Μύθος και σύμβολο του σεξ των δεκαετιών 1950 και 1960, ήταν αστέρι παγκόσμιας αναγνωρισιμότητας,
ηγερία και μούσα των μεγαλύτερων καλλιτεχνών της εποχής. Έμβλημα της γυναικείας χειραφέτησης και της σεξουαλικής απελευθέρωσης, έφερε επανάσταση στα ήθη περνώντας από γυναίκα-παιδί σε femme fatale, ελεύθερη και προκλητική,
ενζενί και ελευθεριάζουσα, σε μια εποχή μεταπολεμική και συντηρητική. Εκατό εραστές αλλά και ερωμένες, τέσσερις γάμους,τέσσερις απόπειρες αυτοκτονίας κι ένα παιδί που απαρνήθηκε είναι ορισμένα από τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της «Μπε-Μπε».
ηγερία και μούσα των μεγαλύτερων καλλιτεχνών της εποχής. Έμβλημα της γυναικείας χειραφέτησης και της σεξουαλικής απελευθέρωσης, έφερε επανάσταση στα ήθη περνώντας από γυναίκα-παιδί σε femme fatale, ελεύθερη και προκλητική,
ενζενί και ελευθεριάζουσα, σε μια εποχή μεταπολεμική και συντηρητική. Εκατό εραστές αλλά και ερωμένες, τέσσερις γάμους,τέσσερις απόπειρες αυτοκτονίας κι ένα παιδί που απαρνήθηκε είναι ορισμένα από τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της «Μπε-Μπε».
Η Μπριζίτ Αν Μαρί Μπαρντό (Brigitte Anne-Marie Bardot) γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1934 στο Παρίσι. Ο πατέρας της Λουί Μπαρντό (1896 - 1975) ήταν μηχανικός και δούλευε στην οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής βιομηχανικών αερίων. Η μητέρα της Μαρί Μισέλ (1912-1978), που είχε σπουδάσει χορό κι έγραφε ποίηση, την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τη μουσική και το χορό. Η μοναδική ομορφιά της νεαρής Μπριζίτ δεν πέρασε απαρατήρητη και στα 15 της ξεκίνησε καριέρα στο χώρο του μόντελινγκ, ποζάροντας σε εξώφυλλα περιοδικών. Στα 18 της έκανε την πρώτη της εμφάνισή στη μεγάλη οθόνη, κρατώντας ένα μικρό ρόλο στην κωμωδία του Ζαν Μπογιέ «Τρελλός για Αγάπη» («Le trou normand»). Τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε τον γάλλο σκηνοθέτη Ροζέ Βαντίμ (1928-2000), ο οποίος θα την κάνει διάσημη τέσσερα χρόνια αργότερα με τη δραματική ταινία «Και ο Θεός... έπλασε τη γυναίκα» («Et Dieu... crea la femme». Οι περιπέτειες της ταινίας στην Αμερική με τη λογοκρισία συνέβαλαν στη δημιουργία του μύθου της Μπε - Μπε, όπως ήταν επίσης γνωστή με τα γαλλικά αρχικά του ονοματεπωνύμου της.
Η ομορφιά της την έκανε αντικείμενο του πόθου για τον άρρενα πληθυσμό όπου γης και η φήμη της παραβλήθηκε μ’ εκείνη της Γκρέτα Γκάρμπο και της Μάρλεν Ντίτριχ. Οι Γάλλοι διανοούμενοι την ύμνησαν. Η Σιμόν Ντε Μποβουάρ στο δοκίμιό της «Το σύνδρομο της Λολίτας» (1959) περιέγραψε την Μπαρντό ως την «ατμομηχανή της γυναικείας ιστορίας» και τη χαρακτήρισε ως την πρώτη και πιο απελευθερωμένη γυναίκα της μεταπολεμικής Γαλλίας. Η Μπαρντό χώρισε τον μέντορά της το 1957 και δυο χρόνια αργότερα παντρέυτηκε τον κατά δύο χρόνια μικρότερό της Ζακ Σαριέ, ηθοποιό και παραγωγό, με τον οποίο απέκτησε το μοναδικό της παιδί το 1960, τον Νικολά-Ζακ Σαριέ. Στα διαλείμματα των κινηματογραφικών της υποχρεώσεων ασχολήθηκε με τη μουσική και ηχογράφησε πολλά δημοφιλή τραγούδια: «Harley Davidson», «Je Me Donne A Qui Me Plait», «Bubble gum», «Contact», «Je Reviendrais Toujours Vers Toi», «L'Appareil A Sous», «La Madrague», «Le Soleil De Ma Vie», «On Demenage», «Sidonie», «Tu Veux, Tu Veux Pas». O Σερζ Γκενζμπούρ, που ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της, έγραψε γι’ αυτήν το 1967 την ερωτική μπαλάντα «Je t' aime… moi no plus» («Σ' αγαπώ…εγώ όχι πια»). Αρνήθηκε να την τραγουδήσει και την έκανε επιτυχία η αγγλίδα στάρλετ Τζέιν Μπίρκιν, που διαδέχτηκε στην καρδιά του Γκενζμπούρ την Μπε-Μπε. Στη συνέχεια έπαιξε σε ταινίες σπουδαίων Γάλλων σκηνοθετών, όπως του Λουί Μαλ («Ιδιωτική Ζωή», «Βίβα Μαρία»), Ζαν Λικ Γκοντάρ («Η Περιφρόνηση») και του Ανρί Ζορζ Κλουζό («Όσα δεν έσβησε ο άνεμος»). Το 1966 παντρεύτηκε για τρίτη φορά με τον γερμανό πλέι-μπόι Γκίντερ Ζακς (1932-2011), με τον οποίο χώρισε τρία χρόνια αργότερα.
