Ο Βίγκο Πίτερ Μόρτενσεν τζούνιορ γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου το 1958 στη Νέα Υόρκη, από Δανό πατέρα (Βίγκο Πίτερ Μόρτενσεν senior) και Αμερικανίδα μητέρα (Γκρέις Γκαμπλ), με τους δυο τους να συναντιούνται στη Νορβηγία. Σε πολύ μικρή ηλικία μετακόμισε με τους δικούς του στη Βενεζουέλα αποκτώντας άλλα δύο αδέλφια κι αργότερα στη Δανία και την Αργεντινή, όπου ζούσαν σε φάρμα εκτρέφοντας πουλερικά. Στην Αργεντινή μάλιστα πήγε και σχολείο, όπου έμαθε την ισπανική γλώσσα, την οποία κατέχει και σήμερα. Στα 7 του πήγε σε ένα αυστηρό οικοτροφείο στην Αργεντινή, στα 11 του όμως, όταν χώρισαν οι γονείς του, επέστρεψε μαζί με τη μητέρα του και τους 2 αδελφούς του στη Νέα Υόρκη, όπου και τελικά μεγάλωσε. Μετά το σχολείο, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Σαιντ Λόρενς στο Κάντον της Νέας Υόρκης και πήρε πτυχίο στις πολιτικές επιστήμες και τα ισπανικά, ενώ αργότερα, το ανήσυχο πνεύμα του τον οδήγησε στην Ευρώπη, όπου ταξίδεψε στην Ισπανία, την Αγγλία, καταλήγοντας στη Δανία, κάνοντας διάφορες δουλειές, από οδηγός φορτηγών, μέχρι πωλητής σε ανθοπωλείο. Tαυτόχρονα, όμως, άρχισε να απελευθερώνει την καλλιτεχνική του φύση γράφοντας ποιήματα και μικρές ιστορίες. Δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε στη Νέα Υόρκη ακολουθώντας την κοπέλα που είχε ερωτευτεί , ελπίζοντας που θα κάνει καριέρα στη συγγραφή, ζώντας με τον έρωτα της ζωής του. Τα πράγματα, όμως ήρθαν λίγο διαφορετικά, αφού ο Μόρτενσεν ξεκίνησε μαθήματα υποκριτικής, καθώς δούλευε ως σερβιτόρος και μπάρμαν. Η αρχή δεν άργησε να γίνει και το 1985 κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο με ένα μικρό ρόλο στο βραβευμένο με 2 Όσκαρ θρίλερ «Μάρτυρας εγκλήματος» του Πίτερ Γουάιρ, μαζί με τον Χάρισον Φορντ και την Κέλι Μακ Γκίλις. Λίγο αργότερα μετακομίζει στο Λος Άντζελες και μετά από εμφανίσεις σε κάποιες τηλεοπτικές σειρές, το 1987 εμφανίζεται στην κομεντί «Salvation!: Have you said your prayers today?» και παντρεύεται τη συμπρωταγωνίστριά του Εξέν Σερβένκα με την οποία κάνει ένα γιο. Ο γάμος τους θα κρατήσει μέχρι το 1998, όπου οι δυο τους θα αποφασίσουν να χωρίσουν. Μέχρι να φύγει η δεκαετία του ’80, ο Μόρτενσεν περνάει από το καστ άλλων δύο ταινιών, της ταινίας τρόμου «Prison» του Ρένι Χάρλιν, όπου έχει και πρωταγωνιστικό ρόλο και της δραματικής ταινίας «Fresh horses» μαζί με τον Άντριου Μακ Κάρθι και τη… βασίλισσα των 80s Μόλι Ρίνγκγουολντ, ακόμη, όμως η αναγνώριση αργεί να έρθει.
Ανοίγοντας το δρόμο προς την επιτυχία
Κατά τη διάρκεια των 90s, o Μόρτενσεν εμφανίζεται σε πληθώρα ταινιών, έχοντας κυρίως δεύτερους ρόλους πλάι σε μεγαλύτερα ονόματα ή πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μικρότερες ταινίες. Το 1990, για παράδειγμα έχει έναν μικρότερο ρόλο πλάι στον Εμίλιο Εστεβέζ και τον Κίφερ Σάδερλαντ στην περιπέτεια δράσης «Young guns», ενώ το 1993 συμπρωταγωνιστεί με την Άντι Μακ Ντάουελ και τον Λίαμ Νίσον στο θρίλερ «Ruby Cairo» του Γκράεμ Κλίφορντ και λίγο αργότερα σκηνοθετείται από τον Μπράιαν Ντε Πάλμα στο «Carlito’s way» με πρωταγωνιστές τον Αλ Πατσίνο και Σον Πεν. Το 1995 ενσαρκώνει… σατανικό ρόλο ως Λούσιφερ στην ταινία τρόμου «The prophecy» του Γκρέγκορι Γουάιντεν με τον Κρίστοφερ Γουόκεν και λίγο αργότερο πέφτει στα χέρια του Τόνι Σκοτ για το θρίλερ δράσης «Crimson tide» πλάι στον Τζιν Χάκμαν και τον Ντένζελ Ουάσιγκτον.Στο «Albino Alligator» ο Κέβιν Σπέισι κάνει μια σκηνοθετική απόπειρα και μέσα στο καστ μαζί με τους Ματ Ντίλον και Φέι Ντάναγουεϊ βρίσκεται και ο Μόρτενσεν, ενώ το 1997 πρωταγωνιστεί δίπλα στην… ξυρισμένη Ντέμι Μουρ, στην «Επίλεκτη» του Ρίντλεϊ Σκοτ. Ο ρόλος του ως σκληρός εκπαιδευτής της Μουρ, όταν αυτή περνάει την εκπαίδευση για να μπει στους… κομάντο του πολεμικού ναυτικού των Η.