"Οι λεξεις ηταν η μονη μου αγαπη"
"Μου κάναν και μαθήματα αγάπης, και νοημοσύνης. Μ’ έμαθαν επίσηςνα μετράω, καθώς και πώς να σκέφτομαι σωστά και λογικά. Αυτές οι γελοιότητες αποδείχτηκαν χρήσιμες σ’ορισμένες περιπτώσεις, δεν τ’ αρνιέμαι, περιπτώσεις που δεν θα είχαν υπάρξει ποτέ αν με είχαν αφήσει εξαρχής στην ησυχία μου. Τις χρησιμοποιώ ακόμα, για να ξύνομαι."
Σάμιουελ Μπέκετ 13 Απριλίου 1906 – 22 Δεκεμβρίου 1989
Ιρλανδός λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Το έργο του είναι βασικά μινιμαλιστικό, και σύμφωνα με ορισμένους ερμηνευτές, βαθιά απαισιόδοξο για την ανθρώπινη φύση. Η απαισιοδοξία αυτή αντανακλάται από την εκτενή και περίεργη αίσθηση του χιούμορ στο έργο του, καθώς και από το γεγονός ότι η περιγραφή των εμποδίων στην ανθρώπινη ζωή εξυπηρετεί την επιθυμία του Μπέκετ να δείξει ότι το "ταξίδι" είναι που αξίζει, παρά τις δυσκολίες του.Το 1969, τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ το 1984 εκλέχθηκε επικεφαλής της Aosdána, ένωσης ανθρώπων των Καλών Τεχνών της Ιρλανδίας. Η οικογένεια Beckett φημολογείτο ότι είχαν καταγωγή από Ουγενότους που μετακινήθηκαν από τη Γαλλία στην Ιρλανδία μετά την ανάκληση του Διατάγματος της Ναντς το 1685. Ο πατέρας του Beckett ήταν επιμετρητής ποσοτήτων και η μητέρα του νοσοκόμα.
Ιρλανδός λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Το έργο του είναι βασικά μινιμαλιστικό, και σύμφωνα με ορισμένους ερμηνευτές, βαθιά απαισιόδοξο για την ανθρώπινη φύση. Η απαισιοδοξία αυτή αντανακλάται από την εκτενή και περίεργη αίσθηση του χιούμορ στο έργο του, καθώς και από το γεγονός ότι η περιγραφή των εμποδίων στην ανθρώπινη ζωή εξυπηρετεί την επιθυμία του Μπέκετ να δείξει ότι το "ταξίδι" είναι που αξίζει, παρά τις δυσκολίες του.Το 1969, τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ το 1984 εκλέχθηκε επικεφαλής της Aosdána, ένωσης ανθρώπων των Καλών Τεχνών της Ιρλανδίας. Η οικογένεια Beckett φημολογείτο ότι είχαν καταγωγή από Ουγενότους που μετακινήθηκαν από τη Γαλλία στην Ιρλανδία μετά την ανάκληση του Διατάγματος της Ναντς το 1685. Ο πατέρας του Beckett ήταν επιμετρητής ποσοτήτων και η μητέρα του νοσοκόμα.
Περιμενοντας τον Γκοντό - Sydney theatre
Το τελος παιχνιδιου - Θεατρο Τζενη Καρεζη
Έγραψε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Dream of Fair to Middling Women, το οποίο εγκατέλειψε μετά τις απορρίψεις αρκετών εκδοτών (εκδόθηκε τελικά το 1993). Μετά από άλλα ταξίδια, όπως στη Γερμανία, όπου δήλωσε απέχθεια για τη δράση των Ναζί, βρέθηκε στο Παρίσι. Εκεί, τον Ιανουάριο του 1938, έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, καθώς αρνιόταν τις ανήθικες προτάσεις ενός περιβόητου μαστροπού της πόλης. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο νοσοκομείο, γνώρισε την Suzanne Deschevaux-Dumesnil, με την οποία θα διατηρούσε μια μακροχρόνια σχέση που θα κρατούσε σχεδόν 50 χρόνια..Κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ο Μπέκετ συμμετείχε στη Γαλλική Αντίσταση, δουλεύοντας ως . Ο Μπέκετ τιμήθηκε με το Μετάλλιο Αντίστασης και το Σταυρό του πολέμου από τη γαλλική κυβέρνηση για τη δράση του κατά της γερμανικής κατοχής, ωστόσο μέχρι το τέλος της ζωής του αναφερόταν με μετριοφροσύνη στο έργο του αυτό. Ο Μπέκετ έμαθε ότι κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1969. Αρνήθηκενα το παραλάβει και διέθεσε το χρηματικό έπαθλο των 73.000 δολαρίων σε νέου και πρωτοποριακούς καλλιτέχνες, ζωγράφους και σκηνοθέτες. Πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου του 1989. Έπασχε από εμφύσημα και πιθανότατα από τη νόσο του Πάρκινσον.
