Εξαίσιος νατουραλιστικός ερμηνευτής της μεθόδου του Actor's Studio, ο Μοντγκόμερι Κλιφτ προετοίμασε το έδαφος για την εμφάνιση του Μάρλον Μπράντο και του Τζέιμς Ντιν και αποτέλεσε πλούσια πρώτη ύλη για τους σημαντικούς σκηνοθέτες Χοκς, Χιούστον, Καζάν. Φυσικά, η ομορφιά του, σε συνδυασμό με την αμφίρροπη σεξουαλικότητά του, καλλιεργούσαν την αίσθηση της ανασφάλειας και έτσι, όταν ύστερα από ένα αυτοκινητικό ατύχημα αλλοιώθηκε το πρόσωπό του, το 1957 (φεύγοντας από το πάρτι της Ελίζαμπεθ Τέιλορ), βυθίστηκε αυτοκαταστροφικά στo αλκοόλ και τα ναρκωτικά.
ο όμορφος ηθοποιός του Χόλιγουντ οδήγηθηκε αργά αλλά σταθερά στην αυτοκτονία καθώς πνίγηκε στο αλκόολ για να ξεπεράσει τις ανασφάλειές του, το γεγονός ότι δεν μπορούσε να παραδεχθεί ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του
Tο αληθινό δράμα
Η κληρονομιά του Μοντγκόμερι Κλιφτ στην ιστορία της σόου μπιζ δεν περιορίζεται στην απήχηση της υποκριτικής του δεινότητας. Ξεφεύγει από αυτήν και διαποτίζει ολόκληρη την κουλτούρα της ποπ, στις πτυχές της εκείνες που «χωρούν» η καλαισθησία, η περήφανη μελαγχολία, ο ποιητικός ρομαντισμός. Ο Κλιφτ δεν ήταν μόνο ένας συγκλονιστικός ηθοποιός. Ηταν ένας διαλυμένος ψυχισμός, ένας καλλιτέχνης με «μεγαλύτερη από τη ζωή» ομορφιά που έμεινε στην ιστορία ως «η διαρκέστερη αυτοκτονία στο Χόλιγουντ». Διχασμένος ανάμεσα στο μάταιο κυνήγι της προσωπικής ευτυχίας και της λάμψης της βιομηχανίας (που στο Χόλιγουντ ταυτίζεται με την επιτυχία) και παγιδευμένος σε μια εικόνα από την οποία ήταν αδύνατο να ξεφύγει, ο Μόντι κάθε άλλο παρά κατάφερε να κερδίσει την ευτυχία του. Στην ουσία, ολόκληρη η πορεία του στο θέαμα ήταν μια χιονοστιβάδα δυσάρεστου κόστους, με διακρίσεις που δεν κεφαλαιοποιούνταν μέσα του, με χάπια που έκαναν την καθημερινότητά του λίγο πιο υποφερτή και με αλκοόλ που τον βοηθούσε να αποδρά από τους περιορισμούς του ένα μπαράζ που κορυφώθηκε με τον θάνατό του στα 46 του χρόνια. Και κάπως έτσι γεννιούνται οι μύθοι.
Η κληρονομιά του Μοντγκόμερι Κλιφτ στην ιστορία της σόου μπιζ δεν περιορίζεται στην απήχηση της υποκριτικής του δεινότητας. Ξεφεύγει από αυτήν και διαποτίζει ολόκληρη την κουλτούρα της ποπ, στις πτυχές της εκείνες που «χωρούν» η καλαισθησία, η περήφανη μελαγχολία, ο ποιητικός ρομαντισμός. Ο Κλιφτ δεν ήταν μόνο ένας συγκλονιστικός ηθοποιός. Ηταν ένας διαλυμένος ψυχισμός, ένας καλλιτέχνης με «μεγαλύτερη από τη ζωή» ομορφιά που έμεινε στην ιστορία ως «η διαρκέστερη αυτοκτονία στο Χόλιγουντ». Διχασμένος ανάμεσα στο μάταιο κυνήγι της προσωπικής ευτυχίας και της λάμψης της βιομηχανίας (που στο Χόλιγουντ ταυτίζεται με την επιτυχία) και παγιδευμένος σε μια εικόνα από την οποία ήταν αδύνατο να ξεφύγει, ο Μόντι κάθε άλλο παρά κατάφερε να κερδίσει την ευτυχία του. Στην ουσία, ολόκληρη η πορεία του στο θέαμα ήταν μια χιονοστιβάδα δυσάρεστου κόστους, με διακρίσεις που δεν κεφαλαιοποιούνταν μέσα του, με χάπια που έκαναν την καθημερινότητά του λίγο πιο υποφερτή και με αλκοόλ που τον βοηθούσε να αποδρά από τους περιορισμούς του ένα μπαράζ που κορυφώθηκε με τον θάνατό του στα 46 του χρόνια. Και κάπως έτσι γεννιούνται οι μύθοι.
