Ανανεωτής όχι μόνο του γαλλικού σινεμά αλλά της ίδιας της κινηματογραφικής γλώσσας, ο Γκοντάρ υπήρξε ανέκαθεν ένας πολιτικός σκηνοθέτης, ένας ακτιβιστής μιας τέχνης που πριν από αυτόν είχε αγγίξει τα όρια της. Ο μαρξιστής - μαοϊστής Γκοντάρ κατέβηκε στους δρόμους για να διαδηλώσει υπέρ ενός νέου σινεμά, μιας νέας εποχής στην ελεύθερη έκφραση που σήμερα μπορεί να ορίζει απλά το σημαντικότερο ρεύμα του σύγχρονου κινηματογράφου («Nouvelle Vague»), αλλά στα τέλη της δεκαετίας του '50 δεν ήταν παρά μια ριψοκίνδυνη πολιτική πράξη.
Όπως και οι σύγχρονοί του σκηνοθέτες της νουβέλ βαγκ, ο Γκοντάρ επέκρινε το κυρίαρχο ρεύμα του γαλλικού κινηματογράφου για "Παράδοση στην Ποιότητα", το οποίο "έδινε περισσότερο βάση στη τέχνη παρά στη καινοτομία, έδινε προνόμια σε καταξιωμένους σκηνοθέτες παρά στους νέους, και προτιμούσε τα σπουδαία έργα του παρελθόντος παρά τον πειραματισμό.
Ο Jean Luc Godard γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1930, σε μια μεγαλοαστική οικογένεια στην Ελβετία. Γαλλοελβετός στην καταγωγή, μετακόμισε λίγο μετά την ενηλικίωσή του στη Γαλλία και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, τη Σορβόννη, προκειμένου να ασχοληθεί με τις κοινωνικές επιστήμες. Ωστόσο, δεν αποφοίτησε ποτέ. Παράλληλα άρχισε να συχνάζει σε κινηματογραφικές λέσχες, όπου και ήρθε σε επαφή με πολλές και αξιόλογες προσωπικότητες του σινεμά, ανάμεσα στους οποίους και οι François Truffaut, Jacques Rivette, Claude Chabrol, Jacques Rozier και Jacques Demy, με τους οποίους μια δεκαετία αργότερα θα ίδρυε το κίνημα, που έμεινε γνωστό στην ιστορία του παγκόσμιου σινεμά ως «Nouvelle Vague», δηλαδή Νέο Κύμα. Έντονα επηρεασμένος από σκηνοθέτες όπως οι Ζαν Ρενουάρ, Νίκολας Ρέι, Ρομπέρ Μπρεσόν, Ρομπέρτο Ροσελίνι και Ζαν Ρους, ο Γκοντάρ θα προσπαθήσει εξαρχής - σε αντίθεση με τον φίλο και συνάδελφό του Τρυφώ - να εντάξει την προσωπική του ζωή, αλλά και τις πολιτικές του πεποιθήσεις, στις ταινίες του αλλά και να δείξει ότι στον κινηματογράφο «όλα επιτρέπονται». Αυτοσχεδιασμός, κάμερα στο χέρι, αυτοαναφορικότητα, δοκιμιογραφικός λόγος, παράθεση λογοτεχνικών και φιλοσοφικών κειμένων, αποτελούν μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του έργου του.«Ήθελα να ξεκινήσω από μια ιστορία συμβατική και να ανακατασκευάσω, με διαφορετικό τρόπο, ό,τι είχε γίνει μέχρι τότε στον κινηματογράφο. Ήθελα επίσης να δώσω την εντύπωση ότι τα κινηματογραφικά μέσα ανακαλύπτονταν ή δοκιμάζονταν για πρώτη φορά», θα πει χαρακτηριστικά ο Γκοντάρ σε μία από τις πρώτες του συνεντεύξεις στο περιοδικό Cahiers du Cinema το 1962. Το έδαφος για το πρωτοπόρο «Νέο κύμα», ετοιμάστηκε από το 1950, με την εφημερίδα «La Gazette du cinéma», που έγραφαν και εξέδιδαν οι Éric Rohmer, Jacques