίκα του, καθώς η ηθοποιός ισορροπεί έξοχα το λόγο με την κίνηση. Ο Μιχάλης Σαράντης φαντάζει ιδανικός στο ρόλο του κτηματία, που προτάσσει την νεανική και ορμητική ζωντάνια των σαρκικών απολαύσεων, που παρασύρει την Μάγια σε ένα ταξίδι απολαυστικής μέθης.Εκφραστική και σταθερή η παρουσία της Αλεξίας Καλτσίκη,σωστός ως διευθυντής του θέρετρου ο Μενέλαος Χαζαράκης. Άψογη η κίνηση και ο ήχος δένουν σαν ένα σώμα, υπακούοντας στην σκηνοθετική γραφή.
Κείμενο: Ερρίκος Ίψεν
Μετάφραση: Έρι Κύργια
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Κίνηση: Ζωή Χατζηαντωνίου
Ηχητική Δραματουργία: Δημήτρης Καμαρωτός
Σκηνικά: Πουλχερία Τζόβα
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου
Ερμηνεύουν: Αλεξία Καλτσίκη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Περικλής Μουστάκης,
Ρένη Πιττακή, Μιχάλης Σαράντης, Μενέλαος Χαζαράκης
θέατρο Τέχνης-Υπόγειο
Πεσμαζόγλου 5, τηλέφωνο : 2103228706
Τετάρτη 8 μ.μ. & Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στις 9.15 μ.μ.
Τετάρτη, Παρασκευή & Κυριακή 16€ | 12€ (μειωμένο – φοιτητικό) | 5€ (άνεργοι, ΑΜΕΑ)
Σάββατο 18 € | 12€ (μειωμένο – φοιτητικό) | 5€ (άνεργοι, ΑΜΕΑ)
Πέμπτη: 10 € γενική είσοδος