Εύπορος γόνος
Γεννημένος στις 17 Οκτωβρίου 1920 στην Ομαχα, της Νεμπράσκα (από όπου καταγόταν και ο Μάρλον Μπράντο), ο Εντουαρντ Μοντγκόμερι Κλιφτ είχε εύπορες οικογενειακές ρίζες που του επέτρεπαν να ενδώσει σχετικά εύκολα στο πάθος του για την υποκριτική. Ο παππούς του ήταν επιτελής του προέδρου Λίνκολν και ο προπάππος του δημοσιογράφος και σύμβουλος του προέδρου Αντριου Τζάκσον. Ο πατέρας του ήταν επιφανής τραπεζίτης που είχε τη δυνατότητα να συντηρεί με άνεση την οικογένειά του, τη σύζυγό του Εθελ, τα δίδυμα παιδιά του, Μοντγκόμερι και Ρομπέρτα και τον μεγαλύτερο αδελφό τους, Μπρουκς, ακόμα και στην εποχή του οικονομικού κραχ που η οικογένεια αναγκάστηκε να περιμαζέψει την κοινωνική άνεσή της και να μετακομίσει από το Μανχάταν στη Φλόριντα. Ως αντάλλαγμα όμως για την πατρική προσφορά του θα δεχόταν τη βίαιη συμπεριφορά του μικρού γιου και την ουσιαστικά ανύπαρκτη σχέση μαζί του. Οχι τυχαία, χρόνια αργότερα, ο Κλιφτ θα ομολογούσε πως όταν έπαιζε «σκληρούς» ρόλους είχε στο μυαλό του τον πατέρα του ως ανταγωνιστή. Η θεατρική καριέρα του Μόντι ήταν σχετικά εύκολη και άνετη στο Μπρόντγουεϊ - από τα δεκαεπτά του χρόνια πήρε διθυραμβικές κριτικές και επί δέκα χρόνια η παραμονή του στη Νέα Υόρκη ήταν στεφανωμένη με δάφνες. Ισως αυτός να ήταν και ο λόγος που ο ίδιος δίσταζε αρχικά να ενδώσει στις πιέσεις του Χόλιγουντ για κινηματογραφική καριέρα.
Από το Μανχάταν στο Χόλιγουντ
Το ντεμπούτο του στο πανί έγινε με το «Κόκκινο Ποτάμι» του Χάουαρντ Χοκς, το 1948, δίπλα στον Τζον Γουέιν και την ίδια χρονιά το «Τhe Search» του Φρεντ Τσίνεμαν θα του χάριζε την πρώτη υποψηφιότητά του για Οσκαρ Α Αντρικού Ρόλου. Ηταν θέμα ελάχιστων μηνών για να φανεί και να επιβεβαιωθεί ότι το Χόλιγουντ είχε αποκτήσει ένα αστέρι που διέφερε από τα υπόλοιπα ξεκάθαρα αρσενικά πρότυπα της εποχής. Η απίστευτη ομορφιά του δεν ταίριαζε με την αδρότητα των πληθωρικών πρωταγωνιστών της εποχής. Ο Κλιφτ αντιπαρέβαλε το μοντέλο του ευαίσθητου, συναισθηματικού παρτενέρ σε εκείνο του σκληρού, ασυμβίβαστου και γενναίου τύπου, νομιμοποιώντας την αδυναμία, το έκδηλο πάθος και την ομορφιά. Το πρόσωπο του Μοντγκόμερι Κλιφτ είχε αμεσότητα και μια παρορμητική έκφραση που εκδήλωνε σαφείς, βαθιές συναισθηματικές ανάγκες. Τα μάτια του κοιτούσαν ευθύβολα και το βλέμμα του αντιμετώπιζε το «δράμα» στην οθόνη με έναν καταπληκτικό τρόπο. Ούτε γκριμάτσες, ούτε συνοφρυωμένα μάτσο τερτίπια, ούτε «αφαιρετικά» νεύματα που «ταιριάζουν στον άντρα». Οι τυπικές συμβάσεις της υποκριτικής δεν υπήρχαν στις ερμηνείες του Κλιφτ - φανταστείτε την επανάσταση που έφερε στα κινηματογραφικά πράγματα: στην υπερβολή αντέταξε την ειλικρίνεια των συναισθημάτων (ένα τερέν που τα σενάρια του Χόλιγουντ κρατούσαν μόνο για τις γυναίκες) και απέναντι στη φυσική γενναιότητα του σώματος πρότεινε την αλήθεια της ψυχής του. Κατά έναν τρόπο, ο Μοντγκόμερι Κλιφτ ήταν η απόλυτη αντίστιξη στον ζωώδη μαγνητισμό του Μάρλον Μπράντο: οι δυο τους ονομάστηκαν «οι δίδυμοι της χρυσόσκονης» επειδή αμφότεροι ανέβηκαν τα σκαλιά της επιτυχίας σχεδόν κάθετα, προερχόμενοι -κατά ειρωνική σύμπτωση- από την ίδια πόλη. Οι δύο σταρ έτυχε να συνεργαστούν μόνο στην ταινία «Υoung Lions» (1958) του Εντουαρντ Ντμίτρικ, στην οποία όμως δεν εμφανίστηκαν σε καμία σκηνή μαζί, πυροδοτώντας