Η ομορφιά της την έκανε αντικείμενο του πόθου για τον άρρενα πληθυσμό όπου γης και η φήμη της παραβλήθηκε μ’ εκείνη της Γκρέτα Γκάρμπο και της Μάρλεν Ντίτριχ. Οι Γάλλοι διανοούμενοι την ύμνησαν. Η Σιμόν Ντε Μποβουάρ στο δοκίμιό της «Το σύνδρομο της Λολίτας» (1959) περιέγραψε την Μπαρντό ως την «ατμομηχανή της γυναικείας ιστορίας» και τη χαρακτήρισε ως την πρώτη και πιο απελευθερωμένη γυναίκα της μεταπολεμικής Γαλλίας. Η Μπαρντό χώρισε τον μέντορά της το 1957 και δυο χρόνια αργότερα παντρέυτηκε τον κατά δύο χρόνια μικρότερό της Ζακ Σαριέ, ηθοποιό και παραγωγό, με τον οποίο απέκτησε το μοναδικό της παιδί το 1960, τον Νικολά-Ζακ Σαριέ. Στα διαλείμματα των κινηματογραφικών της υποχρεώσεων ασχολήθηκε με τη μουσική και ηχογράφησε πολλά δημοφιλή τραγούδια: «Harley Davidson», «Je Me Donne A Qui Me Plait», «Bubble gum», «Contact», «Je Reviendrais Toujours Vers Toi», «L'Appareil A Sous», «La Madrague», «Le Soleil De Ma Vie», «On Demenage», «Sidonie», «Tu Veux, Tu Veux Pas». O Σερζ Γκενζμπούρ, που ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της, έγραψε γι’ αυτήν το 1967 την ερωτική μπαλάντα «Je t' aime… moi no plus» («Σ' αγαπώ…εγώ όχι πια»). Αρνήθηκε να την τραγουδήσει και την έκανε επιτυχία η αγγλίδα στάρλετ Τζέιν Μπίρκιν, που διαδέχτηκε στην καρδιά του Γκενζμπούρ την Μπε-Μπε. Στη συνέχεια έπαιξε σε ταινίες σπουδαίων Γάλλων σκηνοθετών, όπως του Λουί Μαλ («Ιδιωτική Ζωή», «Βίβα Μαρία»), Ζαν Λικ Γκοντάρ («Η Περιφρόνηση») και του Ανρί Ζορζ Κλουζό («Όσα δεν έσβησε ο άνεμος»). Το 1966 παντρεύτηκε για τρίτη φορά με τον γερμανό πλέι-μπόι Γκίντερ Ζακς (1932-2011), με τον οποίο χώρισε τρία χρόνια αργότερα.
«Είμαι μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες, έχω μια μύτη και ένα στόμα, έχω αισθήματα και σκέψεις, αλλά η ζωή μου γίνεται ανυπόφορη. Η ψυχή μου δεν μου ανήκει πια. Για μένα, το βεντετιλίκι είναι μια βιτρίνα. Δεν μπορώ να ζήσω όπως επιθυμώ. Η ύπαρξή μου είναι απλά υπόγεια. Ναι, θέλω να αισθανθώ το φρέσκο αέρα σπίτι μου, δεν μπορώ να ανοίξω το παράθυρο, γιατί θα υπάρχει ένας φωτογράφος καθισμένος στη στέγη απέναντι. Υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή μου για τα οποία δεν μπορώ να πω ότι μου ανήκουν»
Το 1973, σε ηλικία μόλις 39 χρονών, αποσύρεται από τον καλλιτεχνικό χώρο και αφιερώνεται ψυχή και σώματι στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων, μέσα από το ομώνυμο ίδρυμά της. Συχνά - πυκνά θα στρέψει τα βέλη της κατά των ελληνικών αρχών για την αδιαφορία που επιδεικνύουν στην προστασία των ζώων. Γι’ αυτό το σκοπό θα επισκεφθεί την Αθήνα το 1997 και θα τιμηθεί για τη δράση της από οικολογικές οργανώσεις. Το 1983 διαγνώστηκε ότι πάσχει από καρκίνο του μαστού. Αρνήθηκε οποιαδήποτε θεραπεία, πιστεύοντας ότι αυτή είναι η μοίρα της. Της άλλαξε γνώμη η φίλη της ηθοποιός Μαρίνα Βλαντί και κυριολεκτικά της έσωσε τη ζωή.
