Κατέχει τον τίτλο του πιο εμπορικά επιτυχημένου τραγουδοποιού στην ιστορία της δημοφιλούς μουσικής, σύμφωνα με το Βιβλίο Γκίνες. Μαζί με τον Τζων Λένον έγραψαν τραγούδια τα οποία έχουν γίνει γνωστά σε ολόκληρο τον κόσμο. Μετά από την αποχώρησή του από τους Beatles, ο ΜακΚάρτνεϋ προώθησε μία επιτυχή σόλο σταδιοδρομία και διαμόρφωσε το μουσικό συγκρότημα "Wings" με τη σύζυγό του, Λίντα ΜακΚάρτνεϋ. Έχει ασχοληθεί επίσης με γυρίσματα ταινιών, με την κλασσική μουσική και την περιβαλλοντική/ηλεκτρονική μουσική καθώς επίσης έχει συμμετάσχει στα προγράμματα βοήθειας για τις διεθνείς φιλανθρωπίες.
Καλή είναι σχέση του με την Γιόκο Όνο, δηλώνει σε νέα του συνέντευξη ο Πωλ ΜακΚάρτνεϋ στο περιοδικό Rolling Stone, μιλώντας γενικότερα για την καριέρα του ως μέλος των Beatles. Η Όνο έχει κατηγορηθεί ότι ήταν η "πέτρα του σκανδάλου" για τη διάλυση του συγκροτήματος και ο ΜακΚάρτνεϋ υποστήριξε ότι η συνεχής παρουσία της τότε, δημιούργησε προβλήματα στην ομάδα. «Το θέμα δεν ήταν σεξιστικό, αλλά τα κορίτσια δεν ερχόταν στο στούντιο, μας άφηναν μόνους σ' αυτό», είπε ο Πωλ στο περιοδικό και συνέχισε: «Όταν ο Τζον έκανε τη σχέση με την Γιόκο, αυτή δεν ήταν δίπλα στο κοντρόλ, ήταν εκεί ανάμεσά μας». Αλλά ο ΜακΚάρτνεϋ δήλωσε ακόμα ότι «το ερώτημα μου ήταν εάν ο Τζον αγαπάει αυτή τη γυναίκα, αν πρέπει, αν είναι σωστό. Κατάλαβα πως οποιαδήποτε αντίσταση θα ήταν περιττή». «Ήταν λίγο δύσκολο στην αρχή» είπε, «σταδιακά, το ξεπεράσαμε. Τώρα είναι σαν είμαστε σύντροφοι. Μου αρέσει η Γιόκο».
Ο Πωλ ΜακΚάρτνεϋ γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου 1942 στο Walton Hospital, Λίβερπουλ., όπου δώδεκα χρόνια νωρίτερα η μητέρα του είχε τελειώσει την πρακτική της ως νοσοκόμα. Ο πατέρας του, Τζέιμς ΜακΚάρτνεϋ, απουσίαζε από την γέννηση του γιου του λόγω της εργασίας του ως εθελοντής πυροσβέστης κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πατέρας του ΜακΚάρτνεϋ ήταν πιανίστας και τρομπετίστας και τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τη μουσική. Του χάρισε μια τρομπέτα στα δέκατα τέταρτα γενέθλιά του, όμως, όταν αργότερα το ροκ εντ ρολ άρχισε να γίνεται πιο δηλοφιλές, ο Πωλ αντάλλαξε την τρομπέτα με μια ακουστική κιθάρα, αφού αποδέχτηκε ότι δεν μπορούσε κανείς να παίζει τρομπέτα και να τραγουδάει ταυτόχρονα. Δυσκολευόταν να παίζει κιθάρα καθώς ήταν αριστερόχειρας, αλλά βλέποντας μια αφίσα του Σλιμ Γουίτμαν συνειδητοποίησε ότι εκείνος τα κατάφερνε με κιθάρες για δεξιόχειρες. Έτσι, ξανακούρδισε την κιθάρα του και μετά από κάποιες προσαρμογές απέκτησε ευκολία. Ο ΜακΚαρτνεϋ έγραψε το πρώτο του τραγούδι, "I Lost My Little Girl", στην κιθάρα, και αργότερα έφτιαξε μια μελωδία που τελικά έγινε το When I'm Sixty Four στο πιάνο, μετά την παρακολούθηση ορισμένων μαθημάτων, αλλά προτιμώντας να μάθει "με το αυτί" παρά τις συμβουλές του πατέρα του. Στην ηλικία