Η Τζόαν Φοντέιν γεννήθηκε στο Τόκιο στις 22 Οκτωβρίου του 1917 ως Τζόαν Ντε Μποβουάρ Ντε Χάβιλαντ, ένα χρόνο μετά την αδελφή της, επίσης ηθοποιό, Ολίβια Ντε Χάβιλαντ. Μητέρα τους ήταν η ηθοποιός του θεάτρου Λίλιαν Φοντέν, όνειρο της οποίας ήταν και οι δυο κόρες της να ακολουθήσουν καριέρα ηθοποιού. Αρχικώς όμως αυτή δεν ήταν επιθυμία της Φοντέιν η οποία αφού πρώτα γεύθηκε λίγο την ζωή στην Καλιφόρνια με την μητέρα της, επέστρεψε στην Ιαπωνία για να ζήσει με τον πατέρα της (οι γονείς της είχαν χωρίσει). Εν τέλει αποφάσισε να γίνει και αυτή ηθοποιός αν και για τους ευνόητους λόγους αποφάσισε να αλλάξει το όνομά της σε Φοντέιν. Το κινηματογραφικό ντεμπούτο της στο «No more ladies», έγινε το 1935 , την ίδια χρονιά που το έκανε και η αδελφή της. Ηταν η αφετηρία ενός ανταγωνισμού που δεν θα τελείωνε ποτέ. Πρώτη η Ντε Χάβιλαντ έγινε μεγάλη σταρ παίζοντας στο «Οσα παίρνει ο άνεμος» του Βίκτορ Φλέμινγκ. Έναν χρόνο αργότερα όμως, η Τζόαν Φοντέιν γεύθηκε επίσης την πρώτη μεγάλη επιτυχία της. Ο παραγωγός του «Οσα παίρνει ο άνεμος» Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ επέλεξε την Φοντέν για τον βασικό γυναικείο ρόλο της «Ρεβέκκας» του Αλφρεντ Χίτσκοκ. Η ηθοποιός δεινοπάθησε δίπλα στον Λόρενς Ολίβιε ο οποίος ήθελε την γυναίκα του, Βίβιαν Λι για τον ρόλο αλλά κέρδισε τελικά για την δουλειά της μια υποψηφιότητα στα Όσκαρ. Λέγεται μάλιστα ότι ο Χίτσκοκ είχε εκμεταλλευτεί το σύμπλεγμα κατωτερότητας της Φοντέιν απέναντι στον Ολίβιε, αποσπώντας κατ' αυτόν τον τρόπο την ερμηνεία που ακριβώς ήθελε. Η Φοντέν δεν πήρε τότε το βραβείο αλλά ένα χρόνο αργότερα, το 1942 για μια άλλη ταινία του Χίτσκοκ, τις «Υποψίες». Το 1943 ακολούθησε μια ακόμη υποψηφιότητα για το «Πεθαίνω από αγάπη» του Εντμουντ Γκάουλντινγκ.Η σχέση της Φοντέιν με την Ντε Χάβιλαντ παρέμειναν για πάντα ψυχρές. Οι δυο αδελφές ακολούθησαν παράλληλες πορείες με την Ντε Χάβιλαντ να θεωρείται μια σκάλα καλύτερη της αδελφής της. Η καριέρα της Φοντέιν δεν είχε καλή εξέλιξη. Η αποτυχία του μιούζικαλ «Darling how could you» στις αρχές της δεκαετίας του 1950 τραυμάτισε την καριέρα της. Για ένα διάστημα εγκατέλειψε για πολλά χρόνια τον κινηματογράφο. Η τελευταία εμφάνισή της μπροστά στις κάμερες ήταν το 1994 στην τηλεοπτική παραγωγή «O βασιλιάς Wenceslas».
Και οι δύο είχαν διεκδικήσει ρόλο στο Όσα Παίρνει ο Άνεμος. Τελικά, η Ντε Χάβιλαντ ήταν εκείνη που ερμήνευσε την Μέλανι Χάμιλτον Γουίλκς. Αντίστοιχα, η Φοντέιν «έκλεψε» από την Ντε Χάβιλαντ τον ρόλο της Ρεβέκκα.