Το 1986 δημιούργησε το Ιδρυμα Μπριζίτ Μπαρντό για την προστασία των ζώων. Για να συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα, εκποίησε σχεδόν όλη την περιουσία της. Εβγαλε σε δημοπρασία οικογενειακά κειμήλια και έπιπλα, έργα τέχνης και κοσμήματα, ρούχα και κινηματογραφικά κοστούμια - ακόμη και το νυφικό που φορούσε στο γάμο της με τον Ροζέ Βαντίμ. Εκτοτε, έδωσε πολλές και σκληρές μάχες: με Ρώσους για τις κυνομαχίες, με Ιάπωνες για το κυνήγι δελφινιών και φαλαινών, με Ρουμάνους και Ουκρανούς για τις μαζικές εξοντώσεις αδεσπότων, με Ευρωπαίους και Αμερικανούς κτηνοτρόφους για τις άθλιες συνθήκες θανάτωσης ζώων σε σφαγεία - ακόμη και με τον τέως βασιλιά της Ισπανίας Χουάν Κάρλος, όταν έμαθε ότι επιδόθηκε σε κυνήγι ελεφάντων στην Μποτσουάνα. Τα ζώα είναι ίσως για εκείνη η πραγματική οικογένεια - εκείνη που δεν απέκτησε ποτέ. Το 2004 καταδικάσθηκε σε χρηματική ποινή 5.000 ευρώ για πρόκληση ρατσιστικού μίσους, όταν τα έβαλε με τους μουσουλμάνους της Γαλλίας. Από το 1992 είναι παντρεμένη με τον Γάλλο επιχειρηματία Μπερνάρ Ντ’ Ορμάλ (γ. 1941), πρώην σύμβουλο του ακροδεξιού ηγέτη Ζαν Μαρί Λεπέν, γεγονός που στέρησε αρκετά από τη δημοφιλία της. H Μπριζίτ Μπαρντό τοποθετήθηκε από το γνωστό κινηματογραφικό περιοδικό Empire στην 9η θέση της λίστας με τις 100 πιο σέξι σταρ στην ιστορία του κινηματογράφου (1995) και στην 49η θέση με τις 100 κορυφαίες σταρ του κινηματογράφου (1997)
Το 1986 δημιούργησε το Ιδρυμα Μπριζίτ Μπαρντό για την προστασία των ζώων. Για να συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα, εκποίησε σχεδόν όλη την περιουσία της. Εβγαλε σε δημοπρασία οικογενειακά κειμήλια και έπιπλα, έργα τέχνης και κοσμήματα, ρούχα και κινηματογραφικά κοστούμια - ακόμη και το νυφικό που φορούσε στο γάμο της με τον Ροζέ Βαντίμ. Εκτοτε, έδωσε πολλές και σκληρές μάχες: με Ρώσους για τις κυνομαχίες, με Ιάπωνες για το κυνήγι δελφινιών και φαλαινών, με Ρουμάνους και Ουκρανούς για τις μαζικές εξοντώσεις αδεσπότων, με Ευρωπαίους και Αμερικανούς κτηνοτρόφους για τις άθλιες συνθήκες θανάτωσης ζώων σε σφαγεία - ακόμη και με τον τέως βασιλιά της Ισπανίας Χουάν Κάρλος, όταν έμαθε ότι επιδόθηκε σε κυνήγι ελεφάντων στην Μποτσουάνα. Τα ζώα είναι ίσως για εκείνη η πραγματική οικογένεια - εκείνη που δεν απέκτησε ποτέ. Το 2004 καταδικάσθηκε σε χρηματική ποινή 5.000 ευρώ για πρόκληση ρατσιστικού μίσους, όταν τα έβαλε με τους μουσουλμάνους της Γαλλίας. Από το 1992 είναι παντρεμένη με τον Γάλλο επιχειρηματία Μπερνάρ Ντ’ Ορμάλ (γ. 1941), πρώην σύμβουλο του ακροδεξιού ηγέτη Ζαν Μαρί Λεπέν, γεγονός που στέρησε αρκετά από τη δημοφιλία της. H Μπριζίτ Μπαρντό τοποθετήθηκε από το γνωστό κινηματογραφικό περιοδικό Empire στην 9η θέση της λίστας με τις 100 πιο σέξι σταρ στην ιστορία του κινηματογράφου (1995) και στην 49η θέση με τις 100 κορυφαίες σταρ του κινηματογράφου (1997)
"Για χρόνια, υπέφερα σε έναν τρελό, ανισόρροπο κόσμο.
Εδωσα τα νιάτα μου και την ομορφιά μου στους άντρες.
Στα χρόνια που μου απομένουν θα δώσω τη σοφία και την εμπειρία μου στα ζώα"
Εδωσα τα νιάτα μου και την ομορφιά μου στους άντρες.
Στα χρόνια που μου απομένουν θα δώσω τη σοφία και την εμπειρία μου στα ζώα"
Οι έρωτες της, η απόπειρα αυτοκτονίας, η δημοσιότητα
Στις 8 Μαρτίου του 1950 την είδε για πρώτη φορά ο άντρας που θα την έκανε σταρ. Το όνομά του ήταν Ροζέρ Βαντίμ και αντίκρισε το πρόσωπο της έφηβης Μπαρντό στο εξώφυλλο του περιοδικού «ELLE». Ο Βαντίμ ήταν μόλις 21 χρονών και εργαζόταν ως βοηθός του σκηνοθέτη Μαρκ Αλεγκρέ, στον οποίο έδειξε το περιοδικό και πρότεινε να χρησιμοποιήσουν το μοντέλο στην ταινία. Ο Αλεγκρέ ανέθεσε στον νεαρό βοηθό του να τη βρει και να την πείσει να συνεργαστούν. Ήταν μια αποστολή που ο Βαντίμ εκπλήρωσε με περίσσιο ενθουσιασμό. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά. Η Μπαρντό ήταν πανέμορφη, αθώα και επιθυμούσε όσο τίποτα άλλο να ξεφύγει από την αυστηρή της οικογένεια. Ο Βαντίμ ήταν ο άντρας που θα μπορούσε να της γνωρίσει τον κόσμο. Όταν η Μπριζίτ ανακοίνωσε στους γονείς της ότι θα τον παντρευόταν, ο πατέρας της απείλησε τον μελλοντικό του γαμπρό με όπλο. Τελικά αποφάσισαν να περιμένουν έως την ενηλικίωση της Μπριζίτ. Παντρεύτηκαν στις 21 Δεκεμβρίου του 1952, όταν η Μπαρντό ήταν 18 χρονών και 3 μηνών. Ο πατέρας της ανάγκασε τους νιόπαντρους να κοιμηθούν σε διαφορετικά κρεβάτια την πρώτη νύχτα του γάμου. Δεν ήξερε ότι η κόρη του και ο σύζυγός της είχαν «ολοκληρώσει» τον γάμο τους πριν από χρόνια. Ο Βαντίμ λειτούργησε περισσότερο ως μάνατζερ της Μπαρντό, παρά ως σύζυγός της. Είχε αντιληφθεί την αξία της πανέμορφης νεαρής και ήταν αποφασισμένος να την κάνει σταρ. Το 1952 της εξασφάλισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Μανίνα, ο γυμνός θησαυρός». Η Μπαρντό υποδυόταν, όπως ήταν φυσικό, τον «γυμνό θησαυρό» ντυμένη με ένα αποκαλυπτικό μπικίνι. Μέχρι το 1956, το όνομά της είχε συνδεθεί με σέξι κωμωδίες, αλλά δεν ήταν ακόμη μια ηθοποιός παγκόσμιας απήχησης.
