Ο Ευρωπαίος που κατέκτησε το Χόλυγουντ
Ο Μάικλ Φασμπέντερ, γεννημένoς στις 2 Απριλίου 1977 είναι Ιρλανδόγερμανός ηθοποιός. Είναι περισσότερο γνωστός για το ρόλο του Υπολοχαγού Άρτσι Κοξ στην ταινία Άδωξοι Μπάσταρδη (Inglourious Basterds, 2009) του Κουέντιν Ταραντίνο και του Μαγκνέτο στην ταινία X-Men: Η Πρώτη Γενιά 2011. Άλλες ταινίες στις οποίες έχει συμμετάσχει είναι οι 300 (2007), Fish Tank (2009), Τζέιν Ειρ (Jane Eyre, 2011), Μια Επικίνδυνη Μέθοδος (A Dangerous Method, 2011), Hunger (2008), Shame (2011) και 12 Χρόνια Σκλάβος (12 Years a Slave, 2013) σε σκηνοθεσία Στιβ Μακ Κουίν. Για το Shame κέρδισε το βραβείο Καλύτερου Ηθοποιού στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2011 και έλαβε υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα Ανδρικής Ερμηνείας σε Δράμα ενώ για το 12 Χρόνια Σκλάβος έλαβε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου. Ο Φασμπέντερ γεννήθηκε στη Χαϊδελβέργη της Γερμανίας. Η μητέρα του, Αντέλ, είναι Ιρλανδή και ο πατέρας του, Τζόσεφ, Γερμανός. Όταν ήταν δύο χρονών, οι γονείς του μετακόμισαν στο Κιλάρνεϊ της Ιρλανδίας, όπου ο πατέρας του δούλευε ως σεφ σε ένα εστιατόριο.Ο Φασμπέντερ έπαιξε στη βραβευμένη μίνι σειρά Στην Πρώτη Γραμμή (Band of Brothers) σε παραγωγή Τομ Χανκς και Στίβεν Σπίλμπεργκ. Το 2006 υποδύθηκε τον Μάικλ Κόλινς στο Allegiance, ένα θεατρικό έργο βασισμένο στη συνάντηση του Κόλινς με τον Ουίνστον Τσώρτσιλ. Επίσης, πρωταγωνίστησε, σκηνοθέτησε και ανέλαβε την παραγωγή στη θεατρική εκδοχή της ταινίας Reservoir Dogs (1992) του Κουέντιν Ταραντίνο.Το 2007 εμφανίστηκε στο Angel: Μια Ζωή σαν Ονειρο (Angel) και έκανε μια μικρή εμφάνιση στη βρετανική τηλεταινία Wedding Belles.
Eγινε γνωστός όταν υποδύθηκε τον Στέλιο στην ταινία 300 το 2007. Την επόμενη χρονιά πρωταγωνίστησε στο Hunger σε σκηνοθεσία Στιβ Μακ Κουίν. Για να προετοιμαστεί για το ρόλο του αιχμάλωτου Μπόμπι Σαντς, ο Φασμπέντερ έκανε αυστηρή δίαιτα, κατά την οποία κατανάλωνε 600 θερμίδες τη μέρα. Για την ερμηνεία του έλαβε το βραβείο British Independent Film Award. Μετά την επιτυχία του Hunger τόσο στο Φεστιβάλ Καννών όπου βραβεύτηκε με το βραβείο Χρυσή Κάμερα όσο και στα Βραβεία Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου του 2008, ο Φασμπέντερ εμφανίστηκε σε δύο ταινίες. Η πρώτη ήταν το Άδωξοι Μπάσταρδη (Inglourious Basterds, 2009) και η δεύτερη το Fish Tank. Το 2010 εμφανίστηκε στο Jonah Hex και ολοκλήρωσε τα γυρίσματα του Haywire. Επίσης συμμετείχε στο πολεμικό δράμα Σιωπηλός Εχθρός (Centurion). Το 2011 υποδύθηκε τον Έντουαρντ Ροτσέστερ στο Τζέιν Έιρ(Jane Eyre).