Rivette και ο ίδιος ο Godard, υπογράφοντας με το ψευδώνυμο Hans Lucas. «Τη δεκαετία του 1950 το σινεμά ήταν εξίσου σημαντικό με το ψωμί. Όλοι νομίζαμε ότι θα εξελισσόταν σε ένα εργαλείο γνώσης, ένα μικροσκόπιο, ένα τηλεσκόπιο», δηλώνει ο Godard σε μια προσπάθεια να εξηγήσει τον κινηματογραφικό αναβρασμό της εποχής. Η «Gazette du cinéma», ήταν αρκετά βραχύβια, με μόλις 5 τεύχη, αποτέλεσε όμως τον προάγγελο των πασίγνωστων «Cahiers du cinéma» (1951) του θεωρητικού του κινηματογράφου, André Bazin. Ο Godard συνεργάστηκε με τα «cahiers» γράφοντας κριτικές για ταινίες και εξελίσσοντας το προσωπικό του στυλ γραφής. Με την καυστική του πένα αποκαθηλώνει το κλασικό Hollywood, καθώς πιστεύει ότι καταστρέφει δημιουργούς και κοινό, στερώντας την δυνατότητα σκέψης και προβληματισμού. Τα «Cahiers du cinéma», διατηρούν, ακόμα και σήμερα, 62 χρόνια μετά, το κύρος και την ποιότητά τους. Εκτός όμως από την κριτική, τη δεκαετία του ’50, ο Godard άρχισε να πειραματίζεται και με την κάμερα, γυρίζοντας ένα ντοκιμαντέρ, και αρκετές ταινίες μικρού μήκους, ανάμεσα στις οποίες κι ένα φιλμ- φόρο τιμής στον Jean Cocteau, στην εκπνοή της δεκαετίας, με πρωταγωνιστή τον Jean-Paul Belmondo (Charlotte και Jules).
¨"Ο κινηματογράφος δεν είναι μια τέχνη που κινηματογραφεί τη ζωή: ο κινηματογράφος είναι κάτι μεταξύ της τέχνης και της ζωής. Αντίθετα με τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, ο κινηματογράφος και δίνει στη ζωή και παίρνει από αυτή, και προσπαθώ να αποδώσω την αρχή αυτή στις ταινίες μου. Και η λογοτεχνία και η ζωγραφική υπάρχουν ως τέχνη από την αρχή· ο κινηματογράφος όχι."
O μύθος
Με τα 60’s ξεκινά και η λαμπρή καριέρα του Godard. Ξανασυνεργάζεται με το Belmondo και παραδίδει στο κοινό την περίφημη ταινία «Με Κομμένη την Ανάσα». Την περίοδο εκείνη θα γνωρίσει και την Anna Karina, την πρώτη του σύζυγο, με την οποία θα γυρίσει συνολικά 8 ταινίες, τρεις από τις οποίες μάλιστα («Το πιο παλιό επάγγελμα του κόσμου», «Ο τρελός Pierrot» και «Συνέβη στην Αμερική») μετά το χωρισμό τους, το 1965.Ο Μάης του 1968 βρήκε τον Jean-Luc Godard στην καρδιά των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, τόσο λόγω της κινητοποίησής του, όσο και λόγω του έργου του, που ένωσε μια ολόκληρη γενιά επαναστατών. Μια γενιά που δεν άλλαξε τον κόσμο αλλά, σίγουρα άλλαξε το σινεμά. Κάθε φιλμ του γινόταν αντικείμενο συζητήσεων, αναλύσεων, σχολιασμού, φιλοσοφίας για το κοινό που περίμενε το νέο του κινηματογραφικό πείραμα. Ο σκηνοθέτης, δεν έπαψε ποτέ να βλέπει τον εαυτό του ως κριτικό κινηματογράφου, «η μόνη διαφορά ανάμεσα στο τώρα και στην εποχή που έγραφα στα “Cahiers”, ήταν ότι τότε έγραφα την κριτική ενώ τώρα την κινηματογραφώ», δηλώνει χαρακτηριστικά.