Π.Α., φαίνεται πως αρχίζει να τραβάει τα βλέμματα κοινού και κριτικών που μέχρι στιγμής δεν έχουν εντυπωσιαστεί από τον Μόρτενσεν και ο ίδιος βρίσκεται για πρώτη φορά υποψήφιος για βραβείο, στα MTV awards. Την ίδια χρονιά βρίσκεται και στην ισπανική παραγωγή «La pistola de mi hermano» και το 1998 μπαίνει για τα καλά στον κόσμο του Χόλιγουντ με το θρίλερ «Ένας τέλειος φόνος» του Άντριου Ντέιβις, μαζί με τον Μάικλ Ντάγκλας και την Γκουίνεθ Πάλτροου, σε ρόλο ενός αδίστακτου καλλιτέχνη και παράνομου εραστή της Έμιλι Μπράντφορντ (Πάλτροου), ο οποίος δέχεται χρήματα από το σύζυγό της (Μάικλ Ντάγκλας) για να την δολοφονήσει. Η ταινία πάει καλά εμπορικά, κάτι στο οποίο ακόμη δεν είναι συνηθισμένος ο Μόρτενσεν και ο ίδιος βρίσκεται υποψήφιος για βραβείο Blockbuster Entertainment β’ ανδρικού ρόλου. Το μυστήριο δεν το αποχωρίζεται και βρίσκεται λίγο αργότερα στο ριμέικ του «Ψυχώ» του 1960 του Άλφρεντ Χίτσκοκ, με σκηνοθέτη τον Γκας Βαν Σαντ, υποδυόμενος τον Σαμ Λούμις, σύντροφο της πρωταγωνίστριας Μάριον Κρέιν (Αν Χες). Η ταινία, όμως, δεν πηγαίνει καλά ούτε από εμπορική, ούτε από καλλιτεχνική άποψη, κερδίζοντας μάλιστα το Χρυσό Βατόμουρο του χειρότερου ριμέικ.Τη δεκαετία κλείνει με δύο δραματικές κομεντί, το «A walk on the moon» το 1999 μαζί με την Νταϊάν Λέιν, το οποίο δέχεται καλές κριτικές και το «28 ημέρες» της Μπέτι Τόμας, μαζί με τη Σάντρα Μπούλοκ, όπου υποδύεται έναν διάσημο παίκτη μπέιζμπολ που βρίσκεται σε κλινική αποτοξίνωσης από το αλκοόλ, τα ναρκωτικά και το… σεξ.
Κατά τη διάρκεια των 90s, o Μόρτενσεν εμφανίζεται σε πληθώρα ταινιών, έχοντας κυρίως δεύτερους ρόλους πλάι σε μεγαλύτερα ονόματα ή πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μικρότερες ταινίες. Το 1990, για παράδειγμα έχει έναν μικρότερο ρόλο πλάι στον Εμίλιο Εστεβέζ και τον Κίφερ Σάδερλαντ στην περιπέτεια δράσης «Young guns», ενώ το 1993 συμπρωταγωνιστεί με την Άντι Μακ Ντάουελ και τον Λίαμ Νίσον στο θρίλερ «Ruby Cairo» του Γκράεμ Κλίφορντ και λίγο αργότερα σκηνοθετείται από τον Μπράιαν Ντε Πάλμα στο «Carlito’s way» με πρωταγωνιστές τον Αλ Πατσίνο και Σον Πεν. Το 1995 ενσαρκώνει… σατανικό ρόλο ως Λούσιφερ στην ταινία τρόμου «The prophecy» του Γκρέγκορι Γουάιντεν με τον Κρίστοφερ Γουόκεν και λίγο αργότερο πέφτει στα χέρια του Τόνι Σκοτ για το θρίλερ δράσης «Crimson tide» πλάι στον Τζιν Χάκμαν και τον Ντένζελ Ουάσιγκτον.Στο «Albino Alligator» ο Κέβιν Σπέισι κάνει μια σκηνοθετική απόπειρα και μέσα στο καστ μαζί με τους Ματ Ντίλον και Φέι Ντάναγουεϊ βρίσκεται και ο Μόρτενσεν, ενώ το 1997 πρωταγωνιστεί δίπλα στην… ξυρισμένη Ντέμι Μουρ, στην «Επίλεκτη» του Ρίντλεϊ Σκοτ. Ο ρόλος του ως σκληρός εκπαιδευτής της Μουρ, όταν αυτή περνάει την εκπαίδευση για να μπει στους… κομάντο του πολεμικού ναυτικού των Η.Π.Α., φαίνεται πως αρχίζει να τραβάει τα βλέμματα κοινού και κριτικών που μέχρι στιγμής δεν έχουν εντυπωσιαστεί από τον Μόρτενσεν και ο ίδιος βρίσκεται για πρώτη φορά υποψήφιος για βραβείο, στα MTV awards. Την ίδια χρονιά βρίσκεται και στην ισπανική παραγωγή «La pistola de mi hermano» και το 1998 μπαίνει για τα καλά στον κόσμο του Χόλιγουντ με το θρίλερ «Ένας τέλειος φόνος» του Άντριου Ντέιβις, μαζί με τον Μάικλ Ντάγκλας και την Γκουίνεθ Πάλτροου, σε ρόλο ενός αδίστακτου καλλιτέχνη και παράνομου εραστή της Έμιλι Μπράντφορντ (Πάλτροου), ο οποίος δέχεται χρήματα από το σύζυγό της (Μάικλ Ντάγκλας) για να την δολοφονήσει. Η ταινία πάει καλά εμπορικά, κάτι στο οποίο ακόμη δεν είναι συνηθισμένος ο Μόρτενσεν και ο ίδιος βρίσκεται υποψήφιος για βραβείο Blockbuster Entertainment β’ ανδρικού ρόλου. Το μυστήριο δεν το αποχωρίζεται και βρίσκεται λίγο αργότερα στο ριμέικ του «Ψυχώ» του 1960 του Άλφρεντ Χίτσκοκ, με σκηνοθέτη τον Γκας Βαν Σαντ, υποδυόμενος τον Σαμ Λούμις, σύντροφο της πρωταγωνίστριας Μάριον Κρέιν (Αν Χες). Η ταινία, όμως, δεν πηγαίνει καλά ούτε από εμπορική, ούτε από καλλιτεχνική άποψη, κερδίζοντας μάλιστα το Χρυσό Βατόμουρο του χειρότερου ριμέικ.