Γιος Πολωνού πατέρα και Ρωσίδας μητέρας, ο Πολάνσκι γεννήθηκε στη Γαλλία, αλλά όταν ήταν τεσσάρων χρόνων επέστρεψε στην Πολωνία. Αυτό αποδείχτηκε ότι δεν ήταν καλή κίνηση. Με τη ναζιστική εισβολή, ο πατέρας κι η μητέρα του κατέληξαν σε διαφορετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο μικρός Ρομάν κατάφερε να επιβιώσει παριστάνοντας τον Γερμανό. Οι πολυτελείς κινηματογράφοι όπου διασκέδαζαν οι Γερμανοί αξιωματικοί έγιναν το καταφύγιό του. Μετά τον πόλεμο, με την Πολωνία υπό κομμουνιστικό καθεστώς, γράφτηκε στην Κρατική Κινηματογραφική Σχολή για να πραγματοποιήσει το όνειρό του να γίνει σκηνοθέτης. Μέχρι τα τριάντα του, είχε γυρίσει αρκετές ταινίες μικρού μήκους και μία μεγάλου, το «Μαχαίρι στο Νερό», που είχε διεθνή απήχηση και προτάθηκε για Όσκαρ ξένης ταινίας επιτρέποντας στον Πολάνσκι να φύγει από την Πολωνία για τη δύση. Τη δεκαετία του ’60, ο Πολάνσκι εκμεταλλεύτηκε τη νέα ευκαιρία και σύντομα έγινε χαρακτηριστική μορφή του μοντέρνου Λονδίνου, μαζί με τους Μπιτλς και την Τουίγκι. Με φάτσα ξωτικού και χαριτωμένη παρουσία, ο Πολάνσκι είχε επιτυχία στις κοπέλες και την εκμεταλλευόταν με την απλησία κάποιου που είχε μεγαλώσει μέσα στις στερήσεις. Ο Πολάνσκι ζούσε τη μεγάλη ζωή με την αφρόκρεμα του ροκ εν ρολ και όσο ζούσε στην Αγγλία έκανε τρεις επιτυχημένες ταινίες. Στο τέλος της δεκαετίας έκανε και το χολιγουντιανό του ντεμπούτο με το «Το Μωρό της Ρόζμαρι», που θεωρείται κλασική ταινία για τον σατανισμό. Είχε παντρευτεί την πανέμορφη ηθοποιό Σάρον Τέιτ η οποία ήταν έγκυος στο πρώτο του παιδί. Το χολιγουντιανό όνειρο έγινε εφιάλτης στις 9 Αυγούστου 1969, όταν η Τέιτ και τρεις φίλοι τους δολοφονήθηκαν άγρια μέσα στο σπίτι των Πολάνσκι στο Λος Άντζελες από μέλη της «οικογένειας» του σατανιστή Τσαρλς Μάνσον. Μετά το συγκλονιστικό συμβάν, ο Πολάνσκι αγωνιούσε να ξεφύγει από τη δημοσιότητα και κατέφυγε στην Ευρώπη, όπου γύρισε μια αιματηρή εκδοχή του Μακμπέθ, η οποία πολλοί θεωρούν ότι ήταν η προσωπική του αντίδραση στην τραγωδία που είχε περάσει. Η τελευταία του ταινία στο Χόλιγουντ, το «Τσάιναταουν», ήταν ακόμη πιο σκοτεινή, αν και λιγότερο αιματοβαμμένη και φαινόταν ότι ο Πολάνσκι θα συνέχιζε σε αυτό το ύφος....
