«Υπάρχει πάντα μια διαρκής πάλη μέσα μου, ανάμεσα στην ανάγκη μου να καταστρέψω και στη θέλησή μου να ζήσω. Κι αυτό δημιουργεί μία εσωτερική ένταση που κυριαρχεί και στον τρόπο που δημιουργώ και στην υλική μου ύπαρξη. Κάθε πρωί ξυπνώ με μια καινούρια οργή, μια καινούρια καχυποψία, μια καινούρια λαχτάρα για τη ζωή» Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Κληρονόμος της σκανδιναβικής κινηματογραφικής παράδοσης (Στίλλερ, Σγιόστρομ, Ντράγιερ) και βαθιά επηρεασμένος από την σκέψη του Κίρκεγκωρ, Μπερντιάεφ, τον υπαρξισμό και τις ψυχαναλυτικές θεωρίες (Φρόυντ, Γιούνγκ), ο Μπέργκμαν δίνει βάρος όχι τόσο στην κοινωνία ή στην ιστορία, όσο στο ίδιο το άτομο.
Γιος πάστορα, ο γεννημένος στις 14 Ιουλίου του 1918, Ernst Ingmar Bergman, μεγάλωσε στην Στοκχόλμη, με την πειθαρχία και την αυστηρότητα που ανταποκρινόταν στον ηθικό κώδικα του πατέρα του, ο οποίος δε δίσταζε να επιβάλλει πολύ σκληρές τιμωρίες. Οι τραυματικές όμως παιδικές εμπειρίες, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη σκηνοθετική πορεία του. Σε ηλικία 5 ετών, αφότου παρακολούθησε την πρώτη του παράσταση, άρχισε να ερωτεύεται το θέατρο, και στα 9 του, είχε στήσει ένα δικό του μικρό θέατρο με κούκλες, «σκηνοθετώντας» παραστάσεις δίνοντάς τους φωνή. Η ερασιτεχνική ενασχόληση με το ανέβασμα παραστάσεων εξελίχθηκε το 1937, με την εισαγωγή του στο Τμήμα Ιστορίας και Φιλολογίας του πανεπιστημίου της Στοκχόλμης. Αν και δεν αποφοίτησε, έγραψε αρκετά έργα και μία όπερα, και το 1942 του δόθηκε η ευκαιρία να σκηνοθετήσει το δικό του σενάριο, με τίτλο «Caspar's Death». Η πρώτη αξιοσημείωτη δουλειά για τον σκηνοθέτη ήταν το 1944, όπου έγραψε το σενάριο, και εκτέλεσε χρέη βοηθού σκηνοθέτη για το «Μανία» του Alf Sjöberg. Η επιτυχία του φιλμ, εξασφάλισε στον πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη, την ευκαιρία να ξεφύγει από τη σκιά του βοηθού, σκηνοθετώντας μόνος του μια ταινία, το «Kris», σε δικό του σενάριο, ένα χρόνο αργότερα. Τα πρώτα φιλμ του Bergman ωστόσο, παρουσιάζουν, πλέον, μεγαλύτερο ιστορικό ενδιαφέρον, παρά καλλιτεχνικό. Τα θέματα που τον απασχολούσαν ήταν η νεολαία και το χάσμα γενεών στην σουηδική κοινωνία. Αίσθηση έκανε το 1949 με το «Fängelse (Prison)». Σε αντίθεση με τις προηγούμενες ταινίες, σε αυτήν βλέπουμε την θεματολογία- σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη, με αναφορές στο Θεό και το διάβολο, τη ζωή και το θάνατο και με φιλοσοφικά ερωτήματα που τον βασάνισαν σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του.
Η επιτυχία αυτή προετοίμασε το έδαφος για τη διεθνή αναγνώρισή του, το 1955 με το «Χαμογέλα Καλοκαιρινής Νύχτας», που τον έφερε στο Φεστιβάλ των καννών με υποψηφιότητα για το Χρυσό Φοίνικα. «Η Έβδομη Σφραγίδα» και οι «Άγριες Φράουλες» που ακολούθησαν, εμπλούτισαν τη συλλογή του με βραβεία, από τις Κάννες και το Βερολίνο αντίστοιχα, εκτοξεύοντάς τον στο πάνθεον του ευρωπαϊκού σινεμά.Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά εγκαταλείπει τη χρήση συμβολισμών και αλληγοριών που κυριαρχούσαν σε παλαιότερες ταινίες του όπως «Η Έβδομη Σφραγίδα», οι «Άγριες φράουλες» και «Η τριλογία της Σιωπής», (που αρχικά δεν προοριζόταν να είναι «τρίπτυχο») και περνά σε περισσότερο λιτές σκηνοθεσίες, διερευνώντας κυρίως τη γυναικεία ψυχοσύνθεση και την προσπάθεια του ανθρώπου να κατακτήσει την αυτογνωσία.«Το ανθρώπινο πρόσωπο είναι το μεγάλο θέμα του σινεμά. Τα πάντα βρίσκονται εκεί», είχε δηλώσει ο Bergman, μια ρήση που επιβεβαίωσε περίτρανα με την ταινία «Έρωτες δίχως Φραγμό-Persona» το 1966, με πρωταγωνίστρια την Liv Ullmann, η οποία λέει μόνο δεκατέσσερις λέξεις καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας, σε αντίθεση με την άλλη πρωταγωνίστρια, την Bibi Andersson, η οποία μιλάει ακατάπαυστα. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης περιγράφει το φιλμ σαν «τα όρια που θα μπορούσε να φτάσει η διάνοιά του» και που «δεν θα μπορούσε ποτέ ο ίδιος να την ξεπεράσει με κάτι άλλο». Κι αν το 1966 ήταν από τις καθοριστικότερες, καλλιτεχνικά και δημιουργικά, χρονιές του Bergman, τo 1976 ήταν αδιαμφισβήτητα η πιο τραυματική. Στις 30 Ιανουαρίου συνελήφθη για φορολογική απάτη. Μολονότι, μετά από ενδελεχή έρευνα, αθωώθηκε, ο σκηνοθέτης που υπέφερε από κατάθλιψη και είχε υποστεί νευρικό κλονισμό, όχι μόνο δεν ήθελε να επιστρέψει στη δημιουργία ταινιών, αλλά απομονώθηκε και αυτοεξορίστηκε στο Μόναχο.Όταν συνήλθε από το σοκ, τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου, ταξίδεψε στο Hollywood, και ανακοίνωσε την επιθυμία του να δουλέψει στις ΗΠΑ, απόφαση που οδήγησε στην πρώτη του γερμανο- αμερικανική παραγωγή, «Το Αυγό του Φιδιού» (1977).
