Άρθουρ Άσερ Μίλερ 17 Οκτωβρίου 1915, Νέα Υόρκη - 10 Φεβρουαρίου 2005, Κονέκτικατ. Ηταν ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς. Τα έργα του ασκούσαν κριτική στις Ηνωμένες Πολιτείες, την κυβέρνηση και τον τρόπο ζωής των κατοίκων της, ενώ εξέθεταν και τα ψεγάδια του λεγόμενου "Αμερικανικού ονείρου", κάτι για το οποίο είχε δεχτεί κριτική στις ΗΠΑ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του, Μάρτιν Γκότφριντ, "σπάνια ένας καλλιτέχνης έχει δεχτεί τόσες πολλές επιθέσεις και συκοφαντίες στην πατρίδα του και ταυτόχρονα έχαιρε βαθιάς εκτίμησης σε όλον τον κόσμο". Η καθιέρωση του ήρθε με το κλασσικό έργο «ο Θάνατος του Εμποράκου», σημείο αναφοράς του θεάτρου του 20ού αιώνα, ίσως το καλύτερό του έργο κατά τους ειδικούς, μια ιστορία για μια μικροαστική Αμερικανική οικογένεια που συνεθλίβη υπό το βάρος του Αμερικανικού καπιταλισμού. Κατά σύμπτωση, η 10η Φεβρουαρίου, ημερομηνία θανάτου του, ήταν η 56η επέτειος από την πρεμιέρα του έργου αυτού. Είχε πέσει θύμα του μακαρθισμού, καθώς καταδικάστηκε επειδή αρνήθηκε να καταδώσει συναδέλφους του με κομμουνιστική δράση στην Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Παρ’ όλο που ενστερνίστηκε ιδέες της αριστεράς και σχετιζόταν με άτομα του Κομμουνιστικού Κόμματος, αρνήθηκε ότι ήταν ποτέ μέλος του. Επίσης, αν και δεν υπήρξε θρησκευόμενος, απέκτησε συνείδηση της εβραϊκής του το Ολοκαύτωμα στη συνέχεια. «Ήταν βράχος και έμοιαζε με βράχο, εννοώ ότι και η φυσική παρουσία του ήταν επιβλητική», είχε δηλώσει για τον Μίλερ ο θεατρικός συγγραφέας Χάρολντ Πίντερ στην είδηση του θανάτου του. "Ήταν ηγέτης… Απόλυτα ανεξάρτητος, με μια αταλάντευτη κριτική ευφυΐα».
Σπούδασε στη Δημοσιογραφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, απ' όπου αποφοίτησε τρία χρόνια αργότερα, έχοντας περάσει από σπουδές αγγλικής φιλολογίας και θεατρικής γραφής. Το 1945, εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο "Focus", το οποίο είχε ως αντικείμενο τον αντισημιτισμό. Στις 23 Νοεμβρίου 1944, ανέβηκε για πρώτη φορά θεατρικό έργο του στο Μπρόντγουεϊ ,το "Ο άνθρωπος που ήταν πολύ τυχερός" ("The man who had all the luck"). Το έργο γνώρισε μέτρια επιτυχία, αλλά κερδίζει το βραβείο της Εθνικής Θεατρικής Συντεχνίας. Στις 29 Ιανουαρίου 1947, ανεβαίνει το έργο "Ήταν όλοι τους παιδιά μου" ("All my sons"), ένα έργο που παρουσίαζε τον αντίκτυπο της ανάμειξης των ΗΠΑ στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε μια τυπική αμερικανική οικογένεια και επίκεντρό του ήταν οι κοινωνικές ευθύνες ενός βιομηχάνου που είχε κερδοσκοπήσει πουλώντας ελαττωματικά ανταλλακτικά αεροσκαφών στην αμερικανική πολεμική αεροπορία. Με το έργο αυτό έγινε ευρέως δημοφιλής και κέρδισε το Βραβείο Δράματος των Κριτικών της Νέας Υόρκης και το Βραβείο