Η Αλίσια Κρίστιαν Φόστερ, όπως είναι το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 19 Νοεμβρίου του 1962 στο Λος Άντζελες. Το χαϊδευτικό όνομα Τζόντι της το έδωσαν τα αδέλφια της, Μπάντι, Λουσίντα και Κονστάνς.
Ο πατέρας της, ο Λούσιους, εγκατέλειψε την οικογένεια όταν η Τζόντι βρισκόταν στην κοιλιά της μητέρας της, Έβελιν (ή αλλιώς Μπράντι όπως τη φωνάζουν). Και ήταν η φιλόδοξη μητέρα της εκείνη που την ώθησε στα φώτα της δημοσιότητας. Η Έβελιν εργαζόταν σε έναν κινηματογραφικό παραγωγό, οπότε είχε αναπτύξει κάποιες πρώτες επαφές που τη βοήθησαν να αναδείξει το ταλέντο της κόρης της. Η Τζόντι Φόστερ, ήταν παιδί-θαύμα με ασυνήθιστα υψηλό δείκτη ευφυίας. Υπάρχει η λανθασμένη εντύπωση ότι η πρώτη της εμφάνιση έγινε στον «Ταξιτζή» του Μάρτιν Σκορσέζε, όταν ερμήνευσε με συγκλονιστικό τρόπο μια 12χρονη πόρνη. Όμως όταν βρισκόταν μπροστά από τις κάμερες του μεγάλου Σκορσέζε η Τζόντι Φόστερ ήταν ήδη…βετεράνος στο χώρο του θεάματος. Σε ηλικία μόλις τριών ετών έγινε το κεντρικό πρόσωπο της διαφημιστικής εκστρατείας για το αντηλιακό Coppertone. H μητέρα της ήταν πολύ επίμονη και δραστήρια: μέχρι την ηλικία των 8 ετών η Τζόντι Φόστερ είχε πρωταγωνιστήσει σε πάνω από 40 διαφημιστικά και είχε εμφανιστεί σε πολλά τηλεοπτικά σόου. Ήταν ακόμη παιδί, όταν πραγματοποίησε διάφορες εμφανίσεις σε αρκετές ταινίες της Disney, όπως στις «Napoleon and Samantha» (1972) και «One little Indian» (1973).
Ο πατέρας της, ο Λούσιους, εγκατέλειψε την οικογένεια όταν η Τζόντι βρισκόταν στην κοιλιά της μητέρας της, Έβελιν (ή αλλιώς Μπράντι όπως τη φωνάζουν). Και ήταν η φιλόδοξη μητέρα της εκείνη που την ώθησε στα φώτα της δημοσιότητας. Η Έβελιν εργαζόταν σε έναν κινηματογραφικό παραγωγό, οπότε είχε αναπτύξει κάποιες πρώτες επαφές που τη βοήθησαν να αναδείξει το ταλέντο της κόρης της. Η Τζόντι Φόστερ, ήταν παιδί-θαύμα με ασυνήθιστα υψηλό δείκτη ευφυίας. Υπάρχει η λανθασμένη εντύπωση ότι η πρώτη της εμφάνιση έγινε στον «Ταξιτζή» του Μάρτιν Σκορσέζε, όταν ερμήνευσε με συγκλονιστικό τρόπο μια 12χρονη πόρνη. Όμως όταν βρισκόταν μπροστά από τις κάμερες του μεγάλου Σκορσέζε η Τζόντι Φόστερ ήταν ήδη…βετεράνος στο χώρο του θεάματος. Σε ηλικία μόλις τριών ετών έγινε το κεντρικό πρόσωπο της διαφημιστικής εκστρατείας για το αντηλιακό Coppertone. H μητέρα της ήταν πολύ επίμονη και δραστήρια: μέχρι την ηλικία των 8 ετών η Τζόντι Φόστερ είχε πρωταγωνιστήσει σε πάνω από 40 διαφημιστικά και είχε εμφανιστεί σε πολλά τηλεοπτικά σόου. Ήταν ακόμη παιδί, όταν πραγματοποίησε διάφορες εμφανίσεις σε αρκετές ταινίες της Disney, όπως στις «Napoleon and Samantha» (1972) και «One little Indian» (1973).
