Απόκοσμη ομορφιά, υπνωτιστικό βλέμμα, ζωγραφιστά φρύδια Θηλυκή, αρσενική, λολίτα, γυναίκα άγγελος
και διάβολος μαζί, η Μάρλεν Ντίτριχ αποτελεί μέχρι και σήμερα, την αιώνια femme fatal.
«Δεν υπήρξε καλή μάνα, καλή σύντροφος ή καλή φίλη. Εκείνη ήξερε μόνο να είναι σταρ»
και διάβολος μαζί, η Μάρλεν Ντίτριχ αποτελεί μέχρι και σήμερα, την αιώνια femme fatal.
«Δεν υπήρξε καλή μάνα, καλή σύντροφος ή καλή φίλη. Εκείνη ήξερε μόνο να είναι σταρ»
Οι περισσότερες γυναίκες θέλουν σώνει και καλά να αλλάξουν τον άντρα
και όταν τον αλλάξουν, δεν τους αρέσει πια.
και όταν τον αλλάξουν, δεν τους αρέσει πια.
Η Μαρία Μαγκνταλένε Ντίτριχ γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 1901 και μεγάλωσε σύμφωνα με την αυστηρή καθοδήγηση της συντηρητικής μητέρας της. Ήθελε να γίνει μουσικός αλλά ένας τραυματισμός στο αριστερό της χέρι ανέτρεψε τα αρχικά σχέδιά της αναγκάζοντάς την να διακόψει τις σπουδές της. Έτσι αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Γράφεται στη δραματική σχολή του περίφημου θεατράνθρωπου Μαξ Ράινχαρτ και σύντομα έρχονται οι πρώτοι μικροί ρόλοι στο θέατρο και λίγο αργότερα και στον γερμανικό κινηματογράφο. Η γενικευμένη αποδοκιμασία της οικογένειάς της για τις επιλογές της θα την ωθήσουν να αλλάξει το όνομά της, χρησιμοποιώντας πλέον στα καλλιτεχνικά μια μείξη του πρώτου και του μεσαίου της ονόματος. Το 1923 η Ντίτριχ παντρεύεται τον Rudolf Sieber, επαγγελματία της κινηματογραφικής βιομηχανίας της Γερμανίας, ο οποίος τη στηρίζει ενεργά στην υποκριτική της περιπέτεια. Με τη βοήθειά του έρχεται η συμμετοχή της στην ταινία του 1923 «Tragedy of Love», δίνοντάς της μια πρώτη φήμη στο πανί.Τον επόμενο χρόνο το ζευγάρι θα υποδεχτεί τον καρπό του έρωτά του, τη Μαρία. Αργότερα θα χωρίσουν, χωρίς να πάρουν ωστόσο επίσημο διαζύγιο ποτέ..Ως το 1927 η Ντίτριχ ερμήνευε μικρούς ρόλους στο θέατρο και συμμετείχε σε πολλές βουβές ταινίες. Τον Αύγουστο του 1929 ο σκηνοθέτης Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ βρέθηκε στο Βερολίνο για τα γυρίσματα μιας ταινίας, γνώρισε την Ντίτριχ και έτσι γεννήθηκε μία από τις πιο πετυχημένες συνεργασίες του κινηματογράφου.Γύρισαν μαζί την ταινία «Γαλάζιος Άγγελος» και έτσι ξεκίνησε η σπουδαία καριέρα της. Με την εξωτερική ομορφιά και τους σοφιστικέ της τρόπους, η Ντίτριχ ήταν ιδανική για τον ρόλο της χορεύτριας του καμπαρέ Λόλα Λόλα. Το φιλμ παρακολουθεί την παρακμή και την πτώση ενός καθηγητή, ο οποίος απαρνιέται τα πάντα για χάρη των ματιών της. Παγκόσμια επιτυχία, η ταινία συντελεί στην οικοδόμηση του μύθου της Ντίτριχ, κάνοντάς τη αυτόματα αστέρι στις ΗΠΑ. Η Ντίτριχ και ο Στέρνμπεργκ συνεργάστηκαν μαζί σε συνολικά 6 ταινίες: «Μαρόκο» («Morocco», 1930), «Η Ατιμασμένη» («Dishonored» 1931), «Σανγκάη Εξπρές» («Shanghai Express», 1932), «Ξανθή Αφροδίτη» («Blond Venus», 1932), «Τραγική Τσαρίνα» («Scarlet Empress», 1934).Το 1936 η Ντίτριχ ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη ηθοποιός του κόσμου. Το 1939 αλλάζοντας την υπηκοότητά της σε Αμερικανική αποδοκιμάστηκε από τον Γερμανικό λαό και ο Τύπος της αφιέρωνε πρωτοσέλιδα με τίτλο: «Ντίτριχ: προδότρια της πατρίδας». Στη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου η Μάρλεν συμμετείχε στον αγώνα κατά του ναζιστικού κινήματος και τιμήθηκε αργότερα για την προσφορά της με το μετάλλιο της ελευθερίας.
«Στην Αμερική το σεξ είναι εμμονή. Σε άλλα μέρη του κόσμου είναι γεγονός.»
Το 1950 συνεργάστηκε με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ στην ταινία «Ο δολοφόνος έρχεται κάθε βράδυ»(«Stage Flight»). Το 1951 η Ντίτριχ ηχογράφησε για λογαριασμό της Columbia στη Νέα Υόρκη τον πρώτο της δίσκο με τίτλο: Marlene Dietrich Overseas. Οι μεγαλύτερες ίσως κινηματογραφικές στιγμές της έρχονται με τη συνεργασία της με τον Όρσον Γουέλς, όπου συμμετέχει σε δευτερεύοντες ρόλους στο «Ο Άρχων του Κακού» (1958) και το «Judgment at Nuremberg» (1961). Το 1960 ρίσκαρε την επιστροφή της στη Γερμανία και παρ' όλη την κατακραυγή που της είχε επιφυλαχθεί - δεν της συγχώρησαν ποτέ την αλλαγή της υπηκοότητας - εκείνη επέμεινε και κέρδισε πίσω την αγάπη τους.