Θεατρικα εργα
Μπορεί ο ίδιος να βρήκε τον δρόμο για την σιωπή, όμως το έργο του αρνείται να μείνει σιωπηλό, προκαλώντας τον αναγνώστη με την απλότητά του και το ιδιάζον ύφος του. Στο θεατρικό έργο Περιμένοντας τον Γκοντό, αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα γραπτά του ο Μπέκετ παρουσιάζει έναν κόσμο βγαλμένο από την πιο ρεαλιστική φαντασίωση του δικού μας, έναν κόσμο απόλυτης κίνησης ή απόλυτης ακινησίας, απόλυτης μοναξιάς ή απόλυτης αγάπης, έναν κόσμο που η αναζήτηση της λύσης είναι μια αέναη διαδικασία χωρίς πιθανότητα επιτυχίας, μια αναζήτηση του τίποτα. Κι όμως, μέσα σε αυτό το λογοτεχνικό σύμπαν ο αναγνώστης του Μπέκετ μπορεί να δει τα προβλήματα του δικού του κόσμου και να ταυτιστεί με την διαρκή αυτή επίδειξη αδυναμίας, η οποία άλλωστε δεν απέχει πολύ από την καθημερινότητά του.
Ευτυχισμενες μερες - Εθνικο θεατρο
Ο Μπέκετ υπήρξε ένας από τους «ιδρυτές» αυτού που ονομάστηκε «θέατρο του παραλόγου». Στα θεατρικά του αναδεικνύεται ένα κλειστοφοβικό σύμπαν με τους πρωταγωνιστές να προσπαθούν μάταια να θέσουν τέλος στην κατάσταση στην οποία έχουν βρεθεί. Ο Γκοντό δεν θα έρθει ποτέ, όσο κι αν τον περιμένουν ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν. Αυτή η ματαιότητα της αναμονής όμως δεν είναι κάτι απρόσμενο για τους ήρωες, είναι απλά αθέμιτο, χωρίς όμως να είναι άγνωστο. Σε ολόκληρο το έργο οι δύο ήρωες μιλάνε σαν να είναι σίγουροι για την επιτυχή κατάληξη του εγχειρήματος τους και πράττουν σαν να είναι σίγουροι για την αποτυχία του.
"Ο James Joyce ήταν ένας συνθέτης: προσπαθούσε να φέρει
μέσα όσο περισσότερα μπορούσε. Εγώ είμαι ένας αναλυτής: προσπαθώ να αφήσω απ’ έξω όσο περισσότερα μπορώ."
μέσα όσο περισσότερα μπορούσε. Εγώ είμαι ένας αναλυτής: προσπαθώ να αφήσω απ’ έξω όσο περισσότερα μπορώ."
Σε αντίθεση με την μοναξιά των περισσότερων χαρακτήρων των μυθιστορημάτων του, οι οποίοι συνήθως δρουν κάτω από το βάρος του ενστίκτου και των πρώτων τους σκέψεων, ο Μπέκετ, ως θεατρικός συγγραφέας, αλληλοεξουδετερώνει αυτές τις τάσεις μέσα από την επικοινωνία του ζευγαριού. Το ίδιο συμβαίνει και στο Τέλος του Παιχνιδιού, όπου η σχέση των δύο χαρακτήρων, Χαμ και Κλοβ μοιάζει βαθιά αλλά απροσδιόριστη και παρατείνει την μονοτονία της κατάστασης που βιώνουν. Η γραφή του Μπέκετ δεν περιγράφει συναισθήματα, περιγράφει πράξεις που γεννούν εντυπώσεις συναισθημάτων. Οι ήρωές του είναι ψυχογραφημένοι με τέτοιον τρόπο που καθίσταται πολύ ευκολότερο για τον αναγνώστη να δει τον εαυτό του μέσα τους, παρά να τους γνωρίσει καθαυτούς. Το παρελθόν τους είναι άγνωστο, ενώ το μέλλον τους παρουσιάζεται ως ένα μέλλον κάποιου άλλου, με τον οποίο τα κοινά σημεία είναι τόσο δυσδιάκριτα, ώστε να γίνονται κατανοητά μόνο χάρη στη θέληση του αναγνώστη να διατηρήσει ο ίδιος την δική του συνοχή. Το παρόν τους περιγράφεται με μια ουδετερότητα που δεν αρμόζει στην αρνητικότητα της κατάστασης. Αυτή είναι ίσως κι η μαγεία της γραφής του Μπέκετ, ότι καταφέρνει να παρουσιάσει το υπερβολικά δυσάρεστο ως αυτό που εν τέλει πραγματικά είναι: μία ακόμη πιθανή ζωή μέσα στις άπειρες. Ο τόπος και ο χρόνος είναι πάντοτε αφηρημένοι, σχεδόν άγνωστοι, αλλά υπαρκτοί. Το πολύ και το λίγο, το κοντά και το μακριά, το δίκαιο και το άδικο αποκτούν στα έργα του μια δική τους αξία, ξεφεύγοντας από το υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο. Ο Μπέκετ είναι άναρχος, αινιγματικός και παράδοξος σε όλα τα επίπεδα του έργου του. Την παραληρηματική του γλώσσα πλαισιώνουν οι δυνατές, μεταφυσικές εικόνες, μια πρωτοφανής χρονική αυθαιρεσία, οι κατακερματισμένοι χαρακτήρες και η πλοκή που περισσότερο θυμίζει αίνιγμα. Παρόλο που η λογική δε λείπει από το έργο του Μπέκετ, ο Μάρτιν Έσλιν θα το αποκαλέσει «Θέατρο του Παραλόγου», εξηγώντας: «κάθε απόπειρα να καταλήξει κανείς σε μια ξεκάθαρη και σίγουρη ερμηνεία θα ήταν τόσο παράλογη, όσο και το να προσπαθήσει να ανακαλύψει και να καθορίσει που ακριβώς αρχίζει και που ακριβώς τελειώνει το περίγραμμα ενός κιάρο–σκούρο σ’ έναν πίνακα του Ρέμπραντ, ξύνοντας τη μπογιά».