Η γνωριμία με τον Σκορσέζε
Η πρώτη γνωριμία της με τον Σκορσέζε έγινε στην ταινία «Alice doesn’t live here anymore» με ένα μικρό ρόλο. Όταν ο διάσημος σκηνοθέτης έψαχνε ένα 12χρονο κορίτσι για το ρόλο της Ίρις στην κλασική του ταινία «Ο ταξιτζής», ήξερε πού έπρεπε να απευθυνθεί. Αφού ένας ψυχίατρος εξέτασε την Τζόντι για να αποφανθεί ότι ήταν αρκετά…νορμάλ για να παίξει μια πόρνη-παιδί, η παραγωγή ξεκίνησε. Η Τζόντι Φόστερ θεωρεί ότι αυτός ήταν ο πρώτος πραγματικός ρόλος της, καθώς έπρεπε να παίξει κάποιον χαρακτήρα που δεν είχε καμία σχέση με την ίδια. Για την εξαιρετική ερμηνεία της στο πλευρό του «σκληρού» Ρόμπερτ ντε Νίρο έλαβε την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ. Το 1976 τη βλέπουμε στο μιούζικαλ «Bugsy Malone» του Άλαν Πάρκερ. Στη συνέχεια η δυναμική μητέρα της-μάνατζερ φροντίζει το διεθνές προφίλ της. Την ωθεί να παίξει σε ένα γαλλικό φιλμ, το («Moi, Fleur Bleue»), καθώς η Φόστερ μιλούσε τέλεια γαλλικά. Στην ιταλική κωμωδία «Il Casotto» η Τζόντι παίζει ένα νυμφίδιο που είναι έγκυος, ενώ στην ταινία εμφανίζεται και η Κατρίν Ντενέβ.
Αντιμέτωπη με τη δημοσιότητα
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 η Τζόντι Φόστερ απολαμβάνει την επιτυχία, όμως πλέον πρέπει να φροντίσει για τη μόρφωσή της. Σπούδασε στο College Lycee Francais, μια ιδιωτική ακαδημία στο Λος Άντζελες. Στη συνέχεια παρακολουθεί Αγγλική Λογοτεχνία στο φημισμένο Γέιλ. Όμως όσο και να προσπαθεί να φαίνεται σαν μια απλή φοιτήτρια, η δημοσιότητα την κυνηγά. Ο Τζον Χίνκλεϊ, ένας νεαρός άνδρας από το Κολοράντο, έχει ερωτευτεί τρελά την Φόστερ από την ταινία «Ο ταξιτζής» και για να τραβήξει την προσοχή της φτάνει στο σημείο να πραγματοποιήσει απόπειρα δολοφονίας του προέδρου Ρόναλντ Ρήγκαν. Συνεχίζει την κινηματογραφική της καριέρα και ο επόμενος σημαντικός σταθμός της είναι το «The blood of others» (1984), γραμμένο από τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ και σκηνοθετημένο από τον διάσημο Κλωντ Σαμπρόλ. Η Τζόντι ερμηνεύει την Έλεν, μια γυναίκα στο υπό γερμανική κατοχή στο Παρίσι που είναι διχασμένη ανάμεσα σε δύο άντρες.