Την επόμενη χρονιά επιστρέφοντας κατά κάποιο τρόπο στις «ρίζες» του, σκηνοθετεί την Σουηδέζα Ingrid Bergman, στο «Φθινοπωρινή Σονάτα», μία αγγλο- νορβηγική συμπαραγωγή. Η συνονόματη ηθοποιός άμβλυνε αισθητά τη σχέση του με την πατρίδα Σουηδία, με αποτέλεσμα, να επιστρέψει σε αυτήν τον Ιούλιο για τα 60ά γενέθλιά του. Το Σουηδικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τίμησε τη επιστροφή του σπουδαίου δημιουργού, δίνοντας το όνομά του στο ετήσιο βραβείο σκηνοθεσίας που απέδιδε. Το 1982 επέστρεψε δυναμικά, με το αρχικώς τηλεοπτικό, «Φάνι και Αλέξανδρος», που βραβεύτηκε με 4 Oscar, μεταξύ των οποίων και αυτό της καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας. Αν κι ο ίδιος δήλωνε ότι επρόκειτο για το τελευταίο του φιλμ, προτού επικεντρωθεί στο θέατρο, έγραψε αρκετά σενάρια για το σινεμά και σκηνοθέτησε για την τηλεόραση- έργα τα οποία όπως ακριβώς και το «Φάνι και Αλέξανδρος» προβλήθηκαν στους κινηματογράφους. Το πιο γνωστό είναι το «Saraband» με την Liv Ullmann, σίκουελ του «Σκηνές από έναν Γάμο», που σκηνοθετήθηκε από τον 84χρονο Bergman. Παρά τη μακροσκελή, κινηματογραφική, τηλεοπτική και θεατρική, φιλμογραφία του που εξακολουθούσε να εμπλουτίζει μέχρι αρκετά προχωρημένη ηλικία, ο Bergman είχε αρκετά σχέδια ακόμα στο μυαλό του. Μετά το θάνατό του, το 2007, το τεράστιο αρχείο του με σημειώσεις, ολοκληρωμένα και ημιτελή σενάρια, παραχωρήθηκε στο Σουηδικό Κέντρο Κινηματογράφου. Ο Σουηδός σκηνοθέτης Marcus Lindeen, παίρνοντας δείγματα και ιδέες από όλα τα παραπάνω, ανέβασε την θεατρική παράσταση με τίτλο «Το αρχείο των απραγματοποίητων ονείρων και οραμάτων», που έκανε πρεμιέρα στις 28 Μαΐου του 2012.
Η επιρροή του Ingmar Bergman
Σπουδαίος καθώς ήταν, ο Bergman επηρέασε πολλούς σύγχρονους σκηνοθέτες. Ο Woody Allen τον θεωρεί ως τον «μεγαλύτερο κινηματογραφικό καλλιτέχνη όλων των εποχών», ενώ ο Francis Ford Coppola, που μαζί με τον Spielberg ανήκαν στους αγαπημένους «καινούριους» του Bergman, τον θαυμάζει καθώς «ενσωματώνει πάθος, συναίσθημα και ζεστασιά» στα φιλμ του. Αμοιβαία εκτίμηση συναντάμε και με τον Martin Scorsese, σύμφωνα με τον οποίο αν ζούσες στα 50’s και στα 60’s και σε ενδιέφερε να κάνεις σινεμά, δεν υπήρχε περίπτωση να μη σε επηρεάσει ο Bergman. Θαυμαστής του Σουηδού είναι κι ο Πολωνός Kieślowski που έχει δηλώσει ότι: «είναι από τους λίγους σκηνοθέτες, ίσως κι ο μοναδικός, που έχει πει τόσα για την ανθρώπινη φύση, όσα έχουν γράψει ο Dostoyevsky ή ο Camus». Ο Stanley Kubrick, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Πιστεύω ότι οι Bergman, Vittorio De Sica και Federico Fellini, είναι οι μόνοι τρεις σκηνοθέτες που δεν υπήρξαν καλλιτεχνικοί οπορτουνιστές. Δεν κάθονταν περιμένοντας μια καλή ιστορία για να την σκηνοθετήσουν, αλλά φτιάχνουν μόνοι τους ταινίες μέσα από τις οποίες εκφράζουν την προσωπική τους οπτική κι άποψη για τη ζωή».
Η επιρροή του Ingmar Bergman
Σπουδαίος καθώς ήταν, ο Bergman επηρέασε πολλούς σύγχρονους σκηνοθέτες. Ο Woody Allen τον θεωρεί ως τον «μεγαλύτερο κινηματογραφικό καλλιτέχνη όλων των εποχών», ενώ ο Francis Ford Coppola, που μαζί με τον Spielberg ανήκαν στους αγαπημένους «καινούριους» του Bergman, τον θαυμάζει καθώς «ενσωματώνει πάθος, συναίσθημα και ζεστασιά» στα φιλμ του. Αμοιβαία εκτίμηση συναντάμε και με τον Martin Scorsese, σύμφωνα με τον οποίο αν ζούσες στα 50’s και στα 60’s και σε ενδιέφερε να κάνεις σινεμά, δεν υπήρχε περίπτωση να μη σε επηρεάσει ο Bergman. Θαυμαστής του Σουηδού είναι κι ο Πολωνός Kieślowski που έχει δηλώσει ότι: «είναι από τους λίγους σκηνοθέτες, ίσως κι ο μοναδικός, που έχει πει τόσα για την ανθρώπινη φύση, όσα έχουν γράψει ο Dostoyevsky ή ο Camus». Ο Stanley Kubrick, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Πιστεύω ότι οι Bergman, Vittorio De Sica και Federico Fellini, είναι οι μόνοι τρεις σκηνοθέτες που δεν υπήρξαν καλλιτεχνικοί οπορτουνιστές. Δεν κάθονταν περιμένοντας μια καλή ιστορία για να την σκηνοθετήσουν, αλλά φτιάχνουν μόνοι τους ταινίες μέσα από τις οποίες εκφράζουν την προσωπική τους οπτική κι άποψη για τη ζωή».