των 15, ο Πωλ γνώρισε τον κατά 2 χρόνια μεγαλύτερο του, Τζων Λέννον σε μία συναυλία του ερασιτεχνικού συγκροτήματος Quarrymen, του οποίου ιδρυτικό μέλος ήταν ο δεύτερος. Ο νεαρός ΜακΚάρτνεϋ πέρασε από οντισιόν και τελικά έγινε κιθαρίστας του συγκροτήματος. Το γεγονός της απώλειας της μητέρας του λειτούργησε ως συνεκτικό στοιχείο ανάμεσα στους δυο τους, καθώς η μητέρα του Λέννον, Τζούλια, είχε πεθάνει όταν αυτός ήταν δεκαεπτά. Αργότερα, πρότεινε την προσθήκη του φίλου του, Τζωρτζ Χάρισον, (που είχε γνωρίσει μια μέρα στο λεωφορείο) στο συγκρότημα, η οποία επιτεύχθυκε παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του Λέννον.
Σε κατάθλιψη έπεσε ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ μετά την διάλυση των Beatles, το 1970, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να πίνει πολύ και βρέθηκε ένα βήμα πριν εγκαταλείψει τελείως την μουσική. «Ήμουν σε κατάθλιψη. Ήταν η διάλυση μιας μακρόχρονης φιλίας. Έτσι άρχισα το ποτό. Στην αρχή ένιωθα σπουδαία, στη συνέχεια όμως όχι και δεν είχα ούτε μία καλή στιγμή… Ήθελα να γυρίσω πίσω στο σημείο μηδέν, έτσι αποφάσισα να δημιουργήσω τους Γουίνγκς».
Οι Quarrymen εξελίχθηκαν στους Beatles, ένα συγγρότημα αποτελούμενο από τον ΜακΚάρτνεϋ, τον Τζων Λέννον, τον Τζωρτζ Χάρισον και τον Ρίνγκο Σταρ, το οποίο τραγουδούσε σε κλαμπ του Λίβερπουλ. Το ρεπερτόριο τους αρχικά αποτελούνταν από ροκ εν' ρολλ επιτυχίες της εποχής, αλλά σιγά σιγά προστέθηκαν σε αυτό τραγούδια του ΜακΚάρτνεϋ και του Λέννον. Έχοντας κάνει μεγάλη επιτυχία στο Λίβερπουλ, οδηγήθηκαν στην κυκλοφορία του πρώτου τους σινγκλ, του Love Me Do. Αν και το τραγούδι ήταν σύνθεση του Πωλ, κυκλοφόρησε ως Λέννον-ΜακΚάρτνεϋ, λόγω της συμφωνίας που έκαναν μεταξύ τους να παρουσιάζονται τα τραγούδια που έχει γράψει ο ένας ως συλλογικό τους δημιούργημα. Αυτή η συμφωνία ίσχυσε μέχρι τη διάλυση των Beatles, το 1970, και είχε ως αποτέλεσμα ορισμένες φορές την υποτίμηση του έργου του, και της καινοτομίας που εισήγαγε στην μουσική. Ο ΜακΚάρτνεϋ είναι ο κύριος εμπνευστής της χρήσης ορχήστρας εγχόρδων στη ροκ μουσική, ενώ τα σπουδαιότερα τραγούδια του της περιόδου των Beatles είναι το Yesterday, το Eleanor Rigby, το Let It Be, το Hey Jude και άλλα. Το πρώτο μάλιστα είναι το τραγούδι που έχει παιχτεί τις πιο πολλές φορές στο αμερικανικό ραδιόφωνο. Οι Beatles διασπάστηκαν το 1970(ήδη από το 1969 η κατάσταση ήταν τεντωμένη), επειδή, παρά την προσπάθεια του ΜακΚάρτνεϋ, τα υπόλοιπα μέλη ήθελαν να ακολουθήσουν προσωπική σταδιοδρομία. Ο ΜακΚάρτνεϋ, πιστεύοντας ότι το έργο του αδικούταν από την κατάσταση των Beatles εκείνη την περίοδο, αποφάσισε να κυκλοφορήσει και αυτός σόλο άλμπουμ το 1970, με τίτλο McCartney. Το γεγονός αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχίλισε το ποτήρι και έπειτα από κοινή συνέναιση οι Beatles διασπάστηκαν οριστικά.