Τη δεκαετία κλείνει με δύο δραματικές κομεντί, το «A walk on the moon» το 1999 μαζί με την Νταϊάν Λέιν, το οποίο δέχεται καλές κριτικές και το «28 ημέρες» της Μπέτι Τόμας, μαζί με τη Σάντρα Μπούλοκ, όπου υποδύεται έναν διάσημο παίκτη μπέιζμπολ που βρίσκεται σε κλινική αποτοξίνωσης από το αλκοόλ, τα ναρκωτικά και το… σεξ.
Ο Άραγκορν τον εκτινάσσει στην κορυφή
Το 2001, η καριέρα του έκανε μια τεράστια στροφή προς τη δόξα, την οποία ο ίδιος σίγουρα δεν φανταζόταν μετά από μια ολόκληρη δεκαετία και παραπάνω δουλειάς. Η τύχη φαίνεται πως του χαμογέλασε και τελευταία στιγμή ο Πίτερ Τζάκσον τον επέλεξε για το ρόλο του γενναίου πολεμιστή Άραγκορν στην τριλογία του «Άρχοντα των δαχτυλιδιών», βασισμένη στα 3 βιβλία του Άγγλου συγγραφέα Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν. Για το ρόλο αυτό αρχικά είχε επιλεγεί ο Στιούαρτ Τάουνσεντ, (μετά και από άρνηση του Νίκολας Κέιτζ), ενώ ο ίδιος ο Μόρτενσεν αναφέρει ότι πιθανότατα δεν θα δεχόταν το ρόλο, αν δεν ήταν ο γιος του φανατικός του Τόλκιν και του «Άρχοντα των δαχτυλιδιών». Ο Μόρτενσεν τελικά κατάφερε να μπει στο πετσί του ρόλου του γενναίου πολεμιστή – μάλιστα ο Μπομπ Άντερσον που τον εκπαίδευσε στις ξιφομαχίες, ανέφερε ότι ήταν από τους καλύτερους ξιφομάχους που έχει συναντήσει – περνώντας ώρες πεζοπορίας στις περιοχές των γυρισμάτων και γυρίζοντας ο ίδιος όλες τις σκηνές του, ακόμη και τις επικίνδυνες. Ο «Άρχοντας των δαχτυλιδιών: η συντροφιά του δαχτυλιδιού» ήταν η πρώτη ταινία της τριλογίας, με πρωταγωνιστές τον Ορλάντο Μπλουμ, τον Ελάια Γουντ, τον Ίαν Μακ Κέλεν κ.ά., η οποία με budget 93 εκατομμυρίων δολαρίων, κατάφερε να φέρει στα ταμεία 870 εκατομμύρια, λαμβάνοντας εξαιρετικές κριτικές από τους πιο έγκριτους δημοσιογράφους του χώρου και κριτικούς, ενώ έλαβε 4 Όσκαρ από την Ακαδημία. Ο Μόρτενσεν, στο ρόλο του Άραγκορν κέρδισε το βραβείο των Κριτικών του Κινηματογράφου του Φοίνιξ για το καλύτερο καστ, ενώ βρέθηκε υποψήφιος και για βραβείο Empire, αλλά και βραβείο Screen Actors Guild.To 2002 κυκλοφόρησε η δεύτερη ταινία της σειράς, «Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών: Οι δύο πύργοι», η οποία πήγε ακόμη καλύτερα στο box office, με τις κριτικές και πάλι να την εκθειάζουν και το 2003, η τριλογία έκλεισε με το τρίτο και τελευταίο μέρος «Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών: Η επιστροφή του Βασιλιά», με τις εισπράξεις πλέον να ξεπερνούν το 1 δις. Η ταινία υπήρξε η πιο εμπορική της χρονιάς, κέρδισε 11 Όσκαρ και ο… Άραγκορν βρέθηκε υποψήφιος για βραβείο Saturn, Empire, ενώ κέρδισε το βραβείο Screen Actors Guild μεταξύ άλλων, ζώντας τις στιγμές δόξας που δεν είχε γευτεί τόσα χρόνια στην καριέρα του. Βγάζοντας πλέον τη στολή του Άραγκορν, ο Μόρτενσεν το 2004 πρωταγωνιστεί στο γουέστερν «Hidalgo» μαζί με τον Ομάρ Σαρίφ, έναντι της αμοιβής των 2 εκατομμυρίων δολαρίων – μάλιστα αγόρασε και ένα από τα άλογα που χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία, όπως έκανε και μετά τον «Άρχοντα των δαχτυλιδιών», αφού η ιππασία είναι από τα αγαπημένα του χόμπι.
