O Μπρους Σπρίνγκστιν, στα 67 του χρόνια, ξέρει καλά ποιος είναι. Αλλά δεν κατέκτησε εύκολα την αυτογνωσία. Οχι χωρίς να συρθεί στο πάτωμα, χωρίς να αντιμετωπίσει τους δαίμονές του, χωρίς να πονέσει. Οποιος διαβάσει την αυτοβιογραφία του, «Born to run», το καταλαβαίνει. Γιατί ο συγγραφέας της δεν κάνει καμιά προσπάθεια να κρύψει το παραμικρό. Δεν φοβάται να αποκαλύψει την πραγματική εικόνα του εαυτού του, μήπως και πληγώσει το... ίματζ του σταρ. Στις 528 σελίδες της, μας δίνει τα κομμάτια του παζλ της ζωής του – και των πρωταγωνιστών της. Ο ψυχικά ασθενής και αλκοολικός πατέρας του, η γιαγιά του την οποία λάτρευε, η τρυφερή μητέρα του, οι αδελφές του, οι φίλοι, τα μέλη της E Street Band, οι γυναίκες που ερωτεύτηκε, η σημερινή σύζυγός του Πάτι, στην οποία αφοσιώθηκε, τα παιδιά τους.
Ο Μπρους Σπρίνγκστιν,το Αφεντικό (The Boss), ηχογραφεί τα τραγούδια του και κάνει περιοδείες με το συγκρότημα E Street Band και είναι γνωστός για το είδος heartland rock, το οποίο σημαίνει πως ο ίδιος θεωρεί ότι η ροκ μουσική έχει και κοινωνικό σκοπό, πέρα από την ψυχαγωγία. Τα τραγούδια του κυμαίνονται από έντονες μπαλάντες ως δυνατά και γρήγορα ροκ εν ρολ κομμάτια. Τα δύο πιο επιτυχημένα άλμπουμ του, το Born to Run (1975) και το Born in the U.S.A. (1984) αποτελούν την επιτομή τής περιγραφής των καθημερινών "μαχών" των απλών πολιτών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το Born in the U.S.Α. τον έκανε έναν απ' τους πιο γνωστούς και δημοφιλείς καλλιτέχνες στη δεκαετία τού '80 εντός των συνόρων. Είναι γνωστός για τις Δημοκρατικές πεποιθήσεις του και έχει στηρίξει τον Γερουσιαστή Τζον Κέρρυ, αλλά και τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα. Έχει προσφέρει και κοινωνικό έργο στη γενέτειρά του, το Νιου Τζέρσεϊ, αλλά και αλλού, ενώ επίσης "απάντησε" στις επιθέσεις τής 11ης Σεπτεμβρίου με το άλμπουμ του The Rising. Μέχρι στιγμής, έχει κερδίσει πάμπολλα βραβεία για τη δουλειά του, μεταξύ αυτών 20 βραβεία Γκράμι, 2 χρυσές σφαίρες και ένα βραβείο Όσκαρ, ενώ συνεχίζει να διατηρεί έναν τεράστιο αριθμό θαυμαστών ανά τον κόσμο. Όσον αφορά τις πωλήσεις, έχει πουλήσει περισσότερα από 65 εκατομμύρια άλμπουμ στις Ηνωμένες Πολιτείες και πάνω από 120 εκατομμύρια σε όλον τον κόσμο.