Στις 8 Μαρτίου του 1950 την είδε για πρώτη φορά ο άντρας που θα την έκανε σταρ. Το όνομά του ήταν Ροζέρ Βαντίμ και αντίκρισε το πρόσωπο της έφηβης Μπαρντό στο εξώφυλλο του περιοδικού «ELLE». Ο Βαντίμ ήταν μόλις 21 χρονών και εργαζόταν ως βοηθός του σκηνοθέτη Μαρκ Αλεγκρέ, στον οποίο έδειξε το περιοδικό και πρότεινε να χρησιμοποιήσουν το μοντέλο στην ταινία. Ο Αλεγκρέ ανέθεσε στον νεαρό βοηθό του να τη βρει και να την πείσει να συνεργαστούν. Ήταν μια αποστολή που ο Βαντίμ εκπλήρωσε με περίσσιο ενθουσιασμό. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά. Η Μπαρντό ήταν πανέμορφη, αθώα και επιθυμούσε όσο τίποτα άλλο να ξεφύγει από την αυστηρή της οικογένεια. Ο Βαντίμ ήταν ο άντρας που θα μπορούσε να της γνωρίσει τον κόσμο. Όταν η Μπριζίτ ανακοίνωσε στους γονείς της ότι θα τον παντρευόταν, ο πατέρας της απείλησε τον μελλοντικό του γαμπρό με όπλο. Τελικά αποφάσισαν να περιμένουν έως την ενηλικίωση της Μπριζίτ. Παντρεύτηκαν στις 21 Δεκεμβρίου του 1952, όταν η Μπαρντό ήταν 18 χρονών και 3 μηνών. Ο πατέρας της ανάγκασε τους νιόπαντρους να κοιμηθούν σε διαφορετικά κρεβάτια την πρώτη νύχτα του γάμου. Δεν ήξερε ότι η κόρη του και ο σύζυγός της είχαν «ολοκληρώσει» τον γάμο τους πριν από χρόνια. Ο Βαντίμ λειτούργησε περισσότερο ως μάνατζερ της Μπαρντό, παρά ως σύζυγός της. Είχε αντιληφθεί την αξία της πανέμορφης νεαρής και ήταν αποφασισμένος να την κάνει σταρ. Το 1952 της εξασφάλισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Μανίνα, ο γυμνός θησαυρός». Η Μπαρντό υποδυόταν, όπως ήταν φυσικό, τον «γυμνό θησαυρό» ντυμένη με ένα αποκαλυπτικό μπικίνι. Μέχρι το 1956, το όνομά της είχε συνδεθεί με σέξι κωμωδίες, αλλά δεν ήταν ακόμη μια ηθοποιός παγκόσμιας απήχησης.
Η απελευθερωμένη Μπριζίτ
Η Μπαρντό ξεχώρισε επειδή εκπροσωπούσε τη νέα, απελευθερωμένη γυναίκα. Φορούσε τζιν παντελόνια αντί φορέματα και κορσέδες, εμφανιζόταν γυμνή στις ταινίες της, άφηνε τα μακριά μαλλιά της αχτένιστα και κυνηγούσε τον έρωτα και εκτός του γάμου της. Στα γυρίσματα της ταινίας «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», η Μπαρντό διατηρούσε δεσμό με τον συμπρωταγωνιστή της, Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Ήταν ο ίδιος ο Βαντίμ που τους προέτρεψε να έρθουν πιο κοντά για να είναι πιο ρεαλιστική η ερμηνεία τους. Στη Γαλλία, το φιλμ είχε μέτρια επιτυχία, αλλά το 1957, όταν κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ, έκανε μεγάλη εντύπωση και ξεκίνησε μια αλυσίδα παθών και επιθέσεων (κυρίως από τη λογοκρισία). Απαγορεύτηκε η προβολή του σε μερικές Πολιτείες, αλλά γνώρισε τεράστια επιτυχία. Αυτή η ώθηση εξαπλώθηκε και στη Γαλλία, μετατρέποντας την ταινία σε θρίαμβο. Το 1957 η Μπαρντό άφησε τον Βαντίμ για τον νέο εραστή της, τον ηθοποιό Ζακ Σαριέ. Παντρεύτηκαν το 1959 και απέκτησαν ένα γιο, τον Νικολά. Η απόφαση της Μπαρντό να αφήσει τον γιο της στους γονείς του συζύγου της εξόργισε την κοινωνία της εποχής. Ήταν έτοιμοι να δεχτούν μία σεξουαλικά απελευθερωμένη γυναίκα, αλλά όχι μία γυναίκα που εγκατέλειπε το παιδί της για να ζήσει την ανέμελη ζωή της. Η Μπαρντό δήλωσε ότι δεν ένιωθε έτοιμη να γίνει μητέρα και ποτέ δεν μετάνιωσε για την απόφασή της.