Μια πανέμορφη ηθοποιός, ένα φωτεινό μυαλό, μια πρωτοπόρος της τεχνολογίας που παρά το... "αδύναμο" φύλλο της σε μια δύσκολη εποχή, εφηύρε τη μέθοδο διασποράς φάσματος που "γέννησε" τις ασύρματες τηλεπικοινωνίες. Ήταν από τις πρώτες γυναίκες που εμφανίστηκαν γυμνές και υποκρίθηκαν οργασμό στη μεγάλη οθόνη στην ταινία του 1932 «Έκσταση», ενώ ανάμεσα στις μεγάλες κινηματογραφικές τις επιτυχίες συγκαταλέγεται και ο πρωταγωνιστικός της ρόλος στην θρυλική ταινία Σαμψών και Δαλιδά που γύρισε το 1949 ο Σεσίλ ντε Μιλ.
Ο Αυστριακός της σύζυγος, ήταν κατασκευαστής και έμπορος όπλων. Καίτοι εβραίος, είχε εμπορικές δοσοληψίες και με τους Ναζί της Γερμανίας και με τους Φασίστες της Ιταλίας. Στο διάστημα 1933-1937, η Hedy είχε παρευρεθεί σε πολυάριθμες συσκέψεις στο κάστρο του άντρα της, στις οποίες επιστήμονες του Άξονα μελετούσαν οπλικά συστήματα (μεταξύ των οποίων και τορπίλες, βεβαίως). Αυτές ήταν οι άτυπες σπουδές της Hedy. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, έμαθε μαθηματικά και φυσική ακούγοντας τα γεράκια του πολέμου να σχεδιάζουν μηχανές θανάτου.
Γεννήθηκε στη Βιέννη της Αυστρίας το 1914. Πατέρας της ήταν ο Έμιλ Κίσλερ, εβραίος διευθυντής τράπεζας. Η μητέρα της Γκέρτρουντ, το γένος Λίχτβιτς, ήταν πιανίστας. Παντρεύτηκε στις 10 Αυγούστου 1933 τον Φριτς Μαντλ Μπούντε, κατασκευαστή οπλικών συστημάτων για την ναζιστική Γερμανία. Ο Μαντλ ήταν 15 χρόνια μεγαλύτερος της, πολύ ζηλιάρης και ιδιαίτερα σκληρός. Για να την παντρευτεί, την ανάγκασε να αλλαξοπιστήσει και να ασπασθεί την καθολική θρησκεία. Της απαγόρευσε ακόμα και να δουλεύει σαν ηθοποιός. Στην αυτοβιογραφία της που κυκλοφόρησε με τίτλο Ecstasy and Me αναφέρεται ένα περιστατικό κατά το οποίο προσπαθώντας να ξεφύγει από τον Μαντλ, βρήκε καταφύγιο σε ένα πορνείο, κρύφτηκε σε ένα άδειο δωμάτιο και αναγκάστηκε να κάνει σεξ με έναν άγνωστο, προκειμένου να μην αποκαλύψει την κρυψώνα της. Τελικά κατάφερε να διαφύγει, ναρκώνοντας την προσωπική της υπηρέτρια και παίρνοντας το τρένο για το Λονδίνο. Μετά τη φυγή από το σύζυγο της, γνωρίζει στο Λονδίνο τον μεγάλο παραγωγό Λούι Μπ. Μάγιερ. Την προσέλαβε και επέμεινε στο να αλλάξει το όνομα της από Χέντβιγκ Κίεσλερ σε Χέντι Λαμάρ, θέλοντας να αποτίσει φόρο τιμής στη διάσημη και πρόωρα χαμένη (από υπερβολική δόση ναρκωτικών) καλλονή του βωβού κινηματογράφου Μπάρμπαρα Λα Μάρ.