Την αντιζηλία της με τη μεγαλύτερη αδελφή της, Ολίβια Ντε Χάβιλαντ είχε καταγράψει η ίδια η Τζόαν Φοντέιν στην αυτοβιογραφία της, No Bed of Roses. Στις 26 Φεβρουαρίου του 1941, απονομή των βραβείων Όσκαρ, στο ξενοδοχείο Μπίλτμορ στο Λος Άντζελες. Η Αμερική έχει δεχθεί επίθεση στο Περλ Χάρμπορ δυο μήνες πριν και η Ακαδημία φοβάται πως οι καλεσμένοι δεν θα έρθουν στο δείπνο, όπως ήταν τότε η τελετή, από τον φόβο μιας φημολογούμενης επιδρομής από αέρας από τον Άξονα. Τελικά, 800 άνθρωποι, κυρίως μέλη, και ένας «υψηλός» προσκεκλημένος, ο Ρεπουμπλικανός πολιτικός Γούιλι που δεν είχε καταφέρει να νικήσει τον Ρούζβελτ, προσήλθαν σε μια βραδιά που θα μείνει στην Ιστορία του θεσμού και στη μνήμη όσων σιχαίνονται τα Όσκαρ για την ντροπιαστική ήττα του Πολίτη Κέιν, έναντι της, κατά τα άλλα μια χαρά, Κοιλάδας της Κατάρας του Τζον Φορντ. Ο Όρσον Γουέλς δεν ήταν εκεί για να παραλάβει το μοναδικό του Όσκαρ για το σενάριο που συνέγραψε με τον Χέρμαν Μανκίεβιτς. Όλα τα μάτια, όπως λένε οι πηγές της εποχής, ήταν ωστόσο στραμμένα στις δυο αδελφές που ήταν συνυποψήφιες στην κατηγορία του πρώτου γυναικείου ρόλου. Τη μουδιασμένη βραδιά, λόγω του πολεμικού κλίματος η οδηγία ήταν να μη ντυθεί κανείς, και κυρίως καμία, με φρου φρου και πολυτέλειες, για να μην προκαλέσουν. Η ντιρεκτίβα έσπασε αλλά η Φοντέν ανακοίνωσε πως δεν θα παρευρισκόταν γιατί είχε επαγγελματική υποχρέωση το επόμενο πρωί και δεν της έβγαινε ο χρόνος. Η Ολίβια ντε Χάβιλαντ ανέλαβε να της τηλεφωνήσει, να την μεταπείσει και μάλιστα, όπως ανέφερε η έτερη κουτσομπόλα Χέντα Χόπερ, της πρότεινε να της στείλει τη ράφτρα που χρησιμοποιούσαν και οι δυο τους για να της φτιάξει ένα καλό φουστάνι για την εκδήλωση. Στην απονομή κάθισαν στο ίδιο τραπέζι και απέφευγαν συστηματικά να κοιτάζονται. Μιλούσαν τυπικά και φωτογραφίζονταν σφιγμένες. Σε ερώτηση πριν ξεκινήσει η απονομή των βραβείων, για το αν τσακώνονταν μικρές, η Ντε Χάβιλαντ απάντησε: «Φυσικά! Υπάρχουν αδελφές που να μην καυγαδίζουν;».
Στην αυτοβιογραφία της, η Φοντέν ανακαλεί τις στιγμές που ακολούθησαν μετά το άκουσμα του ονόματος της από την Τζίντζερ Ρότζερς. Πάγωσε, τα έχασε και κατάλαβε την αδελφή της να γέρνει προς το μέρος της και να της ψιθυρίζει, «ανέβα, σε περιμένουν». Εκείνη τη στιγμή, γράφει η Φοντέν, «όλη η έχθρα που νιώθαμε από παιδιά, τα μαλλιοτραβήγματα, το άγριο ξύλο σαν να ήμασταν παλαιστές, το χτύπημα που κόντευε να μου σπάσει τη σπονδυλική μου στήλη, μου ήρθαν σαν καλειδοσκοπικό φλας στο μυαλό». Με το που ανέβηκε στο πόντιουμ, ξέσπασε σε κλάματα, όπως και η Ρότζερς. Επιστρέφοντας στο τραπέζι της, χαιρέτησε δια τυπικής χειραψίας την αδελφή της και η Ολίβια χαμογέλασε αχνά. Οι αδελφές είχαν ανταγωνισμό και στον έρωτα. Ο εκκεντρικός εκατομμυριούχος Χάουαρντ Χιουζ είχε για κάποιο διάστημα σχέση με την Ολίβια ντε Χάβιλαντ, αλλά ζήτησε επανειλημμένα από την Τζόαν Φοντέιν να τον παντρευτεί. Οι δύο αδελφές σταμάτησαν να μιλούν το 1975, μετά τον θάνατο της μητέρας τους από καρκίνο. Η Φοντέιν ισχυρίστηκε ότι η Ντε Χάβιλαντ δεν την κάλεσε στην κηδεία, ενώ η Ντε Χάβιλαντ ότι η Φοντέιν της είπε ότι ήταν πολύ απασχολημένη για να παρευρεθεί. Εκτιμάται ότι η αντιζηλία τους οφείλεται στη ζήλια που ένιωθε η μία για την άλλη στην παιδική τους ηλικία και στον αγώνα τους να κερδίσουν την αγάπη της μητέρας τους, Λίλιαν, η οποία έστρεφε την προσοχή της από τη μία στην άλλη για περισσότερο από μισό αιώνα.
Είναι πολύ πιθανό οι αδελφές να μην ξαναμίλησαν έκτοτε. Απέφευγαν να αναφέρουν η μια το όνομα της άλλης. Η καθεμιά έκανε την καριέρα της παράλληλα, όπως μπορούσε καλύτερα. Κανείς δεν τόλμησε να τους προτείνει να παίξουν μαζί σε ταινία, ακόμη κι όταν τα πνεύματα καταλάγιασαν. «Η αδελφή μου γεννήθηκε λιοντάρι και εγώ τίγρης. Και, σύμφωνα με τους νόμους της ζούγκλας, αυτά τα δύο δεν γίνονται ποτέ φίλοι» είπε η Φοντέιν κάποτε. «Παντρεύτηκα πριν από την Ολίβια, βραβεύτηκα με Οσκαρ πριν από εκείνη, και αν πεθάνω πρώτη, θα γίνει χωρίς αμφιβολία έξαλλη μαζί μου που την κέρδισα» είπε μία ημέρα η Τζόαν Φοντέιν.Αυτό και έγινε, αφού η Ολίβια επιβίωσε της αδελφής της.( Το 2013 η Τζόαν πέθανε στα 96 χρόνια και η Ολίβια ζει και είναι...99 ετών.). Προφανώς η έχθρα τους τις έθρεψε!