Έγινε γνωστή σε ρόλους μοιραίας femme fatale και Προτιμούσε τα παντελόνια, εμφανιζόταν με αντρικά ενδύματα της εποχής, τόσο εντός όσο και εκτός σκηνής, γεγονός που συντέλεσε στη μοναδική γοητεία της, δημιουργώντας παράλληλα νέες τάσεις στη μόδα Στην εκτός κινηματογραφικού πανιού ζωή της, η Ντίτριχ ήταν σφοδρή πολέμιος της ναζιστικής επέλασης, θεωρώντας τη μάστιγα για τη χώρα της. Στα τέλη μάλιστα της δεκαετίας του '30, εκπρόσωποι του Χίτλερ της ζήτησαν να επιστρέψει στη Γερμανία για να τονώσει τη ναζιστική προπαγανδιστική κινηματογραφία, με την ίδια να απορρίπτει το ενδεχόμενο με κατηγορηματικό τρόπο. Ως αποτέλεσμα, οι ταινίες της απαγορεύτηκαν στη χιτλερική Γερμανία! Η συνεισφορά της στον πόλεμο δεν εξαντλήθηκε βέβαια στον ψυχαγωγικό χαρακτήρα τόνωσης του ηθικού των στρατιωτών, καθώς η Ντίτριχ ηχογράφησε αντιναζιστικά μηνύματα στα γερμανικά, τα οποία μεταδίδονταν από τα συμμαχικά ραδιόφωνα στα πεδία της μάχης. Καθώς βέβαια η κινηματογραφική της καριέρα έφθινε σταθερά από τα μέσα της δεκαετίας του '50, η Ντίτριχ θα μεταπηδήσει στη δεύτερη αγάπη της, το τραγούδι, γνωρίζοντας αξιοσημείωτη καριέρα. Το περίφημο νούμερό της θα κάνει τον κύκλο του κόσμου, με την ίδια να ταξιδεύει από το Λας Βέγκας μέχρι και το Παρίσι, περιοδεύοντας στη φήμη!
Μέχρι τα μέσα του 1970, η Ντίτριχ είχε πλέον εγκαταλείψει την πίστα. Μετακόμισε στο Παρίσι όπου και πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της σε κατάσταση σχεδόν απομόνωσης. Το 1984 θα πρόσφερε την τελευταία δημόσια εκδήλωσή της, μέσω του ηχητικού σχολιασμού της στο ντοκιμαντέρ του Μαξιμίλιαν Σελ για την ίδια, το «Marlene» (1984). Αρνήθηκε ωστόσο να εμφανιστεί μπροστά στην κάμερα.Ο Σελ χρησιμοποίησε αποσπάσματα της συνέντευξης στο αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ με τίτλο «Marlene: Α feature» που γνώρισε το 1984 τεράστια επιτυχία παγκοσμίως. Η Ντίτριχ πέθανε στις 6 Μαΐου 1992 στην οικία της στο Παρίσι. Μετά την κηδεία της, ενταφιάστηκε δίπλα στη μητέρα της στο Βερολίνο. Η μοναχοκόρη της, Μαρία, της πρόσφερε τέσσερα εγγόνια, ενώ στα μέσα του '90 θα έγραφε άλλη μια βιογραφία για τη σπουδαία μητέρα της... Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει ένατη στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.
Μέχρι τα μέσα του 1970, η Ντίτριχ είχε πλέον εγκαταλείψει την πίστα. Μετακόμισε στο Παρίσι όπου και πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της σε κατάσταση σχεδόν απομόνωσης. Το 1984 θα πρόσφερε την τελευταία δημόσια εκδήλωσή της, μέσω του ηχητικού σχολιασμού της στο ντοκιμαντέρ του Μαξιμίλιαν Σελ για την ίδια, το «Marlene» (1984). Αρνήθηκε ωστόσο να εμφανιστεί μπροστά στην κάμερα.Ο Σελ χρησιμοποίησε αποσπάσματα της συνέντευξης στο αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ με τίτλο «Marlene: Α feature» που γνώρισε το 1984 τεράστια επιτυχία παγκοσμίως. Η Ντίτριχ πέθανε στις 6 Μαΐου 1992 στην οικία της στο Παρίσι. Μετά την κηδεία της, ενταφιάστηκε δίπλα στη μητέρα της στο Βερολίνο. Η μοναχοκόρη της, Μαρία, της πρόσφερε τέσσερα εγγόνια, ενώ στα μέσα του '90 θα έγραφε άλλη μια βιογραφία για τη σπουδαία μητέρα της... Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει ένατη στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.
«Ντύνομαι για τον εαυτό μου. Οχι για την εικόνα, όχι για το κοινό, όχι για τη μόδα, όχι για τους άνδρες» είχε δηλώσει κάποτε.