«Και πώς θα λέγεσαι τώρα;»
1972: Ο Μπρους Σπρίνγκστιν δεν έχει χρήματα για να πληρώσει το ρεύμα. Μόλις ηχογραφησεί το πρώτο του ντέμο για την Columbia «με αυτοπεποίθηση, αλλά και κάπως νευρικός», το συμβόλαιο ετοιμάζεται. Το χαρτί που του προτείνει ο Τζον Χάμοντ, υπεύθυνος ρεπερτορίου της Columbia, αναγκάζεται να το εξετάσει υπό το φως των κεριών στο διαμέρισμα του στο Ασμπερι Παρκ. Υπογράφει, παίρνει τηλέφωνο τη μητέρα του και η ζωή του αλλάζει. Κάθισαν έξω από το κλαμπ και ο Χάμοντ είπε στον Μπρους ότι η ζωή του έμελλε να αλλάξει. «Θα γίνεις ένας καλλιτέχνης της Columbia» είπε ο Χάμοντ. Εμεναν ακόμα λίγα βήματα – για παράδειγμα, μια οντισιόν με τον διευθυντή της Columbia Κλάιβ Ντέιβις – αλλά ο Χάμοντ υποσχέθηκε ότι θα τον καθοδηγεί σε όλη τη διαδικασία, επιστρατεύοντας την ενέργεια και τη μεγάλη εμπειρία του, ώσπου να βεβαιωθεί ότι η εταιρεία στο σύνολό της θα αναγνώριζε ποιος ήταν ο Μπρους και τι μπορούσε να κάνει. Η επόμενη κίνησή τους έγινε στο κτίριο της CBS το άλλο απόγευμα, όταν ο Χάμοντ, με τον Εϊπελ στον ρόλο του συμπαραγωγού, ηχογράφησε αρκετά ντέμο ώστε να γεμίσει έναν δίσκο αλουμινίου που θα μπορούσε να κυκλοφορήσει εντός της εταιρείας. Οταν ο Μπρους μπήκε στο στούντιο με την κιθάρα κρεμασμένη στον λαιμό του, η ηχογράφηση κύλησε αβίαστα. «Απλώς σηκώθηκα και τραγούδησα τα καλύτερα τραγούδια μου» θυμήθηκε ο Μπρους το 1998. «Ενιωθα μεγάλη αυτοπεποίθηση για αυτό που έκανα... Και ταυτόχρονα ήμουν πολύ νευρικός». Οταν, μια-δυο μέρες αργότερα, ο Ντέιβις επέστρεψε στο γραφείο, ο Χάμοντ εμφανίστηκε στην πόρτα του κρατώντας έναν ολοκαίνουριο δίσκο με τις ηχογραφήσεις των τραγουδιών της οντισιόν, τον τοποθέτησε στο πικάπ και κατέβασε τη βελόνα. Ο Ντέιβις εντυπωσιάστηκε τόσο ώστε να ζητήσει απ’ τον Χάμοντ να προγραμματίσει μια προσωπική ακρόαση και, λίγες μέρες αργότερα, χαιρέτησε εγκάρδια τον Μπρους και του ζήτησε να πάρει την κιθάρα του.
1972: Ο Μπρους Σπρίνγκστιν δεν έχει χρήματα για να πληρώσει το ρεύμα. Μόλις ηχογραφησεί το πρώτο του ντέμο για την Columbia «με αυτοπεποίθηση, αλλά και κάπως νευρικός», το συμβόλαιο ετοιμάζεται. Το χαρτί που του προτείνει ο Τζον Χάμοντ, υπεύθυνος ρεπερτορίου της Columbia, αναγκάζεται να το εξετάσει υπό το φως των κεριών στο διαμέρισμα του στο Ασμπερι Παρκ. Υπογράφει, παίρνει τηλέφωνο τη μητέρα του και η ζωή του αλλάζει. Κάθισαν έξω από το κλαμπ και ο Χάμοντ είπε στον Μπρους ότι η ζωή του έμελλε να αλλάξει. «Θα γίνεις ένας καλλιτέχνης της Columbia» είπε ο Χάμοντ. Εμεναν ακόμα λίγα βήματα – για παράδειγμα, μια οντισιόν με τον διευθυντή της Columbia Κλάιβ Ντέιβις – αλλά ο Χάμοντ υποσχέθηκε ότι θα τον καθοδηγεί σε όλη τη διαδικασία, επιστρατεύοντας την ενέργεια και τη μεγάλη εμπειρία του, ώσπου να βεβαιωθεί ότι η εταιρεία στο σύνολό της θα αναγνώριζε ποιος ήταν ο Μπρους και τι μπορούσε να κάνει. Η επόμενη κίνησή τους έγινε στο κτίριο της CBS το άλλο απόγευμα, όταν ο Χάμοντ, με τον Εϊπελ στον ρόλο του συμπαραγωγού, ηχογράφησε αρκετά ντέμο ώστε να γεμίσει έναν δίσκο αλουμινίου που θα μπορούσε να κυκλοφορήσει εντός της εταιρείας. Οταν ο Μπρους μπήκε στο στούντιο με την κιθάρα κρεμασμένη στον λαιμό του, η ηχογράφηση κύλησε αβίαστα. «Απλώς σηκώθηκα και τραγούδησα τα καλύτερα τραγούδια μου» θυμήθηκε ο Μπρους το 1998. «Ενιωθα μεγάλη αυτοπεποίθηση για αυτό που έκανα... Και ταυτόχρονα ήμουν πολύ νευρικός». Οταν, μια-δυο μέρες αργότερα, ο Ντέιβις επέστρεψε στο γραφείο, ο Χάμοντ εμφανίστηκε στην πόρτα του κρατώντας έναν ολοκαίνουριο δίσκο με τις ηχογραφήσεις των τραγουδιών της οντισιόν, τον τοποθέτησε στο πικάπ και κατέβασε τη βελόνα. Ο Ντέιβις εντυπωσιάστηκε τόσο ώστε να ζητήσει απ’ τον Χάμοντ να προγραμματίσει μια προσωπική ακρόαση και, λίγες μέρες αργότερα, χαιρέτησε εγκάρδια τον Μπρους και του ζήτησε να πάρει την κιθάρα του.
Ο Ντέιβις ανακάθισε στην καρέκλα του πριν καν ολοκληρωθεί το πρώτο τραγούδι. «Τον βρήκα πολύ ξεχωριστό» λέει. «Είχα εντυπωσιαστεί με τις συνθέσεις και την εικόνα του». Γιατί, ενώ μπορούσε να βρει ομοιότητες μεταξύ του νεαρού τραγουδοποιού και του Ντίλαν, ο πρόεδρος της Columbia ενθουσιάστηκε ακόμα περισσότερο νιώθοντας πόσο διαφορετικός ήταν ο Σπρίνγκστιν από τον άλλον καλλιτέχνη. Και καθώς τα τραγούδια του Μπρους τον ταξίδευαν στα γκρίζα τοπία των πραγματικών και ονειρικών κόσμων του Νιου Τζέρσεϊ και της Νέας Υόρκης, ο Ντέιβις ένιωσε να βυθίζεται σε ένα σκηνικό συναρπαστικό και πρωτόγνωρο. «Τα θέματα για τα οποία έγραφε, η ποίηση που χαρακτήριζε τη δουλειά του ήταν πολύ διαφορετική απ’ αυτή του Ντίλαν» λέει. Οταν τελείωσε, ο Ντέιβις είπε στον Χάμοντ να υπογράψει όσο το δυνατόν ταχύτερα το συμβόλαιο του νεαρού κ. Σπρίνγκστιν με την Columbia Records. Το τελικό συμφωνητικό έφτασε στο γραφείο του Εϊπελ μερικές μέρες μετά. Ο Μπρους πήρε το αντίγραφό του μαζί του στο Ασμπερι Παρκ για να το διαβάσει διεξοδικά. Αδυνατώντας να αναλύσει μόνος του τους νομικούς όρους, έκατσε στο πάτωμα του μισοάδειου διαμερίσματός