Εξαιρετική ηθοποιός, με πορσελάνινο πρόσωπο, στυλάτη και διακριτική, φημίζεται για τις επιλεκτικές της εμφανίσεις και την σταθερή της ερμηνεία σε δύσκολους ρόλους.Το 2015 βραβεύτηκε με το πρώτο της Όσκαρ, υποδυόμενη μία γυναίκα που έπασχε από πρώιμη νόσο Αλτζχάϊμερ, σε μία ερμηνεία χαμηλών τόνων, με σπαρακτική ευαισθησία και ωριμότητα.
«Η "κανονική Τζούλι" είναι ένας κανονικός άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι. Δεν φοβάμαι το πέρασμα του χρόνου ή τα γηρατειά. Το αντίθετο: μου αρέσει που μεγαλώνω, γιατί όσο μεγαλώνεις και οι εμπειρίες σου αυξάνονται τόσο ανακαλύπτεις ποιος πραγματικά είσαι, τι σου αρέσει και γιατί κάνεις αυτό που κάνεις. Ξέρω πια τι αγαπώ περισσότερο στη ζωή μου: την οικογένειά μου και τη δουλειά μου. Το πέρασμα του χρόνου με έκανε να καταλάβω καλύτερα τι αρέσει στην "κανονική Τζούλι"».
Η Τζουλιάν Μουρ γεννήθηκε στο Fayetteville της Βόρειας Καρολίνα, στις 3 Δεκεμβρίου 1960. Η μητέρα της, Αν ΜακΝίλ ΜακΛίν, ήταν ψυχολόγος και κοινωνική λειτουργός, που μετανάστευσε από τη Σκωτία και ο πατέρας της Πίτερ Μουρ Σμιθ, ήταν στρατιωτικός δικηγόρος, πιλότος ελικοπτέρου και συνταγματάρχης. Ως κόρη στρατιωτικού, έζησε σε πολλά μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών και στη Γερμανία. Η Μουρ φοίτησε στο Λύκειο J.E.B. Stuart της Βιρτζίνια και στο Αμερικανικό Λύκειο της Φρανκφούρτης στη Γερμανία, όπου αποφοίτησε το 1979. Πήρε το πτυχίο της από το Κολέγιο Καλών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης.Το 1983 η Μουρ μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και εργάστηκε ως σερβιτόρα πριν κερδίσει ένα ρόλο στη σαπουνόπερα As the World Turns, για την οποία πήρε βραβείο Έμμυ. Στη σειρά έπαιξε από το 1985 μέχρι το 1988. Η Μουρ άρχισε να κάνει τις κινηματογραφικές εμφανίσεις στις αρχές της δεκαετίας του '90, υποδυόμενη κυρίως β' ρόλους όπως Με Το Χέρι Στην Κούνια (The Hand That Rocks the Cradle, 1992), Μπενυ και Τζουν (Benny & Joon, 1993) και Ο Φυγάς (The Fugitive, 1993). To 1995 πρωταγωνίστησε μαζί με τον Χιου Γκραντ στη ρομαντική κωμωδία Εννέα Μήνες (Nine Months) και στη μεγάλη εισπρακτική επιτυχία Ο Χαμένος Κόσμος: Τζουράσικ Παρκ (The Lost World: Jurassic Park, 1997) του Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Ο πρώτος της πρωταγωνιστικός ρόλος ήταν στο ανεξάρτητο φιλμ Safe (1995) και για την ερμηνεία της έλαβε εξαιρετικές κριτικές. Το 1997 έλαβε την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ στην κατηγορία β' γυναικείου ρόλου για την ταινία Boogie Nights. Ακολούθησε η ταινία Το Τέλος Μιας Σχέσης (The End of the Affair, 1999) και η δεύτερη υποψηφιότητα στην κατηγορία α' γυναικείου ρόλου. Το 2002 θα εμφανιστεί σε δύο πολυβραβευμένες ταινίες Ο Παράδεισος Είναι Μακριά (Far From Heaven) και Οι Ώρες (The Hours). Για την ερμηνεία της και στις δύο ταινίες έλαβε διπλή υποψηφιότητα στα Όσκαρ. Παράλληλα πρωταγωνίστησε στις εισπρακτικές επιτυχίες Χάνιμπαλ (Hannibal, 2001), αντικαθιστώντας την Τζόντι Φόστερ και Η Εμμονή (The Forgotten, 2004) και στην καλτ ταινία Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι (The Big Lebowski, 1998) των αδερφών Κοέν.