έτσι το καλλιτεχνικό κουτσομπολιό περί μεγάλου ανταγωνισμού μεταξύ τους. Τις εντυπώσεις των κριτικών, πάντως, κέρδισε ο Μόντι. Με το «Μια Θέση Στον Ηλιο» (1951) του Τζορτζ Στίβενς ο ερωτικός Μοντγκόμερι Κλιφτ ήρθε κοντά με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, τη σταρ που αγαπούσε τους ευαίσθητους άντρες και τους προστάτευε κάτω από τις γενναιόδωρες φτερούγες της. Η σχέση της Τέιλορ και του Κλιφτ ξεπέρασε τη λάμψη της χολιγουντιανής βιομηχανίας και εξελίχθηκε σε βαθύ φιλικό δεσμό. Την αποκαλούσε χαϊδευτικά Μπέσι Μέι. Η Τέιλορ ήταν αυτή που απενοχοποίησε την ομοφυλοφιλία του Κλιφτ και ανακούφισε τις σφοδρές ενοχές του από τον πόλεμο που γινόταν μέσα του. Από τη μια η συντήρηση της εικόνας του στην επικαιρότητα αιτούσε μια μόνιμη ατμόσφαιρα φλερτ με όλες τις γυναίκες στόχους γύρω του, η καρδιά του όμως βρισκόταν αλλού. «Δεν θέλω να τυποποιηθώ ούτε ως αδερφή ούτε ως ετεροφυλόφιλος. Η τυποποίηση είναι πολύ περιοριστική. Είμαστε ό,τι κάνουμε, όχι ό,τι λέμε ότι είμαστε», είχε πει κάποτε. Ο Κλιφτ αγαπούσε τους φίλους του με δεσμούς σχεδόν εξάρτησης από αυτούς: έμενε προσκολλημένος σε αυτούς από ένστικτο αυτοσυντήρησης. Κοντά τους δεν κινδύνευε. Η στενή του σχέση με τους συνάδελφούς του, Γουίλιαμ Λε Μασένα και Λίμπι Χόλμαν -πέρα από την Τέιλορ- τον κράτησε σε ισορροπία πριν από το ατύχημα που παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή αλλά και ύστερα από αυτό. Κυρίως ύστερα από αυτό, όταν είχε βυθιστεί στο αλκοόλ και τα ηρεμιστικά. Το κλασικό «Οσο Υπάρχουν Ανθρωποι» (1953) του Φρεντ Τσίνεμαν έμελλε να είναι η ταινία που θα τον έστελνε στην αιωνιότητα, στον ρόλο του ευαίσθητου λοχία Ρόμπερτ Λι Προύιτ που του εξασφάλισε μια ακόμα υποψηφιότητα για Οσκαρ. Ακόμη και σήμερα λέγεται πως το φάντασμά του έχει στοιχειώσει το ξενοδοχείο Hollywood Roosevelt όπου έμενε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Γεννημένος στις 17 Οκτωβρίου 1920 στην Ομαχα, της Νεμπράσκα (από όπου καταγόταν και ο Μάρλον Μπράντο), ο Εντουαρντ Μοντγκόμερι Κλιφτ είχε εύπορες οικογενειακές ρίζες που του επέτρεπαν να ενδώσει σχετικά εύκολα στο πάθος του για την υποκριτική. Ο παππούς του ήταν επιτελής του προέδρου Λίνκολν και ο προπάππος του δημοσιογράφος και σύμβουλος του προέδρου Αντριου Τζάκσον. Ο πατέρας του ήταν επιφανής τραπεζίτης που είχε τη δυνατότητα να συντηρεί με άνεση την οικογένειά του, τη σύζυγό του Εθελ, τα δίδυμα παιδιά του, Μοντγκόμερι και Ρομπέρτα και τον μεγαλύτερο αδελφό τους, Μπρουκς, ακόμα και στην εποχή του οικονομικού κραχ που η οικογένεια αναγκάστηκε να περιμαζέψει την κοινωνική άνεσή της και να μετακομίσει από το Μανχάταν στη Φλόριντα. Ως αντάλλαγμα όμως για την πατρική προσφορά του θα δεχόταν τη βίαιη συμπεριφορά του μικρού γιου και την ουσιαστικά ανύπαρκτη σχέση μαζί του. Οχι τυχαία, χρόνια αργότερα, ο Κλιφτ θα ομολογούσε πως όταν έπαιζε «σκληρούς» ρόλους είχε στο μυαλό του τον πατέρα του ως ανταγωνιστή. Η θεατρική καριέρα του Μόντι ήταν σχετικά εύκολη και άνετη στο Μπρόντγουεϊ - από τα δεκαεπτά του χρόνια πήρε διθυραμβικές κριτικές και επί δέκα χρόνια η παραμονή του στη Νέα Υόρκη ήταν στεφανωμένη με δάφνες. Ισως αυτός να ήταν και ο λόγος που ο ίδιος δίσταζε αρχικά να ενδώσει στις πιέσεις του Χόλιγουντ για κινηματογραφική καριέρα.
