Ο γοητευτικός χαμαιλέων της υποκριτικής
Η Μέριλ Στριπ είναι αδιαμφισβήτητα η κορυφαία ηθοποιός της γενιάς της. Όμορφη, με έναν δικό της εντελώς τρόπο, , χαμηλών τόνων στην προσωπική της ζωή αλλά απόλυτα δυναμική στην έβδομη Τέχνη, έχει την ικανότητα να μετουσιώνει το ανεξάντλητο ταλέντο της σε ετερόκλητους ρόλους και να μας χαρίζει ανεπανάληπτες ερμηνείες. Η Στριπ γεννήθηκε με το όνομα Μέρι Λουίζ Στριπ στο Σάμιτ του Νιου Τ ζέρσεϊ από τους Μέρι Γουλφ και Χάρι Γουίλιαμ Στριπ Τζούνιορ. Μεγάλωσε στο Μπέρναρντσβιλ όπου και φοίτησε στο λύκειο Μπέρναρντς. Αρχικά ήθελε να γίνει δικηγόρος. Έχασε, όμως, τις εξετάσεις γιατί αποκοιμήθηκε κι έτσι αποφάσισε να σπουδάσει δραματική τέχνη στο Βάσαρ, στο Ντάρτμουθ και στο Γέιλ, όπου εμφανίστηκε σε πάνω από 30 θεατρικές παραγωγές. Ωστόσο, το ξεκίνημά της στον χώρο του θεάματος δεν ήταν στρωμένο με ροδοπέταλα. Πριν αναγνωριστεί το ταλέντο της, εργαζόταν ως σερβιτόρα σε ξενοδοχείο στο Νιου Τζέρσεϊ, ενώ σε ένα από τα πολλά δοκιμαστικά που περνούσε, βίωσε την απόλυτη απόρριψη. Ήταν το 1976 όταν ο Ιταλός παραγωγός του «Κινγκ Κονγκ» έκανε οντισιόν για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μόλις είδε τη Στριπ, φαίρεται να είπε στον γιο του στα ιταλικά: «Είναι άσχημη. Γιατί μου έφερες αυτό το πράγμα;». Η συνέχεια δεν ήταν αυτή που περίμενε, καθώς η Στριπ του απάντησε αναλόγως άπταιστα στη γλώσσα του! Η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της Στριπ ήταν στην ταινία του Φρεντ Τσίνεμαν Τζούλια το 1977, όπου υποδύθηκε ένα μικρό αλλά σημαντικό ρόλο πλάι στις Τζέιν Φόντα και Βανέσα Ρεντγκρέιβ.
Στα 66 της, είναι η ηθοποιός με τις περισσότερες υποψηφιότητες για Όσκαρ στην ιστορία του θεσμού, 19 στον αριθμό, έχοντας κατακτήσει τρία χρυσά αγαλματίδια, ισοψηφώντας με τους Τζακ Νίκολσον και Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Η μόνη που έχει κερδίσει περισσότερα, 4 συνολικά, είναι η γυναίκα που δημόσια έχει εκφραστεί για το πόσο κακή θεωρούσε τη Στριπ ως ηθοποιό. Ο λόγος για την Κάθριν Χέπμπορν. «Είναι η λιγότερο αγαπημένη μου νέα ηθοποιός. Οι ερμηνείες της είναι τόσο διαφανείς, που κανείς μπορεί να δει τα γρανάζια να κινούνται στο κεφάλι της», είχε δηλώσει η Χέπμπορν, αποδεικνύοντας ότι τελικά, κανείς δεν μπορεί να αρέσει σε όλους…Ό,τι κατέκτησε μέσα σε αυτά τα 40 χρόνια το οφείλει στην εργατικότητά της, «που αγγίζει τα όρια της εμμονής», όπως είχε πει ο συμπρωταγωνιστής της, Ντάστιν Χόφμαν, στο «Κράμερ εναντίον Κράμερ», όπου η Στριπ κέρδισε για την ερμηνεία της το πρώτο της Όσκαρ, αλλά και στην τύχη, που της χαμογέλασε αρκετές φορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ, που ήρθε μόλις σε ηλικία 29 ετών, για τη συμμετοχή της στη θρυλική ταινία «Ο Ελαφοκυνηγός».