Η πρώτη γνωριμία της με τον Σκορσέζε έγινε στην ταινία «Alice doesn’t live here anymore» με ένα μικρό ρόλο. Όταν ο διάσημος σκηνοθέτης έψαχνε ένα 12χρονο κορίτσι για το ρόλο της Ίρις στην κλασική του ταινία «Ο ταξιτζής», ήξερε πού έπρεπε να απευθυνθεί. Αφού ένας ψυχίατρος εξέτασε την Τζόντι για να αποφανθεί ότι ήταν αρκετά…νορμάλ για να παίξει μια πόρνη-παιδί, η παραγωγή ξεκίνησε. Η Τζόντι Φόστερ θεωρεί ότι αυτός ήταν ο πρώτος πραγματικός ρόλος της, καθώς έπρεπε να παίξει κάποιον χαρακτήρα που δεν είχε καμία σχέση με την ίδια. Για την εξαιρετική ερμηνεία της στο πλευρό του «σκληρού» Ρόμπερτ ντε Νίρο έλαβε την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ. Το 1976 τη βλέπουμε στο μιούζικαλ «Bugsy Malone» του Άλαν Πάρκερ. Στη συνέχεια η δυναμική μητέρα της-μάνατζερ φροντίζει το διεθνές προφίλ της. Την ωθεί να παίξει σε ένα γαλλικό φιλμ, το («Moi, Fleur Bleue»), καθώς η Φόστερ μιλούσε τέλεια γαλλικά. Στην ιταλική κωμωδία «Il Casotto» η Τζόντι παίζει ένα νυμφίδιο που είναι έγκυος, ενώ στην ταινία εμφανίζεται και η Κατρίν Ντενέβ.
Αντιμέτωπη με τη δημοσιότητα
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 η Τζόντι Φόστερ απολαμβάνει την επιτυχία, όμως πλέον πρέπει να φροντίσει για τη μόρφωσή της. Σπούδασε στο College Lycee Francais, μια ιδιωτική ακαδημία στο Λος Άντζελες. Στη συνέχεια παρακολουθεί Αγγλική Λογοτεχνία στο φημισμένο Γέιλ. Όμως όσο και να προσπαθεί να φαίνεται σαν μια απλή φοιτήτρια, η δημοσιότητα την κυνηγά. Ο Τζον Χίνκλεϊ, ένας νεαρός άνδρας από το Κολοράντο, έχει ερωτευτεί τρελά την Φόστερ από την ταινία «Ο ταξιτζής» και για να τραβήξει την προσοχή της φτάνει στο σημείο να πραγματοποιήσει απόπειρα δολοφονίας του προέδρου Ρόναλντ Ρήγκαν. Συνεχίζει την κινηματογραφική της καριέρα και ο επόμενος σημαντικός σταθμός της είναι το «The blood of others» (1984), γραμμένο από τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ και σκηνοθετημένο από τον διάσημο Κλωντ Σαμπρόλ. Η Τζόντι ερμηνεύει την Έλεν, μια γυναίκα στο υπό γερμανική κατοχή στο Παρίσι που είναι διχασμένη ανάμεσα σε δύο άντρες.
Την ίδια περίοδο εκδηλώνει και το ενδιαφέρον της να περάσει πίσω από τις κάμερες και σκηνοθετεί ένα επεισόδιο στην τηλεοπτική σειρά «Tales from the darkside». Μεσολαβούν μερικές ακόμη ταινίες και κάποια δικά της ανοίγματα στην παραγωγή ταινιών. Το 1988 καθηλώνει κοινό και κριτικούς στο δράμα «Οι κατηγορούμενοι». Υποδύεται την Τομπάιας, η οποία βιάζεται από τα μέλη μιας συμμορίας σε ένα μπαρ. «Χτίζει» με τόση λεπτομέρεια και βάθος το συγκεκριμένο χαρακτήρα που βραβεύεται δικαίως με ένα Όσκαρ και μια Χρυσή Σφαίρα. Άλλη μια μεγάλη επιτυχία της ήταν όταν έπαιξε την Κλαρίς, μια πράκτορα του FBI στη «Σιωπή των αμνών». O ρόλος είχε προταθεί στις Μισέλ Φάιφερ και Μεγκ Ράιαν αλλά τον είχαν απορρίψει. Έτσι