Από τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο στο Χόλιγουντ
Η Χέντι πριν εμφανιστεί στο Χόλιγουντ είχε ήδη πρωταγωνιστήσει σε πολλές ευρωπαϊκές παραγωγές. Ανάμεσα τους η ταινία Ecstasy (1933), στην οποία υποδυόταν μια νεαρή γυναίκα, πεινασμένη για έρωτα και παντρεμένη με έναν μεγαλύτερο σε ηλικία άνδρα. Το φιλμ έγινε διαβόητο χάρη στα κοντινά πλάνα του προσώπου της Χέντι με ζωγραφισμένη την έκφραση της ηδονής, και στις γυμνές σκηνές της (που σε πολλές εκδόσεις της ταινίας λογοκρίθηκαν). Η ίδια έγινε διάσημη σαν μια από της πρώτες ηθοποιούς που υποκρίθηκαν οργασμό στη μεγάλη οθόνη, και που αποκάλυψαν το στήθος τους σε μια ταινία ευρείας διανομής. Ο τότε σύζυγος της Μαντλ, αγόρασε όσες πιο πολλές κόπιες του φιλμ μπόρεσε προκειμένου να τις καταστρέψει, προσβεβλημένος από την γυμνή της εμφάνιση αλλά και από την έκφραση του προσώπου της. Στις ταινίες που γύρισε στο Χόλιγουντ συχνά της έδιναν ρόλους ελκυστικών και σαγηνευτικών γυναικών. Ανάμεσα στις πολλές ταινίες της περιλαμβάνονται τα Algiers (1938), White Cargo (1942) και Tortilla Flat (1942), βασισμένο στη νουβέλα του Τζον Στάινμπεκ. Το 1941 πρωταγωνιστεί μαζί με δύο ακόμα καλλονές του Χόλιγουντ, την Λάνα Τέρνερ και τη Τζούντι Γκάρλαντ, στο θεαματικό μιούζικαλ Ziegfeld Girl. Η μεγαλύτερη επιτυχία της υπήρξε ο ρόλος της Δαλιδά στη βιβλική υπερπαραγωγή του Σεσίλ Μπ. Ντε Μίλ, Samson and Delilah (1949). Η Λαμάρ πήρε το συγκεκριμένο ρόλο περισσότερο χάρη στην εξωτική ομορφιά της παρά για τις υποκριτικές της ικανότητες. Η Χέντι πολιτογραφήθηκε Αμερικανίδα πολίτης στης 10 Απριλίου του 1953. Παντρεύτηκε έξι φορές, έκανε δύο παιδιά και είχε υιοθετήσει ένα.Πέθανε στις 19 Ιανουαρίου του 2000 σε ηλικία 86 ετών,στην ασήμαντη κωμόπολη Κάσελμπερι της Φλόριντα, παραμορφωμένη από τις πλαστικές εγχειρήσεις και μακριά από όλους όσοι την αγαπούσαν και την νοιάζονταν. Η αγωνία της να συντηρήσει το προσωπείο της καλλονής με το οποίο την προίκισε κάποτε η φύση έγινε αιτία να γίνει τελικά αγνώριστη κι η μόνη μορφή επικοινωνίας που διατηρούσε με τους οικείους της ήταν μέσω τηλεφώνου –μιλούσε έως και επτά ώρες την ημέρα. Για την προσφορά της στον κινηματογράφο απέκτησε το δικό της αστέρι στη Λεωφόρο του Χόλιγουντ (Hollywood Walk of fame)
Από τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο στο Χόλιγουντ
Η Χέντι πριν εμφανιστεί στο Χόλιγουντ είχε ήδη πρωταγωνιστήσει σε πολλές ευρωπαϊκές παραγωγές. Ανάμεσα τους η ταινία Ecstasy (1933), στην οποία υποδυόταν μια νεαρή γυναίκα, πεινασμένη για έρωτα και παντρεμένη με έναν μεγαλύτερο σε ηλικία άνδρα. Το φιλμ έγινε διαβόητο χάρη στα κοντινά πλάνα του προσώπου της Χέντι με ζωγραφισμένη την έκφραση της ηδονής, και στις γυμνές σκηνές της (που σε πολλές εκδόσεις της ταινίας λογοκρίθηκαν). Η ίδια έγινε διάσημη σαν μια από της πρώτες ηθοποιούς που υποκρίθηκαν οργασμό στη μεγάλη οθόνη, και που αποκάλυψαν το στήθος τους σε μια ταινία ευρείας διανομής. Ο τότε σύζυγος της Μαντλ, αγόρασε όσες πιο πολλές κόπιες του φιλμ μπόρεσε προκειμένου να τις καταστρέψει, προσβεβλημένος από την γυμνή της εμφάνιση αλλά και από την έκφραση του προσώπου της. Στις ταινίες που γύρισε στο Χόλιγουντ συχνά της έδιναν ρόλους ελκυστικών και σαγηνευτικών γυναικών. Ανάμεσα στις πολλές ταινίες της περιλαμβάνονται τα Algiers (1938), White Cargo (1942) και Tortilla Flat (1942), βασισμένο στη νουβέλα του Τζον Στάινμπεκ. Το 1941 πρωταγωνιστεί μαζί με δύο ακόμα καλλονές του Χόλιγουντ, την Λάνα Τέρνερ και τη Τζούντι Γκάρλαντ, στο θεαματικό μιούζικαλ Ziegfeld Girl. Η μεγαλύτερη επιτυχία της υπήρξε ο ρόλος της Δαλιδά στη βιβλική υπερπαραγωγή του Σεσίλ Μπ. Ντε Μίλ, Samson and Delilah (1949). Η Λαμάρ πήρε το συγκεκριμένο ρόλο περισσότερο χάρη στην εξωτική ομορφιά της παρά για τις υποκριτικές της ικανότητες. Η Χέντι πολιτογραφήθηκε Αμερικανίδα πολίτης στης 10 Απριλίου του 1953. Παντρεύτηκε έξι φορές, έκανε δύο παιδιά και είχε υιοθετήσει ένα.Πέθανε στις 19 Ιανουαρίου του 2000 σε ηλικία 86 ετών,στην ασήμαντη κωμόπολη Κάσελμπερι της Φλόριντα, παραμορφωμένη από τις πλαστικές εγχειρήσεις και μακριά από όλους όσοι την αγαπούσαν και την νοιάζονταν. Η αγωνία της να συντηρήσει το προσωπείο της καλλονής με το οποίο την προίκισε κάποτε η φύση έγινε αιτία να γίνει τελικά αγνώριστη κι η μόνη μορφή επικοινωνίας που διατηρούσε με τους οικείους της ήταν μέσω τηλεφώνου –μιλούσε έως και επτά ώρες την ημέρα. Για την προσφορά της στον κινηματογράφο απέκτησε το δικό της αστέρι στη Λεωφόρο του Χόλιγουντ (Hollywood Walk of fame)
"Κάθε κορίτσι μπορεί να αποκτήσει glamour. Αρκεί να μείνει ακίνητη και να έχει ηλίθια έκφραση! "
Η "μητέρα" της ασύρματης επικοινωνίας
Η Χέντι Λαμάρ μαζί με τον συνθέτη Τζορτζ Άνθεϊλ έλαβαν στις 11 Αυγούστου του 1942 δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για συσκευή που εφηύραν αποκαλούμενη Secret Communication System (Σύστημα Κρυφής Επικοινωνίας). Η πρώιμη αυτή συσκευή αναπήδησης συχνοτήτων χρησιμοποιούσε ένα κύλινδρο αυτόματου πιάνου προκειμένου να εναλλάσσει ένα σήμα μεταξύ 88 διαφορετικών συχνοτήτων με απώτερο σκοπό την απόκρυψη των τηλεκατευθυνόμενων τορπιλών από τα εχθρικά ραντάρ και την μείωση της πιθανότητας παρεμβολών. Η ιδέα υπήρξε αμφιλεγόμενη και πολύ προηγμένη για την εποχή της. Η συγκεκριμένη τεχνολογία τέθηκε για πρώτη φορά σε εφαρμογή το 1962 και αφού είχε λήξει η πατέντα. Οι δύο αρχικοί εφευρέτες δεν έλαβαν ποτέ το παραμικρό χρηματικό ποσό από την εφεύρεσή τους. Η ιδέα της Χέντι για την εναλλαγή των συχνοτήτων υπήρξε η βάση για τη μοντέρνα τεχνολογία της διασποράς φάσματος που χρησιμοποιείται στις μέρες μας σε ένα ευρύ φάσμα συσκευών από τα ασύρματα τηλέφωνα μέχρι τις ασύρματες ευρυζωνικές συνδέσεις. Η Χέντι θέλησε να γίνει μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Εφευρετών (National Inventors Council) για να λάβει την απάντηση ότι καλύτερα θα ήταν να χρησιμοποιήσει τη διασημότητά της για να προωθήσει την πώληση πολεμικών ομολόγων. Σε μία και μόνο εκδήλωση βοήθησε να συγκεντρωθούν 7 εκατομμύρια δολάρια.