Ο υπέροχος κινηματογραφικός κόσμος του Μπέργκμαν
ΑΓΡΙΕΣ ΦΡΑΟΥΛΕΣ (1957)
Mία από τις πλέον εμβληματικές και σημαντικές ταινίες του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Ο ίδιος διατείνεται ότι η σύλληψη του σεναρίου έγινε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του, συγκεκριμένα σε μια στάση στη γενέθλια πόλη του την Ουψάλα, όπου αντίκρισε το σπίτι της γιαγιάς του. Τότε σκέφτηκε πόσο ωραία ιδέα θα ήταν να μπορούσε να μπει σε αυτό, να τα βρει όλα όπως ήταν στα παιδικά του χρόνια, παγωμένα στον χρόνο, και μετά, ανοίγοντας μια πόρτα, να βρεθεί ξανά στο σήμερα. Εν τέλει, η ιδέα αυτή έγινε σενάριο, το οποίο έγραψε μέσα σε ένα νοσοκομείο. Ο 78χρονος γιατρός Ισαάκ Μποργκ, τον οποίο ερμηνεύει ο Βίκτορ Σγιόστρομ, ο σημαντικότερος σκηνοθέτης βωβού κινηματογράφου της Σουηδίας, τον οποίο ο Μπέργκμαν θεωρούσε μέντορά του, ταξιδεύει με το αυτοκίνητό του για την πόλη Λουντ, όπου θα τιμηθεί από το παλιό του πανεπιστήμιο για την 50χρονη καριέρα του. Στο ταξίδι τον συνοδεύει η έγκυος νύφη του Μαριάν, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα του χωρισμού με τον γιο του Μποργκ. Η ταινία κυλάει αριστουργηματικά μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Το υποσυνείδητο συναντά τους φόβους, τις αυταπάτες και τις διαψεύσεις μιας ζωής «πετυχημένης» μεν αλλά ακυρωμένης ερωτικά και συναισθηματικά. Ο ηλικιωμένος άντρας, του οποίου το νεκρικό σχεδόν προσωπείο μένει ανεξίτηλο στη μνήμη μας, κάμπτεται μετά την ενδοσκόπηση και την απρόσμενη αγάπη κι εκτίμηση που παίρνει από όλους, και αλλάζει. Η ταινία κλείνει με ένα ακόμα όνειρο αποχαιρετισμού. Κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο, Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης Ταινίας, ενώ ήταν υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερο Σεναρίου.
ΕΒΔΟΜΗ ΣΦΡΑΓΙΔΑ (1957)
Η ταινία που έκανε τον Μπέργκμαν διάσημο διεθνώς μετά την προβολή της στο Φεστιβάλ Καννών του 1957, όπου απέσπασε και το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, είναι μια ποιητική αλληγορία με φόντο τη μεσαιωνική Σουηδία του 14ου αι., η οποία αφανίζεται από την πανούκλα, ενώ κυριαρχεί ο σκοταδισμός και η δεισιδαιμονία. Η ιστορία, η οποία βασίζεται στο θεατρικό έργο του Μπέργκμαν «Ζωγραφιά πάνω σε ξύλο» που έγραψε το 1954 και ανέβασε στο Μάλμε, ξεκινάει με την επιστροφή του Ιππότη Αντώνιους Μπλοκ στην πατρίδα έπειτα από εννέα χρόνια στις Σταυροφορίες. Τον συνοδεύει ο ιπποκόμος του, Γιονς. Ο Μπλοκ, τον οποίο υποδύεται ο Μαξ φον Σίντοφ στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, συναντάει δίπλα στη θάλασσα τον Θάνατο που έρχεται να τον παραλάβει κι εκείνος του προτείνει να παίξουν μια παρτίδα σκάκι −αν κερδίσει, ο Θάνατος θα τον αφήσει ήσυχο. Η παρτίδα αρχίζει, αλλά τους διακόπτει ο ιπποκόμος κι έτσι την αναβάλλουν. Οι δυο άντρες καβαλάνε τ’ άλογά τους και φεύγουν με σκοπό να φτάσουν στο κάστρο του Μπλοκ. Στην πορεία συναντάνε διάφορους ανθρώπους. Ο Μπλοκ δεν είναι όμως ένας ιππότης ιστορικού δράματος. Πρόκειται για έναν άνθρωπο της σύγχρονης εποχής που βασανίζεται από καίρια ερωτήματα σχετικά με την ύπαρξη ή μη του Θεού, τη σημασία της ζωής, τον θάνατο. Πρόκειται για ερωτήματα που επανέρχονται σε κάθε βήμα της πορείας του και που ο ίδιος θέτει με κάθε ευκαιρία. Ο Μπέργκμαν βασίζει τον τίτλο στο Βιβλίο της Αποκάλυψης, ενώ έχει επηρεαστεί από το «Ταξίδι στη Δαμασκό» του Στρίντμπεργκ, από τους κλόουν του Πικάσο και από μια ζωγραφιά του 1489 του Αλμπέρτους Πίκτορ που εντόπισε σε εκκλησία έξω από τη Στοκχόλμη, η οποία απεικονίζει έναν ιππότη να παίζει σκάκι με έναν σκελετό. Η πιο διάσημη εικόνα της ταινίας, πάντως, δεν είναι άλλη από τον χορό του θανάτου, λίγο πριν από το τέλος, όπου ο Θάνατος σέρνει στην κορυφή ενός λόφου μια κουστωδία ανθρώπων, τον Μπλοκ και τους συντρόφους του.