Από το Μανχάταν στο Χόλιγουντ
Το ντεμπούτο του στο πανί έγινε με το «Κόκκινο Ποτάμι» του Χάουαρντ Χοκς, το 1948, δίπλα στον Τζον Γουέιν και την ίδια χρονιά το «Τhe Search» του Φρεντ Τσίνεμαν θα του χάριζε την πρώτη υποψηφιότητά του για Οσκαρ Α Αντρικού Ρόλου. Ηταν θέμα ελάχιστων μηνών για να φανεί και να επιβεβαιωθεί ότι το Χόλιγουντ είχε αποκτήσει ένα αστέρι που διέφερε από τα υπόλοιπα ξεκάθαρα αρσενικά πρότυπα της εποχής. Η απίστευτη ομορφιά του δεν ταίριαζε με την αδρότητα των πληθωρικών πρωταγωνιστών της εποχής. Ο Κλιφτ αντιπαρέβαλε το μοντέλο του ευαίσθητου, συναισθηματικού παρτενέρ σε εκείνο του σκληρού, ασυμβίβαστου και γενναίου τύπου, νομιμοποιώντας την αδυναμία, το έκδηλο πάθος και την ομορφιά. Το πρόσωπο του Μοντγκόμερι Κλιφτ είχε αμεσότητα και μια παρορμητική έκφραση που εκδήλωνε σαφείς, βαθιές συναισθηματικές ανάγκες. Τα μάτια του κοιτούσαν ευθύβολα και το βλέμμα του αντιμετώπιζε το «δράμα» στην οθόνη με έναν καταπληκτικό τρόπο. Ούτε γκριμάτσες, ούτε συνοφρυωμένα μάτσο τερτίπια, ούτε «αφαιρετικά» νεύματα που «ταιριάζουν στον άντρα». Οι τυπικές συμβάσεις της υποκριτικής δεν υπήρχαν στις ερμηνείες του Κλιφτ - φανταστείτε την επανάσταση που έφερε στα κινηματογραφικά πράγματα: στην υπερβολή αντέταξε την ειλικρίνεια των συναισθημάτων (ένα τερέν που τα σενάρια του Χόλιγουντ κρατούσαν μόνο για τις γυναίκες) και απέναντι στη φυσική γενναιότητα του σώματος πρότεινε την αλήθεια της ψυχής του. Κατά έναν τρόπο, ο Μοντγκόμερι Κλιφτ ήταν η απόλυτη αντίστιξη στον ζωώδη μαγνητισμό του Μάρλον Μπράντο: οι δυο τους ονομάστηκαν «οι δίδυμοι της χρυσόσκονης» επειδή αμφότεροι ανέβηκαν τα σκαλιά της επιτυχίας σχεδόν κάθετα, προερχόμενοι -κατά ειρωνική σύμπτωση- από την ίδια πόλη. Οι δύο σταρ έτυχε να συνεργαστούν μόνο στην ταινία «Υoung Lions» (1958) του Εντουαρντ Ντμίτρικ, στην οποία όμως δεν εμφανίστηκαν σε καμία σκηνή μαζί, πυροδοτώντας έτσι το καλλιτεχνικό κουτσομπολιό περί μεγάλου ανταγωνισμού μεταξύ τους. Τις εντυπώσεις των κριτικών, πάντως, κέρδισε ο Μόντι. Με το «Μια Θέση Στον Ηλιο» (1951) του Τζορτζ Στίβενς ο ερωτικός Μοντγκόμερι Κλιφτ ήρθε κοντά με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, τη σταρ που αγαπούσε τους ευαίσθητους άντρες και τους προστάτευε κάτω από τις γενναιόδωρες φτερούγες της. Η σχέση της Τέιλορ και του Κλιφτ ξεπέρασε τη λάμψη της χολιγουντιανής βιομηχανίας και εξελίχθηκε σε βαθύ φιλικό δεσμό. Την αποκαλούσε χαϊδευτικά Μπέσι Μέι. Η Τέιλορ ήταν αυτή που απενοχοποίησε την ομοφυλοφιλία του Κλιφτ και ανακούφισε τις σφοδρές ενοχές του από τον πόλεμο που γινόταν μέσα του. Από τη μια η συντήρηση της εικόνας του στην επικαιρότητα αιτούσε μια μόνιμη ατμόσφαιρα φλερτ με όλες τις γυναίκες στόχους γύρω του, η καρδιά του όμως βρισκόταν αλλού. «Δεν θέλω να τυποποιηθώ ούτε ως αδερφή ούτε ως ετεροφυλόφιλος. Η τυποποίηση είναι πολύ περιοριστική. Είμαστε ό,τι κάνουμε, όχι ό,τι λέμε ότι είμαστε», είχε πει κάποτε. Ο Κλιφτ αγαπούσε τους φίλους του με δεσμούς σχεδόν εξάρτησης από αυτούς: έμενε προσκολλημένος σε αυτούς από ένστικτο αυτοσυντήρησης. Κοντά τους δεν κινδύνευε. Η στενή του σχέση με τους συνάδελφούς του, Γουίλιαμ Λε Μασένα και Λίμπι Χόλμαν -πέρα από την Τέιλορ- τον κράτησε σε ισορροπία πριν από το ατύχημα που παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή αλλά και ύστερα από αυτό. Κυρίως ύστερα από αυτό, όταν είχε βυθιστεί στο αλκοόλ και τα ηρεμιστικά. Το κλασικό «Οσο Υπάρχουν Ανθρωποι» (1953) του Φρεντ Τσίνεμαν έμελλε να είναι η ταινία που θα τον έστελνε στην αιωνιότητα, στον ρόλο του ευαίσθητου λοχία Ρόμπερτ Λι Προύιτ που του εξασφάλισε μια ακόμα υποψηφιότητα για Οσκαρ. Ακόμη και σήμερα λέγεται πως το φάντασμά του έχει στοιχειώσει το ξενοδοχείο Hollywood Roosevelt όπου έμενε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Θρυλική όσο και αμφιλεγόμενη ήταν η σχέση του με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Ενώ είχε καλλιεργηθεί η εντύπωση πως ήταν ερωτευμένος μαζί της, η αλήθεια είναι πως είχε εμμονή μαζί της ως γυναικείο πρότυπο και ήταν η καλύτερή του φίλη. Υπήρξαν φορές που απειλούσε πως δεν θα την ξαναδεί και ξαφνικά και μόνο αυτή η σκέψη τον έκανε να κλαίει. Υπάρχει επίσης η φήμη πως η Τέιλορ του έστελνε ερωτικά γράμματα τα οποία ο ίδιος τα διάβαζε δυνατά στον ερωτικό του σύντροφο εκείνης της εποχής.