| |
| |
Ο ΜακΚάρτνεϋ κυκλοφόρησε το 1970 το πρώτο σόλο άλμπουμ του με τίτλο McCartney και το 1971 το μοναδικό του άλμπουμ με τη σύζυγό του, Λίντα, με τίτλο Ram. Αργότερα το 1971 προστέθηκαν στο ζευγάρι ο κιθαρίστας Denny Laine και ο ντράμερ Denny Seiwell, με αποτέλεσμα το σχηματισμό των Wings. Οι Wings διαλύθηκαν το 1981, αν και το τελευταίο τους άλμπουμ κυκλοφόρησε το 1979. Σημαντικότερο Δείγμα της δισκογραφίας τους αποτελεί ο δίσκος Band on the Run που κυκλοφόρησε το 1973. 0 ο Πωλ ΜακΚάρτνεϋ κυκλοφόρησε το δεύτερο σόλο άλμπουμ του, το McCartney II. Ακολούθησαν το Tug Of War (1982) και το Pipes Of Peace (1983). Κατά τη διάρκεια της σόλο σταδιοδρομίας του, ο πρώην Beatle συνεργάστηκε με πολλούς σημαντικούς μουσικούς, όπως οι Στίβι Γουόντερ, Μάικλ Τζάκσον, Έρικ Στιούαρτ, και Έλβις Κοστέλο. Επίσης, ασχολήθηκε με πολλά είδη μουσικής πέραν της ροκ και της ποπ, συμπεριλαμβανουμένης και της κλασικής μουσικής. Μάλιστα έχει κυκλοφορήσει τέσσερα άλμπουμ κλασικής μουσικής: Paul McCartney's Liverpool Oratorio (1991), Standing Stone (1997), Working Classical (1999) και Ecce Cor Meum (2006). Το 1997 χρίστηκε ιππότης από τη Βασίλισσα Ελισάβετ, ενώ το 1998 θρήνησε το θάνατο της συζήγου του, Λίντα. Το 2002 παντρεύτηκε το πρώην μοντέλο Χέδερ Μιλς, με την οποία χώρισε το 2006 και πήρε διαζύγιο το 2008. Στις 9 Οκτωβρίου 2011 παντρεύτηκε την αμερικανίδα Νάνσι Σέβελ, με την οποία έβγαινε από το 2007. Στις 4 Σεπτεμβρίου 2012, ανακοινώθηκε πως πρόκειται να τιμηθεί από τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, Φρανσουά Ολλάντ με το τίτλο του ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής.