Η πλήρης αναγνωρισιμότητα ήρθε με την ταινία X-Men: Η Πρώτη Γενιά (X-Men: First Class, 2011), prequel της τριλογίας X-Men, όπου υποδύθηκε τον Μαγκνέτο. Την ίδια χρονιά πρωταγωνίστησε μαζί με τους Βίγκο Μόρτενσεν και Κίρα Νάιτλι στην ταινία Μια Επικίνδυνη Μέθοδος (A Dangerous Method) σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, όπου υποδύθηκε τον ψυχολόγο Καρλ Γιουνγκ και στο Shame σε σκηνοθεσία Στιβ Μακ Κουίν. Το Shame έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας το 2011 όπου ο Φασμπέντερ κέρδισε το βραβείο Καλύτερου Ηθοποιού. Επίσης έλαβε υποψηφιότητα για BAFTA και για Χρυσή Σφαίρα α' ανδρικού ρόλου στην κατηγορία δράμα. Υποδύθηκε το γοητευτικό και επιτυχημένο τριαντάρη που διακατέχεται από μία σχεδόν ακόρεστη σεξουαλική επιθυμία. Τον είδαμε γυμνό, ψυχασθενικό, άγριο και απελπισμένο. Όπως ανέφερε και το Interview: «Η ερμηνεία του στο "Shame" τον καθιέρωσε ως έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του, ο οποίος καταφέρνει να μεταμορφώνεται, κρατώντας παράλληλα τη μοναδική του ιδιοσυγκρασία.»
Το 2012, πρωταγωνίστησε στην ταινία Προμηθέας (Prometheus) σε σκηνοθεσία Ρίντλεϊ Σκοτ.. Η ταινία αποτελεί άτυπο prequel της ταινίας Άλιεν: Ο Επιβάτης του Διαστήματος (Alien, 1979) και κυκλοφόρησε στους κινηματογράφoυς στις 8 Ιουνίου 2012.Το 2013 απεδείχθει μία πολύ πετυχημένη χρονιά για τον ηθοποιό, αφού έλαβε μέρος στην οσκαρική ταινία, 12 χρόνια Σκλάβος, όπου ήταν υποψήφιος για το όσκαρ ,χρυσή σφαίρα, Bafta, Screen Actors Guild Award για τον β αντρικό ρόλο. Παρόλο που φέτος θα τον δούμε στον «Μάκβεθ» δίπλα στην Μαριόν Κοτιγιάρ, ο ίδιος δεν πιστεύει σε δεισιδαιμονίες και προλήψεις. Μόνο στα τυχερά... 7άρια. «Ισως γιατί το αισθανόμουν ότι το 2007 (τη χρονιά του «Hunger») κάτι θα γίνει, ίσως επειδή έχω γεννηθεί το 1977. Το ξέρω, ακούγεται γελοίο. Δε λέω ότι ήξερα ότι όλα θα πάνε καλά. Απλά αισθανόμουν ότι κάτι έρχεται, κάτι θα αλλάξει. Το ήθελα, ήμουν έτοιμος για αυτό...»
Με μία κλίση στους ψυχαναγκαστικούς και εγωκεντρικούς ήρωες και με αδιαπραγμάτευτο ταλέντο, ο Μάικλ ανήκει πλέον στους περιζήτητους ηθοποιούς του Xόλιγουντ που όμως δεν έχουν απαρνηθεί ακόμα τη ζωή τους πριν τη δόξα (μένει ακόμα στο Hackney, στη συνοικία του αγαπημένου του Λονδίνου). Ο ίδιος είναι χαλαρός και δεν δείχνει να επηρεάζεται από τους φρενήρεις ρυθμούς :«Το πρόβλημα είναι ότι αγχωνόμαστε υπερβολικά προσπαθώντας να μη φανούμε ανόητοι, αδύναμοι ή αποτυχημένοι. Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε είναι ένα: Τι θα συμβεί στη χειρότερη; Αφού πέσεις με τα μούτρα στο πάτωμα, θα ξανασταθείς στα πόδια σου, θα ξαναπροσπαθήσεις ή θα δοκιμάσεις κάτι άλλο. Όλοι θα πεθάνουμε κάποια μέρα.». Δεν ήταν, όμως, όλα πάντα ρόδινα για τον Μάικλ. Πριν τον μάθει το Χόλιγουντ, προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα στο Λονδίνο με όλους τους δυνατούς τρόπους: Ξεφορτώνοντας φορτηγά, δουλεύοντας σε μπαρ, ερευνώντας την αγορά. Ο ίδιος αναφέρει: «Έπρεπε να παίρνω τηλέφωνο ανθρώπους που είχαν παραπονεθεί για τις υπηρεσίες της Royal Mail, για να ελέγξω εάν ήταν ευχαριστημένοι με τον τρόπο που διευθετήθηκαν τα αιτήματά τους. Τις περισσότερες φορές δεν ήταν.» Το μόνο σίγουρο είναι πως παίρνει τη δουλειά του στα σοβαρά. Για το Hunger, την ταινία του Στιβ Μακουίν, έχασε 16 κιλά για τις ανάγκες του ρόλου του απεργού πείνας Bobby Sands. «Ένιωθα πολύ συγκεντρωμένος, πολύ δυνατός. Και πεινασμένος όλη την ώρα, προφανώς», δήλωσε ο ίδιος. Τα αποτελέσματα τον δικαίωσαν.