Η ασυνέπεια στα πλατό και ο ερμηνευτικός θρίαμβος
Η καριέρα του Μοντγκόμερι Κλιφτ, χωρισμένη αναγκαστικά σε αυτήν πριν από το ατύχημα του 1956 και σε αυτήν μετά, δεν σταμάτησε ούτε όταν η εκλεκτικότητά του στην επιλογή των ρόλων έμοιαζε πια με ανάγκη, λόγω της παραμόρφωσης του προσώπου του και της βύθισής του στον παραισθησιογόνο κόσμο του αλκοόλ και των χαπιών. Ο Κλιφτ είχε απορρίψει τους κεντρικούς ρόλους στο «Λεωφόρος Της Δύσης» και το «Ανατολικά Της Εδέμ» παλιότερα αλλά και τον ρόλο που πήρε τελικά ο Ντιν Μάρτιν στο «Ρίο Μπράβο». Η κακή του φήμη για την ασυνέπειά του στα πλατό είχε κάνει τον γύρο του κυκλώματος παραγωγών στο Χόλιγουντ. Ομως ο Κλιφτ έδωσε υποδειγματικές ερμηνείες και στο «Ξαφνικά Πέρυσι Το Καλοκαίρι» (1958) του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς (παρότι η φυσική του κατάσταση ήταν εμφανώς άσχημη στα γυρίσματα και, παρά τις παραινέσεις της συμπρωταγωνίστριάς του Κάθριν Χέπμπορν, δεν εγκατέλειπε τις συνήθειές του με το αλκοόλ στο πλατό) και στο σπουδαίο «Wild River» (1960) του Ηλία Καζάν, μεταξύ άλλων. Κατά τη διάρκεια της παραγωγής των «Αταίριαστων» του Τζον Χιούστον το 1961, κορυφώθηκε όλο το δράμα του Κλιφτ. Σμπαραλιασμένος από τα ναρκωτικά, ήταν ο ίδιος που έκανε τη συμπρωταγωνίστριά του, Μέριλιν Μονρό, να ξεστομίσει την ατάκα «είναι ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρω σε χειρότερη κατάσταση από μένα». Η Μονρό εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε την κατάρρευση του γάμου της με τον Αρθουρ Μίλερ και χωρίς φυσικά να μπορεί να το διαχειριστεί -όπως και τίποτα άλλο στη ζωή της- τρέκλιζε νυχθημερόν και από αυτή την κατάσταση δεν εξαιρούσε τις ώρες της δουλειάς της. Ο Χιούστον, έξαλλος με την κατάσταση των δυο τους (οι «Αταίριαστοι», για την ιστορία, ήταν η τελευταία ταινία στην οποία θα εμφανιζόταν η Μέριλιν αλλά και ο Κλαρκ Γκέιμπλ), δεν άγγιξε πάντως τα όρια της ανοχής του με τον Κλιφτ, κάτι που έκανε έναν χρόνο αργότερα. Στα γυρίσματα του «Freud», μιας βιογραφικής ταινίας για τον εμβληματικό γιατρό, ο Χιούστον δεν άντεξε την αντιεπαγγελματική συμπεριφορά του Κλιφτ και τις ατασθαλίες του και τον έστειλε στο δικαστήριο για παράβαση συμβολαίου. Αυτό που είχε ξεχειλίσει το ποτήρι στη σχέση των δυο τους ήταν το γεγονός ότι ο λόγος μιας από τις αργοπορίες του Κλιφτ στο πλατό ήταν η ερωτική του συνεύρεση με έναν δημοσιογράφο που τον είχε επισκεφτεί για ένα επαγγελματικό ραντεβού. Ο Κλιφτ κατηγορήθηκε από την εταιρεία Universal για το ότι η ταινία βγήκε εκτός προϋπολογισμού και τελικά υπήρξε συμβιβασμός μεταξύ των δύο αντίδικων εκτός δικαστηρίων. Πριν από την ενσάρκωση του Φρόιντ όμως, ο Κλιφτ είχε κάνει ήδη με την επτάλεπτη εμφάνισή του στην ταινία «Η Δίκη Της Νυρεμβέργης» μια πραγματική «δήλωση» περί υποκριτικής που του χάρισε μια ακόμη υποψηφιότητα για Οσκαρ ΒΑνδρικού Ρόλου. Η ερμηνεία του στον ρόλο ενός από τα θύματα του ναζισμού απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, παρά την μόνιμη «συγχυσμένη» κατάστασή του. Ο σκηνοθέτης Στάνλεϊ Κρέιμερ, έχοντας πειστεί ότι ο Κλιφτ δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει πιστός στα λόγια του ρόλου του, τον παρακίνησε να αυτοσχεδιάσει και να απαντήσει στις ατάκες του δικαστή Σπένσερ Τρέισι, έτσι ώστε να φανεί η δυσχερής ψυχολογική θέση του ήρωα. Ο Κλιφτ υπάκουσε ανακουφισμένος που του επετράπη να ξεφύγει από τους περιορισμούς του σεναρίου. Επτά από τα συγκλονιστικότερα λεπτά του κινηματογράφου από τις αρχές της δεκαετίας του 60 είχαν μόλις αποτυπωθεί σε φιλμ