Το 2006 εμφανίστηκε στην ταινία Τα Παιδιά των Ανθρώπων (Children of Men) μαζί με τον Κλάιβ Όουεν και την επόμενη χρονιά στην περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας Next και στο δράμα Savage Grace. To 2008 πρωταγωνίστησε μαζί με τον Μαρκ Ράφαλο στην ταινία Περί Τυφλότητος (Blindness) σε σκηνοθεσία Φερνάντο Μεϊρέγιες. Την επόμενη χρονιά έπαιξε μαζί με τον Κόλιν Φερθ στο Ένας Άντρας Μόνος (A Single Man) για την οποία έλαβε την πέμπτη της υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα. Το 2009 έκανε γκεστ εμφάνιση σε πέντε επεισόδια στην αμερικανική σειρά 30 Rock.
Το 2006 εμφανίστηκε στην ταινία Τα Παιδιά των Ανθρώπων (Children of Men) μαζί με τον Κλάιβ Όουεν και την επόμενη χρονιά στην περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας Next και στο δράμα Savage Grace. To 2008 πρωταγωνίστησε μαζί με τον Μαρκ Ράφαλο στην ταινία Περί Τυφλότητος (Blindness) σε σκηνοθεσία Φερνάντο Μεϊρέγιες. Την επόμενη χρονιά έπαιξε μαζί με τον Κόλιν Φερθ στο Ένας Άντρας Μόνος (A Single Man) για την οποία έλαβε την πέμπτη της υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα. Το 2009 έκανε γκεστ εμφάνιση σε πέντε επεισόδια στην αμερικανική σειρά 30 Rock.
Το 2010 πρωταγωνίστησε στο ερωτικό θρίλερ Υποψία (Chloe) και στη δραματική κωμωδία Τα Παιδιά Είναι Εντάξει (The Kids Are All Right) μαζί με τους Ανέτ Μπένινγκ και Μάρκ Ράφαλο. Για την ερμηνεία της έλαβε την έκτη της υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα.Το 2012 υποδύθηκε τη Σάρα Πάλιν στην τηλεταινία Game Change. Για την ερμηνεία βραβεύτηκε με Έμμυ α' γυναικείου ρόλου σε μίνι σειρά ή ταινία Χρυσή Σφαίρα Α' Γυναικείου Ρόλου σε Μίνι Σειρά ή Τηλεταινία και Screen Actors Guild Award Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας σε Τηλεταινία ή Μίνι Σειρά. Την ίδια χρονιά συμπρωταγωνίστησε με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο στο Άλλη μια Νύχτα (Being Flynn). Η Μουρ ήταν παντρεμένη με τον Τζον Γκουλντ Ρούμπιν από το 1986 μέχρι το 1995. Το 1996 είχε σχέση με το σκηνοθέτη Μπαρτ Φρέντλιχ .Παντρεύτηκαν στις 23 Αυγούστου του 2003 και έκαναν δύο παιδιά, τον Κέιλεμπ και τη Λιβ Έλεν. Παρά το γεγονός ότι η Μουρ ήταν μιας άκρως παραγωγική ηθοποιός σχεδόν για τρεις δεκαετίες, έχει αποφασίσει πλέον να επικεντρωθεί στην ανατροφή των παιδιών της. Είναι ακτιβίστρια και κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2004, δώρησε 2.000 δολάρια στην προεκλογική καμπάνια του Τζον Κέρι. Υποστηρίζει ενεργά το γάμο ομοφυλοφίλων.
«Φυσικά και είμαι χαρούμενη για το Οσκαρ. Και μόνο που το συζητάμε. Είναι υπέροχο να ξέρεις πως υπάρχουν άνθρωποι που είναι ενθουσιασμένοι με τη δουλειά σου. Ολοι αγαπάμε τον έπαινο. Είναι τιμή να συζητάνε το όνομά σου», υποστηρίζει σε συνέντευξή της.