του με τη Ρόμπιν Νας, μια φίλη από τους μουσικούς κύκλους της Ακτής του Τζέρσεϊ, διαβάζοντας το ζωτικής σημασίας έγγραφο υπό το φως των κεριών, αφού δεν είχε να πληρώσει ούτε για τον λογαριασμό του ηλεκτρικού. «Το κοιτάξαμε λέξη προς λέξη» έγραψε η Ρόμπιν στα απομνημονεύματά της, που δημοσιεύτηκαν σε μια ιστοσελίδα θαυμαστών. «Εγώ έψαχνα όλες τις βαριές λέξεις σ’ ένα λεξικό». Την επομένη ο Μπρους πήρε τηλέφωνο στο σπίτι των γονιών του στο Σαν Ματέο και είπε στη μάνα του τα καλά νέα. Η Παμ Σπρίνγκστιν, που μόλις τελείωνε την Ε’ δημοτικού, θυμάται ότι άκουσε τον διάλογο από την πλευρά της Αντέλ. «Η μαμά έλεγε: “Αχά, αχά... Αλήθεια; Αλήθεια; Ωραία. Και πώς θα λέγεσαι τώρα;” Σιωπή. Μετά: “Ωστε δεν θα το αλλάξεις το όνομά σου;”». «Η μαμά μου ήταν πολύ ενθουσιασμένη» λέει η Παμ. «Νομίζω ότι και ο μπαμπάς μου ήταν κάμποσο ενθουσιασμένος». Επειτα από αυτό, η κοινωνική εκτίναξη του Μπρους – σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Νταγκ – έγινε το εφαλτήριο για μια σταδιακή, αλλά ξεκάθαρη αλλαγή στην αντίληψή του για τον κόσμο και τις δυνατότητες που προσφέρονται. «Τότε», θυμάται η Παμ, «ήταν που άρχισε να λέει: “Από ’δώ και μπρος δεν πρόκειται ποτέ να πω σε κανέναν τι πρέπει ή τι δεν πρέπει να κάνει στη ζωή του”».
Με τα δικά του λόγια...
«Ο άνθρωπος που κατά καιρούς υπήρξες και τα μέρη στα οποία έζησες ποτέ δεν σε εγκαταλείπουν. Τα καινούργια κομμάτια του εαυτού σου απλώς μπαίνουν κι αυτά στο... αυτοκίνητο για το υπόλοιπο της διαδρομής. Η επιτυχία του ταξιδιού και το αν το αυτοκίνητο θα φτάσει στον προορισμό του εξαρτώνται από τον οδηγό. Εχω δει σπουδαίους μουσικούς να χάνουν τον δρόμο τους και την επαφή τους μ’ αυτό που είναι, έχω δει τη μουσική τους να γίνεται αναιμική, χωρίς ρίζες. Η δική μου μουσική ήταν ανέκαθεν μια μουσική ταυτότητας, μια αναζήτηση νοήματος στο σήμερα, στο αύριο». O Μπρους Σπρίνγκστιν, στα 67 του χρόνια, ξέρει καλά ποιος είναι. Αλλά δεν κατέκτησε εύκολα την αυτογνωσία. Οχι χωρίς να συρθεί στο πάτωμα, χωρίς να αντιμετωπίσει τους δαίμονές του, χωρίς να πονέσει. Οποιος διαβάσει την αυτοβιογραφία του, «Born to run», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, το καταλαβαίνει. Γιατί ο συγγραφέας της δεν κάνει καμιά προσπάθεια να κρύψει το παραμικρό. Δεν φοβάται να αποκαλύψει την πραγματική εικόνα του εαυτού του, μήπως και πληγώσει το... ίματζ του σταρ. Στις 528 σελίδες της, μας δίνει τα κομμάτια του παζλ της ζωής του – και των πρωταγωνιστών της.