Σχεδίαζε να δολοφονήσει.. τον Χίτλερ
Όπως αποκάλυψε ο εραστής της από το 1936 έως το 1938 και συμπρωταγωνιστής της Douglas Fairbanks Jr, η Μάρλεν ήταν έτοιμη να αποπλανήσει και να δολοφονήσει τον Χίτλερ, βλέποντας με αγωνία την κατάσταση που επικρατούσε στην πατρίδα της. Αν και απεφευγε να επιστρέψει στη Γερμανία και να κάνει ταινίες που θα ήταν προπαγάνδα για το Γ’ Ράιχ, ο Fairbanks Jr αποκάλυψε χρόνια αργότερα ότι η θρυλική ηθοποιός ήθελε να επιστρέψει για μία ταινία, με μόνο στόχο να γνωρίσει τον Χίτλερ, ώστε να τον σαγηνεύσει και αφού τον αποπλανούσε να τον δολοφονούσε. Θα υποκρινόταν ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του, σύμφωνα με τις αποκαλύψεις του Fairbanks Jr., και καθώς είχε ακούσει ότι ο Χίτλερ ήταν θαυμαστής της, πίστευε ότι θα ήταν εύκολο να τον... ξεμοναχιάσει. Επειδή γνώριζε ότι θα της έκαναν σωματικό έλεγχο, σκεφτόταν να μπει γυμνή στο δωμάτιό του και προσπαθούσε να βρει τη μέθοδο δολοφονίας του Φύρερ. Μάλιστα, ζήτησε τη βοήθεια του εραστή της να της υποδείξει ποιο θα ήταν το τέλειο μέσο εξόντωσής του κι εκείνος απλώς δεν μπόρεσε ποτέ να σκεφτεί κάτι. Έτσι, η Μαρλέν δεν εκτέλεσε ποτέ το μεγαλεπήβολο σχέδιό της, αν και ο εραστής της ήταν σίγουρος πως δεν της έλειπαν ούτε η τόλμη ούτε το θάρρος για το εγχείρημά της. «Αν είχε βρει τη μέθοδο δολοφονίας του θα το είχε κάνει», δήλωσε. Η σχέση τους τελείωσε το 1938, επειδή όπως πίστευε ο άνδρας απλώς τον βαρέθηκε. Η Μαρλέν είχε σεξουαλικές σχέσεις με άνδρες και γυναίκες, ενώ κανείς από τους συμπρωταγωνιστές της δεν της αντιστάθηκε. Ωστόσο, ο έρωτας της ζωής της, όπως η ίδια έγραφε στα γράμματα που του έστελνε, ήταν ο σύζυγός της, ο βοηθός σκηνοθέτη Rudi Sieber, με τον οποίο απέκτησε και μία κόρη τη Μαρία. Αποφάσισαν να έχουν ελεύθερη σχέση και ο ίδιος έζησε με μια άλλη γυναίκα, μια Ρωσίδα ηθοποιό, ενώ η Μαρλέν πάντα τον ενημέρωνε για τους έρωτές της, αν και όπως του έλεγε αυτός ήταν η μόνη αγάπη της ζωής της. Μάλιστα, είχαν δώσει υπόσχεση ο ένας στον άλλο ότι στα γεράματα θα ξαναζήσουν μαζί γιατί έπρεπε να είναι κοντά ο ένας στον άλλο για το τέλος τους.
Όπως αποκάλυψε ο εραστής της από το 1936 έως το 1938 και συμπρωταγωνιστής της Douglas Fairbanks Jr, η Μάρλεν ήταν έτοιμη να αποπλανήσει και να δολοφονήσει τον Χίτλερ, βλέποντας με αγωνία την κατάσταση που επικρατούσε στην πατρίδα της. Αν και απεφευγε να επιστρέψει στη Γερμανία και να κάνει ταινίες που θα ήταν προπαγάνδα για το Γ’ Ράιχ, ο Fairbanks Jr αποκάλυψε χρόνια αργότερα ότι η θρυλική ηθοποιός ήθελε να επιστρέψει για μία ταινία, με μόνο στόχο να γνωρίσει τον Χίτλερ, ώστε να τον σαγηνεύσει και αφού τον αποπλανούσε να τον δολοφονούσε. Θα υποκρινόταν ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του, σύμφωνα με τις αποκαλύψεις του Fairbanks Jr., και καθώς είχε ακούσει ότι ο Χίτλερ ήταν θαυμαστής της, πίστευε ότι θα ήταν εύκολο να τον... ξεμοναχιάσει. Επειδή γνώριζε ότι θα της έκαναν σωματικό έλεγχο, σκεφτόταν να μπει γυμνή στο δωμάτιό του και προσπαθούσε να βρει τη μέθοδο δολοφονίας του Φύρερ. Μάλιστα, ζήτησε τη βοήθεια του εραστή της να της υποδείξει ποιο θα ήταν το τέλειο μέσο εξόντωσής του κι εκείνος απλώς δεν μπόρεσε ποτέ να σκεφτεί κάτι. Έτσι, η Μαρλέν δεν εκτέλεσε ποτέ το μεγαλεπήβολο σχέδιό της, αν και ο εραστής της ήταν σίγουρος πως δεν της έλειπαν ούτε η τόλμη ούτε το θάρρος για το εγχείρημά της. «Αν είχε βρει τη μέθοδο δολοφονίας του θα το είχε κάνει», δήλωσε. Η σχέση τους τελείωσε το 1938, επειδή όπως πίστευε ο άνδρας απλώς τον βαρέθηκε. Η Μαρλέν είχε σεξουαλικές σχέσεις με άνδρες και γυναίκες, ενώ κανείς από τους συμπρωταγωνιστές της δεν της αντιστάθηκε. Ωστόσο, ο έρωτας της ζωής της, όπως η ίδια έγραφε στα γράμματα που του έστελνε, ήταν ο σύζυγός της, ο βοηθός σκηνοθέτη Rudi Sieber, με τον οποίο απέκτησε και μία κόρη τη Μαρία. Αποφάσισαν να έχουν ελεύθερη σχέση και ο ίδιος έζησε με μια άλλη γυναίκα, μια Ρωσίδα ηθοποιό, ενώ η Μαρλέν πάντα τον ενημέρωνε για τους έρωτές της, αν και όπως του έλεγε αυτός ήταν η μόνη αγάπη της ζωής της. Μάλιστα, είχαν δώσει υπόσχεση ο ένας στον άλλο ότι στα γεράματα θα ξαναζήσουν μαζί γιατί έπρεπε να είναι κοντά ο ένας στον άλλο για το τέλος τους.