Οι άντρες την ποθούσαν και οι γυναίκες τη ζήλευαν ή επεδίωκαν να της μοιάσουν. Κάποιες όμως τη μισούσαν για τον τρόπο ζωής που ακολουθούσε. Η Μπορντό δεχόταν απειλητικά τηλεφωνήματα, ενώ άγνωστοι την έβριζαν στο δρόμο. Μία γυναίκα προσπάθησε να τη μαχαιρώσει, λέγοντας ότι «η Μπαρντό γινόταν πλούσια βγάζοντας τα ρούχα της, ενώ οι γιοι της Γαλλίας σκοτώνονταν στον πόλεμο εναντίον της Αλγερίας». Η Μπαρντό δεν άντεξε την πίεση και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, κόβοντας τις φλέβες της. Οι τίτλοι των εφημερίδων είχαν μια υπόνοια ειρωνείας: «Το Τίμημα της Δόξας», έγραφαν. Αγόρασε τη Μαντράγκ, μια έκταση στο Σαν-Τροπέ το 1958, συνεισφέροντας στο να γίνει αυτός ο τόπος, ήδη γνωστός από τις δεκαετίες του 1920 και 1930 για τους καλλιτέχνες και συγγραφείς που έλκυε, θρυλικός τόσο εξαιτίας της παρουσίας της εκεί, όσο και των τρελών πάρτυ που οργάνωνε. Της αποδίδουν μια ζωή ελευθεριάζουσα και γεμάτη εραστές, καθώς αυτή την εποχή είχε δεσμό με το μουσικό Σασά Ντιστέλ. Το 1961, η σκληρή πραγματικότητα έφτασε μέχρι και την προστατευμένη σφαίρα που ζούσε η Μπαρντό. Η τρομοκρατική ομάδα «O. A. S.» που εμπλεκόταν με τον πόλεμο στην Αλγερία, της ζήτησε 50 χιλιάδες φράγκα για να μην ανατινάξουν το σπίτι της. Η Μπαρντό αρνήθηκε να τα δώσει και η οργάνωση δεν πείραξε ούτε τρίχα απ’ τα μαλλιά της. Όμως η είδηση ότι είχε απειληθεί η Μπριζίτ Μπαρντό, η καλλονή που εκπροσωπούσε τη σύγχρονη Γαλλία, κέρδισε τη συμπάθεια του κόσμου και η δημοτικότητα της ηθοποιού ξεπέρασε κάθε προηγούμενο.
Η Μπαρντό ξεχώρισε επειδή εκπροσωπούσε τη νέα, απελευθερωμένη γυναίκα. Φορούσε τζιν παντελόνια αντί φορέματα και κορσέδες, εμφανιζόταν γυμνή στις ταινίες της, άφηνε τα μακριά μαλλιά της αχτένιστα και κυνηγούσε τον έρωτα και εκτός του γάμου της. Στα γυρίσματα της ταινίας «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», η Μπαρντό διατηρούσε δεσμό με τον συμπρωταγωνιστή της, Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Ήταν ο ίδιος ο Βαντίμ που τους προέτρεψε να έρθουν πιο κοντά για να είναι πιο ρεαλιστική η ερμηνεία τους. Στη Γαλλία, το φιλμ είχε μέτρια επιτυχία, αλλά το 1957, όταν κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ, έκανε μεγάλη εντύπωση και ξεκίνησε μια αλυσίδα παθών και επιθέσεων (κυρίως από τη λογοκρισία). Απαγορεύτηκε η προβολή του σε μερικές Πολιτείες, αλλά γνώρισε τεράστια επιτυχία. Αυτή η ώθηση εξαπλώθηκε και στη Γαλλία, μετατρέποντας την ταινία σε θρίαμβο. Το 1957 η Μπαρντό άφησε τον Βαντίμ για τον νέο εραστή της, τον ηθοποιό Ζακ Σαριέ. Παντρεύτηκαν το 1959 και απέκτησαν ένα γιο, τον Νικολά. Η απόφαση της Μπαρντό να αφήσει τον γιο της στους γονείς του συζύγου της εξόργισε την κοινωνία της εποχής. Ήταν έτοιμοι να δεχτούν μία σεξουαλικά απελευθερωμένη γυναίκα, αλλά όχι μία γυναίκα που εγκατέλειπε το παιδί της για να ζήσει την ανέμελη ζωή της. Η Μπαρντό δήλωσε ότι δεν ένιωθε έτοιμη να γίνει μητέρα και ποτέ δεν μετάνιωσε για την απόφασή της.Οι άντρες την ποθούσαν και οι γυναίκες τη ζήλευαν ή επεδίωκαν να της μοιάσουν. Κάποιες όμως τη μισούσαν για τον τρόπο ζωής που ακολουθούσε. Η Μπορντό δεχόταν απειλητικά τηλεφωνήματα, ενώ άγνωστοι την έβριζαν στο δρόμο. Μία γυναίκα προσπάθησε να τη μαχαιρώσει, λέγοντας ότι «η Μπαρντό γινόταν πλούσια βγάζοντας τα ρούχα της, ενώ οι γιοι της Γαλλίας σκοτώνονταν στον πόλεμο εναντίον της Αλγερίας». Η Μπαρντό δεν άντεξε την πίεση και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, κόβοντας