Το βιβλίο διανύει μία περίοδο πάνω από τέσσερις δεκαετίες, από τα πρώτα βήματα του Σπρίνγκστιν στη μουσική σκηνή, το θρίαμβο στις δεκαετίες 80-90, έως τις μέρες μας. Σύμφωνα με τον εκδοτικό οίκο που θα εκδώσει το βιβλίο, ο Σπρίνγκστιν γράφει την αυτοβιογραφία του τα τελευταία επτά χρόνια, ξεκινώντας από το 2009. Ο ψυχικά ασθενής και αλκοολικός πατέρας του, η γιαγιά του την οποία λάτρευε, η τρυφερή μητέρα του, οι αδελφές του, οι φίλοι, τα μέλη της E Street Band, οι γυναίκες που ερωτεύτηκε, η σημερινή σύζυγός του Πάτι, στην οποία αφοσιώθηκε, τα παιδιά τους. Ολοι είναι εκεί. Το «Born to run» είναι μια γοητευτική αφήγηση. Ενα από τα πιο συνταρακτικά κομμάτια της είναι η μάχη του Σπρίνγκστιν με την κατάθλιψη: «Η μελαγχολία δεν χυμάει ξαφνικά κατά πάνω σου. Ερχεται έρποντας. Λίγο μετά τα εξηκοστά γενέθλιά μου, αν και έπαιρνα αντικαταθλιπτικά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, γλίστρησα σε μια κατάθλιψη πρωτόγνωρη. Διήρκεσε ενάμιση χρόνο. Η Πάτι έβλεπε ένα τρένο χωρίς φρένα, γεμάτο νιτρογλυκερίνη να τρέχει στις γραμμές έτοιμο να εκτροχιαστεί. Μισούσα το πρώτο φως της ημέρας, γιατί σήμαινε πως ξημέρωνε. Κι έπρεπε να σηκωθώ, να δουλέψω,να φάω, να πιω...». Κι ένα από τα πιο τρυφερά, οι... πρώτες του φορές. Ιδού όσες μπορούν να χωρέσουν σ’ ένα δημοσίευμα.
«Ο άνθρωπος που κατά καιρούς υπήρξες και τα μέρη στα οποία έζησες ποτέ δεν σε εγκαταλείπουν. Τα καινούργια κομμάτια του εαυτού σου απλώς μπαίνουν κι αυτά στο... αυτοκίνητο για το υπόλοιπο της διαδρομής. Η επιτυχία του ταξιδιού και το αν το αυτοκίνητο θα φτάσει στον προορισμό του εξαρτώνται από τον οδηγό. Εχω δει σπουδαίους μουσικούς να χάνουν τον δρόμο τους και την επαφή τους μ’ αυτό που είναι, έχω δει τη μουσική τους να γίνεται αναιμική, χωρίς ρίζες. Η δική μου μουσική ήταν ανέκαθεν μια μουσική ταυτότητας, μια αναζήτηση νοήματος στο σήμερα, στο αύριο». O Μπρους Σπρίνγκστιν, στα 67 του χρόνια, ξέρει καλά ποιος είναι. Αλλά δεν κατέκτησε εύκολα την αυτογνωσία. Οχι χωρίς να συρθεί στο πάτωμα, χωρίς να αντιμετωπίσει τους δαίμονές του, χωρίς να πονέσει. Οποιος διαβάσει την αυτοβιογραφία του, «Born to run», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, το καταλαβαίνει. Γιατί ο συγγραφέας της δεν κάνει καμιά προσπάθεια να κρύψει το παραμικρό. Δεν φοβάται να αποκαλύψει την πραγματική εικόνα του εαυτού του, μήπως και πληγώσει το... ίματζ του σταρ. Στις 528 σελίδες της, μας δίνει τα κομμάτια του παζλ της ζωής του – και των πρωταγωνιστών της.
Το βιβλίο διανύει μία περίοδο πάνω από τέσσερις δεκαετίες, από τα πρώτα βήματα του Σπρίνγκστιν στη μουσική σκηνή, το θρίαμβο στις δεκαετίες 80-90, έως τις μέρες μας. Σύμφωνα με τον εκδοτικό οίκο που θα εκδώσει το βιβλίο, ο Σπρίνγκστιν γράφει την αυτοβιογραφία του τα τελευταία επτά χρόνια, ξεκινώντας από το 2009. Ο ψυχικά ασθενής και αλκοολικός πατέρας του, η γιαγιά του την οποία λάτρευε, η τρυφερή μητέρα του, οι αδελφές του, οι φίλοι, τα μέλη της E Street Band, οι γυναίκες που ερωτεύτηκε, η σημερινή σύζυγός του Πάτι, στην οποία αφοσιώθηκε, τα παιδιά τους. Ολοι είναι εκεί. Το «Born to run» είναι μια γοητευτική αφήγηση. Ενα από τα πιο συνταρακτικά κομμάτια της είναι η μάχη του Σπρίνγκστιν με την κατάθλιψη: «Η μελαγχολία δεν χυμάει ξαφνικά κατά πάνω σου. Ερχεται έρποντας. Λίγο μετά τα εξηκοστά γενέθλιά μου, αν και έπαιρνα αντικαταθλιπτικά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, γλίστρησα σε μια κατάθλιψη πρωτόγνωρη. Διήρκεσε ενάμιση χρόνο. Η Πάτι έβλεπε ένα τρένο χωρίς φρένα, γεμάτο νιτρογλυκερίνη να τρέχει στις γραμμές έτοιμο να εκτροχιαστεί. Μισούσα το πρώτο φως της ημέρας, γιατί σήμαινε πως ξημέρωνε. Κι έπρεπε να σηκωθώ, να δουλέψω,να φάω, να πιω...». Κι ένα από τα πιο τρυφερά, οι... πρώτες του φορές. Ιδού όσες μπορούν να χωρέσουν σ’ ένα δημοσίευμα.