Πολ & Λίντα/ Ενα ζευγάρι που το χώρισε μόνο ο θάνατος
Μια νέα βιογραφία για τον Πολ ΜακΚάρτνεϊ, γραμμένη από τον συγγραφέα Φίλιπ Νόρμαν, φέρνει στο επίκεντρο τη μακρόχρονη σχέση του γνωστού μέλους των Beatles με τη σύζυγό του, Λίντα Ιστμαν. Οπως αναφέρει η βρετανική εφημερίδα Daily Mail, άγνωστες πτυχές της γνωριμίας τους, οι σχέσεις της Λίντα με άλλους αστέρες της μουσικής, ο τρόπος που την υποδέχθηκαν ο Τζον Λένον και τα άλλα δύο μέλη του συγκροτήματος, αλλά και ο μετέπειτα κοινός τους βίος περνούν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Ο Νόρμαν σημειώνει πως η σχέση του Πολ με την Λίντα, αρχικά, δεν φαινόταν ότι θα είχε μέλλον. Η Λίντα δεν είναι το τυπικό δείγμα ομορφιάς και φινέτσας. Μόλις είχε χωρίσει με τον πρώτο άνδρας της, ενώ οι φήμες ότι δεν φωτογράφιζε μόνο αστέρες της ροκ (ναι, το επάγγελμά της ήταν φωτογράφος) αλλά κοιμόταν και μαζί τους, την ακολουθούσε κατά πόδας. Ηδη, το 1967, τότε που όλοι κατάλαβαν πως δεν ήταν μια ακόμη γκρούπι των Beatles, η Λίντα φερόταν να έχει συνάψει πρόσκαιρες σχέσεις με τον Μικ Τζάγκερ, τον Τζιμ Μόρισον και τον ηθοποιό Γουόρεν Μπίτι. Το ελεύθερο πνεύμα της και η φυσική της αντίδραση στις κοινωνικές συνθήκες της εποχής, την καθιστούσαν κάτι άλλο από ένθερμη φαν των Beatles. Πρωτογνωρίστηκε με τον Πολ ΜακΚάρτνεϊ στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια μιας φωτογράφησης του συγκροτήματος. Εκεί έγινε η πρώτη… οπτική επαφή για να ξαναβρεθούν σε μια συνέντευξη Τύπου στη Νέα Υόρκη. Ο Πολ δεν έχασε ευκαιρία: της άφησε μήνυμα στον τηλεφωνητή της και την προσκάλεσε να τον συναντήσει στο Λος Αντζελες. Η Λίντα, κρατώντας ένα τσιγαριλίκι και με αφοπλιστικό χαμόγελο, πήγε στο πολυτελές ξενοδοχείο Μπέβερλι Χιλς όπου διέμενε ο φημισμένος τραγουδιστής και φυσικά ο ένας ένιωσε αμέσως πολύ κοντά στον άλλον. Μέσα σε λίγους μήνες έμεναν μαζί στο Λονδίνο, ενώ έγινε δεκτή και στον κλειστό κύκλο των Beatles δίχως αναταράξεις, σε αντίθεση με ό,τι είχε γίνει με τον Τζον Λένον και την Γιόκο Ονο. Ο Πολ, έχοντας τη Λίντα στη Βρετανία, κατάλαβε πως είχε να κάνει με μια ιδιαίτερη γυναίκα που έτρεφε μεγάλη αγάπη για την εξοχή παρά για τις αστικές ευκολίες. Ετσι, μετακόμισαν σε μια φάρμα στη Σκωτία με τη Λίντα να είναι κατενθουσιασμένη. Παντρεύτηκαν τον Μάρτιο του 1969, αλλά όταν γύρισαν στη Σκωτία, έξω από τη φάρμα τους, είχαν συγκεντρωθεί φαν του Πολ που… έλουζαν τη Λίντα με ουκ ολίγες ύβρεις. Για να ηρεμίσει τα πνεύματα, ο Πολ τους είπε: «Κοιτάξτε κορίτσια, κάποια στιγμή θα παντρευόμουν κι εγώ». Παρά τον υπέρογκο τραπεζικό λογαριασμό του ΜακΚάρτνεϊ, η ζωή του με την Λίντα ήταν η αποθέωση της απλότητας και