Μιλώντας για την δουλειά της και το πως την προσεγγίζει, αναφέρει: «Είμαι περίεργη για τους άλλους ανθρώπους. Κι εκεί βρίσκεται η ουσία της υποκριτικής μου. Με ενδιαφέρει να ξέρω πώς θα ήταν αν ήμουν εσύ. Η υποκριτική δεν έχει να κάνει με το να προσποιείσαι ότι είσαι κάποιος άλλος, αλλά με το να βρίσκεις την ομοιότητα, σε αυτό που είναι προφανώς διαφορετικό, και πάνω σε αυτό να βρίσκεις τον εαυτό σου». Παραδέχεται ακόμη ότι «αν δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να απεικονίσω τέλεια τον χαρακτήρα στην οθόνη, δεν θα προσπαθήσω καν». Αυτό που επίσης τη βοήθησε ερμηνευτικά, είναι ότι έπαψε να ενδιαφέρεται για την εμφάνισή της: «Όταν ήμουν μικρή δεν είχα αυτοπεποίθηση, ούτε πίστευα ότι είμαι όμορφη. Θεωρούσα ότι είμαι καρατερίστα και ακόμα το πιστεύω. Και αυτό που έκανα από νωρίς και ήταν πραγματικά απελευθερωτικό, ήταν να σταματήσω να ασχολούμαι με την εμφάνισή μου, στο κομμάτι που αφορούσε τη δουλειά"
Το 2014 έγραψε ένα κείμενο, που δημοσίευσε στο διαδίκτυο και συμπυκνώνει την σοφία που απέκτησε όλα αυτά τα χρόνια δουλειάς σε μία απαιτητική και ψυχοφθόρα βιομηχανία -αυτή του θεάματος -με τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα πάνω της :«Δεν έχω υπομονή για κάποια πράγματα, όχι επειδή είμαι αλαζονική, αλλά επειδή έχω φτάσει σε ένα σημείο της ζωής μου όπου δεν μπορώ να χάνω χρόνο με ότι με δυσαρεστεί, ή με πληγώνει. Δεν έχω υπομονή για τον κυνισμό, για την υπερβολική κριτική και τις απαιτήσεις οποιασδήποτε φύσης. Δεν έχω πια τη διάθεση να αρέσω σε όσους δεν αρέσω, να αγαπάω αυτούς που δεν με αγαπάνε και να χαμογελάω σε αυτούς που δεν μου χαμογελάνε. Δεν μπορώ να χαλαλίσω ούτε λεπτό σε αυτούς που λένε ψέματα, ή θέλουν να με χειραγωγήσουν. Αποφάσισα ότι δεν θέλω να συνυπάρχω με οποιονδήποτε προσποιείται, υποκρίνεται, είναι ανειλικρινής ή με κολακεύει. Δεν μπορώ να ανεχθώ ούτε την επιλεκτική γνώση, ούτε την ακαδημαϊκή αλαζονεία. Δεν με ενδιαφέρει ούτε το κουτσομπολιό. Αντιπαθώ τις αντιπαραθέσεις και τις συγκρίσεις. Πιστεύω στον κόσμο των αντιθέτων και γι αυτό αποφεύγω ανθρώπους με δύσκαμπτες και άτεγκτες προσωπικότητες. Στη φιλία απεχθάνομαι την έλλειψη αφοσίωσης και την προδοσία. Δεν τα πάω καλά με όσους δεν ξέρουν να πουν μια καλή κουβέντα, ή μια λέξη ενθάρρυνσης. Βαριέμαι τις υπερβολές και δεν μπορώ να αποδεχθώ αυτούς που δεν αγαπάνε τα ζώα. Και πάνω από όλα δεν έχω υπομονή για όποιον δεν αξίζει την υπομονή μου»