Οι πρώτες φορές στη ζωή του...
• Η πρώτη απώλεια που τον συγκλόνισε. Ο θάνατος της γιαγιάς του, στην εφηβεία του. «Οταν γύρισα από το σχολείο και έμαθα πως είχε πεθάνει, τα πάντα κατέρρευσαν. Tα δάκρυα, η οδύνη δεν ήταν αρκετά. Ηθελα να πεθάνω κι εγώ. Ηθελα να πάω μαζί της. Δεν μπορούσα να φανταστώ τον κόσμο χωρίς εκείνη. Μου φαινόταν σαν μια μεγάλη μαύρη τρύπα, σαν Αρμαγεδδώνας. Τίποτα δεν είχε πια νόημα, η ζωή είχε στραγγίξει από μέσα μου. Το μόνο που με έσωσε ήταν η αγάπη μου για τη μικρή μου αδελφή και το καινούργιο μου ενδιαφέρον: η μουσική».
• Η πρώτη φορά που συνειδητοποίησε την ψυχική ασθένεια του πατέρα του. «Ο πατέρας μου ήταν βέβαιος ότι η μητέρα μου είχε παράνομο δεσμό. Μια μέρα τον βρήκα να κλαίει γοερά στην κουζίνα. Μου είπε πως χρειαζόταν κάποιον να μιλήσει. Δεν είχε κανέναν. Στα 45 του δεν είχε ούτε ένα φίλο. Ο μόνος άλλος άντρας που έμπαινε στο σπίτι ήμουν εγώ. Μου άνοιξε την καρδιά του. Αυτό από τη μία με σόκαρε, μου προκάλεσε αμηχανία, αλλά από την άλλη ήταν παράξενα υπέροχο. Ημουν δεκαέξι χρόνων. Εκείνο το βράδυ, η μητέρα μου κι εγώ για πρώτη φορά κουβεντιάσαμε για εκείνον και συμφωνήσαμε πως έπρεπε να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι ήταν πραγματικά άρρωστος ψυχικά...».
• Η πρώτη του κιθάρα. «Ημουν δεκαπέντε χρόνων. Οι γονείς μου δεν είχαν χρήματα για να μου αγοράσουν κιθάρα. Οπότε μία ήταν η λύση: να βρω δουλειά. Ενα καλοκαιρινό απόγευμα, η μαμά με πήγε στο σπίτι της θείας Ντόρας. Κι έγινα “το παιδί για το γκαζόν”, για 50 σεντς την ώρα. Την επόμενη μέρα πήγα στο κέντρο της πόλης, σ’ ένα κατάστημα με μεταχειρισμένες κιθάρες. Είδα μια ακουστική που μου άρεσε πολύ. Τιμή; Δεκαοκτώ δολάρια. Τόσα χρήματα δεν είχα κρατήσει ποτέ στα χέρια μου! (...) Το μεροκάματο από το κούρεμα του γκαζόν δεν θα ήταν αρκετό. Ανέλαβα, λοιπόν, να βάψω το σπίτι μιας γειτόνισσας της θείας μου, της κυρίας Λαντ».