Η γυναίκα, για την οποία ο Ζαν Κοκτό έλεγε ότι το όνομά της "αρχίζει με ένα χάδι και τελειώνει με ένα ράβδισμα"
Στη βιογραφία της δίνονται λεπτομέρειες για την προσπάθεια αποπλάνησης του βασιλιά της Μ. Βρετανίας Εδουάρδου 8ου. Η ηθοποιός είχε ακούσει ότι ήταν τόσο ερωτευμένος με μία διαζευγμένη Αμερικάνα, τη Wallis Simpson, που σκεφτόταν να παραιτηθεί του θρόνου του για να είναι μαζί της. Ο Fairbanks Jr. που ήταν φίλος με τη βασιλική οικογένεια την είχε ενημερώσει για το ειδύλλιο του βασιλιά. «Πρέπει να του δείξω ότι η Wallis δεν είναι η μοναδική γυναίκα στον κόσμο!», είπε. «Απλώς πρέπει να κάνω ένα μπάνιο και να βάλω το σωστό άρωμα», πρόσθεσε ετοιμάζοντας την αποπλάνηση του βασιλιά. Ένα απόγευμα καλοκαιριού ντύθηκε στολίστηκε κι εμφανίστηκε στην πόρτα του, αν και τελικά, όπως την ενημέρωσαν, ο βασιλιάς απουσίαζε. Η Μαρλέν είχε χρησιμοποιήσει κι άλλες φορές τα κάλλη της για να αλλάξει τον ρου της ιστορίας, ενώ θεωρείται η επιτομή της γοητείας και της σεξουαλικότητας. «Αγάπη μου τα πόδια δεν είναι και τόσο ωραία. Απλώς ξέρω πώς να τα χρησιμοποιώ!» συνήθιζε να λέει και σίγουρα το εννοούσε. Σχέσεις με τον πατέρα του JFK αλλά και με τον ίδιο τον πρόεδρο των ΗΠΑ John F. Kennedy, τους John Wayne, James Stewart, John Gilbert, τη Mercedes de Acosta, δύο πρώην εραστές της Γκρέτα Γκάρμπο και αναρίθμητους ακόμη μετρούσε το σύμβολο του σεξ της εποχής. Η Μαρλέν σχολίασε στη σχέση της με τον Stewart ότι δεν της είχε πει ποτέ σ’ αγαπώ κα γενικώς δεν έκανε καμία τρυφερή χειρονομία. Όταν του είπε ότι είναι έγκυος εκείνος τη ρώτησε «Τι θα κάνεις», και της έκανε εντύπωση γιατί δεν χρησιμοποίησε πληθυντικό αριθμό «τι θα κάνουμε;». Τελικά δεν έγινε γνωστό αν έκανε έκτρωση ή αν ήταν πραγματικά έγκυος. Για τη σχέση της με τον πατέρα Kennedy αποκαλύπτεται ότι η γνωριμία τους έγινε όταν ο πρέσβης των ΗΠΑ στη Βρετανία Joseph Kennedy βρισκόταν για διακοπές με την οικογένειά του στη Νότια Γαλλία το 1939. «Ήταν πολύ πλούσιος άνδρας αλλά δεν μου χάρισε ποτέ ένα μικρό δώρο, ούτε ένα μαντίλι», έλεγε η Μαρλέν και το απέδιδε στο γεγονός ότι ο άνδρας ήταν πολύ ανασφαλής με τις γυναίκες και ήθελε να αρέσει γι’ αυτό που ήταν και όχι για το πορτοφόλι του. Κι αν και η σχέση τους διήρκεσε όσο οι καλοκαιρινές διακοπές, η Μαρλέν έκανε... εντύπωση στον 21χρονο τότε μέλλοντα πρόεδρο των ΗΠΑ JFK. Όταν η δημοτικότητά της άρχισε να πέφτει, στράφηκε κυρίως στα καμπαρέ όπου έκανε live εμφανίσεις. Σε μια περιοδεία βρέθηκε στην Ουάσινγκτον και κάλεσε και τον πρόεδρο John F. Kennedy στο σόου της. Εκείνος δεν μπόρεσε να πάει, αλλά την κάλεσε στον Λευκό Οίκο και στα... ιδιαίτερα διαμερίσματά του. Μετά τη ρώτησε αν είχε πράγματι σχέση με τον πατέρα του, αλλά η Μαρλέν το αρνήθηκε. «Ήξερα ότι λέει ψέματα!» γέλασε ο πρόεδρος. Για τον John Wayne είχε πει ότι της έβγαζε τη μητέρα από μέσα της.
Διά χειρός Μαξ Φάκτορ, του διάσημου μακιγέρ της εποχής, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της απέκτησαν έναν ιδιαίτερο, προσωπικό τόνο: τα μάτια της «μεγάλωσαν» με τη βοήθεια απανωτών στρωμάτων βαριάς σκιάς, τα έντονα ζυγωματικά τονίστηκαν, το ίδιο και τα χείλη, οδηγώντας σε ένα αποτέλεσμα μαγικό και ταυτόχρονα μυστηριώδες.
Λιλί Μαρλέν, το τραγούδι θρύλος
Το 1923 ο Γερμανός συνθέτης Χανς Λαπ, βετεράνος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, γράφει ένα τραγούδι που μιλά για τη μοναξιά των στρατιωτών στα λασπωμένα χαρακώματα , μακριά από τη γυναικεία συντροφιά. Ο τίτλος του τραγουδιού είναι μακροσκελής. Λέγεται «Τραγούδι ενός νεαρού στρατιώτη στο φυλάκιο», αλλά στο ρεφρέν του περιέχει ένα μαγικό γυναικείο όνομα : «Λιλί Μαρλέν». Το 1938 ο συνθέτης Νόρμπερτ Σούλτσε το μελοποιεί σε βάλς που έχει ρυθμό εμβατηρίου. Αρχίζει με ένα σάλπισμα και μια τυμπανοκρουσία και συνεχίζει ως το τέλος με ένα γρήγορο στρατιωτικό ρυθμό, ιδανικό για τους μιλιταριστικούς καιρούς που ζούσε τότε ο κόσμος. Όταν ο συνθέτης έδωσε το τραγούδι σε μια άσημη ξανθιά καλλονή που έβγαζε τα προς το ζην τραγουδώντας σε βερολινέζικα κλαμπ, τη Λάλε Άντερσεν, η Γερμανία ετοιμαζόταν να βυθίσει την υφήλιο στο χάος του Β? Παγκοσμίου Πολέμου . Η Λάλε Άντερσεν το έκανε δίσκο 78 στροφών, τραγουδώντας το με εκείνη τη βραχνή φωνή που αγαπούσε το γερμανικό κοινό, εθισμένο στο στιλ και τα τραγούδια της διάσημης Μαρλέν Ντίντριχ.
