Ξέρετε γιατί στις ταινίες μου προτιμώ τις σοφιστικέ ξανθιές γυναίκες; Διότι, αυτό που αποζητάμε όλοι είναι γυναίκες που να συμπεριφέρονται ως αληθινές κυρίες στο σαλόνι, αλλά μετατρέπονται ευθύς σε πόρνες μόλις πατήσουν το πόδι τους στην κρεβατοκάμαρα - Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Τον αποκάλεσαν μισογύνη και ίσως να υπάρχει μια δόση αλήθειας αφού στις ταινίες του Αλφρεντ Χίτσκοκ οι γυναίκες τυραννιούνται πολύ. Το αψεγάδιαστο κάλλος τους πρέπει να ταλαιπωρηθεί, να τσαλακωθεί, η απόκοσμη γοητεία τους να καμφθεί. Τις σκοτώνουν, τις καταδιώκουν πουλιά, πέφτουν από καμπαναριά και γέφυρες, τρελαίνονται, προσπαθούν να ξεπεράσουν τραύματα της παιδικής ηλικίας τους, τις δηλητηριάζουν... Tο αντικείμενο της επιθυμίας, ωραίο και αιθέριο, αυτάρκες μέσα στην τελειότητά του, πρέπει να κακοποιηθεί, να φθαρεί για να καταστεί ζωντανό, αληθινό, γήινο.. Πρέπει να υπoταχθεί στον νόμο της επίγειας πτώσης και σκληρότητας. Μέσα από την μεγάλη του αγάπη που ήταν ο φακός της κάμερας αναζητά το αρχέτυπο μιας ξανθιάς γυναίκας την οποία διαμορφώνει σύμφωνα με τα δικά του πρότυπα, κάτι ανάμεσα σε έλξη και βίτσιο. Δεν το παραδέχτηκε ποτέ αλλά η προτίμησή του για τις όμορφες ξανθές γυναίκες ήταν σύμπτωμα μιας σχεδόν αρρωστημένης εμμονής. Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, παντρεμένος από το 1926 ως τον θάνατό του, το 1980, με την ίδια γυναίκα, την Αλμα Ρεβίλ, είχε κάποια σεξουαλικά συμπλέγματα. Οι διαθέσεις του για το ασθενές φύλο ήταν μάλλον φετιχιστικές αφού, του άρεσε να ντύνει τις πρωταγωνίστριές του, οι οποίες έχουν πάντα μια δυναμική παρουσία στην οθόνη και τις περισσότερες φορές είναι πιο δραστήριες και πιο αποφασιστικές από τους άνδρες.
Η ιδανική ηρωίδα της πρώτης περιόδου βρέθηκε στο πρόσωπο ηθοποιών όπως η Μαντλέν Κάρολ(«Τα 39 σκαλοπάτια», «Ο μυστικός πράκτορας»), η Τζόαν Φοντέν(«Ρεβέκκα», «Υποψίες») και κυρίως η Ινγκριντ Μπέργκμαν, με την οποία συνεργάστηκε σε δύο από τις καλύτερες ταινίες του, το «Νοτόριους» και τη «Νύχτα αγωνίας», ενώ μια τρίτη ταινία τους, το «Στον αστερισμό του Αιγόκερω», απεδείχθη παταγώδης αποτυχία. Πέρασαν και άλλες γυναίκες από τις ταινίες του, ανάμεσά τους η Σίλβια Σίντνεϊ, η Αλίντα Βάλι, ηΤζέιν Γουάιμαν,η Σίρλεϊ Μακ Λέιν και η Τζούλι Αντριους. Καμία όμως δεν προκάλεσε την αίσθηση που προκάλεσαν οι αυθεντικές ξανθιές καλλονές του Χιτς από τη δεκαετία του ΄50 και μετά. Ο ίδιος ο Χίτσκοκ είχε δηλώσει στον Φρανσουά Τρυφό στις περίφημες συνεντεύξεις του : «Στον κινηματογράφο με ενδιαφέρει το σασπένς και σασπένς υπάρχει ακόμη και στο σεξ. Αν το σεξ είναι πολύ φανερό και άμεσο, το σασπένς χάνεται. Γιατί διαλέγω πάντα ξανθές και εξεζητημένες ηθοποιούς; Γιατί αναζητώ κυρίες του καλού κόσμου, αληθινές κυρίες που στο κρεβάτι γίνονται πόρνες; Η φουκαριάρα η Μέριλιν Μονρόε είχε το σεξ γραμμένο σε όλο της το πρόσωπο. Το ίδιο και η Μπριζίτ Μπαρντό. Δεν το βρίσκω καθόλου φίνο. Οι Αγγλίδες, οι Σουηδέζες και οι Βόρειες Γερμανίδες είναι πιο ενδιαφέρουσες από τις Λατίνες, τις Ιταλίδες και τις Γαλλίδες γιατί δεν διατυμπανίζουν το σεξ. Μια νεαρή Αγγλίδα με αυτό το δασκαλίστικο ύφος που έχουν όλες είναι ικανή να μπει μαζί σου σε ένα ταξί και χωρίς να το περιμένεις να σου κατεβάσει το φερμουάρ».