Το 2001, η καριέρα του έκανε μια τεράστια στροφή προς τη δόξα, την οποία ο ίδιος σίγουρα δεν φανταζόταν μετά από μια ολόκληρη δεκαετία και παραπάνω δουλειάς. Η τύχη φαίνεται πως του χαμογέλασε και τελευταία στιγμή ο Πίτερ Τζάκσον τον επέλεξε για το ρόλο του γενναίου πολεμιστή Άραγκορν στην τριλογία του «Άρχοντα των δαχτυλιδιών», βασισμένη στα 3 βιβλία του Άγγλου συγγραφέα Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν. Για το ρόλο αυτό αρχικά είχε επιλεγεί ο Στιούαρτ Τάουνσεντ, (μετά και από άρνηση του Νίκολας Κέιτζ), ενώ ο ίδιος ο Μόρτενσεν αναφέρει ότι πιθανότατα δεν θα δεχόταν το ρόλο, αν δεν ήταν ο γιος του φανατικός του Τόλκιν και του «Άρχοντα των δαχτυλιδιών». Ο Μόρτενσεν τελικά κατάφερε να μπει στο πετσί του ρόλου του γενναίου πολεμιστή – μάλιστα ο Μπομπ Άντερσον που τον εκπαίδευσε στις ξιφομαχίες, ανέφερε ότι ήταν από τους καλύτερους ξιφομάχους που έχει συναντήσει – περνώντας ώρες πεζοπορίας στις περιοχές των γυρισμάτων και γυρίζοντας ο ίδιος όλες τις σκηνές του, ακόμη και τις επικίνδυνες. Ο «Άρχοντας των δαχτυλιδιών: η συντροφιά του δαχτυλιδιού» ήταν η πρώτη ταινία της τριλογίας, με πρωταγωνιστές τον Ορλάντο Μπλουμ, τον Ελάια Γουντ, τον Ίαν Μακ Κέλεν κ.ά., η οποία με budget 93 εκατομμυρίων δολαρίων, κατάφερε να φέρει στα ταμεία 870 εκατομμύρια, λαμβάνοντας εξαιρετικές κριτικές από τους πιο έγκριτους δημοσιογράφους του χώρου και κριτικούς, ενώ έλαβε 4 Όσκαρ από την Ακαδημία. Ο Μόρτενσεν, στο ρόλο του Άραγκορν κέρδισε το βραβείο των Κριτικών του Κινηματογράφου του Φοίνιξ για το καλύτερο καστ, ενώ βρέθηκε υποψήφιος και για βραβείο Empire, αλλά και βραβείο Screen Actors Guild.To 2002 κυκλοφόρησε η δεύτερη ταινία της σειράς, «Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών: Οι δύο πύργοι», η οποία πήγε ακόμη καλύτερα στο box office, με τις κριτικές και πάλι να την εκθειάζουν και το 2003, η τριλογία έκλεισε με το τρίτο και τελευταίο μέρος «Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών: Η επιστροφή του Βασιλιά», με τις εισπράξεις πλέον να ξεπερνούν το 1 δις. Η ταινία υπήρξε η πιο εμπορική της χρονιάς, κέρδισε 11 Όσκαρ και ο… Άραγκορν βρέθηκε υποψήφιος για βραβείο Saturn, Empire, ενώ κέρδισε το βραβείο Screen Actors Guild μεταξύ άλλων, ζώντας τις στιγμές δόξας που δεν είχε γευτεί τόσα χρόνια στην καριέρα του. Βγάζοντας πλέον τη στολή του Άραγκορν, ο Μόρτενσεν το 2004 πρωταγωνιστεί στο γουέστερν «Hidalgo» μαζί με τον Ομάρ Σαρίφ, έναντι της αμοιβής των 2 εκατομμυρίων δολαρίων – μάλιστα αγόρασε και ένα από τα άλογα που χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία, όπως έκανε και μετά τον «Άρχοντα των δαχτυλιδιών», αφού η ιππασία είναι από τα αγαπημένα του χόμπι.