Το τραγούδι μένει στην αφάνεια έως τον Απρίλη του 1941, οπότε ο γερμανικός στρατός καταλαμβάνει τη Γιουγκοσλαβία και μπαίνει στο Βελιγράδι. Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Βελιγραδίου έχει τόσο δυνατό πομπό που ακούγεται ως τη Βόρεια Αφρική. Η γερμανική διοίκηση τον μετατρέπει σε σταθμό προπαγάνδας και εμψύχωσης των χιλιάδων Γερμανών στρατιωτών του Άφρικα Κόρπς, που πολεμούν στην Αφρική υπό την ηγεσία του Έρβιν Ρόμμελ. Για κάποιον άγνωστο λόγο, το τραγούδι κάνει πάταγο στα γερμανικά στρατεύματα της Αφρικής. Οι υπεύθυνοι του στρατού παίρνουν χιλιάδες γράμματα από φαντάρους που ζητούν επιτακτικά το «Λιλί Μαρλέν». Το τραγούδι καταλήγει να παίζεται στο σταθμό κάθε 20 λεπτά. Ο Υπουργός Προπαγάνδας Γκέμπελς αντιλαμβάνεται αμέσως ότι έχει ένα θησαυρό στα χέρια του. Δίνει στη Λάλε Άντερσεν ειδική εκπομπή στο ραδιόφωνο του Βερολίνου, όπου τραγουδά ζωντανά με την ορχήστρα της για τους στρατιώτες. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, το «Λιλί Μαρλέν» τραγουδιέται από εκατομμύρια φαντάρους που πολεμούν στο Ανατολικό μέτωπο, στο Δυτικό, στη Μεσόγειο.
Τότε γίνεται και το απίστευτο. Το εμψυχωτικό τραγούδι του ενός εμπόλεμου περνά τα χαρακώματα και μετατρέπεται και σε τραγούδι του αντιπάλου . Το 1943 και 1944, το «Λιλί Μαρλέν» γίνεται και τραγούδι των Βρετανών, των Γάλλων, των Αμερικάνων στρατιωτών που πολεμούν τους Γερμανούς. Οι δύο αντίπαλοι τραγουδούν τον ίδια σκοπό ενώ αλληλοσκοτώνονται . Μόνο στη Ρωσία δεν έπιασε το τραγούδι , καθώς ο Στάλιν το απαγόρευσε. Ήταν τόση η επιτυχία του, που η γερμανική διοίκηση έφτιαξε ένα άγαλμα της τραγουδίστριας και το έστησε στο δρόμο για το Σμολένσκ στη Ρωσία απ' όπου περνούσαν οι στρατιές για το ρωσικό μέτωπο. Το άγαλμα εμψύχωνε τους κουρασμένους φαντάρους. Η Λάλε Άντερσεν λατρεύτηκε από Γερμανούς και Αγγλοαμερικανούς στρατιώτες, έγινε όργανο προπαγάνδας του Γ Ράιχ , όμως δεν ήταν ένθερμη οπαδός του καθεστώτος. Ενώ βρισκόταν στο απόγειο της δόξας της ερωτεύτηκε έναν Εβραίο που ζούσε ελεύθερος στη γειτονική Ελβετία, τον Ρολφ Λίμπερμαν. Το Γ Ράιχ όλα θα μπορούσε να τα συγχωρήσει, όχι όμως αυτό. Η Γκεστάπο την ανακάλυψε , κι όταν πήγε να τη συλλάβει, αυτή αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Οι νικητές Σύμμαχοι τη βρήκαν σ'ένα μισογκρεμισμένο από τους βομβαρδισμούς νοσοκομείο. Η Λάλε Άντερσεν έζησε μέχρι το 1972 μαζί με τον Εβραίο σύζυγό της , πλούσια από τα δικαιώματα του τραγουδιού, που απαγορεύτηκε μεν στη μεταπολεμική Γερμανία ως χιτλερικό, συνέχισε όμως να τραγουδιέται και να πουλά εκατομμύρια δίσκους στη δυτική Ευρώπη και την Αμερική. Μάλιστα η Μάρλεν Ντίτριχ , το είχε υιοθετήσει σε τέτοιο βαθμό και το τραγούδησε τόσες φορές, που πολύς κόσμος έχει μείνει με την εντύπωση ότι ήταν δική της επιτυχία. Φαίνεται ότι ποτέ άλλοτε ένα τραγούδι δε μίλησε τόσο πολύ στις καρδιές των κουρασμένων και μοναχικών στρατιωτών ανεξαρτήτως στρατοπέδου όσο το περίφημο ρεφρέν με τη βαθιά βραχνή φωνή , που έλεγε "Die eine Lili Marlen", δηλαδή «Η μοναδική Λιλί Μαρλέν».
Το 1923 ο Γερμανός συνθέτης Χανς Λαπ, βετεράνος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, γράφει ένα τραγούδι που μιλά για τη μοναξιά των στρατιωτών στα λασπωμένα χαρακώματα , μακριά από τη γυναικεία συντροφιά. Ο τίτλος του τραγουδιού είναι μακροσκελής. Λέγεται «Τραγούδι ενός νεαρού στρατιώτη στο φυλάκιο», αλλά στο ρεφρέν του περιέχει ένα μαγικό γυναικείο όνομα : «Λιλί Μαρλέν». Το 1938 ο συνθέτης Νόρμπερτ Σούλτσε το μελοποιεί σε βάλς που έχει ρυθμό εμβατηρίου. Αρχίζει με ένα σάλπισμα και μια τυμπανοκρουσία και συνεχίζει ως το τέλος με ένα γρήγορο στρατιωτικό ρυθμό, ιδανικό για τους μιλιταριστικούς καιρούς που ζούσε τότε ο κόσμος. Όταν ο συνθέτης έδωσε το τραγούδι σε μια άσημη ξανθιά καλλονή που έβγαζε τα προς το ζην τραγουδώντας σε βερολινέζικα κλαμπ, τη Λάλε Άντερσεν, η Γερμανία ετοιμαζόταν να βυθίσει την υφήλιο στο χάος του Β? Παγκοσμίου Πολέμου . Η Λάλε Άντερσεν το έκανε δίσκο 78 στροφών, τραγουδώντας το με εκείνη τη βραχνή φωνή που αγαπούσε το γερμανικό κοινό, εθισμένο στο στιλ και τα τραγούδια της διάσημης Μαρλέν Ντίντριχ.