PERSONA (1966)
Θεωρείται η απόλυτα αριστουργηματική ταινία του Μπέργκμαν και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι και ο ίδιος έχει πει πως η συγκεκριμένη, μαζί με το «Κραυγές και Ψίθυροι», «άγγιξαν τα όρια στα οποία θα μπορούσε να φτάσει η διάνοιά μου». Είναι, δε, η μόνη ταινία στην οποία έσπασε τη φόρμα και η κινηματογράφηση υπερέβη τη συμβατική γραφή που κατά κανόνα ακολουθούσε. Στην «Persona», παράλληλα με το κυρίως στόρι, ο θεατής γίνεται μάρτυρας και της διαδικασίας γυρίσματος μιας ταινίας. Εν τέλει, είναι σαν να του έχει τεθεί ένας γρίφος, παρά το ότι έχει δει μια ιστορία με σαφή χαρακτηριστικά. Από την πρώτη της προβολή κιόλας έχει αποτελέσει αντικείμενο πλείστων αναλύσεων, ενώ έχει καταγραφεί ως μία από τις σημαντικότερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Μάλιστα, πολλοί δημιουργοί αναφέρονται συχνά σε αυτήν και στο πόσο τους επηρέασε. Ξεκινάει με μια εισαγωγή την οποία ο ίδιος ο σκηνοθέτης χαρακτήρισε «ποίημα με εικόνες»: ένα πέος σε στύση, το κάρφωμα των χεριών του Εσταυρωμένου, μια ταραντούλα, σύντομο απόσπασμα από βωβή κωμική ταινία, όπου ένας άντρας τρέχει να σωθεί από τον θάνατο και τον διάβολο, η σφαγή ενός αμνού, ένα αγόρι που ξυπνάει μέσα σε ένα νοσοκομείο. Κάποιες από τις εικόνες αυτές τις έκοψε η λογοκρισία στην Αμερική και αλλού. Η ιστορία έχει να κάνει με την Ελίζαμπεθ, πρωταγωνίστρια του θεάτρου, η οποία βρίσκεται σε κατάσταση ψυχολογικού σοκ αφωνίας, ζώντας στη σιωπή και στην απομόνωση σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Παρακολουθεί στην τηλεόραση τη διάσημη σκηνή αυτοπυρπόλησης βουδιστή μοναχού κι αυτό την ταράζει ακόμα περισσότερο. Η Άλμα, μια νεαρή νοσοκόμα που της μοιάζει φυσιογνωμικά, έχει αναλάβει να την προσέχει. Η Ελίζαμπεθ δεν βγάζει άχνα, η Άλμα δεν σταματάει να μιλάει. Μιλάει ακατάπαυστα, θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο θα βρει ανταπόκριση από εκείνη. Στο μεταξύ, η σχέση μεταξύ των δύο γυναικών γίνεται αλλόκοτη και η Ελίζαμπεθ, μην αντιδρώντας ποτέ και σε τίποτα, οδηγεί την Άλμα σε υστερικό ξέσπασμα. Η έλευση του συζύγου της πρώτης οδηγεί στην απόλυτη ταύτιση των δύο, καθώς εκείνος περνάει την Άλμα για την Ελίζαμπεθ και κάνει έρωτα μαζί της, παρουσία της γυναίκας του. Σε ένα από τα τελευταία πλάνα, τα δύο πρόσωπα-προσωπεία (persona στα λατινικά είναι η μάσκα του ηθοποιού) διαρρηγνύονται και γίνονται ένα. Η φωτογραφία του Σβεν Νίκβιστ στην 6η συνεργασία του με τον Μπέργκμαν είναι εκπληκτική, ενώ η μουσική του Λαρς Γιόχαν Βέρλε είναι υποβλητική. Η Λιβ Ούλμαν στον ρόλο της Ελίζαμπεθ είναι μεγάλης εσωτερικότητας, καθώς δεν λέει περισσότερες από 14 λέξεις καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, και η Μπίμπι Άντερσον σπαρακτική. Με την «Persona» ο Μπέργκμαν ανατέμνει τη γυναικεία ψυχοσύνθεση όσο κανείς άλλος, ενώ παράλληλα θέτει τα μεγάλα θέματα της βίας και του θανάτου. Στην Ελλάδα παίχτηκε αρχικά με τον τίτλο «Έρωτες χωρίς φραγμούς».
ΑΓΡΙΕΣ ΦΡΑΟΥΛΕΣ (1957)
Mία από τις πλέον εμβληματικές και σημαντικές ταινίες του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Ο ίδιος διατείνεται ότι η σύλληψη του σεναρίου έγινε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του, συγκεκριμένα σε μια στάση στη γενέθλια πόλη του την Ουψάλα, όπου αντίκρισε το σπίτι της γιαγιάς του. Τότε σκέφτηκε πόσο ωραία ιδέα θα ήταν να μπορούσε να μπει σε αυτό, να τα βρει όλα όπως ήταν στα παιδικά του χρόνια, παγωμένα στον χρόνο, και μετά, ανοίγοντας μια πόρτα, να βρεθεί ξανά στο σήμερα. Εν τέλει, η ιδέα αυτή έγινε σενάριο, το οποίο έγραψε μέσα σε ένα νοσοκομείο. Ο 78χρονος γιατρός Ισαάκ Μποργκ, τον οποίο ερμηνεύει ο Βίκτορ Σγιόστρομ, ο σημαντικότερος σκηνοθέτης βωβού κινηματογράφου της Σουηδίας, τον οποίο ο Μπέργκμαν θεωρούσε μέντορά του, ταξιδεύει με το αυτοκίνητό του για την πόλη Λουντ, όπου θα τιμηθεί από το παλιό του πανεπιστήμιο για την 50χρονη καριέρα του. Στο ταξίδι τον συνοδεύει η έγκυος νύφη του Μαριάν, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα του χωρισμού με τον γιο του Μποργκ. Η ταινία κυλάει αριστουργηματικά μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Το υποσυνείδητο συναντά τους φόβους, τις αυταπάτες και τις διαψεύσεις μιας ζωής «πετυχημένης» μεν αλλά ακυρωμένης ερωτικά και συναισθηματικά. Ο ηλικιωμένος άντρας, του οποίου το νεκρικό σχεδόν προσωπείο μένει ανεξίτηλο στη μνήμη μας, κάμπτεται μετά την ενδοσκόπηση και την απρόσμενη αγάπη κι εκτίμηση που παίρνει από όλους, και αλλάζει. Η ταινία κλείνει με ένα ακόμα όνειρο αποχαιρετισμού. Κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο, Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης Ταινίας, ενώ ήταν υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερο Σεναρίου.
ΕΒΔΟΜΗ ΣΦΡΑΓΙΔΑ (1957)
Η ταινία που έκανε τον Μπέργκμαν διάσημο διεθνώς μετά την προβολή της στο Φεστιβάλ Καννών του 1957, όπου απέσπασε και το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, είναι μια ποιητική αλληγορία με φόντο τη μεσαιωνική Σουηδία του 14ου αι., η οποία αφανίζεται από την πανούκλα, ενώ κυριαρχεί ο σκοταδισμός και η δεισιδαιμονία. Η ιστορία, η οποία βασίζεται στο θεατρικό έργο του Μπέργκμαν «Ζωγραφιά πάνω σε ξύλο» που έγραψε το 1954 και ανέβασε στο Μάλμε, ξεκινάει με την επιστροφή του Ιππότη Αντώνιους Μπλοκ στην πατρίδα έπειτα από εννέα χρόνια στις Σταυροφορίες. Τον συνοδεύει ο ιπποκόμος του, Γιονς. Ο Μπλοκ, τον οποίο υποδύεται ο Μαξ φον Σίντοφ στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, συναντάει δίπλα στη θάλασσα τον Θάνατο που έρχεται να τον παραλάβει κι εκείνος του προτείνει να παίξουν μια παρτίδα σκάκι −αν κερδίσει, ο Θάνατος θα τον αφήσει ήσυχο. Η παρτίδα αρχίζει, αλλά τους διακόπτει ο ιπποκόμος κι έτσι την αναβάλλουν. Οι δυο άντρες καβαλάνε τ’ άλογά τους και φεύγουν με σκοπό να φτάσουν στο κάστρο του Μπλοκ. Στην πορεία συναντάνε διάφορους ανθρώπους. Ο Μπλοκ δεν είναι όμως ένας ιππότης ιστορικού δράματος. Πρόκειται για έναν άνθρωπο της σύγχρονης εποχής που βασανίζεται από καίρια ερωτήματα σχετικά με την ύπαρξη ή μη του Θεού, τη σημασία της ζωής, τον θάνατο. Πρόκειται για ερωτήματα που επανέρχονται σε κάθε βήμα της πορείας του και που ο ίδιος θέτει με κάθε ευκαιρία. Ο Μπέργκμαν βασίζει τον τίτλο στο Βιβλίο της Αποκάλυψης, ενώ έχει επηρεαστεί από το «Ταξίδι στη Δαμασκό» του Στρίντμπεργκ, από τους κλόουν του Πικάσο και από μια ζωγραφιά του 1489 του Αλμπέρτους Πίκτορ που εντόπισε σε εκκλησία έξω από τη Στοκχόλμη, η οποία απεικονίζει έναν ιππότη να παίζει σκάκι με έναν σκελετό. Η πιο διάσημη εικόνα της ταινίας, πάντως, δεν είναι άλλη από τον χορό του θανάτου, λίγο πριν από το τέλος, όπου ο Θάνατος σέρνει στην κορυφή ενός λόφου μια κουστωδία ανθρώπων, τον Μπλοκ και τους συντρόφους του.