• Η πρώτη φορά που έπαιξε κιθάρα. «Από το κατάστημα, πήγα κατευθείαν στο σπίτι και κλειδαμπαρώθηκα στο δωμάτιό μου, λες και θα δοκίμαζα κάποιο ερωτικό αξεσουάρ – στην πραγματικότητα, ήταν! Δεν είχα ιδέα πώς να αρχίσω. Οι χορδές ήταν σκληρές, σαν τηλεφωνικά καλώδια. Τα μαλακά, ροζ δάχτυλά μου δεν ήταν προετοιμασμένα. Πέθαινα στον πόνο».
• Το πρώτο του ποτό. «Ημουν ήδη είκοσι δύο και ποτέ δεν είχα πιει αλκοόλ. Επαιζα σε μπαρ, περιτριγυρισμένος από μεθυσμένους και δεν το είχα καν δοκιμάσει. Η εμπειρία με τον πατέρα μου ήταν αρκετή, να με κρατάει μακριά του. Γινόταν τόσο τρομακτικός όταν έπινε. Εχανε τον εαυτό του. Η καλοσύνη και η ευγένειά του σβήνονταν από μια... πλημμύρα αυτολύπησης, θυμού και αγριότητας. Ποτέ δεν ξέραμε πώς θα τελείωνε αυτό... Αλλά εκείνη την εποχή θα κυκλοφορούσε το πρώτο μου άλμπουμ, είχα αγωνία».
• Η πρώτη φορά που άκουσε τραγούδι του στο ραδιόφωνο. «Ηταν χειμώνας του 1973. Στεκόμουν σε μια διάβαση πεζών, στο Κονέκτικατ. Ενα αυτοκίνητο σταμάτησε στο κόκκινο φανάρι κι από το ανοιχτό παράθυρό του άκουσα το “Spirit in the Night”. Ποτέ δεν ξεχνάς την πρώτη φορά που ακούς τραγούδι σου στο ραδιόφωνο...».
• Η πρώτη φορά που αγάπησε στ’ αλήθεια. «Ο πατέρας μου εξέπεμπε το μήνυμα ότι μια γυναίκα και μια οικογένεια σε αποδυναμώνουν, σε κάνουν να αισθάνεσαι εκτεθειμένος και ευάλωτος. Η Πάτι το άλλαξε αυτό. Με την εξυπνάδα και την αγάπη που μου έδειξε, η οικογένειά μας έγινε για μένα όχι τρωτό σημείο αλλά σημάδι δύναμης. Μπορούσα πια να χαρώ τη ζωή μου...».
• Η πρώτη απώλεια που τον συγκλόνισε. Ο θάνατος της γιαγιάς του, στην εφηβεία του. «Οταν γύρισα από το σχολείο και έμαθα πως είχε πεθάνει, τα πάντα κατέρρευσαν. Tα δάκρυα, η οδύνη δεν ήταν αρκετά. Ηθελα να πεθάνω κι εγώ. Ηθελα να πάω μαζί της. Δεν μπορούσα να φανταστώ τον κόσμο χωρίς εκείνη. Μου φαινόταν σαν μια μεγάλη μαύρη τρύπα, σαν Αρμαγεδδώνας. Τίποτα δεν είχε πια νόημα, η ζωή είχε στραγγίξει από μέσα μου. Το μόνο που με έσωσε ήταν η αγάπη μου για τη μικρή μου αδελφή και το καινούργιο μου ενδιαφέρον: η μουσική».
• Η πρώτη φορά που συνειδητοποίησε την ψυχική ασθένεια του πατέρα του. «Ο πατέρας μου ήταν βέβαιος ότι η μητέρα μου είχε παράνομο δεσμό. Μια μέρα τον βρήκα να κλαίει γοερά στην κουζίνα. Μου είπε πως χρειαζόταν κάποιον να μιλήσει. Δεν είχε κανέναν. Στα 45 του δεν είχε ούτε ένα φίλο. Ο μόνος άλλος άντρας που έμπαινε στο σπίτι ήμουν εγώ. Μου άνοιξε την καρδιά του. Αυτό από τη μία με σόκαρε, μου προκάλεσε αμηχανία, αλλά από την άλλη ήταν παράξενα υπέροχο. Ημουν δεκαέξι χρόνων. Εκείνο το βράδυ, η μητέρα μου κι εγώ για πρώτη φορά κουβεντιάσαμε για εκείνον και συμφωνήσαμε πως έπρεπε να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι ήταν πραγματικά άρρωστος ψυχικά...».