Το τραγούδι μένει στην αφάνεια έως τον Απρίλη του 1941, οπότε ο γερμανικός στρατός καταλαμβάνει τη Γιουγκοσλαβία και μπαίνει στο Βελιγράδι. Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Βελιγραδίου έχει τόσο δυνατό πομπό που ακούγεται ως τη Βόρεια Αφρική. Η γερμανική διοίκηση τον μετατρέπει σε σταθμό προπαγάνδας και εμψύχωσης των χιλιάδων Γερμανών στρατιωτών του Άφρικα Κόρπς, που πολεμούν στην Αφρική υπό την ηγεσία του Έρβιν Ρόμμελ. Για κάποιον άγνωστο λόγο, το τραγούδι κάνει πάταγο στα γερμανικά στρατεύματα της Αφρικής. Οι υπεύθυνοι του στρατού παίρνουν χιλιάδες γράμματα από φαντάρους που ζητούν επιτακτικά το «Λιλί Μαρλέν». Το τραγούδι καταλήγει να παίζεται στο σταθμό κάθε 20 λεπτά. Ο Υπουργός Προπαγάνδας Γκέμπελς αντιλαμβάνεται αμέσως ότι έχει ένα θησαυρό στα χέρια του. Δίνει στη Λάλε Άντερσεν ειδική εκπομπή στο ραδιόφωνο του Βερολίνου, όπου τραγουδά ζωντανά με την ορχήστρα της για τους στρατιώτες. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, το «Λιλί Μαρλέν» τραγουδιέται από εκατομμύρια φαντάρους που πολεμούν στο Ανατολικό μέτωπο, στο Δυτικό, στη Μεσόγειο.
Τότε γίνεται και το απίστευτο. Το εμψυχωτικό τραγούδι του ενός εμπόλεμου περνά τα χαρακώματα και μετατρέπεται και σε τραγούδι του αντιπάλου . Το 1943 και 1944, το «Λιλί Μαρλέν» γίνεται και τραγούδι των Βρετανών, των Γάλλων, των Αμερικάνων στρατιωτών που πολεμούν τους Γερμανούς. Οι δύο αντίπαλοι τραγουδούν τον ίδια σκοπό ενώ αλληλοσκοτώνονται . Μόνο στη Ρωσία δεν έπιασε το τραγούδι , καθώς ο Στάλιν το απαγόρευσε. Ήταν τόση η επιτυχία του, που η γερμανική διοίκηση έφτιαξε ένα άγαλμα της τραγουδίστριας και το έστησε στο δρόμο για το Σμολένσκ στη Ρωσία απ' όπου περνούσαν οι στρατιές για το ρωσικό μέτωπο. Το άγαλμα εμψύχωνε τους κουρασμένους φαντάρους. Η Λάλε Άντερσεν λατρεύτηκε από Γερμανούς και Αγγλοαμερικανούς στρατιώτες, έγινε όργανο προπαγάνδας του Γ Ράιχ , όμως δεν ήταν ένθερμη οπαδός του καθεστώτος. Ενώ βρισκόταν στο απόγειο της δόξας της ερωτεύτηκε έναν Εβραίο που ζούσε ελεύθερος στη γειτονική Ελβετία, τον Ρολφ Λίμπερμαν. Το Γ Ράιχ όλα θα μπορούσε να τα συγχωρήσει, όχι όμως αυτό. Η Γκεστάπο την ανακάλυψε , κι όταν πήγε να τη συλλάβει, αυτή αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Οι νικητές Σύμμαχοι τη βρήκαν σ'ένα μισογκρεμισμένο από τους βομβαρδισμούς νοσοκομείο. Η Λάλε Άντερσεν έζησε μέχρι το 1972 μαζί με τον Εβραίο σύζυγό της , πλούσια από τα δικαιώματα του τραγουδιού, που απαγορεύτηκε μεν στη μεταπολεμική Γερμανία ως χιτλερικό, συνέχισε όμως να τραγουδιέται και να πουλά εκατομμύρια δίσκους στη δυτική Ευρώπη και την Αμερική. Μάλιστα η Μάρλεν Ντίτριχ , το είχε υιοθετήσει σε τέτοιο βαθμό και το τραγούδησε τόσες φορές, που πολύς κόσμος έχει μείνει με την εντύπωση ότι ήταν δική της επιτυχία. Φαίνεται ότι ποτέ άλλοτε ένα τραγούδι δε μίλησε τόσο πολύ στις καρδιές των κουρασμένων και μοναχικών στρατιωτών ανεξαρτήτως στρατοπέδου όσο το περίφημο ρεφρέν με τη βαθιά βραχνή φωνή , που έλεγε "Die eine Lili Marlen", δηλαδή «Η μοναδική Λιλί Μαρλέν».
Χαρακτηριστική η οργισμένη ανοιχτή επιστολή που απηύθυνε κάποτε στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ γράφοντάς της: «Εχεις προκαλέσει μεγάλο κακό σε υπέροχους άνδρες όπως ο Μπάρτον, ο Τοντ, ο Γουάιλντινγκ και άλλοι. Γιατί δεν καταπίνεις τα διαμάντια σου να σκάσεις;». Η κόντρα μεταξύ τους άρχισε με τον δεύτερο γάμο της Τέιλορ που είχε την τάση να παντρεύεται άνδρες οι οποίοι στο παρελθόν διατηρούσαν σχέση με την Ντίτριχ.