Την επόμενη χρονιά συνεργάζεται με τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ στην υποψήφια για 2 Όσκαρ δραματική ταινία «Το τέλος της βίας» μαζί με τον Εντ Χάρις, κερδίζοντας υποψηφιότητα για βραβείο Saturn, Empire, Satellite καλύτερου ηθοποιού κ.ά., ενώ το 2006 τον βρίσκουμε στην ισπανική παραγωγή «Alatriste» του Αγκουστίν Ντιάζ Πάνες, υποψήφιο για βραβείο Goya για την ερμηνεία του ως ο Ισπανός λοχαγός Ντιέγκο Αλατρίστε.Μετά από τόσες υποψηφιότητες, όμως, ο Μόρτενσεν βρίσκεται υποψήφιος και για Όσκαρ, αλλά και Χρυσή Σφαίρα, με την ερμηνεία του στη δραματική ταινία μυστηρίου «Επικίνδυνες υποσχέσεις» του Κρόνενμπεργκ και πάλι. Ο Βίγκο σε ρόλο Ρώσου μαφιόζου, σε μια ταινία που μας οδηγεί στην καρδιά της ρώσικης μαφίας, ανέφερε ότι επισκέφθηκε μόνος του τις φυλακές της Ρωσίας για να συναναστραφεί με πραγματικούς Ρώσους μαφιόζους, προκειμένου να κατανοήσει το ρόλο του. Με τον Έντ Χάρις συναντιέται ξανά στο γουέστερν «Appaloosa» (το οποίο σκηνοθετεί κι όλας ο Χάρις) και λίγο αργότερα υποδύεται έναν καθηγητή γερμανική φιλολογίας της δεκαετίας του ’30 στη δραματική ταινία «Good», χωρίς, όμως, να τραβήξει την προσοχή των κριτικών. Στη δραματική ταινία «Ο δρόμος» υποδύεται τον πατέρα που προσπαθεί να επιβιώσει με το γιο του σε μια ερειπωμένη χώρα, στο πλευρό της Σαρλίζ Θερόν, ενώ βρίσκεται πλάι στον Μάικλ Φασμπέντερ και την Κίρα Νάιτλι και με τις σκηνοθετικές οδηγίες του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ για άλλη μια φορά, στο βιογραφικό δράμα «Μια επικίνδυνη μέθοδος», ενσαρκώνοντας τον πατέρα της ψυχανάλυσης, Σίγκμουντ Φρόιντ. Επόμενή του ταινία είναι η μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του πασίγνωστου βιβλίου «On the road» του Τζακ Κέρουακ, με τις σκηνοθετικές οδηγίες του Βραζιλιάνου Γουόλτερ Σαλς. Το 2014 πρωταγωνίστησε στο θρίλερ Τα δύο πρόσωπα του Γενάρη, ταινία που γυρίστηκε στην Αθήνα,ενώ η επόμενη ταινία του Μακριά από τους Ανθρώπους, του Νταβίντ Ελχόφεν, έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας αφήνοντας εξαιρετικές εντυπώσεις και στη συνέχεια συμμετείχε με μεγάλη επιτυχία στα Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο, Λονδίνου και Ρότερνταμ.Βασισμένη στο διήγημα του Αλμπέρ Καμύ «Η Φιλοξενία» η ταινία είναι γυρισμένη στο μοναδικό τοπίο των ερημικών πεδιάδων της Αλγερίας από τον διευθυντή φωτογραφίας Γκιγιόμ Ντεφοντέν ενώ ο σκηνοθέτης σμιλεύει την βαθιά ανθρώπινη και διαχρονικά επίκαιρη ιστορία του μέσα από την εξέλιξη της σχέσης ανάμεσα στους δύο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές (Βίγκο Μόρτενσεν, Ρεντά Κατέμπ) που σιγά-σιγά ανακαλύπτουν ο ένας την ταυτότητα του άλλου.
Πολύπλευρος καλλιτέχνης
Ο Βίγκο Μόρτενσεν έχει βαθιά καλλιτεχνική φύση, την οποία απέδειξε από την αρχή της καριέρας του, όταν πριν ξεκινήσει την υποκριτική έγραφε ποιήματα και ιστορίες. Σήμερα έχει εκδώσει διάφορα βιβλία με ποιήματα (γραμμένα στα αγγλικά, τα δανέζικα και τα ισπανικά), με την πρώτη του συλλογή να κυκλοφορεί το 1993 με τίτλο «Ten last nights». Με τα χρήματα, μάλιστα, που κέρδισε από τον «Άρχοντα των δαχτυλιδιών» ίδρυσε τον δικό του εκδοτικό οίκο, Perceval Press, με στόχο να βοηθήσει άλλους καλλιτέχνες να εκδώσουν την εργασία τους. Τα βιβλία του περιλαμβάνουν και φωτογραφίες, μιας και η φωτογραφία αποτελεί άλλο ένα καλλιτεχνικό χόμπι του διάσημου ηθοποιού, ενώ ταυτόχρονα ζωγραφίζει, συνήθως πίνακες αφηρημένης τέχνης, πολλοί από τους οποίους έχουν εκτεθεί σε γκαλερί παγκοσμίως. Η καλλιτεχνική του φλέβα επεκτείνεται και στη μουσική, όπου προσπαθεί να συνδυάσει με αυτή τα ποιήματά του, έχοντας κάνει συνεργασίες τον κιθαρίστα Buckethead κι έχοντας κυκλοφορήσει πολλά άλμπουμ από το 1994 μέχρι σήμερα.