• Η πρώτη του κιθάρα. «Ημουν δεκαπέντε χρόνων. Οι γονείς μου δεν είχαν χρήματα για να μου αγοράσουν κιθάρα. Οπότε μία ήταν η λύση: να βρω δουλειά. Ενα καλοκαιρινό απόγευμα, η μαμά με πήγε στο σπίτι της θείας Ντόρας. Κι έγινα “το παιδί για το γκαζόν”, για 50 σεντς την ώρα. Την επόμενη μέρα πήγα στο κέντρο της πόλης, σ’ ένα κατάστημα με μεταχειρισμένες κιθάρες. Είδα μια ακουστική που μου άρεσε πολύ. Τιμή; Δεκαοκτώ δολάρια. Τόσα χρήματα δεν είχα κρατήσει ποτέ στα χέρια μου! (...) Το μεροκάματο από το κούρεμα του γκαζόν δεν θα ήταν αρκετό. Ανέλαβα, λοιπόν, να βάψω το σπίτι μιας γειτόνισσας της θείας μου, της κυρίας Λαντ».
• Η πρώτη φορά που έπαιξε κιθάρα. «Από το κατάστημα, πήγα κατευθείαν στο σπίτι και κλειδαμπαρώθηκα στο δωμάτιό μου, λες και θα δοκίμαζα κάποιο ερωτικό αξεσουάρ – στην πραγματικότητα, ήταν! Δεν είχα ιδέα πώς να αρχίσω. Οι χορδές ήταν σκληρές, σαν τηλεφωνικά καλώδια. Τα μαλακά, ροζ δάχτυλά μου δεν ήταν προετοιμασμένα. Πέθαινα στον πόνο».
• Το πρώτο του ποτό. «Ημουν ήδη είκοσι δύο και ποτέ δεν είχα πιει αλκοόλ. Επαιζα σε μπαρ, περιτριγυρισμένος από μεθυσμένους και δεν το είχα καν δοκιμάσει. Η εμπειρία με τον πατέρα μου ήταν αρκετή, να με κρατάει μακριά του. Γινόταν τόσο τρομακτικός όταν έπινε. Εχανε τον εαυτό του. Η καλοσύνη και η ευγένειά του σβήνονταν από μια... πλημμύρα αυτολύπησης, θυμού και αγριότητας. Ποτέ δεν ξέραμε πώς θα τελείωνε αυτό... Αλλά εκείνη την εποχή θα κυκλοφορούσε το πρώτο μου άλμπουμ, είχα αγωνία».
• Η πρώτη φορά που άκουσε τραγούδι του στο ραδιόφωνο. «Ηταν χειμώνας του 1973. Στεκόμουν σε μια διάβαση πεζών, στο Κονέκτικατ. Ενα αυτοκίνητο σταμάτησε στο κόκκινο φανάρι κι από το ανοιχτό παράθυρό του άκουσα το “Spirit in the Night”. Ποτέ δεν ξεχνάς την πρώτη φορά που ακούς τραγούδι σου στο ραδιόφωνο...».
• Η πρώτη φορά που αγάπησε στ’ αλήθεια. «Ο πατέρας μου εξέπεμπε το μήνυμα ότι μια γυναίκα και μια οικογένεια σε αποδυναμώνουν, σε κάνουν να αισθάνεσαι εκτεθειμένος και ευάλωτος. Η Πάτι το άλλαξε αυτό. Με την εξυπνάδα και την αγάπη που μου έδειξε, η οικογένειά μας έγινε για μένα όχι τρωτό σημείο αλλά σημάδι δύναμης. Μπορούσα πια να χαρώ τη ζωή μου...».
| |
| |
| |