Η καριέρα του Μοντγκόμερι Κλιφτ, χωρισμένη αναγκαστικά σε αυτήν πριν από το ατύχημα του 1956 και σε αυτήν μετά, δεν σταμάτησε ούτε όταν η εκλεκτικότητά του στην επιλογή των ρόλων έμοιαζε πια με ανάγκη, λόγω της παραμόρφωσης του προσώπου του και της βύθισής του στον παραισθησιογόνο κόσμο του αλκοόλ και των χαπιών. Ο Κλιφτ είχε απορρίψει τους κεντρικούς ρόλους στο «Λεωφόρος Της Δύσης» και το «Ανατολικά Της Εδέμ» παλιότερα αλλά και τον ρόλο που πήρε τελικά ο Ντιν Μάρτιν στο «Ρίο Μπράβο». Η κακή του φήμη για την ασυνέπειά του στα πλατό είχε κάνει τον γύρο του κυκλώματος παραγωγών στο Χόλιγουντ. Ομως ο Κλιφτ έδωσε υποδειγματικές ερμηνείες και στο «Ξαφνικά Πέρυσι Το Καλοκαίρι» (1958) του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς (παρότι η φυσική του κατάσταση ήταν εμφανώς άσχημη στα γυρίσματα και, παρά τις παραινέσεις της συμπρωταγωνίστριάς του Κάθριν Χέπμπορν, δεν εγκατέλειπε τις συνήθειές του με το αλκοόλ στο πλατό) και στο σπουδαίο «Wild River» (1960) του Ηλία Καζάν, μεταξύ άλλων. Κατά τη διάρκεια της παραγωγής των «Αταίριαστων» του Τζον Χιούστον το 1961, κορυφώθηκε όλο το δράμα του Κλιφτ. Σμπαραλιασμένος από τα ναρκωτικά, ήταν ο ίδιος που έκανε τη συμπρωταγωνίστριά του, Μέριλιν Μονρό, να ξεστομίσει την ατάκα «είναι ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρω σε χειρότερη κατάσταση από μένα». Η Μονρό εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε την κατάρρευση του γάμου της με τον Αρθουρ Μίλερ και χωρίς φυσικά να μπορεί να το διαχειριστεί -όπως και τίποτα άλλο στη ζωή της- τρέκλιζε νυχθημερόν και από αυτή την κατάσταση δεν εξαιρούσε τις ώρες της δουλειάς της. Ο Χιούστον, έξαλλος με την κατάσταση των δυο τους (οι «Αταίριαστοι», για την ιστορία, ήταν η τελευταία ταινία στην οποία θα εμφανιζόταν η Μέριλιν αλλά και ο Κλαρκ Γκέιμπλ), δεν άγγιξε πάντως τα όρια της ανοχής του με τον Κλιφτ, κάτι που έκανε έναν χρόνο αργότερα. Στα γυρίσματα του «Freud», μιας βιογραφικής ταινίας για τον εμβληματικό γιατρό, ο Χιούστον δεν άντεξε την αντιεπαγγελματική συμπεριφορά του Κλιφτ και τις ατασθαλίες του και τον έστειλε στο δικαστήριο για παράβαση συμβολαίου. Αυτό που είχε ξεχειλίσει το ποτήρι στη σχέση των δυο τους ήταν το γεγονός ότι ο λόγος μιας από τις αργοπορίες του Κλιφτ στο πλατό ήταν η ερωτική του συνεύρεση με έναν δημοσιογράφο που τον είχε επισκεφτεί για ένα επαγγελματικό ραντεβού. Ο Κλιφτ κατηγορήθηκε από την εταιρεία Universal για το ότι η ταινία βγήκε εκτός προϋπολογισμού και τελικά υπήρξε συμβιβασμός μεταξύ των δύο αντίδικων εκτός δικαστηρίων. Πριν από την ενσάρκωση του Φρόιντ όμως, ο Κλιφτ είχε κάνει ήδη με την επτάλεπτη εμφάνισή του στην ταινία «Η Δίκη Της Νυρεμβέργης» μια πραγματική «δήλωση» περί υποκριτικής που του χάρισε μια ακόμη υποψηφιότητα για Οσκαρ ΒΑνδρικού Ρόλου. Η ερμηνεία του στον ρόλο ενός από τα θύματα του ναζισμού απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, παρά την μόνιμη «συγχυσμένη» κατάστασή του. Ο σκηνοθέτης Στάνλεϊ Κρέιμερ, έχοντας πειστεί ότι ο Κλιφτ δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει πιστός στα λόγια του ρόλου του, τον παρακίνησε να αυτοσχεδιάσει και να απαντήσει στις ατάκες του δικαστή Σπένσερ Τρέισι, έτσι ώστε να φανεί η δυσχερής ψυχολογική θέση του ήρωα. Ο Κλιφτ υπάκουσε ανακουφισμένος που του επετράπη να ξεφύγει από τους περιορισμούς του σεναρίου. Επτά από τα συγκλονιστικότερα λεπτά του κινηματογράφου από τις αρχές της δεκαετίας του 60 είχαν μόλις αποτυπωθεί σε φιλμ