Προσωπική ζωή
Το 1985 έπαιξε στη σειρά Salvation. Εκεί γνώρισε την Εξέν Σερβένκα, μια πετυχημένη τραγουδίστρια της πανκ στις αρχές του 1980. Παντρεύτηκαν το 1987 και το 1988 η Εξέν έμεινε έγκυος στο γιο τους Χένρι. Για να μπορούν να μεγαλώσουν το παιδί τους ήρεμα και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, λόγω της φήμης της Εξέν, μετακόμισαν στο Αϊντάχο. Το ζευγάρι χώρισε το 1998 και την ανατροφή του παιδιού ανέλαβε ο Μόρτενσεν. Ο ίδιος έχει πει ότι υπάρχει μια σχέση φιλίας μεταξύ τους. Αργότερα, σύναψε σχέση με την κόρη του σκηνοθέτη Τζούλιαν Σνάμπελ, Λόλα. Η σχέση τους κράτησε 2 χρόνια. Ο Βίγκο Μόρτενσεν είναι οπαδός του χόκεϊ σε πάγο, και συγκεκριμένα της ομάδας των Montreal Canadiens. Λατρεύει, επίσης, το ποδόσφαιρο και είναι μεγάλος θαυμαστής του Ντιέγκο Μαραντόνα και των εθνικών ομάδων της Αργεντινής και της Δανίας, καθώς και της ομάδας ποδοσφαίρου της Αργεντινής Σαν Λορέντζο. Έχει πολλές φορές καταφερθεί κατά της στρατοκρατίας και της Αμερικανικής κυβέρνησης (έχει στραφεί πολλές φορές εναντίον του πρώην προέδρου των Η.Π.Α. Τζορτζ Μπους). Τον Ιανουάριο του 2008 υποστήριξε δημοσίως τον Dennis Kucinich για πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Επίσης, κατηγόρησε τη Δανία για τη συμμετοχή της στον πόλεμο του Ιράκ.
Ο Βίγκο Μόρτενσεν έχει βαθιά καλλιτεχνική φύση, την οποία απέδειξε από την αρχή της καριέρας του, όταν πριν ξεκινήσει την υποκριτική έγραφε ποιήματα και ιστορίες. Σήμερα έχει εκδώσει διάφορα βιβλία με ποιήματα (γραμμένα στα αγγλικά, τα δανέζικα και τα ισπανικά), με την πρώτη του συλλογή να κυκλοφορεί το 1993 με τίτλο «Ten last nights». Με τα χρήματα, μάλιστα, που κέρδισε από τον «Άρχοντα των δαχτυλιδιών» ίδρυσε τον δικό του εκδοτικό οίκο, Perceval Press, με στόχο να βοηθήσει άλλους καλλιτέχνες να εκδώσουν την εργασία τους. Τα βιβλία του περιλαμβάνουν και φωτογραφίες, μιας και η φωτογραφία αποτελεί άλλο ένα καλλιτεχνικό χόμπι του διάσημου ηθοποιού, ενώ ταυτόχρονα ζωγραφίζει, συνήθως πίνακες αφηρημένης τέχνης, πολλοί από τους οποίους έχουν εκτεθεί σε γκαλερί παγκοσμίως. Η καλλιτεχνική του φλέβα επεκτείνεται και στη μουσική, όπου προσπαθεί να συνδυάσει με αυτή τα ποιήματά του, έχοντας κάνει συνεργασίες τον κιθαρίστα Buckethead κι έχοντας κυκλοφορήσει πολλά άλμπουμ από το 1994 μέχρι σήμερα.
Προσωπική ζωή
Το 1985 έπαιξε στη σειρά Salvation. Εκεί γνώρισε την Εξέν Σερβένκα, μια πετυχημένη τραγουδίστρια της πανκ στις αρχές του 1980. Παντρεύτηκαν το 1987 και το 1988 η Εξέν έμεινε έγκυος στο γιο τους Χένρι. Για να μπορούν να μεγαλώσουν το παιδί τους ήρεμα και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, λόγω της φήμης της Εξέν, μετακόμισαν στο Αϊντάχο. Το ζευγάρι χώρισε το 1998 και την ανατροφή του παιδιού ανέλαβε ο Μόρτενσεν. Ο ίδιος έχει πει ότι υπάρχει μια σχέση φιλίας μεταξύ τους. Αργότερα, σύναψε σχέση με την κόρη του σκηνοθέτη Τζούλιαν Σνάμπελ, Λόλα. Η σχέση τους κράτησε 2 χρόνια. Ο Βίγκο Μόρτενσεν είναι οπαδός του χόκεϊ σε πάγο, και συγκεκριμένα της ομάδας των Montreal Canadiens. Λατρεύει, επίσης, το ποδόσφαιρο και είναι μεγάλος θαυμαστής του Ντιέγκο Μαραντόνα και των εθνικών ομάδων της Αργεντινής και της Δανίας, καθώς και της ομάδας ποδοσφαίρου της Αργεντινής Σαν Λορέντζο. Έχει πολλές φορές καταφερθεί κατά της στρατοκρατίας και της Αμερικανικής κυβέρνησης (έχει στραφεί πολλές φορές εναντίον του πρώην προέδρου των Η.Π.Α. Τζορτζ Μπους). Τον Ιανουάριο του 2008 υποστήριξε δημοσίως τον Dennis Kucinich για πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Επίσης, κατηγόρησε τη Δανία για τη συμμετοχή της στον πόλεμο του Ιράκ.