Ο μύθος της
Εάν ο Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ δεν ανακάλυπτε τη Μάρλεν Ντίτριχ, στα τέλη της δεκαετίας του '20 στη Γερμανία, κι αν δεν αποφάσιζε να της δώσει το ρόλο της Λόλα Λόλα στον Γαλάζιο Άγγελο (αρχικά είχε στο μυαλό του την ήδη καταξιωμένη σταρ Μπριγκίτε Χελμ), τότε, πολύ πιθανόν να μην μπορούσε ποτέ να εκφραστεί έτσι όπως ήθελε, και ενδεχομένως εμείς να μην ανακαλύπταμε ποτέ την ασημένια της ομορφιά, τη φωσφορίζουσα λάμψη, το σαγηνευτικό της βλέμμα, τη μοναδική της παρουσία. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πριν τον Γαλάζιο Άγγελο η Ντίτριχ είχε παίξει σε δεκαεπτά ταινίες. Όταν ο φον Στέρνμπεργκ την επέλεξε, η ηθοποιός δεν ήταν πλέον νέα (είκοσι εννιά χρονών) και είχε ήδη αποκτήσει μια οχτάχρονη πείρα δίπλα σε σοβαρούς, καταξιωμένους σκηνοθέτες της χώρας της. Τον Βίλεμ Ντίτερλε, τον Γιόζεφ Μέι, τον Γκέορκ Γιάκομπι. Επαγγελματίες, εργατικοί σκαπανείς του εγχώριου κινηματογράφου, οι οποίοι, ωστόσο, δεν είχαν καταφέρει να δουν επάνω της, μέσα της, αυτό που εκείνος είδε. Αυτό που θα την έκανε σταρ. Η σχέση της μαζί του, έτσι όπως φαίνεται μέσα από τα τόσα που έχουν γραφτεί για το ντουέτο, ήταν μια σχέση αγάπης - μίσους. Γεμάτη αντιθέσεις, εντάσεις, τσακωμούς μα και λατρεία. Η πιο δημιουργική περίοδος της Ντίτριχ, παραμένει εκείνη δίπλα στον φον Στέρνμπεργκ. Η Μάρλεν της οθόνης είναι ένα εφεύρημα του κινηματογράφου, ένα γοητευτικό φάντασμα του πόθου του Στέρνμπεργκ και του θεατή. Την υποχρέωσε να αδυνατίσει και να βγάλει δυο τραπεζίτες για να πάρουν τα μάγουλα της εκείνο το θείο βαθούλωμα. Κατόπιν έπλασε το πρόσωπο της με φως και σκιά. Ποτέ το φως του ήλιου, πάντα οι μαγικοί προβολείς των στούντιο πάνω στο μελετημένο μακιγιάζ. Η έκφραση ακίνητη σαν λαμπερή μάσκα, τα βλέφαρα βαριά πάνω από ένα βλέμμα μακρινό, χαμένο. Το κορμί αγαλματένιο, αγέρωχο, σε ιερατική σχεδόν στάση. Και το ντύσιμο, σχεδιασμένο από τον Τράβις Μπάντον, εντελώς παράλογο σε σχέση με τις ρεαλιστικές συνθήκες της σκηνής, αλλά και έξω από κάθε μόδα. Από τη μια μαύρες βραδινές τουαλέτες, παγιέτες, λευκά φτερά, όλα υπερβολικά, εκκεντρικά, μπαρόκ. Από την άλλη το αντίθετο: αντρικό ντύσιμο, μαύρο, βραδινό, με ψηλό καπέλο.
Έτσι η Μάρλεν γίνεται η γυναίκα-μύθος με διπλή πάντα υπόσταση, διφορούμενη. Μαζί με τη συνταρακτική θηλυκότητα υπάρχει ο υπαινιγμός του ανδρόγυνου. Μαζί με την επίδειξη του αντικειμένου της λατρείας, που είναι οι γυμνές γάμπες και οι μηροί, υπάρχει η απόκρυψη, η αποστέρηση με τα παντελόνια. Από τότε όλες οι ερμηνεύτριες των καμπαρέ, η Γκάρλαντ, η Μινέλι, η Βαρτάν θα φορέσουν αντρικά βραδινά κοστούμια. Όμως η Ντίτριχ δε «σταμάτησε» στον Στέρνμπεργκ. Άλλοι δημιουργοί, όπως ο Μπορζέιγκι στον Πόθο (1936) και ο Λούμπιτς στον Άγγελο (1937), αποκάλυψαν μιαν άλλη πτυχή της, το χιούμορ και τη ζωντανή κινητικότητα της σύγχρονης γυναίκας, που θα αποτελέσουν βασικές συνισταμένες της μακράς καριέρας της. Η ίδια δήλωνε ήρεμα: «Τα πόδια μου δεν είναι τόσο όμορφα. Απλά ξέρω τι να κάνω μ' αυτά... Υπάρχει κάποια έλλειψη αξιοπρέπειας στην ιδιότητα του κινηματογραφικού σταρ... Ποτέ δεν έδωσα μεγάλη σοβαρότητα στην καριέρα μου... Ήμουν ηθοποιός. Έκανα τις ταινίες μου. Τέλος». Στο τέλος, φυσικά, επανέρχεται το ερώτημα για το μυστικό της καθολικής γοητείας της. Ίσως μια απάντηση περιέχεται στον αφορισμό του Κένεθ Τάιρναν: «Έχει σεξουαλισμό, αλλά όχι σταθερό γένος. Η ανδρικότητά της αρέσει στις γυναίκες και η σεξουαλικότητα της στους άνδρες...»