της λιτότητας. Η ζωή τους στη φάρμα ήταν μιας… κανονικής οικογένειας, ενώ οι ντόπιοι αποδέχθηκαν αμέσως το ανεπιτήδευτο στιλ της Λίντα. Τα παιδιά τους πήγαιναν σε δημόσιο σχολείο, η ίδια κυκλοφορούσε με απλά ρούχα, ενώ το μοναδικό έξοδο που επέτρεπαν στους εαυτούς τους ήταν τα άλογα που διέθεταν. Η Λίντα ήταν μια μείξη του χίπικου κινήματος, του φεμινισμού που αναδυόταν εκείνα τα χρόνια, της κανονικότητας που της πρόσφερε ο ρόλος της μάνας και της συζύγου. Βέβαια, δεν ξεχνούσε ποτέ να καπνίζει μαριχουάνα. Στις αρχές του 1980 εξέδωσε ένα βιβλίο συνταγών για χορτοφάγους για να συμπληρώσει τα ενδιαφέροντά της. Μάλιστα, το βιβλίο είχε τόση επιτυχία που της απέφερε ένα συμβόλαιο με μια εταιρεία έτοιμου φαγητού, η οποία ενέταξε τις συνταγές της Λίντα στα μενού της. Ολα αυτά το 1991, οπότε και η Λίντα άρχισε να κερδίζει πάρα πολλά χρήματα. Πολλά περισσότερα και από τον Πολ. Τον Μάρτιο του 1994, το ζευγάρι γιόρτασε την 25η επέτειό του. Ολα έδειχναν να είναι τέλεια, κι όμως μια σκιά έθαλλε μέσα στο σώμα της. Ηταν τότε που διαγνώστηκε κακοήθης όγκος στο στήθος της. Το ίδιο είχε συμβεί και στη μητέρα του Πολ. Η Λίντα εισήλθε αμέσως στο νοσοκομείο για να αφαιρέσει τον όγκο. Η εγχείρηση πήγε καλά, αλλά ο καρκίνος είχε προλάβει να εξαπλωθεί. Τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά που ακολούθησαν ήταν θλιβερά. Η Λίντα έκανε χημειοθεραπείες και ο Πολ έμενε συνέχεια στο πλάι της. Κανένας άλλος δεν γνώριζε για την περιπέτεια που περνούσε. Ούτε καν οι συγγενείς και οι κοντινοί φίλοι. Υπό άλλες συνθήκες, τα πάντα θα ήταν ευνοϊκά για τους ΜακΚάρτνεϊ. Ο Πολ είχε γίνει Ιππότης για τις υπηρεσίες του στη μουσική, η κόρη του Στέλλα είχε ενταχθεί στο στενό περιβάλλον του φημισμένου οίκου Chloé, ενώ ο Πολ είχε δει τον γιο του Τζέιμς να παίζει κιθάρα στο δίσκο του «Flaming Pie». Κι όμως, η υγεία της Λίντα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Αναγκάστηκε να σταματήσει τα ναρκωτικά και δοκίμασε διάφορες εναλλακτικές θεραπείες. Τον Μάρτιο του 1988, το ζεύγος βρέθηκε στο Παρίσι για να παραστεί σε επίδειξη μόδας της Chloé με την κόρη τους Στέλλα να είναι το τιμώμενο πρόσωπο. Τα πάντα, όμως, είχαν καλυφθεί από τη σκιά επερχόμενου τέλος. Η απώλεια ήταν θέμα της καθημερινότητας. Τον Απρίλιο του 1998, μετακόμισαν στην Αριζόνα. Ηταν φανερό πως της απέμεναν λίγες μόνο ημέρες ζωής. Οντως, στις 17 Απριλίου η Λίντα πέθανε σε ηλικία 56 ετών. Λίγο πριν αφήσει την τελευταία της ανάσα, ο Πολ της ψιθύρισε ότι ήταν ένα καθαρόαιμο άλογο το Appalosa για το οποίο η Λίντα είχε γράψει κάποιους στίχους. Πριν προλάβει να της μιλήσει εκείνη είχε κλείσει τα μάτια της για πάντα.