Τις επόμενες δεκαετίες, ο σκηνοθέτης στράφηκε σε πιο παραδοσιακή μυθοπλασία, αφήνοντας για λίγο πίσω την πιο avant-garde διάθεση των προηγούμενων χρόνων. Πειραματίστηκε επίσης με τα σαιξπηρικά κείμενα, όπως η κινηματογραφική μεταφορά του «Βασιλιά Ληρ», τοποθετημένη χρονικά στη σύγχρονη Ελβετία.Μετά τη mainstream περίοδο των ‘80s, ακολούθησαν τα νοσταλγικά ‘90s. Το αυτοβιογραφικό «JLG/JLG: Self-Portrait in December» και το «Germany Year 90 Nine Zero», ψευδο-σίκουελ του «Αλφαβίλ», το οποίο εστιάζει στην φθορά του χρόνου, είναι ενδεικτικά παραδείγματα της τάσης του για αναπόληση. Προς το τέλος της δεκαετίας, ολοκληρώνει και ένα από τα πιο φιλόδοξα έργα της πορείας του, το «Histoire(s) du cinéma» (Ιστορία(ες) Σινεμά). Αποτελείται από τέσσερα διπλά επεισόδια, περιλαμβάνει ατάκες κι αποσπάσματα από γνωστές και μη, ταινίες και θεωρείται μια κινηματογραφημένη κριτική για το σινεμά του 20ού αιώνα.
Η ταινία παρουσιάστηκε στις Κάννες το 1997, στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» (Un Certain Regard). Η αγάπη του Godard για το σινεμά είναι ανεξάντλητη γι’ αυτό και παραμένει ενεργός μέχρι και σήμερα. Το 2001] επανέρχεται στη σκηνοθεσία με το "Éloge de l'amour" (In Praise of Love), ταινία που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών, ενώ το 2003 το φιλμ κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα, με τον τίτλο: "Ελεγεία του Έρωτα". Μία ταινία, η οποία πραγματεύεται τα διαχρονικά θέματα της ιστορίας, της μνήμης και του πολιτισμού. Το φιλμ του «Socialism», κυκλοφόρησε το 2010, κάνοντας πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών. Τον Μάιο του 2014, στο πλαίσιο του 67ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών, ο Γκοντάρ επέστρεψε με τη νέα του ταινία που φέρει τον τίτλο: «Αποχαιρετισμός στη Γλώσσα» (Goodbye to Language / Adieu au langage - 2014). Μία ταινία που έστω και με σχετική καθυστέρηση, έχουμε πλέον την ευκαιρία να την απολαύσουμε και στις ελληνικές Κινηματογραφικές Αίθουσες. Οι ταινίες του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ άσκησαν και συνεχίζουν να ασκούν τεράστια επιρροή τόσο στον ανεξάρτητο Αμερικάνικο κινηματογράφο όσο και σε πλήθος εικαστικών καλλιτεχνών, ανά την υφήλιο. Όντας ένας από τους κορυφαίους και αυθεντικούς auteur στην ιστορία της Έβδομης Τέχνης, ο Γκοντάρ επαναπροσδιόρισε τον τρόπο με τον οποίο παρακολουθούμε και αντιλαμβανόμαστε τον Κινηματογράφο... Ο ίδιος βέβαια έχει απομυθοποιήσει το σύστημα, ακόμα και το ιστορικό φεστιβάλ της Γαλλικής Ριβιέρας. «Στην αρχή πίστευα πολύ στο φεστιβάλ, αλλά πλέον γίνεται μόνο για τη διαφήμιση. Οι άνθρωποι έρχονται στις Κάννες μόνο και μόνο για να προωθήσουν το φιλμ τους, κι όχι γιατί έχουν να πουν κάτι ουσιαστικό. Ωστόσο τρεις μέρες στις Κάννες, παρέχουν διαφήμιση αρκετή για ολόκληρο το χρόνο».