Η τριλογία του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών»
κέρδισε συνολικά 17 Όσκαρ. Ωστόσο, ούτε ένα από αυτά τα 17 Όσκαρ δεν απονεμήθηκε σε κάποιον από τους ηθοποιούς που έδωσαν ζωή στους διάσημους χαρακτήρες του Τόλκιν. Ο λόγος μπορεί να ήταν ο μεγάλος αριθμός α’ και β’ ανδρικών ρόλων, καθώς δεν υπήρχε μόνο μία κεντρική ιστορία ούτε ένας ξεκάθαρος πρωταγωνιστής. Πάντως αν η Ακαδημία αποφάσιζε να βραβεύσει κάποιον, αυτός θα μπορούσε να είναι ο Βίγκο Μόρτενσεν, ο ηθοποιός που υποδύθηκε τον Άραγκορν, καθώς η αφοσίωσή του στην ταινία δεν είχε προηγούμενο. Βίγκο Μόρτενσεν. Τα γυρίσματα κράτησαν 438 μέρες, έγιναν εξ’ ολοκλήρου στη Νέα Ζηλανδία και κόστισαν περισσότερα από 200 εκατομμύρια δολάρια. Τα έσοδα έφτασαν τα 3 δισεκατομμύρια δολάρια. Ήταν μία από τις μεγαλύτερες και πιο φιλόδοξες υπερπαραγωγές που γυρίστηκαν ποτέ και, αναμφίβολα, άφησε ιστορία στον κινηματογράφο. Τον Άραγκορν υποδύθηκε ο ηθοποιός Βίγκο Μόρτενσεν, που φημιζόταν για το πάθος του. Στα γυρίσματα της τριλογίας είχε εντυπωσιάσει τους συντελεστές με την εργατικότητά του. Προπονούνταν για ώρες στην ιππασία, έμαθε να μιλάει τη γλώσσα των ξωτικών και οι κασκαντέρ διαγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιος θα πολεμήσει μαζί του, γιατί έδινε πάντα το 100% των δυνατοτήτων του. Σύμφωνα με τους προπονητές του, ήταν με διαφορά ο καλύτερος ξιφομάχος που είχαν διδάξει. Στη δεύτερη ταινία της τριλογίας, τους «Δύο Πύργους», οι εννιά ήρωες έχουν χωριστεί σε τρεις ομάδες, με διαφορετικές αποστολές. Ο Άραγκορν, μαζί με το ξωτικό Λέγκολας και τον νάνο Γκίμλι, κυνηγούν μια ομάδα Ούρουκ Χάι (τερατόμορφοι πολεμιστές του Σάουρον), που είχαν απαγάγει δύο απ’ τα Χόμπιτ της «Συντροφιάς του Δαχτυλιδιού». Κάποια στιγμή, οι τρεις ήρωες εντοπίσουν τους Ούρουκ Χάι, οι οποίοι είχαν δεχτεί επίθεση και είχαν αποδεκατιστεί. Θεώρησαν ότι τα δύο Χόμπιτ βρίσκονταν ανάμεσα στους νεκρούς, μη γνωρίζοντας ότι είχαν καταφέρει να διαφύγουν. Για να φανεί η απόγνωση του Άραγκορν τη στιγμή που σκέφτεται ότι οι φίλοι του ήταν νεκροί, ο Πίτερ Τζάκσον είχε ζητήσει απ’ τον Μόρτενσεν να κλωτσήσει ένα κράνος όσο πιο κοντά στην κάμερα μπορούσε, ουρλιάζοντας από οργή. Η σκηνή επαναλήφθηκε τέσσερις φορές και κάθε φορά, ο Μόρτενσεν κλωτσούσε το κράνος πιο κοντά στην κάμερα. Ο Τζάκσον σκέφτηκε ότι αν του έδινε άλλη μία ευκαιρία, η σκηνή θα ήταν τέλεια. Ο Μόρτενσεν κλώτσησε και για πέμπτη φορά το κράνος και ο Τζάκσον εντυπωσιάστηκε από την κραυγή του, που έμοιαζε σαν ο Άραγκορν να είχε κατακλυστεί από απόγνωση και οργή. Ο Τζάκσον συνέχισε το γύρισμα, πιστεύοντας ότι όλα ήταν καλά. Τελικά αποδείχτηκε πως ο Μόρτενσεν είχε σπάσει δύο δάχτυλα τη στιγμή που κλώτσησε το κράνος, αλλά αντί να διακόψει τη σκηνή, χρησιμοποίησε τον πόνο στην ερμηνεία του. Η σκηνή μπήκε στην ταινία και εκατομμύρια θεατές παρακολουθούσαν τον Μόρτενσεν να σπάει τα δάχτυλά του, χωρίς να το γνωρίζουν. Δεν ήταν ο μοναδικός τραυματισμός του Μόρτενσεν στα γυρίσματα. Είχε σπάσει το δόντι του, καθώς γύριζαν μια σκηνή μάχης για την πρώτη ταινία και κόντεψε να πνιγεί, όταν γύριζαν μια σκηνή που ξεβράζεται στις όχθες ενός ποταμού, στη δεύτερη ταινία. Οι εντυπωσιακές σκηνές στην αρχή των «Δύο Πύργων», όπου ο Άραγκορν, ο Λέγκολας και ο Γκίμλι τρέχουν στις βουνοπλαγιές, ενώ ο Τζάκσον τους τραβούσε από ελικόπτερο γυρίστηκαν ενώ και οι τρεις ηθοποιοί ήταν τραυματισμένοι. Ο Μόρτενσεν είχε σπασμένα δάχτυλα, ο Ορλάντο Μπλουμ που υποδύθηκε τον Λέγκολας είχε ραγισμένα πλευρά και το γόνατο του Γκίμλι είχε εξαρθρωθεί.