Το καλοκαίρι του 1977, ο Πολάνσκι δικάστηκε για το βιασμό της 13χρονης επίδοξης ηθοποιού και φωτομοντέλου Σαμάνθα Γκέιλι. Οι λεπτομέρειες είναι θλιβερές, ακόμη και για τα χολιγουντιανά δεδομένα. Ο Πολάνσκι είχε αναλάβει για λογαριασμό του γαλλικού Vogue να επιμεληθεί ένα τεύχος με ανήλικες όμορφες κοπέλες. Βρήκε το τέλειο δείγμα στο πρόσωπο της Γκέιλι, μιας έφηβης που είχε όνειρο να κάνει καριέρα στον χώρο του θεάματος. Το κορίτσι ήταν ενθουσιασμένο που ο σπουδαίος Πολάνσκι ήθελε να τη φωτογραφήσει...Αφού της τράβηξε κάποιες δοκιμαστικές τόπλες πόζες στους λόφους του Χόλιγουντ, ο Πολάνσκι την έπεισε να πάει μαζί του, χωρίς συνοδό, στην έπαυλη του Τζακ Νίκολσον, ο οποίος έλειπε σε διακοπές. Της έδωσε σαμπάνια και τη φωτογράφισε γυμνή στο τζακούζι. Τελικά αποφάσισε να γδυθεί και να μπει μαζί της στο νερό. Η Γκέιλι υποκρίθηκε κρίση άσθματος για να γλιτώσει, αλλά ο σκηνοθέτης της έδωσε ένα ηρεμιστικό για τα νεύρα και πρότεινε να πάνε στο υπνοδωμάτιο. Εκεί,ο σκηνοθέτης προχώρησε σε σεξουαλικές πράξεις παρ’ ότι εκείνη του ζητούσε να σταματήσει. Κατόπιν την πήγε στο σπίτι της προειδοποιώντας την να μην πει λέξη στη μητέρα ή τον φίλο της. Την επόμενη νύχτα ο Πολάνσκι συνελήφθη κατηγορούμενος για βιασμό ανηλίκου. Κινδύνευε να μείνει ισόβια στη φυλακή, κάτι που θα ήταν και τέλος της καριέρας του. Όταν άρχισαν να δημοσιοποιούνται σταδιακά λεπτομέρειες της υπόθεσης , ξέσπασε διεθνής κατακραυγή κατά του Πολάνσκι μέσω του Τύπου. «Πολωνός, κατηγορούμενος για βίτσια, μπορεί να φάει 50 χρόνια» ήταν ένας χαρακτηριστικός τίτλος εφημερίδας. Οι δικηγόροι του Πολάνσκι διαπραγματεύτηκαν επιτυχώς την παραδοχή ενοχής για μικρότερη κατηγορία, που σήμαινε 90 μέρες σε κρατική φυλακή. Τελικά, ο Πολάνσκι έμεινε στο κελί μόλις 42 μέρες. Και ενώ η υπόθεση φαινόταν ότι θα έκλεινε, ο δικαστής Ρίτενμπαντ άλλαξε γνώμη και ορκίστηκε: «Θα τον χώσω μέσα για πάντα»....
Ο Πολάνσκι έγινε φυγάς Στις 31 Ιανουαρίου 1978 πήρε το αεροπλάνο για Λονδίνο. Ουδέποτε επέστρεψε. Φοβούμενος ότι θα τον εξέδιδαν στις ΗΠΑ, πήγε στο Παρίσι, όπου και παρέμεινε έκτοτε. Για τις επόμενες τρεις δεκαετίες, οι αμερικανικές αρχές δίσταζαν να κινήσουν διαδικασία έκδοσης κατά του Πολάνσκι, ώστε να μπορούν να τον συλλάβουν μόλις θα έβγαινε από τη Γαλλία. Στη Γαλλία, συνέχισε να γυρίζει ταινίες, όπως τους «Πειρατές» και τον «Πιανίστα», για τον οποίο κέρδισε το πρώτο του Όσκαρ Σκηνοθεσίας το 2002. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2009, ο φυγάς συνελήφθη από Ελβετούς αστυνομικούς στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης, ενώ πήγαινε σ’ ένα φεστιβάλ όπου επρόκειτο να του απονείμουν κάποιο τιμητικό βραβείο. Ο επακόλουθος περιορισμός του Πολάνσκι προκάλεσε μεγάλη διένεξη σχετικά με την παλιά υπόθεση και πολλοί άνθρωποι του κινηματογράφου, μεταξύ των οποίων ο Γούντι Άλεν και ο Μάρτιν Σκορσέζε, υπέγραψαν έκκληση για την άμεση απελευθέρωσή του. Το 2010, η ελβετική αστυνομία τον άφησε ελεύθερο και ένα χρόνο αργότερα, στο ντοκιμαντέρ του Laurent Bouzereau, με τίτλο «Roman Polanski: A Film Memoir» έσπασε την σιωπή του. Ο Πολάνσκι ζήτησε συγγνώμη απ’ την Γκέιλι: «Έγινε δύο φορές θύμα. Μία από εμένα και μία απ’ τον Τύπο»....