"Θα με έλεγα κανονική για να μη πω βαρετή" δήλωσε η ηθοποιός περιγράφοντας τον εαυτό της. «Τέτοιος άνθρωπος είμαι, τελικά. Δεν είμαι εξαιρετικά εξωτική. Δεν είμαι πολύ εκκεντρική. Ζω στο Δυτικό Village στη Νέα Υόρκη. Εχω δύο πραγματικά υπέροχα παιδιά. Εχω ένα σπουδαίο σύζυγο. Μου αρέσει πολύ η πόλη μου. Μου αρέσει να περπατάω σε αυτήν. Ξέρω να δίνω αξία στη συνηθισμένη μου ζωή και τη ζωή της οικογένειάς μου. Αλλά επίσης εκτιμώ αφάνταστα και τη ζωή της φαντασίας, τη ζωή των ιστοριών. Γιατί νιώθω πως μέσα από τις ιστορίες και τις αφηγήσεις μιλάμε πραγματικά για αυτό που είμαστε». Η επιτυχημένη ηθοποιός φωτογραφήθηκε για το περιοδικό New Beauty Magazine και αποκάλυψε μερικά από τα μυστικά ομορφιάς της, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο καταφέρνει να διατηρεί τις τέλειες αναλογίες της. «Θα πω το κλισέ. Πίνω πολύ νερό, προσέχω τι τρώω και αν μια μέρα φάω περισσότερο την επόμενη θα φάω λιγότερο. Όταν δε, μου λένε πως έχω αδυνατίσει τους απαντάω πως κιλά χάνω μόνο από το μυαλό μου και όχι από το σώμα μου» δήλωσε στο περιοδικό η ηθοποιός. Οταν την ρώτησαν πως καταφέρνει να διατηρεί την αλαβάστρινη επιδερμίδα της, εκείνη απάντησε πως από μικρό κοριτσάκι δεν την άφηνε η μητέρα της να εκτεθεί στον ήλιο: «Με πήγαινε για μπάνιο πάντα πριν το μεσημέρι ή αργά το απόγευμα. Επέλεγε να είμαστε πάντα στη σκιά γιατί θεωρούσε πως οι ακτίνες του ήλιο ήταν βλαβερές. Ακριβώς το ίδιο κάνω και εγώ με την κόρη μου».Τέλος, αναφέρει πως απολαμβάνει το γεγονός ότι μεγαλώνει και δεν έχει κανένα πρόβλημα με την ηλικία της.
Αυτό που κάνει ένας ηθοποιός, το να προσπαθεί να καταλάβει τους χαρακτήρες που υποδύεται και να δει τα πράγματα από τη δική τους οπτική, είναι αυτό που πρέπει όλοι να κάνουμε στη ζωή μας. Οσα μας χωρίζουν δεν μας βοηθούν. Πρέπει να προσπαθούμε να έρθουμε κοντά στη διαφορετικότητα του άλλου».
Για καμία από τις τέσσερις συγκλονιστικές ερμηνείες για τις οποίες προτάθηκε (β' ρόλου στο «Boogie Nights» και τις «Ωρες», α' ρόλου στο «Τέλος μιας Σχέσης» και το «Far From Heaven») και για τις υπόλοιπες που δεν προτάθηκε καν από την Ακαδημία και που είναι αδύνατον να τις απαριθμήσεις μέσα σε μια φιλμογραφία που διαθέτει ελάχιστες αστοχίες και ρόλους όχι αντάξιους του ταλέντου της. Η τελευταία της μάλιστα παρουσία στις υποψηφιότητες ήταν το 2003 (διπλή για α' και β' ρόλο), πράγμα που σημαίνει πως εδώ και 12 χρόνια η Ακαδημία δεν θεώρησε πως υπήρξε κάποιος ρόλος της που να άξιζε να επισημανθεί έστω και με μια υποψηφιότητα.
Ευτυχώς, μια άλλη ταινία - πολύ μικρότερη σε μέγεθος και φήμη -έφερε την Τζούλιαν Μουρ όχι μόνο στην υποψηφιότητα αλλά και στο βραβείο. Αυτή είναι το «Still Alice» των Ρίτσαρντ Γκλέιτζερ και Γουός Γουέστμορλαντ που έκανε την πρεμιέρα της στο 39ο Διεθνές Φεστιβάλ του Τορόντο και λύγισε τους θεατές με την ιστορία μια γυναίκας (συζύγου και μητέρας), ακαδημαϊκού που διαγιγνώσκεται με απαρχές της νόσου Αλτζχάιμερ. Βασισμένο στο best-seller της Λίζα Τζένοβα, το «Still Alice», στο οποίο η Μουρ συμπρωταγωνιστεί με τους Αλεκ Μπόλντγουιν, Κέιτ Μπόσγουορθ και Κρίστεν Στίουαρτ,πρόσφερε επάξια το πολυπόθητο 'Οσκαρ στην ταλαντούχα Αμερικανίδα ηθοποιό.