τις φλέβες της. Οι τίτλοι των εφημερίδων είχαν μια υπόνοια ειρωνείας: «Το Τίμημα της Δόξας», έγραφαν. Αγόρασε τη Μαντράγκ, μια έκταση στο Σαν-Τροπέ το 1958, συνεισφέροντας στο να γίνει αυτός ο τόπος, ήδη γνωστός από τις δεκαετίες του 1920 και 1930 για τους καλλιτέχνες και συγγραφείς που έλκυε, θρυλικός τόσο εξαιτίας της παρουσίας της εκεί, όσο και των τρελών πάρτυ που οργάνωνε. Της αποδίδουν μια ζωή ελευθεριάζουσα και γεμάτη εραστές, καθώς αυτή την εποχή είχε δεσμό με το μουσικό Σασά Ντιστέλ. Το 1961, η σκληρή πραγματικότητα έφτασε μέχρι και την προστατευμένη σφαίρα που ζούσε η Μπαρντό. Η τρομοκρατική ομάδα «O. A. S.» που εμπλεκόταν με τον πόλεμο στην Αλγερία, της ζήτησε 50 χιλιάδες φράγκα για να μην ανατινάξουν το σπίτι της. Η Μπαρντό αρνήθηκε να τα δώσει και η οργάνωση δεν πείραξε ούτε τρίχα απ’ τα μαλλιά της. Όμως η είδηση ότι είχε απειληθεί η Μπριζίτ Μπαρντό, η καλλονή που εκπροσωπούσε τη σύγχρονη Γαλλία, κέρδισε τη συμπάθεια του κόσμου και η δημοτικότητα της ηθοποιού ξεπέρασε κάθε προηγούμενο.
«Δεν είμαι αρκετά ενήλικη ώστε να μεγαλώσω ένα παιδί και να το φροντίσω.
Ξέρω πως είναι απαίσιο να παραδέχομαι κάτι τέτοιο, αλλά αυτό ισχύει».
Ξέρω πως είναι απαίσιο να παραδέχομαι κάτι τέτοιο, αλλά αυτό ισχύει».
Το 1966 παντρεύτηκε τον Γερμανό πολυεκατομμυριούχο Γκούντερ Σακς, ο οποίος φημιζόταν για τις σχέσεις του με τις ομορφότερες γυναίκες του κόσμου. Η Μπαρντό αποτελούσε τη μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής του. Δεν του έλειπαν ούτε τα χρήματα ούτε η φαντασία και γρήγορα την έπεισε να τον παντρευτεί. Ο Σακς την κατέκτησε καλύπτοντας το σπίτι της με ροδοπέταλα, τα οποία πετούσε απ’ το ελικόπτερό του. Χώρισαν τρία χρόνια αργότερα, όταν η Μπαρντό ένιωσε ότι είχε εξαντληθεί απ’ την επιφανειακή ζωή της. Οι κατηγορίες για ρατσισμό Το 1972 η Μπαρντό ανακοίνωσε ότι θα αποσυρόταν από τη δημοσιότητα για να αφοσιωθεί στον φιλοζωικό ακτιβισμό. Όμως η Μπαρντό, που ανέκαθεν προκαλούσε αντιδράσεις με τις δηλώσεις της, δεν έμεινε για πολύ καιρό στο παρασκήνιο. Το 1992 παντρεύτηκε τον Μπερνάρντ Ντ’Ορμάλ, που είχε υπάρξει σύμβουλος του ακροδεξιού πολιτικού Ζαν Μαρί Λεπέν. Μπαρντό και Μπερνάρντ Ντ’Ορμάλ Το 1999 εκδόθηκε το βιβλίο της «Le Carré de Pluton», στο οποίο αναφερόταν με πολύ αρνητικούς χαρακτηρισμούς στον μουσουλμανικό πληθυσμό της Γαλλίας. Πλήρωσε πρόστιμο 30 χιλιάδες φράγκα για τις δηλώσεις της, αλλά εκφράστηκε παρομοίως και στο επόμενο βιβλίο της, «Un cri dans le silence». Το 2004 πλήρωσε το τέταρτο πρόστιμο που της έχει επιβληθεί για ρατσιστικές δηλώσεις, το οποίο έφτανε τα 5 χιλιάδες ευρώ. Το 2008 πλήρωσε 15 χιλιάδες ευρώ πρόστιμο για ρατσιστική επιστολή που έστειλε στον Γάλλο πρόεδρο, Νικολά Σαρκοζί για να παραπονεθεί για τους μουσουλμάνους της Γαλλίας. Τα ποσά είναι ασήμαντα για την οικονομική της επιφάνεια, αλλά ο μύθος της πια αμφισβητείται, καθώς πολλοί την κατηγορούν ότι είναι μια γυναίκα που νοιάζεται περισσότερο για τα ζώα παρά για τους ανθρώπους....
Δημιουργείται ο μύθος B.B: ανοιχτόχρωμα ξανθά μαλλιά, πολύ μακριά, γεμάτα μπούκλες και σκάλες,
ή ακόμη η διάσημη κόμμωση «choucroute» (ξινολάχανο). Μάτια τονισμένα με μαύρο eye-liner,
κόκκινα χείλη ή ροζ Ρούχα σέξυ και εφαρμοστά, ταγέρ, φούστες, φαρδιές ζώνες, μπαλαρίνες,
τζιν, Τ-shirt, ή ακόμη το διάσημο μπικίνι που έκανε μόδα.