Η ιδανική ηρωίδα της πρώτης περιόδου βρέθηκε στο πρόσωπο ηθοποιών όπως η Μαντλέν Κάρολ(«Τα 39 σκαλοπάτια», «Ο μυστικός πράκτορας»), η Τζόαν Φοντέν(«Ρεβέκκα», «Υποψίες») και κυρίως η Ινγκριντ Μπέργκμαν, με την οποία συνεργάστηκε σε δύο από τις καλύτερες ταινίες του, το «Νοτόριους» και τη «Νύχτα αγωνίας», ενώ μια τρίτη ταινία τους, το «Στον αστερισμό του Αιγόκερω», απεδείχθη παταγώδης αποτυχία. Πέρασαν και άλλες γυναίκες από τις ταινίες του, ανάμεσά τους η Σίλβια Σίντνεϊ, η Αλίντα Βάλι, ηΤζέιν Γουάιμαν,η Σίρλεϊ Μακ Λέιν και η Τζούλι Αντριους. Καμία όμως δεν προκάλεσε την αίσθηση που προκάλεσαν οι αυθεντικές ξανθιές καλλονές του Χιτς από τη δεκαετία του ΄50 και μετά. Ο ίδιος ο Χίτσκοκ είχε δηλώσει στον Φρανσουά Τρυφό στις περίφημες συνεντεύξεις του : «Στον κινηματογράφο με ενδιαφέρει το σασπένς και σασπένς υπάρχει ακόμη και στο σεξ. Αν το σεξ είναι πολύ φανερό και άμεσο, το σασπένς χάνεται. Γιατί διαλέγω πάντα ξανθές και εξεζητημένες ηθοποιούς; Γιατί αναζητώ κυρίες του καλού κόσμου, αληθινές κυρίες που στο κρεβάτι γίνονται πόρνες; Η φουκαριάρα η Μέριλιν Μονρόε είχε το σεξ γραμμένο σε όλο της το πρόσωπο. Το ίδιο και η Μπριζίτ Μπαρντό. Δεν το βρίσκω καθόλου φίνο. Οι Αγγλίδες, οι Σουηδέζες και οι Βόρειες Γερμανίδες είναι πιο ενδιαφέρουσες από τις Λατίνες, τις Ιταλίδες και τις Γαλλίδες γιατί δεν διατυμπανίζουν το σεξ. Μια νεαρή Αγγλίδα με αυτό το δασκαλίστικο ύφος που έχουν όλες είναι ικανή να μπει μαζί σου σε ένα ταξί και χωρίς να το περιμένεις να σου κατεβάσει το φερμουάρ».
ΤΙΠΙ ΧΕΝΤΡΕΝ
Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ την ανακάλυψε σε τηλεοπτικό διαφημιστικό του διαιτητικού αναψυκτικού Sego και της πρότεινε τον ρόλο της Μέλανι στα «Πουλιά», χαρίζοντάς της μάλιστα μια χρυσή καρφίτσα με τρία πουλιά. Ηταν η αρχή μιας από τις πιο ιδιόμορφες και δυσάρεστες ιστορίες που έχουν αναπτυχθεί ανάμεσα σε σκηνοθέτη και σε γυναίκα ηθοποιό. Τα γυρίσματα των «Πουλιών» κύλησαν ομαλά ως λίγο πριν από το τέλος όταν ο Χίτσκοκ χρησιμοποίησε αληθινά πουλιά στη θέση των μηχανικών σε μια δύσκολη σκηνή. "Δεν ξέρω πόσες φορές με τσίμπησαν τα πουλιά, με γρουτζούνισαν, μερικές φορές βίαια, όταν τα έπιανε πανικός. Οι άνθρωποι που εκπαίδευαν τα πουλιά στην ταινία φορούσαν γάντια, εγώ είμουν απλώς το αθώο θύμα που είχε εμπνευστεί ο Χίτσκοκ». Σύμφωνα με τη Χέντρεν, ο Χίτσκοκ την ήθελε για την ταινία επειδή«καμία διάσημη ηθοποιός δεν θα δεχόταν να περάσει από ανάλογες δοκιμασίες».Ο Χίτσκοκ είχε επίσης είχε μια παράξενη εμμονή απέναντί της.«Αρχισα να αισθάνομαι πολύ αμήχανα απέναντί του. Δεν με ενδιέφερε έτσι όπως εκείνος ήθελε να με ενδιαφέρει.Ανοιγε σαμπάνια μόλις τελείωνε κάποιο γύρισμα.Και με παρακολουθούσε διαρκώς». «Μια μέρα που βρισκόμουν μαζί του στο αυτοκίνητο, λίγα βήματα από το πλατό όπου γινόταν το γύρισμα, έπεσε ξαφνικά πάνω μου και με φίλησε βίαια ώστε όλοι να φανταστούν ότι είχαμε ερωτική σχέση!».Η Χέντρεν αντιστάθηκε. Στα γυρίσματα της «Μάρνι», έναν χρόνο αργότερα, του είπε ότι ήθελε να σπάσει το συμβόλαιό τους και το ποτήρι ξεχείλισε όταν η Χέντρεν αρνήθηκε να συνεχίσει κοντά του. Παρέμεινε διά συμβολαίου στη Universal λαμβάνοντας 600 δολάρια εβδομαδιαίως χωρίς να της επιτρέπεται να παίξει σε ταινία άλλου σκηνοθέτη. Η σχέση τους δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.
Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ την ανακάλυψε σε τηλεοπτικό διαφημιστικό του διαιτητικού αναψυκτικού Sego και της πρότεινε τον ρόλο της Μέλανι στα «Πουλιά», χαρίζοντάς της μάλιστα μια χρυσή καρφίτσα με τρία πουλιά. Ηταν η αρχή μιας από τις πιο ιδιόμορφες και δυσάρεστες ιστορίες που έχουν αναπτυχθεί ανάμεσα σε σκηνοθέτη και σε γυναίκα ηθοποιό. Τα γυρίσματα των «Πουλιών» κύλησαν ομαλά ως λίγο πριν από το τέλος όταν ο Χίτσκοκ χρησιμοποίησε αληθινά πουλιά στη θέση των μηχανικών σε μια δύσκολη σκηνή. "Δεν ξέρω πόσες φορές με τσίμπησαν τα πουλιά, με γρουτζούνισαν, μερικές φορές βίαια, όταν τα έπιανε πανικός. Οι άνθρωποι που εκπαίδευαν τα πουλιά στην ταινία φορούσαν γάντια, εγώ είμουν απλώς το αθώο θύμα που είχε εμπνευστεί ο Χίτσκοκ». Σύμφωνα με τη Χέντρεν, ο Χίτσκοκ την ήθελε για την ταινία επειδή«καμία διάσημη ηθοποιός δεν θα δεχόταν να περάσει από ανάλογες δοκιμασίες».Ο Χίτσκοκ είχε επίσης είχε μια παράξενη εμμονή απέναντί της.«Αρχισα να αισθάνομαι πολύ αμήχανα απέναντί του. Δεν με ενδιέφερε έτσι όπως εκείνος ήθελε να με ενδιαφέρει.Ανοιγε σαμπάνια μόλις τελείωνε κάποιο γύρισμα.Και με παρακολουθούσε διαρκώς». «Μια μέρα που βρισκόμουν μαζί του στο αυτοκίνητο, λίγα βήματα από το πλατό όπου γινόταν το γύρισμα, έπεσε ξαφνικά πάνω μου και με φίλησε βίαια ώστε όλοι να φανταστούν ότι είχαμε ερωτική σχέση!».Η Χέντρεν αντιστάθηκε. Στα γυρίσματα της «Μάρνι», έναν χρόνο αργότερα, του είπε ότι ήθελε να σπάσει το συμβόλαιό τους και το ποτήρι ξεχείλισε όταν η Χέντρεν αρνήθηκε να συνεχίσει κοντά του. Παρέμεινε διά συμβολαίου στη Universal λαμβάνοντας 600 δολάρια εβδομαδιαίως χωρίς να της επιτρέπεται να παίξει σε ταινία άλλου σκηνοθέτη. Η σχέση τους δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.