Η Χέντι Λαμάρ μαζί με τον συνθέτη Τζορτζ Άνθεϊλ έλαβαν στις 11 Αυγούστου του 1942 δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για συσκευή που εφηύραν αποκαλούμενη Secret Communication System (Σύστημα Κρυφής Επικοινωνίας). Η πρώιμη αυτή συσκευή αναπήδησης συχνοτήτων χρησιμοποιούσε ένα κύλινδρο αυτόματου πιάνου προκειμένου να εναλλάσσει ένα σήμα μεταξύ 88 διαφορετικών συχνοτήτων με απώτερο σκοπό την απόκρυψη των τηλεκατευθυνόμενων τορπιλών από τα εχθρικά ραντάρ και την μείωση της πιθανότητας παρεμβολών. Η ιδέα υπήρξε αμφιλεγόμενη και πολύ προηγμένη για την εποχή της. Η συγκεκριμένη τεχνολογία τέθηκε για πρώτη φορά σε εφαρμογή το 1962 και αφού είχε λήξει η πατέντα. Οι δύο αρχικοί εφευρέτες δεν έλαβαν ποτέ το παραμικρό χρηματικό ποσό από την εφεύρεσή τους. Η ιδέα της Χέντι για την εναλλαγή των συχνοτήτων υπήρξε η βάση για τη μοντέρνα τεχνολογία της διασποράς φάσματος που χρησιμοποιείται στις μέρες μας σε ένα ευρύ φάσμα συσκευών από τα ασύρματα τηλέφωνα μέχρι τις ασύρματες ευρυζωνικές συνδέσεις. Η Χέντι θέλησε να γίνει μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Εφευρετών (National Inventors Council) για να λάβει την απάντηση ότι καλύτερα θα ήταν να χρησιμοποιήσει τη διασημότητά της για να προωθήσει την πώληση πολεμικών ομολόγων. Σε μία και μόνο εκδήλωση βοήθησε να συγκεντρωθούν 7 εκατομμύρια δολάρια.
Η αυτοβιογραφία της είναι γεμάτη ψέματα. Απ’ ό,τι φαίνεται, είχε προσλάβει κάποιον να τη γράψει για λογαριασμό της. Αργότερα υποστήριξε ότι δεν την είχε καν διαβάσει πριν εκδοθεί. Την αποκήρυξε, δηλώνοντας ότι πρόκειται για έργο «μυθοπλαστικό, ψευδές, χυδαίο, σκανδαλώδες, δυσφημιστικό και άσεμνο». Αποξένωση από πολύ δικούς της ανθρώπους (μέχρι και από τον υιοθετημένο γιο της), την ακολουθούσαν στη ζωή της, σαν να είχε κάνει εμβόλιο κατά της ευτυχίας. Το πραγματικά αδιανόητο, όμως, είναι το πώς επέλεξε να περάσει τα στερνά του βίου της. Όταν η καριέρα της στον κινηματογράφο είχε ουσιαστικά τελειώσει, εκείνη αρνήθηκε να αποδεχτεί το γεγονός. Όντας εκτός επικαιρότητας πλέον, τα προβλήματα (υπαρκτά και μη) διογκώθηκαν μέσα στο κεφάλι της. Επιχείρησε να πάει κόντρα στον χρόνο και άρχισε μια σειρά από πλαστικές εγχειρήσεις που την έκαναν κυριολεκτικά αγνώριστη. Μεγάλωσε ε το στήθος της, φούσκωσε τα χείλη της, τόνισε τα μήλα και το πηγούνι της, τσίτωσε το δέρμα της – όλο το πακέτο της φρίκης. Μην αντέχοντας ούτε η ίδια τη νέα της εικόνα, αποσύρθηκε κάπου στη Φλόριντα και στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της αρνιόταν να δει άνθρωπο.