η Τζόντι ήρθε αντιμέτωπη με τον κανίβαλο Χάνιμπαλ Λέκτερ του Άντονι Χόπκινς και πρόσθεσε ένα ακόμη Όσκαρ και μια Χρυσή Σφαίρα στη συλλογή της. Ήταν η πρώτη ηθοποιός που τιμήθηκε με δύο Όσκαρ πριν κλείσει τα τριάντα. Με τον Γούντι Άλεν συναντήθηκε στην ταινία του «Shadows and fog», μαζί με τις Λίλι Τόμλιν και Κάθι Μπέιτς. Στο «Sommersby», ένα ρομαντικό γαλλικό ριμέικ εμφανίζεται με τον Ρίτσαρντ Γκιρ. Στο «Maverick» που βασιζόταν σε μια πετυχημένη τηλεοπτική σειρά η Τζόντι ενσαρκώνει μια έξυπνη απατεώνισσα που προσπαθεί να βρει χρήματα για να παίξει μια μεγάλη παρτίδα πόκερ. Στο δράμα «Nell» παίζει ένα απομονωμένο κορίτσι το οποίο ανατράφηκε από τη μητέρα του στην Καρολίνα χωρίς να γνωρίσει κάποιον άλλο άνθρωπο. Μετά το θάνατο της μητέρα της η ηρωίδα ανακαλύπτεται από διάφορους επιστήμονες. Ο ρόλος της χάρισε μια ακόμη υποψηφιότητα για Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα.
Το ενδιαφέρον της για τη σκηνοθεσία δεν έχει ξεθωριάσει κι έτσι παρουσιάζει την κωμωδία της «Ηοme for the holidays» για μια δυσλειτουργική οικογένεια, με πρωταγωνιστές τους Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Αν Μπάνκροφτ και Τζεραλντίν Τσάπλιν. Στο «Contact» η Τζόντι Φόστερ κερδίζει νέα υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα, παίζοντας το ρόλο μιας ερευνήτριας η οποία ανακαλύπτει ότι πράγματι υπάρχει εξωγήινη ζωή. Το 1999 επιστρέφει με τη ρομαντική κλασική ιστορία «Η Άννα και ο βασιλιάς»: μια αυστηρή βρετανίδα δασκάλα ερωτεύεται τον βασιλιά του Σιάμ το 1860. Στο «Panic room» η Τζόντι Φόστερ πρωταγωνιστεί σε ένα ακόμη πετυχημένο θρίλερ, υποδυόμενη μια χωρισμένη μητέρα η οποία προσπαθεί να κάνει ένα νέο ξεκίνημα με την κόρη της στη Νέα Υόρκη. Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα εμφανίζεται σε ένα μικρό ρόλο στην επική γαλλική περιπέτεια «Οι ατέλειωτοι αρραβώνες», μαζί με την Ωντρέ Τοτού, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Ζαν Πιέρ Ζενέ, του πετυχημένου δημιουργού της «Αμελί». Το 2005 με το «Flightplan», ένα ψυχολογικό θρίλερ που διαδραματίζεται σε κλειστοφοβική ατμόσφαιρα σε ένα αεροπλάνο, παίζει το ρόλο μιας χήρας μητέρας που μετά από ένα σύντομο ύπνο, ανακαλύπτει ότι η κόρη της έχει εξαφανιστεί. Στο «Ιnside man» με τον Ντένζελ Ουάσιγκτον, η Φόστερ εμφανίζεται ως δυναμική δικηγόρος. Θαυμάσαμε τόσο τις υποκριτικές ικανότητες όσο και τη σκηνοθεσία της στην τρυφερή κομεντί «Ο άλλος μου εαυτός», στο πλευρό του Μελ Γκίμπσον. Ένας σύζυγος στα πρόθυρα της οικονομικής καταστροφής, γλιστράει στην κατάθλιψη υπό το βλέμμα της Μέρεντιθ και βρίσκει καταφύγιο σε μια κούκλα-κάστορα, ενώ πρωταγωνίστησε και στο κοινωνικό δράμα «Ο θεός της σφαγής» σε σκηνοθεσία του Ρομάν Πολάνσκι που είναι βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο της Γιασμίνα Ρεζά.