PERSONA (1966)
Θεωρείται η απόλυτα αριστουργηματική ταινία του Μπέργκμαν και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι και ο ίδιος έχει πει πως η συγκεκριμένη, μαζί με το «Κραυγές και Ψίθυροι», «άγγιξαν τα όρια στα οποία θα μπορούσε να φτάσει η διάνοιά μου». Είναι, δε, η μόνη ταινία στην οποία έσπασε τη φόρμα και η κινηματογράφηση υπερέβη τη συμβατική γραφή που κατά κανόνα ακολουθούσε. Στην «Persona», παράλληλα με το κυρίως στόρι, ο θεατής γίνεται μάρτυρας και της διαδικασίας γυρίσματος μιας ταινίας. Εν τέλει, είναι σαν να του έχει τεθεί ένας γρίφος, παρά το ότι έχει δει μια ιστορία με σαφή χαρακτηριστικά. Από την πρώτη της προβολή κιόλας έχει αποτελέσει αντικείμενο πλείστων αναλύσεων, ενώ έχει καταγραφεί ως μία από τις σημαντικότερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Μάλιστα, πολλοί δημιουργοί αναφέρονται συχνά σε αυτήν και στο πόσο τους επηρέασε. Ξεκινάει με μια εισαγωγή την οποία ο ίδιος ο σκηνοθέτης χαρακτήρισε «ποίημα με εικόνες»: ένα πέος σε στύση, το κάρφωμα των χεριών του Εσταυρωμένου, μια ταραντούλα, σύντομο απόσπασμα από βωβή κωμική ταινία, όπου ένας άντρας τρέχει να σωθεί από τον θάνατο και τον διάβολο, η σφαγή ενός αμνού, ένα αγόρι που ξυπνάει μέσα σε ένα νοσοκομείο. Κάποιες από τις εικόνες αυτές τις έκοψε η λογοκρισία στην Αμερική και αλλού. Η ιστορία έχει να κάνει με την Ελίζαμπεθ, πρωταγωνίστρια του θεάτρου, η οποία βρίσκεται σε κατάσταση ψυχολογικού σοκ αφωνίας, ζώντας στη σιωπή και στην απομόνωση σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Παρακολουθεί στην τηλεόραση τη διάσημη σκηνή αυτοπυρπόλησης βουδιστή μοναχού κι αυτό την ταράζει ακόμα περισσότερο. Η Άλμα, μια νεαρή νοσοκόμα που της μοιάζει φυσιογνωμικά, έχει αναλάβει να την προσέχει. Η Ελίζαμπεθ δεν βγάζει άχνα, η Άλμα δεν σταματάει να μιλάει. Μιλάει ακατάπαυστα, θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο θα βρει ανταπόκριση από εκείνη. Στο μεταξύ, η σχέση μεταξύ των δύο γυναικών γίνεται αλλόκοτη και η Ελίζαμπεθ, μην αντιδρώντας ποτέ και σε τίποτα, οδηγεί την Άλμα σε υστερικό ξέσπασμα. Η έλευση του συζύγου της πρώτης οδηγεί στην απόλυτη ταύτιση των δύο, καθώς εκείνος περνάει την Άλμα για την Ελίζαμπεθ και κάνει έρωτα μαζί της, παρουσία της γυναίκας του. Σε ένα από τα τελευταία πλάνα, τα δύο πρόσωπα-προσωπεία (persona στα λατινικά είναι η μάσκα του ηθοποιού) διαρρηγνύονται και γίνονται ένα. Η φωτογραφία του Σβεν Νίκβιστ στην 6η συνεργασία του με τον Μπέργκμαν είναι εκπληκτική, ενώ η μουσική του Λαρς Γιόχαν Βέρλε είναι υποβλητική. Η Λιβ Ούλμαν στον ρόλο της Ελίζαμπεθ είναι μεγάλης εσωτερικότητας, καθώς δεν λέει περισσότερες από 14 λέξεις καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, και η Μπίμπι Άντερσον σπαρακτική. Με την «Persona» ο Μπέργκμαν ανατέμνει τη γυναικεία ψυχοσύνθεση όσο κανείς άλλος, ενώ παράλληλα θέτει τα μεγάλα θέματα της βίας και του θανάτου. Στην Ελλάδα παίχτηκε αρχικά με τον τίτλο «Έρωτες χωρίς φραγμούς».