Με τα 60’s ξεκινά και η λαμπρή καριέρα του Godard. Ξανασυνεργάζεται με το Belmondo και παραδίδει στο κοινό την περίφημη ταινία «Με Κομμένη την Ανάσα». Την περίοδο εκείνη θα γνωρίσει και την Anna Karina, την πρώτη του σύζυγο, με την οποία θα γυρίσει συνολικά 8 ταινίες, τρεις από τις οποίες μάλιστα («Το πιο παλιό επάγγελμα του κόσμου», «Ο τρελός Pierrot» και «Συνέβη στην Αμερική») μετά το χωρισμό τους, το 1965.Ο Μάης του 1968 βρήκε τον Jean-Luc Godard στην καρδιά των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, τόσο λόγω της κινητοποίησής του, όσο και λόγω του έργου του, που ένωσε μια ολόκληρη γενιά επαναστατών. Μια γενιά που δεν άλλαξε τον κόσμο αλλά, σίγουρα άλλαξε το σινεμά. Κάθε φιλμ του γινόταν αντικείμενο συζητήσεων, αναλύσεων, σχολιασμού, φιλοσοφίας για το κοινό που περίμενε το νέο του κινηματογραφικό πείραμα. Ο σκηνοθέτης, δεν έπαψε ποτέ να βλέπει τον εαυτό του ως κριτικό κινηματογράφου, «η μόνη διαφορά ανάμεσα στο τώρα και στην εποχή που έγραφα στα “Cahiers”, ήταν ότι τότε έγραφα την κριτική ενώ τώρα την κινηματογραφώ», δηλώνει χαρακτηριστικά.
Τις επόμενες δεκαετίες, ο σκηνοθέτης στράφηκε σε πιο παραδοσιακή μυθοπλασία, αφήνοντας για λίγο πίσω την πιο avant-garde διάθεση των προηγούμενων χρόνων. Πειραματίστηκε επίσης με τα σαιξπηρικά κείμενα, όπως η κινηματογραφική μεταφορά του «Βασιλιά Ληρ», τοποθετημένη χρονικά στη σύγχρονη Ελβετία.Μετά τη mainstream περίοδο των ‘80s, ακολούθησαν τα νοσταλγικά ‘90s. Το αυτοβιογραφικό «JLG/JLG: Self-Portrait in December» και το «Germany Year 90 Nine Zero», ψευδο-σίκουελ του «Αλφαβίλ», το οποίο εστιάζει στην φθορά του χρόνου, είναι ενδεικτικά παραδείγματα της τάσης του για αναπόληση. Προς το τέλος της δεκαετίας, ολοκληρώνει και ένα από τα πιο φιλόδοξα έργα της πορείας του, το «Histoire(s) du cinéma» (Ιστορία(ες) Σινεμά). Αποτελείται από τέσσερα διπλά επεισόδια, περιλαμβάνει ατάκες κι αποσπάσματα από γνωστές και μη, ταινίες και θεωρείται μια κινηματογραφημένη κριτική για το σινεμά του 20ού αιώνα.