κέρδισε συνολικά 17 Όσκαρ. Ωστόσο, ούτε ένα από αυτά τα 17 Όσκαρ δεν απονεμήθηκε σε κάποιον από τους ηθοποιούς που έδωσαν ζωή στους διάσημους χαρακτήρες του Τόλκιν. Ο λόγος μπορεί να ήταν ο μεγάλος αριθμός α’ και β’ ανδρικών ρόλων, καθώς δεν υπήρχε μόνο μία κεντρική ιστορία ούτε ένας ξεκάθαρος πρωταγωνιστής. Πάντως αν η Ακαδημία αποφάσιζε να βραβεύσει κάποιον, αυτός θα μπορούσε να είναι ο Βίγκο Μόρτενσεν, ο ηθοποιός που υποδύθηκε τον Άραγκορν, καθώς η αφοσίωσή του στην ταινία δεν είχε προηγούμενο. Βίγκο Μόρτενσεν. Τα γυρίσματα κράτησαν 438 μέρες, έγιναν εξ’ ολοκλήρου στη Νέα Ζηλανδία και κόστισαν περισσότερα από 200 εκατομμύρια δολάρια. Τα έσοδα έφτασαν τα 3 δισεκατομμύρια δολάρια. Ήταν μία από τις μεγαλύτερες και πιο φιλόδοξες υπερπαραγωγές που γυρίστηκαν ποτέ και, αναμφίβολα, άφησε ιστορία στον κινηματογράφο. Τον Άραγκορν υποδύθηκε ο ηθοποιός Βίγκο Μόρτενσεν, που φημιζόταν για το πάθος του. Στα γυρίσματα της τριλογίας είχε εντυπωσιάσει τους συντελεστές με την εργατικότητά του. Προπονούνταν για ώρες στην ιππασία, έμαθε να μιλάει τη γλώσσα των ξωτικών και οι κασκαντέρ διαγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιος θα πολεμήσει μαζί του, γιατί έδινε πάντα το 100% των δυνατοτήτων του. Σύμφωνα με τους προπονητές του, ήταν με διαφορά ο καλύτερος ξιφομάχος που είχαν διδάξει. Στη δεύτερη ταινία της τριλογίας, τους «Δύο Πύργους», οι εννιά ήρωες έχουν χωριστεί σε τρεις ομάδες, με διαφορετικές αποστολές. Ο Άραγκορν, μαζί με το ξωτικό Λέγκολας και τον νάνο Γκίμλι, κυνηγούν μια ομάδα Ούρουκ Χάι (τερατόμορφοι πολεμιστές του Σάουρον), που είχαν απαγάγει δύο απ’ τα Χόμπιτ της «Συντροφιάς του Δαχτυλιδιού». Κάποια στιγμή, οι τρεις ήρωες εντοπίσουν τους Ούρουκ Χάι, οι οποίοι είχαν δεχτεί επίθεση και είχαν αποδεκατιστεί. Θεώρησαν ότι τα δύο Χόμπιτ βρίσκονταν ανάμεσα στους νεκρούς, μη γνωρίζοντας ότι είχαν καταφέρει να διαφύγουν. Για να φανεί η απόγνωση του Άραγκορν τη στιγμή που σκέφτεται ότι οι φίλοι του ήταν νεκροί, ο Πίτερ Τζάκσον είχε ζητήσει απ’ τον Μόρτενσεν να κλωτσήσει ένα κράνος όσο πιο κοντά στην κάμερα μπορούσε, ουρλιάζοντας από οργή. Η σκηνή επαναλήφθηκε τέσσερις φορές και κάθε φορά, ο Μόρτενσεν κλωτσούσε το κράνος πιο κοντά στην κάμερα. Ο Τζάκσον σκέφτηκε ότι αν του έδινε άλλη μία ευκαιρία, η σκηνή θα ήταν τέλεια. Ο Μόρτενσεν κλώτσησε και για πέμπτη φορά το κράνος και ο Τζάκσον εντυπωσιάστηκε από την κραυγή του, που έμοιαζε σαν ο Άραγκορν να είχε κατακλυστεί από απόγνωση και οργή. Ο Τζάκσον συνέχισε το γύρισμα, πιστεύοντας ότι όλα ήταν καλά. Τελικά αποδείχτηκε πως ο Μόρτενσεν είχε σπάσει δύο δάχτυλα τη στιγμή που κλώτσησε το κράνος, αλλά αντί να διακόψει τη σκηνή, χρησιμοποίησε τον πόνο στην ερμηνεία του. Η σκηνή μπήκε στην ταινία και εκατομμύρια θεατές παρακολουθούσαν τον Μόρτενσεν να σπάει τα δάχτυλά του, χωρίς να το γνωρίζουν. Δεν ήταν ο μοναδικός τραυματισμός του Μόρτενσεν στα γυρίσματα. Είχε σπάσει το δόντι του, καθώς γύριζαν μια σκηνή μάχης για την πρώτη ταινία και κόντεψε να πνιγεί, όταν γύριζαν μια σκηνή που ξεβράζεται στις όχθες ενός ποταμού, στη δεύτερη ταινία. Οι εντυπωσιακές σκηνές στην αρχή των «Δύο Πύργων», όπου ο Άραγκορν, ο Λέγκολας και ο Γκίμλι τρέχουν στις βουνοπλαγιές, ενώ ο Τζάκσον τους τραβούσε από ελικόπτερο γυρίστηκαν ενώ και οι τρεις ηθοποιοί ήταν τραυματισμένοι. Ο Μόρτενσεν είχε σπασμένα δάχτυλα, ο Ορλάντο Μπλουμ που υποδύθηκε τον Λέγκολας είχε ραγισμένα πλευρά και το γόνατο του Γκίμλι είχε εξαρθρωθεί.