ΕΥΑ ΜΑΡΙ ΣΑΙΝΤ
Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ έδωσε μάχη για να την κερδίσει γιατί η Μetro Goldwyn Μeyer ήθελε διαφορετικού τύπου πρωταγωνίστρια για τον ρόλο της Ιβ Κένταλ στη «Σκιά των τεσσάρων γιγάντων». Μία από τις επιλογές του στούντιο ήταν η χορεύτρια-ηθοποιός Σιντ Τσαρίς, ενώ ο Κάρι Γκραντ που πρωταγωνιστεί στην ταινία ήθελε στο πλευρό του την τη Σοφία Λόρεν. Η Λόρεν επιθυμούσε να παίξει σε ταινία του Χίτσκοκ, για μία ακόμη φορά όμως το έκδηλο σεξαπίλ άφησε αδιάφορο τον Χίτσκοκ που είδε στη Εύα-Μαρί μια δυναμική αλλά συγχρόνως εύθραυστη γυναίκα. «Με είδε όπως κανένας άλλος δεν με είχε δει ως τότε» δήλωσε αργότερα η ηθοποιός για τον Χίτσκοκ, ο οποίος της είχε πει: "Παίζεις σε ταινίες όπου πλένεις τα πιάτα και δείχνεις ανιαρή μέσα στην ποδιά της νοικοκυράς. Το κοινό θέλει να βλέπει τις πρωταγωνίστριές του καλοντυμένες".Πραγματικά, όπως συνήθιζε να κάνει με πολλές μούσες του, ο Χίτσκοκ, έχοντας μείνει δυσαρεστημένος από την γκαρνταρόμπα που είχε επιλέξει το στούντιο για τη Σαίντ, πήγε προσωπικά μαζί της στο Βergdorf Goodman και επέλεξε τα ρούχα που η ηθοποιός φορά στην ταινία.
Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ έδωσε μάχη για να την κερδίσει γιατί η Μetro Goldwyn Μeyer ήθελε διαφορετικού τύπου πρωταγωνίστρια για τον ρόλο της Ιβ Κένταλ στη «Σκιά των τεσσάρων γιγάντων». Μία από τις επιλογές του στούντιο ήταν η χορεύτρια-ηθοποιός Σιντ Τσαρίς, ενώ ο Κάρι Γκραντ που πρωταγωνιστεί στην ταινία ήθελε στο πλευρό του την τη Σοφία Λόρεν. Η Λόρεν επιθυμούσε να παίξει σε ταινία του Χίτσκοκ, για μία ακόμη φορά όμως το έκδηλο σεξαπίλ άφησε αδιάφορο τον Χίτσκοκ που είδε στη Εύα-Μαρί μια δυναμική αλλά συγχρόνως εύθραυστη γυναίκα. «Με είδε όπως κανένας άλλος δεν με είχε δει ως τότε» δήλωσε αργότερα η ηθοποιός για τον Χίτσκοκ, ο οποίος της είχε πει: "Παίζεις σε ταινίες όπου πλένεις τα πιάτα και δείχνεις ανιαρή μέσα στην ποδιά της νοικοκυράς. Το κοινό θέλει να βλέπει τις πρωταγωνίστριές του καλοντυμένες".Πραγματικά, όπως συνήθιζε να κάνει με πολλές μούσες του, ο Χίτσκοκ, έχοντας μείνει δυσαρεστημένος από την γκαρνταρόμπα που είχε επιλέξει το στούντιο για τη Σαίντ, πήγε προσωπικά μαζί της στο Βergdorf Goodman και επέλεξε τα ρούχα που η ηθοποιός φορά στην ταινία.
ΚIM NOBAK
Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ δούλεψε σχεδόν με το ζόρι μαζί της, γιατί πίστευε ότι η Νόβακ είχε αυτό το λαϊκό, «έκδηλο σεξαπίλ» που τόσο πολύ απεχθανόταν. Ο ρόλος άλλωστε δόθηκε στην Νόβακ επειδή η πρώτη επιλογή του Χίτσκοκ, η Βέρα Μάιλς,είχε μείνει έγκυος και δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της ταινίας. Η Μάιλς, είχε ήδη συνεργαστεί με τον Χίτσκοκ στο «Δεκατρία εγκλήματα ζητούν ένοχο», και αργότερα θα υποδυόταν την αδελφή της Τζάνετ Λι στην «Ψυχώ». Ο Χίτσκοκ ταλαιπώρησε τη Νόβακ στα γυρίσματα του «Δεσμώτη του ιλίγγου». Η σκηνή στην οποία βλέπουμε τη Μάντλεν να πέφτει στα νερά της Golden Βridge του Σαν Φρανσίσκο γυρίστηκε πολλές φορές μόνο και μόνο από καπρίτσιο του σκηνοθέτη. Τη δική του μικρή ιστορία έχει επίσης γράψει το περίφημο γκρι ταγέρ της Μαντλέν, το οποίο η Νόβακ απεχθανόταν. Ο Χίτσκοκ και η ενδυματολόγος Ιντιθ Χενττο επέλεξαν ακριβώς επειδή το γκρι χρώμα ήταν τόσο αταίριαστο σε μια ξανθιά γυναίκα.
Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ δούλεψε σχεδόν με το ζόρι μαζί της, γιατί πίστευε ότι η Νόβακ είχε αυτό το λαϊκό, «έκδηλο σεξαπίλ» που τόσο πολύ απεχθανόταν. Ο ρόλος άλλωστε δόθηκε στην Νόβακ επειδή η πρώτη επιλογή του Χίτσκοκ, η Βέρα Μάιλς,είχε μείνει έγκυος και δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της ταινίας. Η Μάιλς, είχε ήδη συνεργαστεί με τον Χίτσκοκ στο «Δεκατρία εγκλήματα ζητούν ένοχο», και αργότερα θα υποδυόταν την αδελφή της Τζάνετ Λι στην «Ψυχώ». Ο Χίτσκοκ ταλαιπώρησε τη Νόβακ στα γυρίσματα του «Δεσμώτη του ιλίγγου». Η σκηνή στην οποία βλέπουμε τη Μάντλεν να πέφτει στα νερά της Golden Βridge του Σαν Φρανσίσκο γυρίστηκε πολλές φορές μόνο και μόνο από καπρίτσιο του σκηνοθέτη. Τη δική του μικρή ιστορία έχει επίσης γράψει το περίφημο γκρι ταγέρ της Μαντλέν, το οποίο η Νόβακ απεχθανόταν. Ο Χίτσκοκ και η ενδυματολόγος Ιντιθ Χενττο επέλεξαν ακριβώς επειδή το γκρι χρώμα ήταν τόσο αταίριαστο σε μια ξανθιά γυναίκα.
ΝΤΟΡΙΣ ΝΤΕΪ
Η Ντόρις Ντέι ήταν η ιδανικότερη επιλογή για τον ρόλο της ξανθιάς, αφελούς Aμερικανίδας τουρίστριας στο Μαρόκο, όπου βλέπει τον γιο της να πέφτει θύμα απαγωγής και παλεύει για την ανεύρεσή του μαζί με τον σύζυγό της (Τζέιμς Στιούαρτ). Δεν είναι βέβαια η «παγωμένη» ξανθιά που αφήνει να εννοηθούν πολλά με το βλέμμα αλλά μπορεί να συμπεριληφθεί στις «χιτσκοκικές» μούσες ως η γυναίκα της διπλανής πόρτας που έχει το μυαλό αλλά και το θάρρος να πέσει στη φωτιά για το αγαπημένο της πρόσωπο. Ο Χίτσκοκ επέλεξε την Ντόρις Ντέι αφού την είδε στην ταινία «Storm warning» (1951), ένα αντιρατσιστικό δράμα όπου η ηθοποιός τα έβαζε με την Κου Κλουξ Κλαν έχοντας στο πλευρό της τον Ρόναλντ Ρέιγκαν. Η Ντέι δεν πέρασε καλά στα γυρίσματα του «Ανθρώπου που γνώριζε πολλά». Παραπονούνταν συνεχώς για την υποβάθμιση της ερμηνείας της την ώρα που ο Χίτσκοκ την απέφευγε εξηγώντας της απλώς ότι η ιστορία προείχε. Ωστόσο σε αυτή την ταινία η Ντέι οφείλει μία από τις σημαντικότερες στιγμές της κινηματογραφικής καριέρας της, εκείνη όπου τραγουδά το περίφημο τραγούδι «Whatever Will Βe, Will Βe (Que Sera, Sera)». Το τραγούδι των Ρέι Εβανς- Τζέι Λίβινγκστον έγινε τεράστια επιτυχία και απέσπασε το Οσκαρ καλύτερου τραγουδιού.
Η Ντόρις Ντέι ήταν η ιδανικότερη επιλογή για τον ρόλο της ξανθιάς, αφελούς Aμερικανίδας τουρίστριας στο Μαρόκο, όπου βλέπει τον γιο της να πέφτει θύμα απαγωγής και παλεύει για την ανεύρεσή του μαζί με τον σύζυγό της (Τζέιμς Στιούαρτ). Δεν είναι βέβαια η «παγωμένη» ξανθιά που αφήνει να εννοηθούν πολλά με το βλέμμα αλλά μπορεί να συμπεριληφθεί στις «χιτσκοκικές» μούσες ως η γυναίκα της διπλανής πόρτας που έχει το μυαλό αλλά και το θάρρος να πέσει στη φωτιά για το αγαπημένο της πρόσωπο. Ο Χίτσκοκ επέλεξε την Ντόρις Ντέι αφού την είδε στην ταινία «Storm warning» (1951), ένα αντιρατσιστικό δράμα όπου η ηθοποιός τα έβαζε με την Κου Κλουξ Κλαν έχοντας στο πλευρό της τον Ρόναλντ Ρέιγκαν. Η Ντέι δεν πέρασε καλά στα γυρίσματα του «Ανθρώπου που γνώριζε πολλά». Παραπονούνταν συνεχώς για την υποβάθμιση της ερμηνείας της την ώρα που ο Χίτσκοκ την απέφευγε εξηγώντας της απλώς ότι η ιστορία προείχε. Ωστόσο σε αυτή την ταινία η Ντέι οφείλει μία από τις σημαντικότερες στιγμές της κινηματογραφικής καριέρας της, εκείνη όπου τραγουδά το περίφημο τραγούδι «Whatever Will Βe, Will Βe (Que Sera, Sera)». Το τραγούδι των Ρέι Εβανς- Τζέι Λίβινγκστον έγινε τεράστια επιτυχία και απέσπασε το Οσκαρ καλύτερου τραγουδιού.
«Η γυναίκα πρέπει να είναι σαν μια καλή ταινία τρόμου: όσο περισσότερο χώρο αφήνει για τη φαντασία μας, τόσο καλύτερα» –Άλφρεντ Χίτσκοκ
ΓΚΡΕΪΣ ΚΕΛΙ
Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ βρήκε την αγαπημένη του ξανθιά αριστοκράτισσα στο πρόσωπο μιας 24χρονης κοπέλας από τη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας, η οποία μπορούσε να γίνει πειστική τόσο ως θύμα όσο και ως θύτης. Στο "Τηλεφωνήσατε ασφάλεια αμέσου δράσεως" η ηρωίδα της Γκρέις Κέλι σκοτώνει τον υποψήφιο δολοφόνο της, ενώ στο "Κυνήγι του κλέφτη" η Κέλι υποδύεται μία από τις πιο μυστηριώδεις, περίπλοκες και απρόβλεπτες ηρωίδες της καριέρας της. H τρίτη ταινία της με τον Χίτσκοκ (μαζί με την Ινγκριντ Μπέργκμαν η Κέλι ήταν η μόνη γυναίκα πρωταγωνίστρια που έπαιξε σε τρεις ταινίες του) είναι η αριστουργηματική και για πολλούς η καλύτερη ταινία του Χιτς "Σιωπηλός μάρτυρας". Οταν "Το κυνήγι του κλέφτη" γυριζόταν στο Μονακό, η Κέλι ερωτεύθηκε τον πρίγκιπα Ρενιέ , ο οποίος ήθελε να την απομακρύνει από τον κινηματογράφο, όπως και έγινε. Σε αντίθεση με την Μπέργκμαν, την οποία μίσησε όταν τον άφησε για τον Ροσελίνι, ο Χίτσκοκ, ο οποίος εκτιμούσε απεριόριστα την Κέλι, δεν πτοήθηκε. Την προσέγγιζε συνεχώς για νέα πράγματα και εκείνη θα επέστρεφε για λογαριασμό του στη «Μάρνι» αν ο σύζυγός της δεν την εμπόδιζε. Ο Ρενιέ δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να δει την πριγκίπισσά του κλέφτρα και ερωμένη του Σον Κόνερι.Η ειρωνεία είναι ότι το 1982 η μούσα του Χίτσκοκ σκοτώθηκε σε τροχαίο στον ίδιο δρόμο του περίφημου κυνηγητού αυτοκινήτων της ταινίας «Το κυνήγι του κλέφτη»...
Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ βρήκε την αγαπημένη του ξανθιά αριστοκράτισσα στο πρόσωπο μιας 24χρονης κοπέλας από τη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας, η οποία μπορούσε να γίνει πειστική τόσο ως θύμα όσο και ως θύτης. Στο "Τηλεφωνήσατε ασφάλεια αμέσου δράσεως" η ηρωίδα της Γκρέις Κέλι σκοτώνει τον υποψήφιο δολοφόνο της, ενώ στο "Κυνήγι του κλέφτη" η Κέλι υποδύεται μία από τις πιο μυστηριώδεις, περίπλοκες και απρόβλεπτες ηρωίδες της καριέρας της. H τρίτη ταινία της με τον Χίτσκοκ (μαζί με την Ινγκριντ Μπέργκμαν η Κέλι ήταν η μόνη γυναίκα πρωταγωνίστρια που έπαιξε σε τρεις ταινίες του) είναι η αριστουργηματική και για πολλούς η καλύτερη ταινία του Χιτς "Σιωπηλός μάρτυρας". Οταν "Το κυνήγι του κλέφτη" γυριζόταν στο Μονακό, η Κέλι ερωτεύθηκε τον πρίγκιπα Ρενιέ , ο οποίος ήθελε να την απομακρύνει από τον κινηματογράφο, όπως και έγινε. Σε αντίθεση με την Μπέργκμαν, την οποία μίσησε όταν τον άφησε για τον Ροσελίνι, ο Χίτσκοκ, ο οποίος εκτιμούσε απεριόριστα την Κέλι, δεν πτοήθηκε. Την προσέγγιζε συνεχώς για νέα πράγματα και εκείνη θα επέστρεφε για λογαριασμό του στη «Μάρνι» αν ο σύζυγός της δεν την εμπόδιζε. Ο Ρενιέ δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να δει την πριγκίπισσά του κλέφτρα και ερωμένη του Σον Κόνερι.Η ειρωνεία είναι ότι το 1982 η μούσα του Χίτσκοκ σκοτώθηκε σε τροχαίο στον ίδιο δρόμο του περίφημου κυνηγητού αυτοκινήτων της ταινίας «Το κυνήγι του κλέφτη»...