Εάν ο Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ δεν ανακάλυπτε τη Μάρλεν Ντίτριχ, στα τέλη της δεκαετίας του '20 στη Γερμανία, κι αν δεν αποφάσιζε να της δώσει το ρόλο της Λόλα Λόλα στον Γαλάζιο Άγγελο (αρχικά είχε στο μυαλό του την ήδη καταξιωμένη σταρ Μπριγκίτε Χελμ), τότε, πολύ πιθανόν να μην μπορούσε ποτέ να εκφραστεί έτσι όπως ήθελε, και ενδεχομένως εμείς να μην ανακαλύπταμε ποτέ την ασημένια της ομορφιά, τη φωσφορίζουσα λάμψη, το σαγηνευτικό της βλέμμα, τη μοναδική της παρουσία. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πριν τον Γαλάζιο Άγγελο η Ντίτριχ είχε παίξει σε δεκαεπτά ταινίες. Όταν ο φον Στέρνμπεργκ την επέλεξε, η ηθοποιός δεν ήταν πλέον νέα (είκοσι εννιά χρονών) και είχε ήδη αποκτήσει μια οχτάχρονη πείρα δίπλα σε σοβαρούς, καταξιωμένους σκηνοθέτες της χώρας της. Τον Βίλεμ Ντίτερλε, τον Γιόζεφ Μέι, τον Γκέορκ Γιάκομπι. Επαγγελματίες, εργατικοί σκαπανείς του εγχώριου κινηματογράφου, οι οποίοι, ωστόσο, δεν είχαν καταφέρει να δουν επάνω της, μέσα της, αυτό που εκείνος είδε. Αυτό που θα την έκανε σταρ. Η σχέση της μαζί του, έτσι όπως φαίνεται μέσα από τα τόσα που έχουν γραφτεί για το ντουέτο, ήταν μια σχέση αγάπης - μίσους. Γεμάτη αντιθέσεις, εντάσεις, τσακωμούς μα και λατρεία. Η πιο δημιουργική περίοδος της Ντίτριχ, παραμένει εκείνη δίπλα στον φον Στέρνμπεργκ. Η Μάρλεν της οθόνης είναι ένα εφεύρημα του κινηματογράφου, ένα γοητευτικό φάντασμα του πόθου του Στέρνμπεργκ και του θεατή. Την υποχρέωσε να αδυνατίσει και να βγάλει δυο τραπεζίτες για να πάρουν τα μάγουλα της εκείνο το θείο βαθούλωμα. Κατόπιν έπλασε το πρόσωπο της με φως και σκιά. Ποτέ το φως του ήλιου, πάντα οι μαγικοί προβολείς των στούντιο πάνω στο μελετημένο μακιγιάζ. Η έκφραση ακίνητη σαν λαμπερή μάσκα, τα βλέφαρα βαριά πάνω από ένα βλέμμα μακρινό, χαμένο. Το κορμί αγαλματένιο, αγέρωχο, σε ιερατική σχεδόν στάση. Και το ντύσιμο, σχεδιασμένο από τον Τράβις Μπάντον, εντελώς παράλογο σε σχέση με τις ρεαλιστικές συνθήκες της σκηνής, αλλά και έξω από κάθε μόδα. Από τη μια μαύρες βραδινές τουαλέτες, παγιέτες, λευκά φτερά, όλα υπερβολικά, εκκεντρικά, μπαρόκ. Από την άλλη το αντίθετο: αντρικό ντύσιμο, μαύρο, βραδινό, με ψηλό καπέλο.
Έτσι η Μάρλεν γίνεται η γυναίκα-μύθος με διπλή πάντα υπόσταση, διφορούμενη. Μαζί με τη συνταρακτική θηλυκότητα υπάρχει ο υπαινιγμός του ανδρόγυνου. Μαζί με την επίδειξη του αντικειμένου της λατρείας, που είναι οι γυμνές γάμπες και οι μηροί, υπάρχει η απόκρυψη, η αποστέρηση με τα παντελόνια. Από τότε όλες οι ερμηνεύτριες των καμπαρέ, η Γκάρλαντ, η Μινέλι, η Βαρτάν θα φορέσουν αντρικά βραδινά κοστούμια. Όμως η Ντίτριχ δε «σταμάτησε» στον Στέρνμπεργκ. Άλλοι δημιουργοί, όπως ο Μπορζέιγκι στον Πόθο (1936) και ο Λούμπιτς στον Άγγελο (1937), αποκάλυψαν μιαν άλλη πτυχή της, το χιούμορ και τη ζωντανή κινητικότητα της σύγχρονης γυναίκας, που θα αποτελέσουν βασικές συνισταμένες της μακράς καριέρας της. Η ίδια δήλωνε ήρεμα: «Τα πόδια μου δεν είναι τόσο όμορφα. Απλά ξέρω τι να κάνω μ' αυτά... Υπάρχει κάποια έλλειψη αξιοπρέπειας στην ιδιότητα του κινηματογραφικού σταρ... Ποτέ δεν έδωσα μεγάλη σοβαρότητα στην καριέρα μου... Ήμουν ηθοποιός. Έκανα τις ταινίες μου. Τέλος». Στο τέλος, φυσικά, επανέρχεται το ερώτημα για το μυστικό της καθολικής γοητείας της. Ίσως μια απάντηση περιέχεται στον αφορισμό του Κένεθ Τάιρναν: «Έχει σεξουαλισμό, αλλά όχι σταθερό γένος. Η ανδρικότητά της αρέσει στις γυναίκες και η σεξουαλικότητα της στους άνδρες...»
Το αντιπροσωπευτικότερο αποτύπωμά της στη μόδα ήταν αναμφίβολα το ανδρόγυνο στυλ: σμόκιν, ανδρικά κοστούμια, σακάκια και παντελόνια τα οποία φορούσε με χαρακτηριστική άνεση και έχοντας απόλυτη επίγνωση ότι αποπνέει πιο έντονη θηλυκότητα απ' ό,τι με οποιοδήποτε «αποδεκτά» γυναικείο ρούχο. Η σκηνή από την ταινία «Μαρόκο» όπου η ίδια ντυμένη ανδρικά ερμηνεύει ένα τραγούδι και φιλά μια άλλη γυναίκα - σε μια εποχή που η ομοφυλοφιλία ήταν παράνομη στις περισσότερες χώρες - προκάλεσε τεράστια αίσθηση