Μια νέα βιογραφία για τον Πολ ΜακΚάρτνεϊ, γραμμένη από τον συγγραφέα Φίλιπ Νόρμαν, φέρνει στο επίκεντρο τη μακρόχρονη σχέση του γνωστού μέλους των Beatles με τη σύζυγό του, Λίντα Ιστμαν. Οπως αναφέρει η βρετανική εφημερίδα Daily Mail, άγνωστες πτυχές της γνωριμίας τους, οι σχέσεις της Λίντα με άλλους αστέρες της μουσικής, ο τρόπος που την υποδέχθηκαν ο Τζον Λένον και τα άλλα δύο μέλη του συγκροτήματος, αλλά και ο μετέπειτα κοινός τους βίος περνούν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Ο Νόρμαν σημειώνει πως η σχέση του Πολ με την Λίντα, αρχικά, δεν φαινόταν ότι θα είχε μέλλον. Η Λίντα δεν είναι το τυπικό δείγμα ομορφιάς και φινέτσας. Μόλις είχε χωρίσει με τον πρώτο άνδρας της, ενώ οι φήμες ότι δεν φωτογράφιζε μόνο αστέρες της ροκ (ναι, το επάγγελμά της ήταν φωτογράφος) αλλά κοιμόταν και μαζί τους, την ακολουθούσε κατά πόδας. Ηδη, το 1967, τότε που όλοι κατάλαβαν πως δεν ήταν μια ακόμη γκρούπι των Beatles, η Λίντα φερόταν να έχει συνάψει πρόσκαιρες σχέσεις με τον Μικ Τζάγκερ, τον Τζιμ Μόρισον και τον ηθοποιό Γουόρεν Μπίτι. Το ελεύθερο πνεύμα της και η φυσική της αντίδραση στις κοινωνικές συνθήκες της εποχής, την καθιστούσαν κάτι άλλο από ένθερμη φαν των Beatles. Πρωτογνωρίστηκε με τον Πολ ΜακΚάρτνεϊ στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια μιας φωτογράφησης του συγκροτήματος. Εκεί έγινε η πρώτη… οπτική επαφή για να ξαναβρεθούν σε μια συνέντευξη Τύπου στη Νέα Υόρκη. Ο Πολ δεν έχασε ευκαιρία: της άφησε μήνυμα στον τηλεφωνητή της και την προσκάλεσε να τον συναντήσει στο Λος Αντζελες. Η Λίντα, κρατώντας ένα τσιγαριλίκι και με αφοπλιστικό χαμόγελο, πήγε στο πολυτελές ξενοδοχείο Μπέβερλι Χιλς όπου διέμενε ο φημισμένος τραγουδιστής και φυσικά ο ένας ένιωσε αμέσως πολύ κοντά στον άλλον. Μέσα σε λίγους μήνες έμεναν μαζί στο Λονδίνο, ενώ έγινε δεκτή και στον κλειστό κύκλο των Beatles δίχως αναταράξεις, σε αντίθεση με ό,τι είχε γίνει με τον Τζον Λένον και την Γιόκο Ονο. Ο Πολ, έχοντας τη Λίντα στη Βρετανία, κατάλαβε πως είχε να κάνει με μια ιδιαίτερη γυναίκα που έτρεφε μεγάλη αγάπη για την εξοχή παρά για τις αστικές ευκολίες. Ετσι, μετακόμισαν σε μια φάρμα στη Σκωτία με τη Λίντα να είναι κατενθουσιασμένη. Παντρεύτηκαν τον Μάρτιο του 1969, αλλά όταν γύρισαν στη Σκωτία, έξω από τη φάρμα τους, είχαν συγκεντρωθεί φαν του Πολ που… έλουζαν τη Λίντα με ουκ ολίγες ύβρεις. Για να ηρεμίσει τα πνεύματα, ο Πολ τους είπε: «Κοιτάξτε κορίτσια, κάποια στιγμή θα παντρευόμουν κι εγώ». Παρά τον υπέρογκο τραπεζικό λογαριασμό του ΜακΚάρτνεϊ, η ζωή του με την Λίντα ήταν η αποθέωση της απλότητας και της λιτότητας. Η ζωή τους στη