Προσωπική ζωή
Η Τζόντι Φόστερ πάντα κρατούσε πεισματικά την προσωπική της ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Οι φήμες για τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις της, που ήταν κοινό μυστικό στο Χόλιγουντ, επιβεβαιώθηκαν από την ίδια το 2008, στην ετήσια απονομή των βραβείων «Power 100 women in Entertainment», όταν ευχαρίστησε δημόσια τη Σίντνεϊ Μπέρναρντ για τη συμπαράστασή της. Με τη Σίντνεϊ η Τζόντι Φόστερ συζούσε πάνω από μια δεκαετία και οι δυο γιοι της, Τσαρλς και Κιτ, έχουν πάρει τα επίθετα Φόστερ και Μπέρναρντ. Η ταυτότητα του πατέρα των παιδιών της παραμένει άγνωστη και η διάσημη ηθοποιός έχει πει ότι θα την αποκαλύψει στους γιους της όταν θα βρίσκονται στην κατάλληλη ηλικία. Το 2014 παντρεύτηκε την αγαπημένη της, φωτογράφο Αlexandra Hedison με την οποία είχε σχέση εδώ και ένα χρόνο. Η σταρ είναι 52 ετών, η σύζυγός της 45 και είναι γνωστή στη showbiz λόγω της σχέσης που είχε στο παρελθόν με την τηλεοπτική περσόνα και παρουσιάστρια των Οσκαρ, Ελεν ντε Τζένερις.Στον ελεύθερο χρόνο της η Φόστερ απολαμβάνει τη γιόγκα, το καράτε και το kick boxing. .Η Τζόντι Φόστερ δεν ονειρεύτηκε ποτέ να γίνει ηθοποιός, γιατί πολύ απλά η υποκριτική ήταν η καθημερινότητα της. Όπως λέει και η ίδια: "Δεν μεγάλωσα θέλοντας να γίνω ηθοποιος. Δεν θυμάμαι ποτέ να μην είμαι ηθοποιός. Δεν πιστεύω όμως ότι διαθέτω την κατάλληλη προσωπικότητα. Δεν είμαι πολύ εξωστρεφής. Δεν θέλω να χορεύω στα τραπέζια και να κάνω μιμήσεις. Νομίζω ότι ο τρόπος που το προσεγγίζω είναι το να αγαπώ τις ιστορίες. Αυτή ήταν η πρώτη μου αγάπη, οι λέξεις. Οι λέξεις και η ιστορία και πως να δημιουργώ εικόνες. Φαντάζομαι πως το προσεγγίζω όλο ως σκηνοθέτης. Νομίζω ότι ταιριάζει πολύ περισσότερο με την ψυχοσύνθεση μου να είμαι σκηνοθέτης, έτσι αυτό έχει πια επηρεάσει την υποκριτική μου." Μετά από 41 χρόνια στο προσκήνιο σκοπεύει να συνεχίσει αδιάλλειπτα να δηλώνει παρούσα στο σινεμα; "Έχω κάνει κάποια διαλείμματα μέσα στα χρόνια, που και που εξαντλούμαι." Από παιδί όμως όταν έσβηναν τα φώτα και οι κάμερες εκείνο που επιθυμούσε ήταν να επιστρέψει στο σετ: "Ένα μέρος της επιθυμίας μου να επιστρέψω στην δουλειά οφειλόταν στο ότι ήθελα να περιστοιχίζομαι από αυτούς τους ανθρώπους που με μάθαιναν πράγματα και έπιναν άθλιο καφέ στις τρεις το πρωί ενώ κυκλοφορούσαμε φορώντας μπικίνι στην καρδιά του χειμώνα. Με κάποιον τρόπο αυτό έμοιαζε με πραγματική ζωή. Έμοιαζε περισσότερο με την πραγματική ζωή απ' ότι η ζωή μου."