Ο Fassbender δεν ξεχνά την πρώτη προσπάθεια στο θέατρο, από τα σχολικά του χρόνια: «Στο σχολείο πήρα μέρος στο σκετς "Fairy Tales, Fairy Tales, 1, 2, 3". Ο ρόλος μου ήταν μία από τις άσχημες θετές αδελφές. Φόρεσα την τουαλέτα χορού της αδελφής μου. Παρόλο που το έργο ήταν μία σάτιρα, μία παντομίμα, εγώ το πήρα πολύ, πολύ σοβαρά. Στα 18 μου με είχαν ήδη απορρίψει δύο δραματικές σχολές." Ο Φασμπέντερ δούλευε όλη τη δεκαετία των 20 του χρόνων ως μπάρμαν στο εστιατόριο των γονιών του. «Μου άρεσε, το διασκέδαζα. Αλλά, Θεέ μου, ήμουν τόσο, μα τόσο, έτοιμος να πετύχω ως ηθοποιός. Το ήθελα τόσο, μα τόσο, πολύ». Επρεπε όμως να φτάσει σχεδόν 30 για να εμφανιστεί η ευκαιρία του. Στα 19 πήγε στο Λονδίνο για να προσπαθήσει να περάσει στο Drama Centre. Λέει για αυτή την περίοδο:" Είχα προετοιμάσει ένα σαιξπηρικό μονόλογο, αυτό του Ιάγου από τον «Οθέλλο», τον είχα προβάρει 100 φορές, ήμουν όμως ακόμα πολύ νευρικός. Δεν μπορούσα να ξεχάσω τι μου είχε πει ένας σκηνοθέτης από τις δραματικές σχολές που με απέρριψαν: "τον ηθοποιό τον καταλαβαίνεις από τη στιγμή που εμφανίζεται στη σκηνή". Ακόμα αυτά τα λόγια με ταράζουν. Τα σιχαίνομαι...» Ο Τζάστιν Κουρσέλ, σκηνοθέτης του «Μάκβεθ», επιβεβαιώνει κάτι πολύ γνωστό στην πιάτσα: ο Φασμπέντερ είναι από τους πιο διαβασμένους ηθοποιούς σε ό,τι κάνει. «Ερχεται τέλεια προετοιμασμένος στο γύρισμα, δεν ψάχνει τα λόγια του ποτέ. Για αυτό, έχει τη δυνατότητα να χαλά την ενέργειά του στο να ψάχνει το ρόλο, να «ανοίγει» στις συνθήκες της στιγμής και στους υπόλοιπους ηθοποιούς.
Ετσι ανακαλύπτει πράγματα και για αυτό είναι πραγματικός καλλιτέχνης. Είναι ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς που κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή...» Γιά την ταινία Jobs o Ντάνι Μπόιλ τον έβαλε να παίξει τον «Steve Jobs» σαν σαιξπηρικό ήρωα: «Ο μύθος του Στιβ Τζομπς κουβαλά ένα πολύ μεγάλο βάρος. Είναι ένας σαιξπηρικός ήρωας σχεδόν...» εξηγεί ο Μπόιλ. «Ομως ο Μάικλ έχει μία καταπληκτική δυνατότητα: πριν ανοίξουν οι κάμερες είναι ένας ευγενικός, γλυκός ευχάριστος νέος. Με το που ρολάρουμε όμως βγάζει μία ωστική δύναμη, μία απίστευτη προσήλωση και ένταση. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια ακρίβεια σε ηθοποιό. Ούτε κάποιον να μπορεί να μετακινείται από τη φυσική του κατάσταση στο ρόλο και πάλι πίσω με την ίδια άνεση. Αυτό όμως το ταλέντο, αυτός ο πρωταθλητισμός τον κάνει να έρχεται πολύ κοντά στο τι ήταν κι ο ίδιος ο Τζομπς...» «Εκτός από το ότι είναι δυνατός και θαρραλέος, υπάρχει μια ευθραυστότητα στον Μάικλ και συγκεκριμένα πράγματα αποκαλύπτονται μέσα από αυτόν. Έχει καρδιά, δεν απομακρύνεσαι