ΦΑΝΝΥ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (1982)
Γυρίστηκε ως τηλεοπτική σειρά πέντε επεισοδίων, αλλά παίχτηκε πρώτα στις κινηματογραφικές αίθουσες σε μια τόσο μεγάλης διάρκειας εκδοχή, που θα περίμενε κανείς ότι θα απέτρεπε το μεγάλο κοινό. Αντιθέτως, ο κόσμος ανταποκρίθηκε θαυμάσια και το «Φάννυ και Αλέξανδρος» έγινε διεθνής επιτυχία, χαρίζοντας στον Μπέργκμαν τέσσερα Όσκαρ: σκηνογραφίας, ενδυματολογίας, καλύτερης φωτογραφίας για τον Σβεν Νίκβιστ και καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Ημι-αυτοβιογραφική μυθοπλασία, αποτελεί ένα κινηματογραφικό έπος που συνοψίζει ολόκληρη τη θεματική του Μπέργκμαν, παρουσιάζοντας την ανέμελη, υπέροχη και ευφρόσυνη ζωή της οικογένειας Έκνταλ στην Ουψάλα του 1907. Παρακολουθούμε τη ζωή μιας πολυμελούς, θεατρικής φαμίλιας, τρομερά ευκατάστατης. Οι θεατρίνοι γονείς του Αλέξανδρου και της Φάννυ, ο Όσκαρ και η Έμιλυ, την οποία παίζει η πανέμορφη Εύα Φρέλινγκ, είναι άνθρωποι προοδευτικοί, ελαστικοί, ευτυχισμένοι, και ο βίος που διάγουν στο πατρικό αρχοντικό είναι πέρα για πέρα μια joie de vivre, μια ατέλειωτη γιορτή. Η ζωή κυλά εκπληκτικά μέχρι που ο πατέρας πεθαίνει από καρδιακό επεισόδιο και τα δύο παιδιά μένουν ορφανά. Η μητέρα τους αποδέχεται την πρόταση γάμου του χήρου Επισκόπου, χωρίς να ξέρει ότι έτσι η ζωή τόσο της ίδιας όσο και των παιδιών της θα αλλάξει δραματικά. Ο Επίσκοπος έχει διαφορετικές αρχές από την οικογένεια Έκνταλ και αυτό ταράζει τη ζωή και την ψυχική ηρεμία του Αλέξανδρου, με τον οποίο οι συγκρούσεις είναι συνεχείς, της Φάννυ αλλά και της μητέρα τους, η οποία περιέρχεται σε απόγνωση. Ένας οικογενειακός φίλος, τον οποίο ερμηνεύει ο Έρλαντ Γιόζεφσον, καταφέρνει να τους φυγαδεύσει, ο Επίσκοπος απειλεί τη μητέρα τους, η οποία στο μεταξύ έχει μείνει έγκυος, με αυστηρές συνέπειες και η κατάσταση δείχνει και για τους τρεις αδιέξοδη. Μέχρι που έρχεται μια θεόσταλτη λύση. Η Έμιλυ ναρκώνει τον Επίσκοπο, αυτός πέφτει σε βαθύ ύπνο, η γηραιά θεία του πιάνει φωτιά και στην προσπάθειά της να σωθεί πιάνεται από εκείνον και καίγονται και οι δυο. Η ταινία τελειώνει με ένα από τα υπέροχα οικογενειακά τραπεζώματα των Έκνταλ με αφορμή τα βαφτίσια της κόρης της Έμιλυ. Αξιομνημόνευτος ο τελευταίος μονόλογος για την απόλαυση της ζωής και για το πώς ξέρουν οι Έκνταλ να την απολαμβάνουν μοναδικά, με τα καλά και τα στραβά τους. Σε μία από τις τελευταίες σκηνές ο Αλέξανδρος συναντά το φάντασμα του Επισκόπου, ο οποίος τον ρίχνει κάτω και με εκδικητικό πείσμα τού λέει ότι ποτέ του δεν θα είναι ελεύθερος.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΣΟΝΑΤΑ (1978)
Μια ταινία που έκανε αίσθηση, καθώς ήταν η πρώτη φορά που η μεγάλη σταρ του διεθνούς κινηματογράφου Ίνγκριντ Μπέργκμαν συναντούσε καλλιτεχνικά τον σημαντικό, και συνονόματο, συμπατριώτη της. Η «Φθινοπωρινή Σονάτα» είναι ένα ακόμα δράμα δωματίου, με τέσσερις χαρακτήρες. Η διάσημη πιανίστα Σαρλότ κάνει διεθνή καριέρα –που τώρα πια βρίσκεται στη δύση της− και επισκέπτεται σπάνια την πατρίδας της και την κόρη της Εύα, η οποία ζει με τον πάστορα σύζυγό της μια απομονωμένη, ταπεινή και ολιγαρκή ζωή. Η Εύα προσκαλεί τη λαμπερή μητέρα της στο σπίτι της κι εκείνη ανταποκρίνεται, επτά χρόνια μετά την τελευταία τους συνάντηση. Αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, υπάρχουν κάποια ανομολόγητα προβλήματα μεταξύ τους. Η Σαρλότ, που διατηρεί μια άλλου τύπου ζωή από αυτήν της κόρης της, με πολλές ερωτικές σχέσεις στο ενεργητικό της, δεν υπήρξε ποτέ η κλασική μητέρα που αφοσιώνεται στα παιδιά της, δίνοντάς τους απλόχερα την αγάπη τους. Η Εύα, η οποία έχει χάσει τον τετράχρονο γιο της από πνιγμό, προσφέρει όλη τη μητρική της αγάπη στην ανάπηρη αδελφή της Ελένα, την οποία έχει πάρει από το ίδρυμα, όπου ήταν εσώκλειστη, και τη φροντίζει πια η ίδια. Η Σαρλότ αδυνατεί να δείξει για τη μικρότερη κόρη έστω στοιχειώδες ενδιαφέρον, σοκάρεται όταν τη βλέπει και, όπως ομολογεί αργότερα σε φίλο της, θα προτιμούσε να είχε πεθάνει όταν ήταν παιδί ακόμα. Αλλά ούτε με την Εύα ξέρει πώς να φερθεί.. Ακολουθεί νύχτα αϋπνίας και για τις δύο. Συναντιούνται στο λίβινγκ-ρουμ και η κουβέντα τους εξελίσσεται σε μια σύγκρουση μάνας-κόρης μέχρι τον αλληλοσπαραγμό τους, με πικρές και σκληρές αλήθειες που λέγονται έξω απ’ τα δόντια. Ένα χάσμα μίσους κι αγάπης, που όμως αποδεικνύεται αγεφύρωτο. Η Σαρλότ αναχωρεί εσπευσμένα και η Εύα της ζητά συγγνώμη μέσω μιας επιστολής, αφήνοντας ανοιχτό ένα παράθυρο συμφιλίωσης για το μέλλον. Η Ίνγκριντ Μπέργκμαν αποδεικνύεται αντάξια της εμπιστοσύνης που της έδειξε ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν αναθέτοντάς της το ρόλο της Σαρλότ –διέθετε, άλλωστε, τεράστια κινηματογραφική πείρα− και η Λιβ Ούλμαν στον ρόλο της Εύας ερμηνεύει με μέτρο και υποκριτική σοφία τη στερημένη και τραυματισμένη συναισθηματικά γυναίκα.