Η Τζόντι Φόστερ πάντα κρατούσε πεισματικά την προσωπική της ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Οι φήμες για τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις της, που ήταν κοινό μυστικό στο Χόλιγουντ, επιβεβαιώθηκαν από την ίδια το 2008, στην ετήσια απονομή των βραβείων «Power 100 women in Entertainment», όταν ευχαρίστησε δημόσια τη Σίντνεϊ Μπέρναρντ για τη συμπαράστασή της. Με τη Σίντνεϊ η Τζόντι Φόστερ συζούσε πάνω από μια δεκαετία και οι δυο γιοι της, Τσαρλς και Κιτ, έχουν πάρει τα επίθετα Φόστερ και Μπέρναρντ. Η ταυτότητα του πατέρα των παιδιών της παραμένει άγνωστη και η διάσημη ηθοποιός έχει πει ότι θα την αποκαλύψει στους γιους της όταν θα βρίσκονται στην κατάλληλη ηλικία. Το 2014 παντρεύτηκε την αγαπημένη της, φωτογράφο Αlexandra Hedison με την οποία είχε σχέση εδώ και ένα χρόνο. Η σταρ είναι 52 ετών, η σύζυγός της 45 και είναι γνωστή στη showbiz λόγω της σχέσης που είχε στο παρελθόν με την τηλεοπτική περσόνα και παρουσιάστρια των Οσκαρ, Ελεν ντε Τζένερις.Στον ελεύθερο χρόνο της η Φόστερ απολαμβάνει τη γιόγκα, το καράτε και το kick boxing. .Η Τζόντι Φόστερ δεν ονειρεύτηκε ποτέ να γίνει ηθοποιός, γιατί πολύ απλά η υποκριτική ήταν η καθημερινότητα της. Όπως λέει και η ίδια: "Δεν μεγάλωσα θέλοντας να γίνω ηθοποιος. Δεν θυμάμαι ποτέ να μην είμαι ηθοποιός. Δεν πιστεύω όμως ότι διαθέτω την κατάλληλη προσωπικότητα. Δεν είμαι πολύ εξωστρεφής. Δεν θέλω να χορεύω στα τραπέζια και να κάνω μιμήσεις. Νομίζω ότι ο τρόπος που το προσεγγίζω είναι το να αγαπώ τις ιστορίες. Αυτή ήταν η πρώτη μου αγάπη, οι λέξεις. Οι λέξεις και η ιστορία και πως να δημιουργώ εικόνες. Φαντάζομαι πως το προσεγγίζω όλο ως σκηνοθέτης. Νομίζω ότι ταιριάζει πολύ περισσότερο με την ψυχοσύνθεση μου να είμαι σκηνοθέτης, έτσι αυτό έχει πια επηρεάσει την υποκριτική μου." Μετά από 41 χρόνια στο προσκήνιο σκοπεύει να συνεχίσει αδιάλλειπτα να δηλώνει παρούσα στο σινεμα; "Έχω κάνει κάποια διαλείμματα μέσα στα χρόνια, που και που εξαντλούμαι." Από παιδί όμως όταν έσβηναν τα φώτα και οι κάμερες εκείνο που επιθυμούσε ήταν να επιστρέψει στο σετ: "Ένα μέρος της επιθυμίας μου να επιστρέψω στην δουλειά οφειλόταν στο ότι ήθελα να περιστοιχίζομαι από αυτούς τους ανθρώπους που με μάθαιναν πράγματα και έπιναν άθλιο καφέ στις τρεις το πρωί ενώ κυκλοφορούσαμε φορώντας μπικίνι στην καρδιά του χειμώνα. Με κάποιον τρόπο αυτό έμοιαζε με πραγματική ζωή. Έμοιαζε περισσότερο με την πραγματική ζωή απ' ότι η ζωή μου."