Ο πρώτος κινηματογραφικός οργασμός
Ο «οργασμός» που καθιέρωσε την Lamarr στο καλλιτεχνικό στερέωμα Η ταινία ήταν τσεχικής παραγωγής και ήταν η πρώτη που έδειχνε μια γυναίκα να απολαμβάνει το σεξ. Η νεαρή ηθοποιός υποδυόταν την «Εύα», μια νέα κοπέλα παντρεμένη με έναν αρκετά μεγαλύτερο άντρα η οποία σε μια βόλτα που έκανε στην εξοχή με το άλογο της, βούτηξε γυμνή σε μια λίμνη, ενώ εκείνο την εγκατέλειπε τρέχοντας μακρυά με τα ρούχα της. Η «Εύα», ενώ πάλευε να το προλάβει, αποκάλυπτε στο κοινό όλα τα αδιαμφισβήτητα κάλλη της. Στο τέλος της διαδρομής συνάντησε έναν νεαρό άνδρα με τον οποίο αφέθηκε το υπονοούμενο ότι είχε σεξουαλική επαφή, μέχρι που οι θεατές την είδαν να έρχεται σε οργασμό, ανάβοντας φυσικά στο τέλος ένα τσιγάρο. Ένας ακόμα λόγος που προκάλεσε αρνητικά σχόλια η ταινία ήταν ότι η «Εύα» ενώ είχε δηλώσει στον κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερο σύζυγό της ότι ήθελε να χωρίσουν, τεχνικά δεν ήταν διαζευγμένη επομένως θεωρήθηκε ότι με τον νεαρό διέπραξε μοιχεία, λόγος που εκείνα τα χρόνια σήμαινε δημόσια κατακραυγή και σε συνδυασμό με τον οργασμό ήταν αρκετό για να χαρακτηριστεί «αισχρού περιεχομένου». Η υποδοχή της ταινίας δίχασε το κοινό. Υπήρχαν εκείνοι που λάτρεψαν και αποθέωσαν την Hedy Lamarr, όπως για παράδειγμα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Βενετία, όπου είχαν μόνο καλά λόγια να πουν για την παραγωγή και τις υποκριτικές της ικανότητες. Αλλά δεν έλειπαν και εκείνοι που τη χαρακτήρισαν ως «επαίσχυντη βρωμιά». Ο πρώτος που την καταδίκασε ήταν ο Φριτς Μαντλ Μπούντε, ο αυστηρός σύζυγος της ηθοποιού, που ήταν κατασκευαστής οπλικών συστημάτων για τη ναζιστική Γερμανία. Χωρίς να χάσει χρόνο, έβαλε λυτούς και δεμένους να μπλοκάρουν την εξαγωγή της ταινίας σε άλλες χώρες και προσπάθησε με κάθε τρόπο να κατάσχει όλα τα αντίγραφα της. Αρχικά η εκκλησία ήθελε να αφορίσει και πιο συγκεκριμένα ο Πάπας Πίος ο ΙΒ” ο οποίος την κατήγγειλε στην εφημερίδα του Βατικανού, αλλά στο τέλος δεν έδωσε μεγαλύτερη έκταση. Η ταινία προβλήθηκε στις ΗΠΑ, εφτά χρόνια αργότερα, χωρίς να φέρει την σφραγίδα του κώδικα Motion Picture Production, ή του κώδικα Hays, που καθόριζαν τις ηθικές κατευθυντήριες γραμμές για τη βιομηχανία του σινεμά. Η ίδια, η ηθοποιός χαρακτηρίστηκε ως «Ecstasy Girl»