ή ακόμη η διάσημη κόμμωση «choucroute» (ξινολάχανο). Μάτια τονισμένα με μαύρο eye-liner,
κόκκινα χείλη ή ροζ Ρούχα σέξυ και εφαρμοστά, ταγέρ, φούστες, φαρδιές ζώνες, μπαλαρίνες,
τζιν, Τ-shirt, ή ακόμη το διάσημο μπικίνι που έκανε μόδα.
Η αυτοβιογραφία της
Μέσα από τις εξακόσιες σελίδες της αυτοβιογραφίας η γαλλίδα ηθοποιός προσπαθεί να επιβεβαιώσει την εικόνα του «συμβόλου του σεξ» όπως η ίδια αποκαλεί τον εαυτό της. Εχει πάντως ενδιαφέρον η τοποθέτησή της απέναντι στην πολιτική. Από τον Ντε Γκωλ θυμάται ότι όταν συναντήθηκαν τον Νοέμβριο του 1968 της θύμιζε τον παππού της. Δεν παραλείπει να σχολιάσει στην ίδια παράγραφο ότι «αυτοί που τον διαδέχτηκαν δεν ήταν παρά άχρωμες καιάοσμες απομιμήσεις που δεν σταμάτησαν να ξεβάφουν με το πέρασμα του χρόνου ώσπου ναφτάσουν τη Γαλλία στην πλήρη και ολοκληρωτική παρακμή όπου τα καμπαναριά τωνεγκαταλειμμένων μας χωριών αντικαθίστανται από τζαμιά». Επιτίθεται ασφαλώς και σε άλλες μειονότητες (άλλωστε το φλερτ με την ακροδεξιά είναι «δημόσιο μυστικό»...). Γράφει στην ίδια παράγραφο: «Η ομοφυλοφιλία, που έγινε θεσμός, διεκδικεί τη θέση της στην κοινωνία... Αλίμονο, το AIDS βρήκε πρόσφορο έδαφος για να αλωνίσει σε μια τέτοια έκλυση των ηθών». Φαίνεται πως η Μπε Μπε δεν έχει και πολύ καλή μνήμη. Στις συντηρητικές εξάρσεις της ξεχνά τη δική της συμμετοχή στη διαδικασία «έκλυσης των ηθών». Η ίδια αναφέρει ότι, όταν αποφάσισε να επισκεφθεί την γκαρσονιέρα του Ροζέ Βαντίμ με σκοπό να απολέσει την παρθενιά της, τον βρήκε να κοιμάται δίπλα σε έναν άνδρα. «Ημουν έξω φρενών. Το σκάω από το σχολείο... και το μόνο που βρίσκουν να μου πουν είναι να περάσω αργότερα...». Παρ' όλα αυτά πέτυχε τον στόχο της και γράφει για το ανδρικό σώμα: «Τι περίεργη ανακάλυψη!Δεν πίστευα στα μάτια μου...». Στη συνέχεια περιγράφει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επείσθη να εμφανιστεί με αδαμιαία περιβολή στον κινηματογράφο. Γυριζόταν «Το μαγικό φανάρι» και έπρεπε να διασχίσει γυμνή ένα ποτάμι. Η μικρή Μπριζίτ αρνιόταν πεισματικά ώσπου που η παραγωγή βρήκε αντικαταστάτρια έναντι συμβολικής αμοιβής. Η πρωταγωνίστρια είδε με φρίκη την αντικαταστάτριά της να έχει γλουτούς που βαθμολογούντο ως μέτριοι. Αμέσως πέταξε τα ρούχα από πάνω της και δήλωσε ότι θα συμμετείχε η ίδια στη σκηνή...
Μέσα από τις εξακόσιες σελίδες της αυτοβιογραφίας η γαλλίδα ηθοποιός προσπαθεί να επιβεβαιώσει την εικόνα του «συμβόλου του σεξ» όπως η ίδια αποκαλεί τον εαυτό της. Εχει πάντως ενδιαφέρον η τοποθέτησή της απέναντι στην πολιτική. Από τον Ντε Γκωλ θυμάται ότι όταν συναντήθηκαν τον Νοέμβριο του 1968 της θύμιζε τον παππού της. Δεν παραλείπει να σχολιάσει στην ίδια παράγραφο ότι «αυτοί που τον διαδέχτηκαν δεν ήταν παρά άχρωμες καιάοσμες απομιμήσεις που δεν σταμάτησαν να ξεβάφουν με το πέρασμα του χρόνου ώσπου ναφτάσουν τη Γαλλία στην πλήρη και ολοκληρωτική παρακμή όπου τα καμπαναριά τωνεγκαταλειμμένων μας χωριών αντικαθίστανται από τζαμιά». Επιτίθεται ασφαλώς και σε άλλες μειονότητες (άλλωστε το φλερτ με την ακροδεξιά είναι «δημόσιο μυστικό»...). Γράφει στην ίδια παράγραφο: «Η ομοφυλοφιλία, που έγινε θεσμός, διεκδικεί τη θέση της στην κοινωνία... Αλίμονο, το AIDS βρήκε πρόσφορο έδαφος για να αλωνίσει σε μια τέτοια έκλυση των ηθών». Φαίνεται πως η Μπε Μπε δεν έχει και πολύ καλή μνήμη. Στις συντηρητικές εξάρσεις της ξεχνά τη δική της συμμετοχή στη διαδικασία «έκλυσης των ηθών». Η ίδια αναφέρει ότι, όταν αποφάσισε να επισκεφθεί την γκαρσονιέρα του Ροζέ Βαντίμ με σκοπό να απολέσει την παρθενιά της, τον βρήκε να κοιμάται δίπλα σε έναν άνδρα. «Ημουν έξω φρενών. Το σκάω από το σχολείο... και το μόνο που βρίσκουν να μου πουν είναι να περάσω αργότερα...». Παρ' όλα αυτά πέτυχε τον στόχο της και γράφει για το ανδρικό σώμα: «Τι περίεργη ανακάλυψη!Δεν πίστευα στα μάτια μου...». Στη συνέχεια περιγράφει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επείσθη να εμφανιστεί με αδαμιαία περιβολή στον κινηματογράφο. Γυριζόταν «Το μαγικό φανάρι» και έπρεπε να διασχίσει γυμνή ένα ποτάμι. Η μικρή Μπριζίτ αρνιόταν πεισματικά ώσπου που η παραγωγή βρήκε αντικαταστάτρια έναντι συμβολικής αμοιβής. Η πρωταγωνίστρια είδε με φρίκη την αντικαταστάτριά της να έχει γλουτούς που βαθμολογούντο ως μέτριοι. Αμέσως πέταξε τα ρούχα από πάνω της και δήλωσε ότι θα συμμετείχε η ίδια στη σκηνή...