Η ταινία παρουσιάστηκε στις Κάννες το 1997, στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» (Un Certain Regard). Η αγάπη του Godard για το σινεμά είναι ανεξάντλητη γι’ αυτό και παραμένει ενεργός μέχρι και σήμερα. Το 2001] επανέρχεται στη σκηνοθεσία με το "Éloge de l'amour" (In Praise of Love), ταινία που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών, ενώ το 2003 το φιλμ κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα, με τον τίτλο: "Ελεγεία του Έρωτα". Μία ταινία, η οποία πραγματεύεται τα διαχρονικά θέματα της ιστορίας, της μνήμης και του πολιτισμού. Το φιλμ του «Socialism», κυκλοφόρησε το 2010, κάνοντας πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών. Τον Μάιο του 2014, στο πλαίσιο του 67ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών, ο Γκοντάρ επέστρεψε με τη νέα του ταινία που φέρει τον τίτλο: «Αποχαιρετισμός στη Γλώσσα» (Goodbye to Language / Adieu au langage - 2014). Μία ταινία που έστω και με σχετική καθυστέρηση, έχουμε πλέον την ευκαιρία να την απολαύσουμε και στις ελληνικές Κινηματογραφικές Αίθουσες. Οι ταινίες του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ άσκησαν και συνεχίζουν να ασκούν τεράστια επιρροή τόσο στον ανεξάρτητο Αμερικάνικο κινηματογράφο όσο και σε πλήθος εικαστικών καλλιτεχνών, ανά την υφήλιο. Όντας ένας από τους κορυφαίους και αυθεντικούς auteur στην ιστορία της Έβδομης Τέχνης, ο Γκοντάρ επαναπροσδιόρισε τον τρόπο με τον οποίο παρακολουθούμε και αντιλαμβανόμαστε τον Κινηματογράφο... Ο ίδιος βέβαια έχει απομυθοποιήσει το σύστημα, ακόμα και το ιστορικό φεστιβάλ της Γαλλικής Ριβιέρας. «Στην αρχή πίστευα πολύ στο φεστιβάλ, αλλά πλέον γίνεται μόνο για τη διαφήμιση. Οι άνθρωποι έρχονται στις Κάννες μόνο και μόνο για να προωθήσουν το φιλμ τους, κι όχι γιατί έχουν να πουν κάτι ουσιαστικό. Ωστόσο τρεις μέρες στις Κάννες, παρέχουν διαφήμιση αρκετή για ολόκληρο το χρόνο».
Έντονα επηρεασμένος από σκηνοθέτες όπως οι Ζαν Ρενουάρ, Νίκολας Ρέι, Ρομπέρ Μπρεσόν, Ρομπέρτο Ροσελίνι και Ζαν Ρους, ο Γκοντάρ θα προσπαθήσει εξαρχής - σε αντίθεση με τον φίλο και συνάδελφό του Τρυφώ - να εντάξει την προσωπική του ζωή, αλλά και τις πολιτικές του πεποιθήσεις, στις ταινίες του αλλά και να δείξει ότι στον κινηματογράφο «όλα επιτρέπονται». Αυτοσχεδιασμός, κάμερα στο χέρι, αυτοαναφορικότητα, δοκιμιογραφικός λόγος, παράθεση λογοτεχνικών και φιλοσοφικών κειμένων, αποτελούν μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του έργου του.
Η κάμερα στο χέρι που κινείται αδιάκοπα, πλάνα μακριά σε διάρκεια, εισαγωγή εικόνων από την ποπ αρτ (κόμικς, γκράφιτι), jump cuts (όταν διακόπτεται η αλληλουχία της ροής των πλάνων), αναφορές σε έργα της παγκόσμιας τέχνης, λογοπαίγνια, freeze frame (όταν παγώνει η εικόνα), γυρίσματα σε εξωτερικούς φυσικούς χώρους, χαμηλός προϋπολογισμός, αυτοσχεδιασμοί στο διάλογο, φυσικοί φωτισμοί και πειραματισμοί στον ήχο, είναι κάποια από τα στοιχεία που ενωμένα μεταξύ τους σαν ένα είδος καλλιτεχνικού κολάζ, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι αυτού που αποκαλούμε: Nouvelle Vague...
Το να εναποθέτεις την αλλαγή του κόσμου στην Τέχνη είναι εξ ορισμού μια μάταιη ιδέα. Και ο Γκοντάρ το έχει πια καταλάβει. Από τους δύο πόλους της πολιτικής του καριέρας, ο δεύτερος, αυτός του να αλλάξει τον κόσμο, παρέμεινε μια ουτοπία. Ισως γι'αυτό και ο Γκοντάρ μιλάει πλέον σπάνια. Και όταν το κάνει ξέρει πως η εποχή μας τον ακούει από σεβασμό, αλλά και από απόσταση. Σαν ένα ιερό τέρας που δεν μπορείς να αγνοήσεις, αλλά που πλέον δεν μπορείς να ακολουθήσεις.