Ντόναλντσον. Το 1949, είναι ο πρώτος που κερδίζει τρία βραβεία, το Βραβείο Πούλιτζερ, το Βραβείο Τόνι και το βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης, για το διάσημο "Ο θάνατος του εμποράκου" ("Death of a Salesman") σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν. Έργο το οποίο του έφερε παγκόσμια αναγνώριση, ενώ το 1950 παρουσιάζει τη διασκευή του θεατρικού του Ίψεν "Ο εχθρός του λαού" ("An Enemy of the People"), ο ήρωας του οποίου αρνείται να ακολουθήσει το ιδεολογικό κατεστημένο της εποχής του, αποτελώντας, έτσι, σε φιλοσοφικό επίπεδο, το βήμα για το επόμενο έργο του, το "The Crucible". Από την άλλη, ο "Θάνατος του Εμποράκου" ήταν ο απόηχος της προσωπικής εμπειρίας του Μίλερ από την οικονομική καταστροφή του πατέρα του. Το έργο στηρίζεται στον εμβληματικό χαρακτήρα του Γουίλι Λόμαν, ο οποίος δεν έχει την επιτυχία που περιμένει από αυτόν ο κοινωνικός του περίγυρος, καθώς απολύεται κι αρχίζει να στοιχειώνεται από αναμνήσεις του παρελθόντος. Τελικά, αποφασίζει να αυτοκτονήσει με το αυτοκίνητό του, έτσι ώστε η οικογένειά του να καρπωθεί τα χρήματα της ασφάλειας. Οι κριτικοί διαφωνούσαν αν η πράξη αυτή του κεντρικού ήρωα ήταν μια πράξη δειλίας ή μια αυτοθυσία στο βωμό του Αμερικάνικου Ονείρου, το οποίο αποδεικνύεται ένα ψέμα, διαφωνώντας ουσιαστικά στην πραγματική φύση της τραγωδίας κι αν ο "ανθρωπάκος" Λόμαν θα μπορούσε να συγκριθεί σε τραγικότητα με αρχέτυπα του αρχαίου δράματος. Ο Μίλερ απάντησε στις κριτικές αυτές ότι ήθελε να υπογραμμίσει πως η τραγικότητα ενός ήρωα έγκειται στο κατά πόσο είναι πρόθυμος να θυσιαστεί για να προστατέψει την προσωπική του αξιοπρέπεια, κάτι που έκανε ο Λόμαν.
Στις ΗΠΑ πλέον βασιλεύει ο μακαρθισμός και η δραστηριότητα της Επιτροπής Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Επηρεασμένος από τον αντικομουνισμό και το "κυνήγι μαγισσών" που ακολούθησε εναντίον εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου, ο Άρθουρ Μίλερ γράφει και παρουσιάζει το αλληγορικό έργο-κατηγορητήριο, "The Crucible" ("Δοκιμασία"), το οποίο, αν και δε γνώρισε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία ούτε έγινε δεκτό με εγκωμιαστικές κριτικές, του έφερε ένα Βραβείο Τόνι το 1953 κι αργότερα έγινε ένα από τα πιο πολυπαιγμένα έργα του, παρουσιαζόμενο, κατά το συγγραφέα, κάθε φορά που σε κάποια χώρα έμπαιναν σε κίνδυνο οι πολιτικές ελευθερίες ή διαφαινόταν η άνοδος ολοκληρωτικού καθεστώτος . Το 1954, του αφαιρείται το διαβατήριο κι έτσι δεν καταφέρνει να παραστεί στην πρεμιέρα της "Δοκιμασίας" στις Βρυξέλλες. Οδηγείται για κατάθεση, κατηγορούμενος ότι είχε διασυνδέσεις με αριστερούς. Αρνείται να καταδώσει ονόματα υπόπτων για κομουνιστική δράση, καταδικάζεται από το Κογκρέσο το 1957, αλλά αθωώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο το 1958. Παράλληλα, έχει χωρίσει με την πρώτη του σύζυγο, Μαίρη Σλάτερι, παλιά του συμφοιτήτρια, καθώς νιώθει ότι δεν ήταν συναισθηματικά κοντά ο ένας στον άλλο: "Είχα πάντα την αίσθηση ότι σύρθηκα σε αυτόν τον γάμο, παρά τον αποφάσισα", θα παραδεχτεί πολύ αργότερα ο ίδιος. Την είχε παντρευτεί το 1940 και είχε αποκτήσει δυο παιδιά, την Τζέιν και το Ρόμπερτ. Παράλληλα, οι συνθήκες στο Χόλιγουντ εκείνη την εποχή, λόγω της μαύρης λίστας και όσων είχαν καταδώσει ονόματα υπόπτων, οδήγησαν στην αποξένωση του Μίλερ από τον Ελία Καζάν, με τον οποίο ήταν συνεργάτες σε πολλά από τα έργα του και τους συνέδεε φιλία, καθώς ο Μίλερ είχε μιλήσει ανοιχτά εναντίον της κίνησης του Καζάν να κατονομάσει κατηγορούμενους συναδέρφους του. Γίνεται επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, του απονέμεται τιμητική διάκριση από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και το 1956, ύστερα από τη γνωριμία τους το 1951, παντρεύεται την ηθοποιό Μέριλιν Μονρόε, η οποία μεταστράφηκε στον Ιουδαϊσμό. O συγγραφέας Νόρμαν Μέιλερ περιέγραψε γλαφυρότατα τη σχέση αυτή ως "τη στιγμή που το Μεγάλο Αμερικανικό Μυαλό συνάντησε το Μεγάλο Αμερικανικό Κορμί.
Λίγο μετά το γάμο, ο Μίλερ φρόντισε να ξεκαθαρίσει το πλαίσιο της σχέσης του: «Η Μέριλιν θα γυρίζει μία ταινία κάθε 18 μήνες, τα γυρίσματα της οποίας δεν θα διαρκούν πάνω από 2 μήνες. Το επόμενο διάστημα θα είναι η σύζυγός μου και το εννοώ θα είναι πλήρους απασχόλησης». Η κτητική συμπεριφορά δεν άρεσε στη σταρ, που ήταν αλλιώς μαθημένη στη ζωή της. Και φρόντισε να το διατυμπανίσει, ακολουθώντας τους εξωστρεφείς ρυθμούς της ζωής της, που δεν συμβάδιζαν αναγκαστικά με την «εσωστρέφεια» ενός συγγραφέα της και να δει τον κόσμο σαν αναγεννημένη ενήλικη.
Ο Μίλλερ είχε πει για την Μαίρυλιν: Ηταν η πιο δυστυχισμένη γυναίκα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου" Στα τέλη του ’50, ο Μίλερ σταμάτησε να γράφει για το θέατρο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων για τον κινηματογράφο.Το 1960, σε μια από τις τελευταίες προσπάθειές του να κρατήσει κοντά σε αυτόν και στην πραγματικότητα τη Μέριλιν Μονρόε, η οποία είχε αρχίσει να καταφεύγει στα ναρκωτικά, ο Μίλερ έγραψε το πρώτο του κινηματογραφικό σενάριο, των "Αταίριαστων" ("The Misfits"), όπου πρωταγωνιστούσαν η Μονρόε, ο Κλαρκ Γκέιμπλ κι ο Μοντγκόμερι Κλιφτ. Η ταινία αποτέλεσε εμπορική αποτυχία, αλλά κάποιοι κριτικοί πιστεύουν ότι είναι από τις καλύτερες ερμηνείες της Μέριλιν. Η ταινία δεν αποδείχτηκε καθόλου ευοίωνη για τους πρωταγωνιστές της: ο Γκέιμπλ πέθανε δεκαπέντε μέρες μετά το τέλος των γυρισμάτων, ο Κλιφτ είχε αρχίσει ήδη την κατάχρηση χαπιών και αλκοόλ που τον οδήγησαν στο θάνατο έξι χρόνια μετά και η Μέριλιν εμφανιζόταν τελευταία φορά στο κοινό.