«Κι αν γινόταν να ξαναγεννηθείτε, πώς θα θέλατε να είναι η ζωή σας;» τη ρώτησε ένας Ιταλός δημοσιογράφος.
«Θα ήθελα να είμαι ένα άγριο άλογο, για να τρέχω μακριά από τους άντρες...
«Θα ήθελα να είμαι ένα άγριο άλογο, για να τρέχω μακριά από τους άντρες...
Επιτίθεται στην Κατρίν Ντενέβ και στη Σοφία Λόρεν και περιγράφει με εξονυχιστικές λεπτομέρειες τη ζωή με την πλειάδα των εραστών. Ακόμη δεν διστάζει να πληγώσει τον μοναχογιό της με την ιδεολογική άρνηση της μητρότητας. Το 1960 θα αποκτούσε παιδί με τον δεύτερο σύζυγό της Ζακ Σαριέ. «Γιατί με τρόμαζε τόσο πολύ η ιδέα ότι θα έκανα παιδί; Είναι ένα ερώτημα που θα μείνει αναπάντητο σ'όλη μου τη ζωή. Δεν είμαι τέρας, κάθε άλλο! Αγαπώ τα ζώα, το ευάλωτό τους, την εξάρτησήτους, την "παιδική" τους πλευρά... Τότε γιατί αυτή η εκ βαθέων άρνηση της μητρότητας;». Ηθελε με κάθε τρόπο να απαλλαγεί από την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της χωρίς όμως να προειδοποιήσει τον σύζυγό της. «Δεν αγαπούσα αρκετά τον Ζακ για να αντιμετωπίσω τη ζωή μου μαζί του. Αλλά δεν ήθελα να σπάσω τίποτα μεταξύ μας καθώς φοβόμουν να ξαναβρεθώ μόνη και ανύπαντρη μητέρα... Είδα κομπογιαννίτες, θαυματοποιούς, είδα μαμές αμφιβόλου μαιευτικής ικανότητας. Πρότεινα μυθώδη ποσά σε λίγο ως πολύ αργυρώνητους γιατρούς! Κανείς, απολύτως κανείς δεν ήθελε να πάρει το ρίσκο να κάνει έκτρωση στην πασίγνωστη βεντέτα στο απόγειο της δόξας της». Ο γιος της Νικολά και ο πατέρας του αποφάσισαν να της κάνουν μήνυση θεωρώντας ότι τα συγκεκριμένα αποσπάσματα τους δυσφημούν. Κάτι που η σταρ δεν είχε φανταστεί όταν αφιέρωνε την αυτοβιογραφία της «Στον Πιλού και την Τοτύ,τους γονείς μου, και στον Νικολά, το παιδί μου».
Φοράει πάντα μαύρα. Μερικές φορές στολίζει τα μαλλιά της με λουλούδια, όπως τότε που ήταν η Μπε Μπε.
Δεν διαβάζει ποτέ τα βιβλία για τη ζωή της, δεν βλέπει τις ταινίες της, απεχθάνεται τις φωτογραφίες.
«Δεν είμαι απαγκιστρωμένη από το παρελθόν. Οι αναμνήσεις με γεμίζουν αρνητική ενέργεια»
Εδώ και δεκαετίες, δεν κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει τις ρυτίδες της.
Εχει δηλώσει την απέχθειά της για τις πλαστικές επεμβάσεις: «Δεν ξεγελάς κανέναν με τα λίφτινγκ.
Αλλωστε, τώρα πια κοιτάζομαι σπάνια στον καθρέφτη, με ενδιαφέρουν διαφορετικά πράγματα».
Δεν διαβάζει ποτέ τα βιβλία για τη ζωή της, δεν βλέπει τις ταινίες της, απεχθάνεται τις φωτογραφίες.
«Δεν είμαι απαγκιστρωμένη από το παρελθόν. Οι αναμνήσεις με γεμίζουν αρνητική ενέργεια»
Εδώ και δεκαετίες, δεν κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει τις ρυτίδες της.
Εχει δηλώσει την απέχθειά της για τις πλαστικές επεμβάσεις: «Δεν ξεγελάς κανέναν με τα λίφτινγκ.
Αλλωστε, τώρα πια κοιτάζομαι σπάνια στον καθρέφτη, με ενδιαφέρουν διαφορετικά πράγματα».