«Οι ξανθές κάνουν τα πιο ωραία θύματα. Είναι όπως το απάτητο χιόνι, που αναδεικνύει τα ματωμένα ίχνη» –Άλφρεντ Χίτσκοκ
ΤΖΑΝΕΤ ΛΙ
HΤζάνετ Λι, ξεκίνησε την καριέρα της στα μέσα της δεκαετίας του 1940, σε ηλικία μόλις 19 ετών και είχε βρεθεί στο πλευρό μεγάλων αστέρων της εποχής, από τον Ρόμπερτ Μίτσαμ («Τόσα όνειρα στους δρόμους», 1949) και τον Τζον Γουέιν(«Χαλύβδινοι τιτάνες», 1957) ως τον Τζέιμς Στιούαρτ(«Ο τελευταίος ζωντανός», 1952) και τον Ορσον Γουέλςστο αριστούργημά του «Ο άρχων του τρόμου» (1958). Ωστόσο η διασημότερη ταινία της φιλμογραφίας της ηθοποιού, η οποία πέθανε το 2004 σε ηλικία 77 ετών, υπήρξε το "Ψυχώ", όπου η ρωίδα της Λι, η Μάριον Κρέιν, πεθαίνει στο μέσον του φιλμ. Στην κλασική σκηνή του ντους, η οποία στην εποχή της είχε προκαλέσει σοκ (η Λι ισχυριζόταν ότι ποτέ δεν μπόρεσε να ξανακάνει ντους μετά από αυτή την ταινία), η Λι, όπως αναφέρει και στο βιβλίο της Ρsycho: Βehind the scenes in the classic thriller (Ψυχώ:Στα παρασκήνια του κλασικού θρίλερ), ο θρίαμβος που την οδήγησε στις υποψηφιότητες των Οσκαρ (β΄ ρόλου) μετετράπη σε βαριά σκιά.«Τουλάχιστον ο Χίτσκοκ φρόντισε ώστε το νερό στην μπανιέρα να είναι ζεστό...»είχε πει για την εμπειρία της στο ντους.
HΤζάνετ Λι, ξεκίνησε την καριέρα της στα μέσα της δεκαετίας του 1940, σε ηλικία μόλις 19 ετών και είχε βρεθεί στο πλευρό μεγάλων αστέρων της εποχής, από τον Ρόμπερτ Μίτσαμ («Τόσα όνειρα στους δρόμους», 1949) και τον Τζον Γουέιν(«Χαλύβδινοι τιτάνες», 1957) ως τον Τζέιμς Στιούαρτ(«Ο τελευταίος ζωντανός», 1952) και τον Ορσον Γουέλςστο αριστούργημά του «Ο άρχων του τρόμου» (1958). Ωστόσο η διασημότερη ταινία της φιλμογραφίας της ηθοποιού, η οποία πέθανε το 2004 σε ηλικία 77 ετών, υπήρξε το "Ψυχώ", όπου η ρωίδα της Λι, η Μάριον Κρέιν, πεθαίνει στο μέσον του φιλμ. Στην κλασική σκηνή του ντους, η οποία στην εποχή της είχε προκαλέσει σοκ (η Λι ισχυριζόταν ότι ποτέ δεν μπόρεσε να ξανακάνει ντους μετά από αυτή την ταινία), η Λι, όπως αναφέρει και στο βιβλίο της Ρsycho: Βehind the scenes in the classic thriller (Ψυχώ:Στα παρασκήνια του κλασικού θρίλερ), ο θρίαμβος που την οδήγησε στις υποψηφιότητες των Οσκαρ (β΄ ρόλου) μετετράπη σε βαριά σκιά.«Τουλάχιστον ο Χίτσκοκ φρόντισε ώστε το νερό στην μπανιέρα να είναι ζεστό...»είχε πει για την εμπειρία της στο ντους.