Ενα παραλίγο μοιραίο ατύχημα
Επιστρέφοντας από μια συγκέντρωση στο σπίτι της Ελίζαμπεθ Τέιλορ και του τότε συζύγου της, Μάικλ Ουίλντινγκ, στις 12 Μαϊου 1956, ο Κλιφτ έριξε με μεγάλη ταχύτητα το αυτοκίνητό του πάνω σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Ηταν ο φίλος του, Κέβιν ΜακΚάρθι, που ειδοποίησε την Τέιλορ, η οποία έσπευσε στον τόπο του ατυχήματος και έσωσε τον Μόντι: δύο σπασμένα δόντια του είχαν σφηνωθεί στον λαιμό του και ήταν θέμα λεπτών να σκοτώσουν τον Κλιφτ από ασφυξία. Η Τέιλορ έβαλε το χέρι της στο στόμα του και έβγαλε τα δύο δόντια, σώζοντάς τον. Οι πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις στο πρόσωπο του Κλιφτ δεν κατάφεραν να επαναφέρουν τη θρυμματισμένη μύτη του στην αρχική της μορφή, αλλά κατάφεραν να ισιώσουν το σαγόνι του, να βάλουν σε μια σειρά τους μυς της αριστερής πλευράς του προσώπου του και να βελτιώσουν όσο γινόταν την παράλυσή τους. Ωστόσο, μετά το σχεδόν θανατηφόρο ατύχημα, ο Κλιφτ δεν θα ήταν ποτέ ίδιος. Συνέχισε τα γυρίσματα της ταινίας «Raintree County» του Εντουαρντ Ντμίτρικ στην οποία πρωταγωνιστούσε (οι διαφορές στο πρόσωπό του είναι εμφανείς κατά τη διάρκεια της ταινίας) αλλά δεν θα συνερχόταν ποτέ από την εξάρτησή του από το αλκοόλ και τα χάπια.
Το τέλος
Η υγεία του Μόντι βρισκόταν σε πλήρη κατάρρευση μετά και την ολοκλήρωση της ταινίας «Τhe Defector» το 1966.Οι πόνοι που είχε σε όλο το σώμα του από το ατύχημα ήταν απαγορευτικοί πλέον για οποιαδήποτε συνέχιση της καριέρας του. Παρά τη σοβαρή υποστήριξη σε πολλά επίπεδα που είχε από τον γραμματέα του, Λορέντζο Τζέιμς, ο Κλιφτ δεν κατάφερε ποτέ να ανανήψει και τέσσερις μήνες μετά τα γυρίσματα πέθανε, στις 23 Ιουλίου 1966 στη Νέα Υόρκη. Ο ρόλος του στο «Ανταύγειες Σε Χρυσά Μάτια», τον οποίο κέρδισε χάρη στην επιμονή της Ελίζαμπεθ Τέιλορ να κάμψει τις αντιρρήσεις των παραγωγών για το πρόσωπό του, δεν θα ενσαρκωνόταν ποτέ. Αντικαταστάτης του ήταν ο Μάρλον Μπράντο.
Ο Μόντι μέσα από τα λόγια των άλλων
«Εβλεπες όλων των ειδών τις καταστάσεις μέσα στα μάτια του. Και δεν υπάρχουν ηθοποιοί ή ίσως αισθήματα παρόμοια, πλέον». - Ρούπερτ Εβερετ, ηθοποιός
«Η έλλειψη αυτοπεποίθησης που είχε ήταν πολύ συγκινητική, πολύ συναισθηματικά έντονη, πολύ μελαγχολική... υπήρχε ένα στοιχείο θλίψης μέσα του συνέχεια». - Λι Ρέμικ, ηθοποιός
«Υπήρξε αμέσως χημεία μεταξύ μας, από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, επειδή ήταν τόσο ευάλωτος κάτω από την κοινωνική επιφάνεια που βρισκόταν, τόσο που είδα τον εαυτό μου σε αυτή την αντίθεση». - Μίρνα Λόι, ηθοποιός
«Δεν έχω ξανασυνεργαστεί ποτέ με ηθοποιό σαν αυτόν. Το να τον παρακολουθείς ήταν κάτι το απίστευτο, που δεν μπορούσες να το ξεχάσεις ποτέ. Είχε ένα ταλέντο και μια πτυχή του επαγγέλματός μας που δεν έχω ξαναβρεί, απλά υπέροχος».