"Μέχρι να κάνω την ταινία δεν είχα κάποια προσωπική σχέση με την ασθένεια, με την έννοια ότι δεν γνώριζα κάποιον που να την έχει. Αισθανόμουν μεγάλη ευθύνη και ήθελα να είμαι όσο πιο ακριβής και αληθινή γινόταν. Δεν ήθελα να υπάρχει τίποτα στην ταινία που να είναι μυθοπλασία αλλά όλα να προέρχονται από πραγματικά γεγονότα, γι' αυτό και ήταν αναγκαίο να κάνω ενδελεχή έρευνα.
Δεν θα μπορούσα ποτέ να καταλάβω πραγματικά την ασθένεια χωρίς τη βοήθεια των ανθρώπων στον Σύλλογο Αλτσχάιμερ που μοιράστηκαν μαζί μου τις εμπειρίες τους με ειλικρίνεια και τόλμη",λέει η ίδια για την ταινία.
Σχετικά με την επιλογή των ρόλων της,αναφέρει:«Μου αρέσει να υπάρχει ποικιλία στις ταινίες που κάνω. Αν έχω ένα ταλέντο για κάτι, αυτό είναι η ανάγνωση σεναρίων. Πιστεύω ότι έχω πολύ καλό ένστικτο για να καταλάβω αμέσως αν ο ρόλος και η ταινία είναι κάτι που αξίζει να πω το ναι. Θυμάμαι ότι όταν διάβασα το σενάριο για το "Boogie Nights" του Πολ Τόμας Αντερσον και για τα "Στιγμιότυπα" του Ρόμπερτ Αλτμαν, αμέσως ένιωσα πως ήταν ξεχωριστά. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο είδος γραφής, γι' αυτό και δέχθηκα αμέσως να συμμετάσχω».
Ευτυχώς, μια άλλη ταινία - πολύ μικρότερη σε μέγεθος και φήμη -έφερε την Τζούλιαν Μουρ όχι μόνο στην υποψηφιότητα αλλά και στο βραβείο. Αυτή είναι το «Still Alice» των Ρίτσαρντ Γκλέιτζερ και Γουός Γουέστμορλαντ που έκανε την πρεμιέρα της στο 39ο Διεθνές Φεστιβάλ του Τορόντο και λύγισε τους θεατές με την ιστορία μια γυναίκας (συζύγου και μητέρας), ακαδημαϊκού που διαγιγνώσκεται με απαρχές της νόσου Αλτζχάιμερ. Βασισμένο στο best-seller της Λίζα Τζένοβα, το «Still Alice», στο οποίο η Μουρ συμπρωταγωνιστεί με τους Αλεκ Μπόλντγουιν, Κέιτ Μπόσγουορθ και Κρίστεν Στίουαρτ,πρόσφερε επάξια το πολυπόθητο 'Οσκαρ στην ταλαντούχα Αμερικανίδα ηθοποιό.
"Μέχρι να κάνω την ταινία δεν είχα κάποια προσωπική σχέση με την ασθένεια, με την έννοια ότι δεν γνώριζα κάποιον που να την έχει. Αισθανόμουν μεγάλη ευθύνη και ήθελα να είμαι όσο πιο ακριβής και αληθινή γινόταν. Δεν ήθελα να υπάρχει τίποτα στην ταινία που να είναι μυθοπλασία αλλά όλα να προέρχονται από πραγματικά γεγονότα, γι' αυτό και ήταν αναγκαίο να κάνω ενδελεχή έρευνα.
Δεν θα μπορούσα ποτέ να καταλάβω πραγματικά την ασθένεια χωρίς τη βοήθεια των ανθρώπων στον Σύλλογο Αλτσχάιμερ που μοιράστηκαν μαζί μου τις εμπειρίες τους με ειλικρίνεια και τόλμη",λέει η ίδια για την ταινία.
Σχετικά με την επιλογή των ρόλων της,αναφέρει:«Μου αρέσει να υπάρχει ποικιλία στις ταινίες που κάνω. Αν έχω ένα ταλέντο για κάτι, αυτό είναι η ανάγνωση σεναρίων. Πιστεύω ότι έχω πολύ καλό ένστικτο για να καταλάβω αμέσως αν ο ρόλος και η ταινία είναι κάτι που αξίζει να πω το ναι. Θυμάμαι ότι όταν διάβασα το σενάριο για το "Boogie Nights" του Πολ Τόμας Αντερσον και για τα "Στιγμιότυπα" του Ρόμπερτ Αλτμαν, αμέσως ένιωσα πως ήταν ξεχωριστά. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο είδος γραφής, γι' αυτό και δέχθηκα αμέσως να συμμετάσχω».