ΚΡΑΥΓΕΣ ΚΑΙ ΨΙΘΥΡΟΙ (1972)
Αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του Μπέργκμαν στην Αμερική και προτάθηκε για πέντε Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένου αυτού της καλύτερης ταινίας, γεγονός σπάνιο για ξενόγλωσση ταινία. Δύο αδελφές επιστρέφουν στην πατρική κατοικία για να συμπαρασταθούν στην ανύπαντρη αδελφή τους που αργοπεθαίνει από καρκίνο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους εκεί κρατούν περίεργη και απόμακρη στάση απέναντί της, αποκαλύπτοντας το αμφίβολο παρελθόν της οικογένειας και τις προβληματικές σχέσεις των μελών της. Η μόνη που ειλικρινά στέκεται στο πλευρό της ετοιμοθάνατης είναι η βαθιά θρησκευόμενη καμαριέρα, που και η ίδια έχει χάσει την κόρη της. Είναι η μόνη που προσφέρει ηρεμία στην άρρωστη. Η ταινία κάνει συνεχή φλασμπάκ σε εποχές πιο ανέμελες. Ξεκινάει από την παιδική ηλικία και φτάνει μέχρι την πρώτη νιότη με τα όνειρα και τις φιλοδοξίες των αδελφών, που στην πορεία θα διαψευστούν και θα μετατραπούν σε απωθημένα και μίση. Κι έτσι, αυτή την καίρια στιγμή, αποδεικνύεται ότι το σπίτι κρύβει κραυγές και ψίθυρους, υποκρισίες και ψέματα, η αγάπη ούτε κυριαρχεί ούτε επιδιώκεται. Οι δύο αδελφές από τη μία τρέμουν το τέλος που πλησιάζει για την αδελφή τους και από την άλλη σιωπηλά το εύχονται. Όταν πια η άρρωστη πεθαίνει, ο Μπέργκμαν τη βάζει να «επιστρέφει» μέσα από μια ονειρική σκηνή και να ζητά από τις αδελφές της την αγάπη και τη φροντίδα τους. Εκείνες, ενώ για λίγο ενδίδουν, συνειδητοποιούν ότι είναι όλα στη φαντασία τους και κάνουν πίσω. Η καμαριέρα είναι η μόνη που προσφέρει τρυφερότητα. Ο Τρυφό είπε ότι είναι μια ταινία που ξεκινάει σαν τις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχοφ, στο ενδιάμεσο γίνεται Στρίντμπεργκ και τελειώνει σαν τον «Βυσσινόκηπο», πάλι του Τσέχοφ, υπό τους ήχους Μπαχ και Σοπέν. Στο «Κραυγές και Ψίθυροι» ο Μπέργκμαν −με το οποίο είχε πει ότι έφτασε στα όριά του, όπως και με την «Persona»− μπαίνει βαθιά στη γυναικεία ψυχοσύνθεση και αναλύει μοναδικά την πίστη, την εξιλέωση, αλλά, πάνω απ’ όλα, τη σχέση του ανθρώπου με τον θάνατο. Πρωταγωνιστούν η Λιβ Ούλμαν, η Χάριετ Άντερσον, η Ίγκριντ Τούλιν και ο Έρλαντ Γιόζεφσον, δίνοντας συνταρακτικές ερμηνείες.
Γυρίστηκε ως τηλεοπτική σειρά πέντε επεισοδίων, αλλά παίχτηκε πρώτα στις κινηματογραφικές αίθουσες σε μια τόσο μεγάλης διάρκειας εκδοχή, που θα περίμενε κανείς ότι θα απέτρεπε το μεγάλο κοινό. Αντιθέτως, ο κόσμος ανταποκρίθηκε θαυμάσια και το «Φάννυ και Αλέξανδρος» έγινε διεθνής επιτυχία, χαρίζοντας στον Μπέργκμαν τέσσερα Όσκαρ: σκηνογραφίας, ενδυματολογίας, καλύτερης φωτογραφίας για τον Σβεν Νίκβιστ και καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Ημι-αυτοβιογραφική μυθοπλασία, αποτελεί ένα κινηματογραφικό έπος που συνοψίζει ολόκληρη τη θεματική του Μπέργκμαν, παρουσιάζοντας την ανέμελη, υπέροχη και ευφρόσυνη ζωή της οικογένειας Έκνταλ στην Ουψάλα του 1907. Παρακολουθούμε τη ζωή μιας πολυμελούς, θεατρικής φαμίλιας, τρομερά ευκατάστατης. Οι θεατρίνοι γονείς του Αλέξανδρου και της Φάννυ, ο Όσκαρ και η Έμιλυ, την οποία παίζει η πανέμορφη Εύα Φρέλινγκ, είναι άνθρωποι προοδευτικοί, ελαστικοί, ευτυχισμένοι, και ο βίος που διάγουν στο πατρικό αρχοντικό είναι πέρα για πέρα μια joie de vivre, μια ατέλειωτη γιορτή. Η ζωή κυλά εκπληκτικά μέχρι που ο πατέρας πεθαίνει από καρδιακό επεισόδιο και τα δύο παιδιά μένουν ορφανά. Η μητέρα τους αποδέχεται την πρόταση γάμου του χήρου Επισκόπου, χωρίς να ξέρει ότι έτσι η ζωή τόσο της ίδιας όσο και των παιδιών της θα αλλάξει δραματικά. Ο Επίσκοπος έχει διαφορετικές αρχές από την οικογένεια Έκνταλ και αυτό ταράζει τη ζωή και την ψυχική ηρεμία του Αλέξανδρου, με τον οποίο οι συγκρούσεις είναι συνεχείς, της Φάννυ αλλά και της μητέρα τους, η οποία περιέρχεται σε απόγνωση. Ένας οικογενειακός φίλος, τον οποίο ερμηνεύει ο Έρλαντ Γιόζεφσον, καταφέρνει να τους φυγαδεύσει, ο Επίσκοπος απειλεί τη μητέρα τους, η οποία στο μεταξύ έχει μείνει έγκυος, με αυστηρές συνέπειες και η κατάσταση δείχνει και για τους τρεις αδιέξοδη. Μέχρι που έρχεται μια θεόσταλτη λύση. Η Έμιλυ ναρκώνει τον Επίσκοπο, αυτός πέφτει σε βαθύ ύπνο, η γηραιά θεία του πιάνει φωτιά και στην προσπάθειά της να σωθεί πιάνεται από εκείνον και καίγονται και οι δυο. Η ταινία τελειώνει με ένα από τα υπέροχα οικογενειακά τραπεζώματα των Έκνταλ με αφορμή τα βαφτίσια της κόρης της Έμιλυ. Αξιομνημόνευτος ο τελευταίος μονόλογος για την απόλαυση της ζωής και για το πώς ξέρουν οι Έκνταλ να την απολαμβάνουν μοναδικά, με τα καλά και τα στραβά τους. Σε μία από τις τελευταίες σκηνές ο Αλέξανδρος συναντά το φάντασμα του Επισκόπου, ο οποίος τον ρίχνει κάτω και με εκδικητικό πείσμα τού λέει ότι ποτέ του δεν θα είναι ελεύθερος.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΣΟΝΑΤΑ (1978)
Μια ταινία που έκανε αίσθηση, καθώς ήταν η πρώτη φορά που η μεγάλη σταρ του διεθνούς κινηματογράφου Ίνγκριντ Μπέργκμαν συναντούσε καλλιτεχνικά τον σημαντικό, και συνονόματο, συμπατριώτη της. Η «Φθινοπωρινή Σονάτα» είναι ένα ακόμα δράμα δωματίου, με τέσσερις χαρακτήρες. Η διάσημη πιανίστα Σαρλότ κάνει διεθνή καριέρα –που τώρα πια βρίσκεται στη δύση της− και επισκέπτεται σπάνια την πατρίδας της και την κόρη της Εύα, η οποία ζει με τον πάστορα σύζυγό της μια απομονωμένη, ταπεινή και ολιγαρκή ζωή. Η Εύα προσκαλεί τη λαμπερή μητέρα της στο σπίτι της κι εκείνη ανταποκρίνεται, επτά χρόνια μετά την τελευταία τους συνάντηση. Αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, υπάρχουν κάποια ανομολόγητα προβλήματα μεταξύ τους. Η Σαρλότ, που διατηρεί μια άλλου τύπου ζωή από αυτήν της κόρης της, με πολλές ερωτικές σχέσεις στο ενεργητικό της, δεν υπήρξε ποτέ η κλασική μητέρα που αφοσιώνεται στα παιδιά της, δίνοντάς τους απλόχερα την αγάπη τους. Η Εύα, η οποία έχει χάσει τον τετράχρονο γιο της από πνιγμό, προσφέρει όλη τη μητρική της αγάπη στην ανάπηρη αδελφή της Ελένα, την οποία έχει πάρει από το ίδρυμα, όπου ήταν εσώκλειστη, και τη φροντίζει πια η ίδια. Η Σαρλότ αδυνατεί να δείξει για τη μικρότερη κόρη έστω στοιχειώδες ενδιαφέρον, σοκάρεται όταν τη βλέπει και, όπως ομολογεί αργότερα σε φίλο της, θα προτιμούσε να είχε πεθάνει όταν ήταν παιδί ακόμα. Αλλά ούτε με την Εύα ξέρει πώς να φερθεί.. Ακολουθεί νύχτα αϋπνίας και για τις δύο. Συναντιούνται στο λίβινγκ-ρουμ και η κουβέντα τους εξελίσσεται σε μια σύγκρουση μάνας-κόρης μέχρι τον αλληλοσπαραγμό τους, με πικρές και σκληρές αλήθειες που λέγονται έξω απ’ τα δόντια. Ένα χάσμα μίσους κι αγάπης, που όμως αποδεικνύεται αγεφύρωτο. Η Σαρλότ αναχωρεί εσπευσμένα και η Εύα της ζητά συγγνώμη μέσω μιας επιστολής, αφήνοντας ανοιχτό ένα παράθυρο συμφιλίωσης για το μέλλον. Η Ίνγκριντ Μπέργκμαν αποδεικνύεται αντάξια της εμπιστοσύνης που της έδειξε ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν αναθέτοντάς της το ρόλο της Σαρλότ –διέθετε, άλλωστε, τεράστια κινηματογραφική πείρα− και η Λιβ Ούλμαν στον ρόλο της Εύας ερμηνεύει με μέτρο και υποκριτική σοφία τη στερημένη και τραυματισμένη συναισθηματικά γυναίκα.
ΚΡΑΥΓΕΣ ΚΑΙ ΨΙΘΥΡΟΙ (1972)
Αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του Μπέργκμαν στην Αμερική και προτάθηκε για πέντε Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένου αυτού της καλύτερης ταινίας, γεγονός σπάνιο για ξενόγλωσση ταινία. Δύο αδελφές επιστρέφουν στην πατρική κατοικία για να συμπαρασταθούν στην ανύπαντρη αδελφή τους που αργοπεθαίνει από καρκίνο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους εκεί κρατούν περίεργη και απόμακρη στάση απέναντί της, αποκαλύπτοντας το αμφίβολο παρελθόν της οικογένειας και τις προβληματικές σχέσεις των μελών της. Η μόνη που ειλικρινά στέκεται στο πλευρό της ετοιμοθάνατης είναι η βαθιά θρησκευόμενη καμαριέρα, που και η ίδια έχει χάσει την κόρη της. Είναι η μόνη που προσφέρει ηρεμία στην άρρωστη. Η ταινία κάνει συνεχή φλασμπάκ σε εποχές πιο ανέμελες. Ξεκινάει από την παιδική ηλικία και φτάνει μέχρι την πρώτη νιότη με τα όνειρα και τις φιλοδοξίες των αδελφών, που στην πορεία θα διαψευστούν και θα μετατραπούν σε απωθημένα και μίση. Κι έτσι, αυτή την καίρια στιγμή, αποδεικνύεται ότι το σπίτι κρύβει κραυγές και ψίθυρους, υποκρισίες και ψέματα, η αγάπη ούτε κυριαρχεί ούτε επιδιώκεται. Οι δύο αδελφές από τη μία τρέμουν το τέλος που πλησιάζει για την αδελφή τους και από την άλλη σιωπηλά το εύχονται. Όταν πια η άρρωστη πεθαίνει, ο Μπέργκμαν τη βάζει να «επιστρέφει» μέσα από μια ονειρική σκηνή και να ζητά από τις αδελφές της την αγάπη και τη φροντίδα τους. Εκείνες, ενώ για λίγο ενδίδουν, συνειδητοποιούν ότι είναι όλα στη φαντασία τους και κάνουν πίσω. Η καμαριέρα είναι η μόνη που προσφέρει τρυφερότητα. Ο Τρυφό είπε ότι είναι μια ταινία που ξεκινάει σαν τις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχοφ, στο ενδιάμεσο γίνεται Στρίντμπεργκ και τελειώνει σαν τον «Βυσσινόκηπο», πάλι του Τσέχοφ, υπό τους ήχους Μπαχ και Σοπέν. Στο «Κραυγές και Ψίθυροι» ο Μπέργκμαν −με το οποίο είχε πει ότι έφτασε στα όριά του, όπως και με την «Persona»− μπαίνει βαθιά στη γυναικεία ψυχοσύνθεση και αναλύει μοναδικά την πίστη, την εξιλέωση, αλλά, πάνω απ’ όλα, τη σχέση του ανθρώπου με τον θάνατο. Πρωταγωνιστούν η Λιβ Ούλμαν, η Χάριετ Άντερσον, η Ίγκριντ Τούλιν και ο Έρλαντ Γιόζεφσον, δίνοντας συνταρακτικές ερμηνείες.