Φιλμογραφία
Το 1955 ξεκίνησε σπουδές σκηνοθεσίας στην κινηματογραφική σχολή του Lodz. Η πρώτη του ταινία, "The Bicycle", ήταν βασισμένη στην εμπειρία που είχε όταν έπεσε θύμα ληστείας από έναν καταζητούμενο για τρεις φόνους. Ακολούθησε το μονόλεπτο φιλμάκι "A Murder" που προκάλεσε αίσθηση και το "Toothy Smile" που προμήνυαν τα πιο ενοχλητικά θέματα με τα οποία καταπιάστηκε ο σκηνοθέτης στις ταινίες του τη δεκαετία του '60 και του '70. Επειδή ο Πολάνσκι δεν ολοκλήρωσε τη διατριβή που απαιτούνταν από τη σχολή του, δεν αποφοίτησε ποτέ ουσιαστικά. Παρ' όλα αυτά, προσελήφθη από την εταιρεία παραγωγής Kamera ως βοηθός διευθυντή παραγωγής. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 επέστρεψε στην Πολωνία αποφασισμένος να κάνει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Επρόκειτο για το "Μαχαίρι στο Νερό" του 1962, μια τεράστια κινηματογραφική επιτυχία, υποψήφια για βραβείο Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Εντυπωσιασμένος από την ταινία, ο παραγωγός Τζιν Γκουτόφσκι εντόπισε τον Πολάνσκι στο Μόναχο και τον έπεισε να τον ακολουθήσει στην Αγγλία. Το 1965 ο Γκουτόφσκι ήταν στην παραγωγή της πρώτης αγγλόφωνης ταινίας του Πολάνσκι, "Αποστροφή", η οποία τιμήθηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου και έκανε τον Πολάνσκι διεθνώς γνωστό. Ακολούθησε το φιλμ "Νύχτα Δολοφόνων", το οποίο κέρδισε το 1966 τη Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο. Στη "Νύχτα των Βρυκολάκων" του 1967, ο Πολάνσκι είχε και έναν μικρό ρόλο, ενώ πρωταγωνιστούσε η Σάρον Τέιτ, την οποία και παντρεύτηκε. Ο Ρόμπερτ Έβανς από την εταιρεία Paramount Pictures τον προσέγγισε για να σκηνοθετήσει το "Μωρό της Ρόζμαρι" της Ίρα Λέβιν. Το φιλμ του 1968 είναι μια από τις ωραιότερες και πιο επιτυχημένες δημιουργίες του Πολάνσκι. Η ταινία «Το μωρό της Ρόζμαρυ» εντάσσεται έτσι σε μια χαλαρά συνδεδεμένη κινηματογραφική τριλογία του Πολάνσκι σχετικά με τον τρόμο του διαμερίσματος: Η πρώτη είναι η «Αποστροφή» (1965), έπειτα «Το μωρό της Ρόζμαρυ» (1968) και τελευταίος ο «Ένοικος» (1976). Το κλειστοφοβικό κλίμα, ο τρόμος που μπορεί να σε βρει μέσα στο σπίτι σου, οι σκοτεινές γωνίες και το σκοτεινό παρελθόν ενός σπιτιού, όλα είναι στοιχεία που εντάσσονται στην προβληματική του Πολάνκσι και στις 3 αυτές ταινίες. Το απειλητικό κλίμα της ταινίας είναι πράγματι πολύ έντονο και τρομακτικό, όπως σημειώνει και ο διάσημος κριτικός κινηματογράφου Ρότζερ Έμπερτ, που έγραψε ότι «η ταινία Το μωρό της Ρόζμαρυ είναι γεμάτη με την αίσθηση ενός ανείπωτου κινδύνου». Και η κριτική του Variety είναι όμως εκθειαστική καθώς αναφέρει ότι «ο Πολάνσκι θριάμβευσε με την πρώτη του αμερικάνικη ταινία» αλλά και ότι «η ερμηνεία της Φάροου είναι εκπληκτική». το 1971 με την κινηματογραφική μεταφορά του "Μάκβεθ" και την ταινία "Τι;" (1972) σε παραγωγή του Κάρλο Πόντι. Ακολούθησε η μεγάλη επιτυχία "Τσάιναταουν" με πρωταγωνιστή τον Τζακ Νίκολσον. Η ταινία έλαβε 11 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και αυτή για το βραβείο Σκηνοθεσίας.