φάρμα ήταν μιας… κανονικής οικογένειας, ενώ οι ντόπιοι αποδέχθηκαν αμέσως το ανεπιτήδευτο στιλ της Λίντα. Τα παιδιά τους πήγαιναν σε δημόσιο σχολείο, η ίδια κυκλοφορούσε με απλά ρούχα, ενώ το μοναδικό έξοδο που επέτρεπαν στους εαυτούς τους ήταν τα άλογα που διέθεταν. Η Λίντα ήταν μια μείξη του χίπικου κινήματος, του φεμινισμού που αναδυόταν εκείνα τα χρόνια, της κανονικότητας που της πρόσφερε ο ρόλος της μάνας και της συζύγου. Βέβαια, δεν ξεχνούσε ποτέ να καπνίζει μαριχουάνα. Στις αρχές του 1980 εξέδωσε ένα βιβλίο συνταγών για χορτοφάγους για να συμπληρώσει τα ενδιαφέροντά της. Μάλιστα, το βιβλίο είχε τόση επιτυχία που της απέφερε ένα συμβόλαιο με μια εταιρεία έτοιμου φαγητού, η οποία ενέταξε τις συνταγές της Λίντα στα μενού της. Ολα αυτά το 1991, οπότε και η Λίντα άρχισε να κερδίζει πάρα πολλά χρήματα. Πολλά περισσότερα και από τον Πολ. Τον Μάρτιο του 1994, το ζευγάρι γιόρτασε την 25η επέτειό του. Ολα έδειχναν να είναι τέλεια, κι όμως μια σκιά έθαλλε μέσα στο σώμα της. Ηταν τότε που διαγνώστηκε κακοήθης όγκος στο στήθος της. Το ίδιο είχε συμβεί και στη μητέρα του Πολ. Η Λίντα εισήλθε αμέσως στο νοσοκομείο για να αφαιρέσει τον όγκο. Η εγχείρηση πήγε καλά, αλλά ο καρκίνος είχε προλάβει να εξαπλωθεί. Τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά που ακολούθησαν ήταν θλιβερά. Η Λίντα έκανε χημειοθεραπείες και ο Πολ έμενε συνέχεια στο πλάι της. Κανένας άλλος δεν γνώριζε για την περιπέτεια που περνούσε. Ούτε καν οι συγγενείς και οι κοντινοί φίλοι. Υπό άλλες συνθήκες, τα πάντα θα ήταν ευνοϊκά για τους ΜακΚάρτνεϊ. Ο Πολ είχε γίνει Ιππότης για τις υπηρεσίες του στη μουσική, η κόρη του Στέλλα είχε ενταχθεί στο στενό περιβάλλον του φημισμένου οίκου Chloé, ενώ ο Πολ είχε δει τον γιο του Τζέιμς να παίζει κιθάρα στο δίσκο του «Flaming Pie». Κι όμως, η υγεία της Λίντα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Αναγκάστηκε να σταματήσει τα ναρκωτικά και δοκίμασε διάφορες εναλλακτικές θεραπείες. Τον Μάρτιο του 1988, το ζεύγος βρέθηκε στο Παρίσι για να παραστεί σε επίδειξη μόδας της Chloé με την κόρη τους Στέλλα να είναι το τιμώμενο πρόσωπο. Τα πάντα, όμως, είχαν καλυφθεί από τη σκιά επερχόμενου τέλος. Η απώλεια ήταν θέμα της καθημερινότητας. Τον Απρίλιο του 1998, μετακόμισαν στην Αριζόνα. Ηταν φανερό πως της απέμεναν λίγες μόνο ημέρες ζωής. Οντως, στις 17 Απριλίου η Λίντα πέθανε σε ηλικία 56 ετών. Λίγο πριν αφήσει την τελευταία της ανάσα, ο Πολ της ψιθύρισε ότι ήταν ένα καθαρόαιμο άλογο το Appalosa για το οποίο η Λίντα είχε γράψει κάποιους στίχους. Πριν προλάβει να της μιλήσει εκείνη είχε κλείσει τα μάτια της για πάντα.
| |
| |