συναισθηματικά ποτέ από αυτόν» δηλώνει ο Στιβ ΜακΚουίν. Παρόλο που από την ένταση με την οποία χάνεται στην ερμηνεία του, μπορεί να χάσει τον έλεγχο (παράδειγμα ότι λιποθύμησε γυρίζοντας τη σκηνή βιασμό στο «12 Χρόνια Σκλάβος»), ο Φασμπέντερ δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν κουβαλά τη δουλειά στη ζωή του: «Δεν με καταλαμβάνουν οι χαρακτήρες που παίζω. Δεν είναι αυτή η μέθοδός μου...» Ολοι τον θεωρούν καρδιοκατακτητή αλλά εκείνος δε ζει τη ζωή του έτσι. Το 2011, στο μόνο διάλειμμα που πήρε από τη δουλειά του πήγε με τον πατέρα του ένα ταξίδι με μηχανές. Στο φεστιβάλ του Σαράγιεβο, όταν ο δήμαρχος του πρότεινε μία ιστιοπλοϊκή κρουαζιέρα, έφερε την μητέρα του μαζί. Την Πρωταπριλιά έκανε μία φάρσα στους γονείς του ότι τον έχουν συλλάβει και πρέπει να δώσουν εκείνοι τα χρήματα της εγγύησης για να βγει, γιατί δε θέλει να εμπλέξει την παραγωγή. Από την ζωή του έχουν περάσει ουκ ολίγες γυναίκες, χωρίς ωστόσο να έχει βρεθεί αυτή η μία που θα τον κάνει να μείνει μαζί της : Ζόι Κράβιτς, Νικόλ Μπεχαρί, Λουπίτα Νυόγκο, Ναόμι Κάμπελ, Αλίσια Βικάντερ.
Ο ηθοποιός μιλώντας για τη ζωή στο Χόλυγουντ, λέει:"Με εξασθενεί, με απομονώνει, μου δημιουργεί εμμονές. Είναι μια επικίνδυνη πόλη, με υπερβολικές μπίρες και υπερβολική μοναξιά. Εγώ έχω ανάγκη από φίλους, από ανθρώπινη ζεστασιά." Πώς, όμως προσεγγίζει τους ρόλους που καλείται να υποδυθεί; «Εχω συνεργαστεί με σπουδαίους σκηνοθέτες, με ανθρώπους που έρχονται διαβασμένοι στα γυρίσματα, αλλά που συγχρόνως έχουν ανθρωπιά. Εχουν την ικανότητα της επικοινωνίας μαζί σου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφορές στις απόψεις μας. Στο τέλος της ημέρας, όμως, ξέρεις ότι έχεις κάνει κάτι που αξίζει τον κόπο. Δουλεύω πολύ με το σενάριο. θα χρειαστεί να το διαβάσω περί τις 250 φορές για να νιώσω ότι πατώ σταθερά στα πόδια μου. Μόνον από το σενάριο μπορείς να πλάσεις τον ήρωά σου, να τον κάνεις κτήμα σου». Του αρέσει να παίζει με τους ήρωές του για να τους μαθαίνει καλύτερα. Φτιάχνει ερωτήσεις γύρω από τον κάθε ήρωα που αναλαμβάνει και κάνει λίστες με τα χαρακτηριστικά του. Στη συνέχεια κοιτάζει τη λίστα και προσπαθεί να δει σε τι υστερεί και τι κατέχει. Δουλεύει περισσότερο σε αυτά που υστερεί. «Είναι σαν να κατασκευάζω μια μικρή βιογραφία του» λέει. «Τι του αρέσει να τρώει για πρωινό; Τι δουλειά κάνουν οι γονείς του; Είχε κλίση προς τον αθλητισμό όταν ήταν μαθητής; Η πρόκληση είναι πάντα να μην προδώσεις τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζεσαι και έχουν επενδύσει σε σένα. Και κυρίως να μην προδώσεις την ιστορία που έχεις κληθεί να πεις». Με τον Φασμπέντερ πάντα έχεις την υποψία για την ύπαρξη μιας σκοτεινής πλευράς, η οποία μπορεί να εμφανιστεί στο επόμενο δευτερόλεπτο, μπορεί ωστόσο να μη βγει και ποτέ στην επιφάνεια. Ακόμη και το χαμόγελό του είναι αινιγματικό, πονηρό και αθώο ταυτόχρονα. Σίγουρα ο πιο ενδιαφέρων κινηματογραφικός σταρ της γενιάς του, ο Μάικλ Φασμπέντερ θα συνεχίζει να μας χαρίζει σπουδαίες ερμηνείες,χωρίς να έχει σκοπό να επιβραδύνει καθόλου τη φρενήρη πορεία του.