Η επόμενη ταινία του, "Ο Ένοικος" ήταν βασισμένη στο μυθιστόρημα "Le Locataire" του Ρόλαντ Τόπορ. Στο φιλμ ο Πολάνσκι εκτός από την σκηνοθεσία, είχε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ήταν ο Τρελκόφσκι, ένας Πολωνός με γαλλική ιθαγένεια ο οποίος τρελαίνεται και καταλήγει στην αυτοκτονία. Η ταινία ακόμη και σήμερα είναι αμφιλεγόμενη, θεωρείται ωστόσο από πολλούς ως αριστούργημα.Μετά το σκάνδαλο με ανήλικη κοπέλα πήγε στο Παρίσι, όπου γύρισε την ταινία "Τες, γλυκιά μου ξαδέλφη…" με πρωταγωνίστρια τη Ναστάζια Κίνσκι. Το φιλμ απέσπασε 6 υποψηφιότητες για Όσκαρ, και πάλι για βραβείο Σκηνοθεσίας, και κέρδισε τρία: βραβείο Φωτογραφίας, Σκηνικών και Κοστουμιών. Μετά από μακρόχρονη απουσία από τον κινηματογράφο, επέστρεψε το 1986 με τους "Πειρατές" με τον Γουόλτερ Ματάου και το "Φράντικ" (1988) με τον Χάρισον Φορντ και τη μελλοντική σύζυγο του Πολάνσκι, Εμανουέλ Σενιέ. Ακολούθησαν τα "Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα" και "Ο Θάνατος και η Κόρη". Το 1999 ο Πολάνσκι σκηνοθέτησε τον Τζόνι Ντεπ στο θρίλερ "Η Ένατη Πύλη". "Ο Πιανίστας", έδωσε την ευκαιρία στον Πολάνσκι να εξερευνήσει τις Πολωνικές του ρίζες και τα παιδικά του βιώματα. Η ταινία δέχτηκε άριστες κριτικές, κερδίζοντας αρκετά βραβεία, μεταξύ των οποίων και τρία Όσκαρ: Καλύτερου Ηθοποιού για τον Έιντριεν Μπρόντι, Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου για τον Ρόναλντ Χάργουντ και Σκηνοθεσίας για τον Ρόμαν Πολάνσκι. Πριν επιστρέψει στο είδος του θρίλερ με τον "Αόρατο Συγγραφέα", ο Πολάνσκι μετέφερε στην μεγάλη οθόνη τον "Όλιβερ Τουίστ".
Το 1955 ξεκίνησε σπουδές σκηνοθεσίας στην κινηματογραφική σχολή του Lodz. Η πρώτη του ταινία, "The Bicycle", ήταν βασισμένη στην εμπειρία που είχε όταν έπεσε θύμα ληστείας από έναν καταζητούμενο για τρεις φόνους. Ακολούθησε το μονόλεπτο φιλμάκι "A Murder" που προκάλεσε αίσθηση και το "Toothy Smile" που προμήνυαν τα πιο ενοχλητικά θέματα με τα οποία καταπιάστηκε ο σκηνοθέτης στις ταινίες του τη δεκαετία του '60 και του '70. Επειδή ο Πολάνσκι δεν ολοκλήρωσε τη διατριβή που απαιτούνταν από τη σχολή του, δεν αποφοίτησε ποτέ ουσιαστικά. Παρ' όλα αυτά, προσελήφθη από την εταιρεία παραγωγής Kamera ως βοηθός διευθυντή παραγωγής. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 επέστρεψε στην Πολωνία αποφασισμένος να κάνει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Επρόκειτο για το "Μαχαίρι στο Νερό" του 1962, μια τεράστια κινηματογραφική επιτυχία, υποψήφια για βραβείο Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Εντυπωσιασμένος από την ταινία, ο παραγωγός Τζιν Γκουτόφσκι εντόπισε τον Πολάνσκι στο Μόναχο και τον έπεισε να τον ακολουθήσει στην Αγγλία. Το 1965 ο Γκουτόφσκι ήταν στην παραγωγή της πρώτης αγγλόφωνης ταινίας του Πολάνσκι, "Αποστροφή", η οποία τιμήθηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου και έκανε τον Πολάνσκι διεθνώς γνωστό. Ακολούθησε το φιλμ "Νύχτα Δολοφόνων", το οποίο κέρδισε το 1966 τη Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο. Στη "Νύχτα των Βρυκολάκων" του 1967, ο Πολάνσκι είχε και έναν μικρό ρόλο, ενώ πρωταγωνιστούσε η Σάρον Τέιτ, την οποία και παντρεύτηκε. Ο Ρόμπερτ Έβανς από την εταιρεία Paramount Pictures τον προσέγγισε για να σκηνοθετήσει το "Μωρό της Ρόζμαρι" της Ίρα Λέβιν. Το φιλμ του 1968 είναι μια από τις ωραιότερες και πιο επιτυχημένες δημιουργίες του Πολάνσκι. Η ταινία «Το μωρό της Ρόζμαρυ» εντάσσεται έτσι σε μια χαλαρά συνδεδεμένη κινηματογραφική τριλογία του Πολάνσκι σχετικά με τον τρόμο του διαμερίσματος: Η πρώτη είναι η «Αποστροφή» (1965), έπειτα «Το μωρό της Ρόζμαρυ» (1968) και τελευταίος ο «Ένοικος» (1976). Το κλειστοφοβικό κλίμα, ο τρόμος που μπορεί να σε βρει μέσα στο σπίτι σου, οι σκοτεινές γωνίες και το σκοτεινό παρελθόν ενός σπιτιού, όλα είναι στοιχεία που εντάσσονται στην προβληματική του Πολάνκσι και στις 3 αυτές ταινίες. Το απειλητικό κλίμα της ταινίας είναι πράγματι πολύ έντονο και τρομακτικό, όπως σημειώνει και ο διάσημος κριτικός κινηματογράφου Ρότζερ Έμπερτ, που έγραψε ότι «η ταινία Το μωρό της Ρόζμαρυ είναι γεμάτη με την αίσθηση ενός ανείπωτου κινδύνου». Και η κριτική του Variety είναι όμως εκθειαστική καθώς αναφέρει ότι «ο Πολάνσκι θριάμβευσε με την πρώτη του αμερικάνικη ταινία» αλλά και ότι «η ερμηνεία της Φάροου είναι εκπληκτική». το 1971 με την κινηματογραφική μεταφορά του "Μάκβεθ" και την ταινία "Τι;" (1972) σε παραγωγή του Κάρλο Πόντι. Ακολούθησε η μεγάλη επιτυχία "Τσάιναταουν" με πρωταγωνιστή τον Τζακ Νίκολσον. Η ταινία έλαβε 11 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και αυτή για το βραβείο Σκηνοθεσίας.
Η επόμενη ταινία του, "Ο Ένοικος" ήταν βασισμένη στο μυθιστόρημα "Le Locataire" του Ρόλαντ Τόπορ. Στο φιλμ ο Πολάνσκι εκτός από την σκηνοθεσία, είχε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ήταν ο Τρελκόφσκι, ένας Πολωνός με γαλλική ιθαγένεια ο οποίος τρελαίνεται και καταλήγει στην αυτοκτονία. Η ταινία ακόμη και σήμερα είναι αμφιλεγόμενη, θεωρείται ωστόσο από πολλούς ως αριστούργημα.Μετά το σκάνδαλο με ανήλικη κοπέλα πήγε στο Παρίσι, όπου γύρισε την ταινία "Τες, γλυκιά μου ξαδέλφη…" με πρωταγωνίστρια τη Ναστάζια Κίνσκι. Το φιλμ απέσπασε 6 υποψηφιότητες για Όσκαρ, και πάλι για βραβείο Σκηνοθεσίας, και κέρδισε τρία: βραβείο Φωτογραφίας, Σκηνικών και Κοστουμιών. Μετά από μακρόχρονη απουσία από τον κινηματογράφο, επέστρεψε το 1986 με τους "Πειρατές" με τον Γουόλτερ Ματάου και το "Φράντικ" (1988) με τον Χάρισον Φορντ και τη μελλοντική σύζυγο του Πολάνσκι, Εμανουέλ Σενιέ. Ακολούθησαν τα "Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα" και "Ο Θάνατος και η Κόρη". Το 1999 ο Πολάνσκι σκηνοθέτησε τον Τζόνι Ντεπ στο θρίλερ "Η Ένατη Πύλη". "Ο Πιανίστας", έδωσε την ευκαιρία στον Πολάνσκι να εξερευνήσει τις Πολωνικές του ρίζες και τα παιδικά του βιώματα. Η ταινία δέχτηκε άριστες κριτικές, κερδίζοντας αρκετά βραβεία, μεταξύ των οποίων και τρία Όσκαρ: Καλύτερου Ηθοποιού για τον Έιντριεν Μπρόντι, Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου για τον Ρόναλντ Χάργουντ και Σκηνοθεσίας για τον Ρόμαν Πολάνσκι. Πριν επιστρέψει στο είδος του θρίλερ με τον "Αόρατο Συγγραφέα", ο Πολάνσκι μετέφερε στην μεγάλη οθόνη τον "Όλιβερ Τουίστ".