Το παρακάτω κείμενο του Άλφρεντ Χίτσκοκ δημοσιεύτηκε το 1931 στο Λονδίνο στο συλλογικό βιβλίο «Who's Who in Film Land» και θίγει την διασημότερη εμμονή του θρυλικού σκηνοθέτη (τις ξανθιές πρωταγωνίστριες ), αποκαλύπτοντας το σκεπτικό πίσω από την επιλογή τους…
Αυτό που έχω πάντα στο νου μου όταν διαλέγω την ηρωίδα μου είναι ότι πρέπει να είναι έτσι φτιαγμένη, ώστε ν' αρέσει κυρίως στις γυναίκες, παρά στους άντρες, γιατί οι γυναίκες αποτελούν τα τρία τέταρτα του κινηματογραφικού κοινού. Καμία ηθοποιός δε μπορεί να αποτελεί καλή εμπορική πρόταση ως ηρωίδα ταινίας, παρά μόνο όταν αρέσει στο δικό της φύλο. Όσες λοιπόν ενδιαφέρεστε να βγείτε στην οθόνη, ας το έχετε αυτό υπόψη. Ενδεχομένως την άποψή μου αυτή να χλευάσουν οι οπαδοί της «φυσιογνωμικής» σχολής της κινηματογραφικής τέχνης, που διατείνονται ότι το πιο σημαντικό στοιχείο σε μια σταρ της οθόνης είναι το σεξαπίλ. Αγνοούν όμως το γεγονός ότι γυναίκες που ήταν επί μακρόν δημοφιλείς σταρ, όπως η Μαίρη Πίκφορντ, η Λίλιαν Γκις, η Μπέτυ Μπάλφουρ, η Πωλίν Φρέντερικ και η Νόρμα Τάλμαζ, δεν είχαν καθόλου σεξαπίλ, τουλάχιστον με την έννοια που χρησιμοποιείται σήμερα αυτός ο όρος. Η επιτυχία τους οφείλεται όχι μόνο στο ταλέντο και τη φυσική τους χάρη, αλλά και στο ότι εμφανίζονται πάντα σε ρόλους που, από πλευράς υποβολής και ερμηνευτικής δεξιοτεχνίας, εκφράζουν τα καλύτερα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. «Σε εξιτάρει το παράδοξο της εσωτερικής φλόγας με το παγωμένο περίβλημα» απάντησε με ερώτηση ο Τριφό, στις περίφημες συνεντεύξεις τους. «Ακριβώς. Διότι το σεξ δεν χρειάζεται διαφήμιση. Χωρίς το στοιχείο της έκπληξης μία ερωτική σκηνή θα χάσει το νόημά της» καυχήθηκε ο Χιτς.
Αυτό που έχω πάντα στο νου μου όταν διαλέγω την ηρωίδα μου είναι ότι πρέπει να είναι έτσι φτιαγμένη, ώστε ν' αρέσει κυρίως στις γυναίκες, παρά στους άντρες, γιατί οι γυναίκες αποτελούν τα τρία τέταρτα του κινηματογραφικού κοινού. Καμία ηθοποιός δε μπορεί να αποτελεί καλή εμπορική πρόταση ως ηρωίδα ταινίας, παρά μόνο όταν αρέσει στο δικό της φύλο. Όσες λοιπόν ενδιαφέρεστε να βγείτε στην οθόνη, ας το έχετε αυτό υπόψη. Ενδεχομένως την άποψή μου αυτή να χλευάσουν οι οπαδοί της «φυσιογνωμικής» σχολής της κινηματογραφικής τέχνης, που διατείνονται ότι το πιο σημαντικό στοιχείο σε μια σταρ της οθόνης είναι το σεξαπίλ. Αγνοούν όμως το γεγονός ότι γυναίκες που ήταν επί μακρόν δημοφιλείς σταρ, όπως η Μαίρη Πίκφορντ, η Λίλιαν Γκις, η Μπέτυ Μπάλφουρ, η Πωλίν Φρέντερικ και η Νόρμα Τάλμαζ, δεν είχαν καθόλου σεξαπίλ, τουλάχιστον με την έννοια που χρησιμοποιείται σήμερα αυτός ο όρος. Η επιτυχία τους οφείλεται όχι μόνο στο ταλέντο και τη φυσική τους χάρη, αλλά και στο ότι εμφανίζονται πάντα σε ρόλους που, από πλευράς υποβολής και ερμηνευτικής δεξιοτεχνίας, εκφράζουν τα καλύτερα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. «Σε εξιτάρει το παράδοξο της εσωτερικής φλόγας με το παγωμένο περίβλημα» απάντησε με ερώτηση ο Τριφό, στις περίφημες συνεντεύξεις τους. «Ακριβώς. Διότι το σεξ δεν χρειάζεται διαφήμιση. Χωρίς το στοιχείο της έκπληξης μία ερωτική σκηνή θα χάσει το νόημά της» καυχήθηκε ο Χιτς.