- Ντόνα Ριντ, ηθοποιός
«Είναι ο πιο δημιουργικός ηθοποιός με τον οποίο έχω συνεργαστεί ποτέ». - Εντουαρντ Ντμίτρικ, σκηνοθέτης
«Ενδιαφερόταν πάντα για τους ανθρώπους και είχε μια αφοσίωση, μια άγρια συγκέντρωση στη δουλειά του». - Μπρουκς Κλιφτ, αδελφός του Μοντγκόμερι Κλιφτ - ηθοποιός
Επιστρέφοντας από μια συγκέντρωση στο σπίτι της Ελίζαμπεθ Τέιλορ και του τότε συζύγου της, Μάικλ Ουίλντινγκ, στις 12 Μαϊου 1956, ο Κλιφτ έριξε με μεγάλη ταχύτητα το αυτοκίνητό του πάνω σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Ηταν ο φίλος του, Κέβιν ΜακΚάρθι, που ειδοποίησε την Τέιλορ, η οποία έσπευσε στον τόπο του ατυχήματος και έσωσε τον Μόντι: δύο σπασμένα δόντια του είχαν σφηνωθεί στον λαιμό του και ήταν θέμα λεπτών να σκοτώσουν τον Κλιφτ από ασφυξία. Η Τέιλορ έβαλε το χέρι της στο στόμα του και έβγαλε τα δύο δόντια, σώζοντάς τον. Οι πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις στο πρόσωπο του Κλιφτ δεν κατάφεραν να επαναφέρουν τη θρυμματισμένη μύτη του στην αρχική της μορφή, αλλά κατάφεραν να ισιώσουν το σαγόνι του, να βάλουν σε μια σειρά τους μυς της αριστερής πλευράς του προσώπου του και να βελτιώσουν όσο γινόταν την παράλυσή τους. Ωστόσο, μετά το σχεδόν θανατηφόρο ατύχημα, ο Κλιφτ δεν θα ήταν ποτέ ίδιος. Συνέχισε τα γυρίσματα της ταινίας «Raintree County» του Εντουαρντ Ντμίτρικ στην οποία πρωταγωνιστούσε (οι διαφορές στο πρόσωπό του είναι εμφανείς κατά τη διάρκεια της ταινίας) αλλά δεν θα συνερχόταν ποτέ από την εξάρτησή του από το αλκοόλ και τα χάπια.
Το τέλος
Η υγεία του Μόντι βρισκόταν σε πλήρη κατάρρευση μετά και την ολοκλήρωση της ταινίας «Τhe Defector» το 1966.Οι πόνοι που είχε σε όλο το σώμα του από το ατύχημα ήταν απαγορευτικοί πλέον για οποιαδήποτε συνέχιση της καριέρας του. Παρά τη σοβαρή υποστήριξη σε πολλά επίπεδα που είχε από τον γραμματέα του, Λορέντζο Τζέιμς, ο Κλιφτ δεν κατάφερε ποτέ να ανανήψει και τέσσερις μήνες μετά τα γυρίσματα πέθανε, στις 23 Ιουλίου 1966 στη Νέα Υόρκη. Ο ρόλος του στο «Ανταύγειες Σε Χρυσά Μάτια», τον οποίο κέρδισε χάρη στην επιμονή της Ελίζαμπεθ Τέιλορ να κάμψει τις αντιρρήσεις των παραγωγών για το πρόσωπό του, δεν θα ενσαρκωνόταν ποτέ. Αντικαταστάτης του ήταν ο Μάρλον Μπράντο.
Ο Μόντι μέσα από τα λόγια των άλλων
«Εβλεπες όλων των ειδών τις καταστάσεις μέσα στα μάτια του. Και δεν υπάρχουν ηθοποιοί ή ίσως αισθήματα παρόμοια, πλέον». - Ρούπερτ Εβερετ, ηθοποιός
«Η έλλειψη αυτοπεποίθησης που είχε ήταν πολύ συγκινητική, πολύ συναισθηματικά έντονη, πολύ μελαγχολική... υπήρχε ένα στοιχείο θλίψης μέσα του συνέχεια». - Λι Ρέμικ, ηθοποιός
«Υπήρξε αμέσως χημεία μεταξύ μας, από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, επειδή ήταν τόσο ευάλωτος κάτω από την κοινωνική επιφάνεια που βρισκόταν, τόσο που είδα τον εαυτό μου σε αυτή την αντίθεση». - Μίρνα Λόι, ηθοποιός
«Δεν έχω ξανασυνεργαστεί ποτέ με ηθοποιό σαν αυτόν. Το να τον παρακολουθείς ήταν κάτι το απίστευτο, που δεν μπορούσες να το ξεχάσεις ποτέ. Είχε ένα ταλέντο και μια πτυχή του επαγγέλματός μας που δεν έχω ξαναβρεί, απλά υπέροχος».
- Ντόνα Ριντ, ηθοποιός
«Είναι ο πιο δημιουργικός ηθοποιός με τον οποίο έχω συνεργαστεί ποτέ». - Εντουαρντ Ντμίτρικ, σκηνοθέτης
«Ενδιαφερόταν πάντα για τους ανθρώπους και είχε μια αφοσίωση, μια άγρια συγκέντρωση στη δουλειά του». - Μπρουκς Κλιφτ, αδελφός του Μοντγκόμερι Κλιφτ - ηθοποιός
Ήταν ένθερμος υποστηρικτής της υποκριτικής μεθόδου του Στανισλάφσκι
κι οι ερμηνείες του χαρακτηρίζονται από έντονη φυσικότητα. Ο Κλιφτ στη σύντομη ζωή του
συμμετείχε σε μόλις 17 ταινίες και προτάθηκε για βραβείο όσκαρ 4 φορές.
κι οι ερμηνείες του χαρακτηρίζονται από έντονη φυσικότητα. Ο Κλιφτ στη σύντομη ζωή του
συμμετείχε σε μόλις 17 ταινίες και προτάθηκε για βραβείο όσκαρ 4 φορές.