Ο Μίλλερ είχε πει για την Μαίρυλιν: Ηταν η πιο δυστυχισμένη γυναίκα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου" Στα τέλη του ’50, ο Μίλερ σταμάτησε να γράφει για το θέατρο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων για τον κινηματογράφο.Το 1960, σε μια από τις τελευταίες προσπάθειές του να κρατήσει κοντά σε αυτόν και στην πραγματικότητα τη Μέριλιν Μονρόε, η οποία είχε αρχίσει να καταφεύγει στα ναρκωτικά, ο Μίλερ έγραψε το πρώτο του κινηματογραφικό σενάριο, των "Αταίριαστων" ("The Misfits"), όπου πρωταγωνιστούσαν η Μονρόε, ο Κλαρκ Γκέιμπλ κι ο Μοντγκόμερι Κλιφτ. Η ταινία αποτέλεσε εμπορική αποτυχία, αλλά κάποιοι κριτικοί πιστεύουν ότι είναι από τις καλύτερες ερμηνείες της Μέριλιν. Η ταινία δεν αποδείχτηκε καθόλου ευοίωνη για τους πρωταγωνιστές της: ο Γκέιμπλ πέθανε δεκαπέντε μέρες μετά το τέλος των γυρισμάτων, ο Κλιφτ είχε αρχίσει ήδη την κατάχρηση χαπιών και αλκοόλ που τον οδήγησαν στο θάνατο έξι χρόνια μετά και η Μέριλιν εμφανιζόταν τελευταία φορά στο κοινό.
Το 1962, παντρεύεται με την Ίνγκε Μόρατ,φωτογράφο αυστριακής καταγωγής, με την οποία συνεργάστηκε σε ταξιδιωτικά βιβλία για την Κίνα και τη Ρωσία. Μαζί της έκανε μια κόρη, τη Ρεμπέκα, ηθοποιό, σεναριογράφο και σκηνοθέτη, σύζυγο σήμερα του ηθοποιού Ντάνιελ Ντέι Λιούις, ο οποίος τη γνώρισε κατά τα γυρίσματα της μεταφοράς του έργου "The Crucible" στον κινηματογράφο το 1996. Ο Μίλερ ανακοίνωσε τα Χριστούγεννα του 2004 ότι στο τέλος Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου θα παντρευόταν τη συμβία του, την 34χρονη ζωγράφο Άγκνες Μπάρλεϊ. Δεν πρόλαβε, καθώς πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου 2005 από καρδιακή ανεπάρκεια στο σπίτι του στο Ρόξμπερι του Κονέκτικατ, σύμφωνα με τη βοηθό του, τρία χρόνια μετά το θάνατο της προηγούμενης συζύγου του, Ίνγκε. Έπασχε από πνευμονία και καρκίνο.Δυο χρόνια, μετά το θάνατό του, αποκαλύφθηκε ότι εκτός από τα τρία του παιδιά από την πρώτη και τρίτη του σύζυγο, είχε αποκτήσει κατά τη δεκαετία του '60 άλλο ένα γιο με την Ίνγκε Μόρατ, τον Ντάνιελ, ο οποίος έπασχε από Σύνδρομο Ντάουν. Ο Ντάνιελ είχε μεγαλώσει σε ιδρύματα και ανάδοχες οικογένειες, καθώς ο Μίλερ αρχικά τον είχε απορρίψει, ωστόσο τον δέχτηκε σταδιακά κατά τη δεκαετία του ’90 και τον συμπεριέλαβε στη διαθήκη που υπέγραψε έξι εβδομάδες πριν πεθάνει.