Ο «οργασμός» που καθιέρωσε την Lamarr στο καλλιτεχνικό στερέωμα Η ταινία ήταν τσεχικής παραγωγής και ήταν η πρώτη που έδειχνε μια γυναίκα να απολαμβάνει το σεξ. Η νεαρή ηθοποιός υποδυόταν την «Εύα», μια νέα κοπέλα παντρεμένη με έναν αρκετά μεγαλύτερο άντρα η οποία σε μια βόλτα που έκανε στην εξοχή με το άλογο της, βούτηξε γυμνή σε μια λίμνη, ενώ εκείνο την εγκατέλειπε τρέχοντας μακρυά με τα ρούχα της. Η «Εύα», ενώ πάλευε να το προλάβει, αποκάλυπτε στο κοινό όλα τα αδιαμφισβήτητα κάλλη της. Στο τέλος της διαδρομής συνάντησε έναν νεαρό άνδρα με τον οποίο αφέθηκε το υπονοούμενο ότι είχε σεξουαλική επαφή, μέχρι που οι θεατές την είδαν να έρχεται σε οργασμό, ανάβοντας φυσικά στο τέλος ένα τσιγάρο. Ένας ακόμα λόγος που προκάλεσε αρνητικά σχόλια η ταινία ήταν ότι η «Εύα» ενώ είχε δηλώσει στον κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερο σύζυγό της ότι ήθελε να χωρίσουν, τεχνικά δεν ήταν διαζευγμένη επομένως θεωρήθηκε ότι με τον νεαρό διέπραξε μοιχεία, λόγος που εκείνα τα χρόνια σήμαινε δημόσια κατακραυγή και σε συνδυασμό με τον οργασμό ήταν αρκετό για να χαρακτηριστεί «αισχρού περιεχομένου». Η υποδοχή της ταινίας δίχασε το κοινό. Υπήρχαν εκείνοι που λάτρεψαν και αποθέωσαν την Hedy Lamarr, όπως για παράδειγμα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Βενετία, όπου είχαν μόνο καλά λόγια να πουν για την παραγωγή και τις υποκριτικές της ικανότητες. Αλλά δεν έλειπαν και εκείνοι που τη χαρακτήρισαν ως «επαίσχυντη βρωμιά». Ο πρώτος που την καταδίκασε ήταν ο Φριτς Μαντλ Μπούντε, ο αυστηρός σύζυγος της ηθοποιού, που ήταν κατασκευαστής οπλικών συστημάτων για τη ναζιστική Γερμανία. Χωρίς να χάσει χρόνο, έβαλε λυτούς και δεμένους να μπλοκάρουν την εξαγωγή της ταινίας σε άλλες χώρες και προσπάθησε με κάθε τρόπο να κατάσχει όλα τα αντίγραφα της. Αρχικά η εκκλησία ήθελε να αφορίσει και πιο συγκεκριμένα ο Πάπας Πίος ο ΙΒ” ο οποίος την κατήγγειλε στην εφημερίδα του Βατικανού, αλλά στο τέλος δεν έδωσε μεγαλύτερη έκταση. Η ταινία προβλήθηκε στις ΗΠΑ, εφτά χρόνια αργότερα, χωρίς να φέρει την σφραγίδα του κώδικα Motion Picture Production, ή του κώδικα Hays, που καθόριζαν τις ηθικές κατευθυντήριες γραμμές για τη βιομηχανία του σινεμά. Η ίδια, η ηθοποιός χαρακτηρίστηκε ως «Ecstasy Girl»