Αργήσαμε να τον μάθουμε. Για 30 χρόνια ο Γερμανό-αυστριακός Κρίστοφ Βαλτς υπήρξε ένας ακούραστος εργάτης της υποκριτικής, πρωταγωνιστώντας σε δουλειές στη γερμανική τηλεόραση και στο θέατρο. Να 'ναι καλά ο Ταραντίνο που μας τον σύστησε.
Γεννήθηκε στις 4 Οκτωβρίου το 1956 στη Βιέννη της Αυστρίας, σε μια οικογένεια με ρίζες στο θέατρο, αφού οι γονείς του ασχολούνταν με τον σχεδιασμό κοστουμιών και σκηνικών και η γιαγιά του και ο παππούς του ήταν επίσης ηθοποιοί. Έχει γερμανική υπηκοότητα λόγω της γερμανικής υπηκοότητας που είχε και ο πατέρας του και μιλάει άπταιστα γερμανικά, γαλλικά και αγγλικά. Όταν τέλειωσε το σχολείο στη Βιέννη, ξεκίνησε τις σπουδές του στην υποκριτική στο Μαξ Ράινχαρντ Σέμιναρ της Βιέννης, αλλά και στο Ινστιτούτο Θεάτρου και Κινηματογράφου Λι Στράσμπεργκ στη Νέα Υόρκη, όπου γνώρισε τη γυναίκα του κι επέστρεψε μαζί της στη Βιέννη κι έπειτα στο Λονδίνο. Από τον πρώτο του γάμο έχει 3 ενήλικα παιδιά, ενώ προς το παρόν μεγαλώνει και μια τέταρτη κόρη μαζί με την τωρινή του σύντροφο και σχεδιάστρια κοστουμιών, Τζούντιθ Χολστ, διατηρώντας δύο κατοικίες: μία στο Βερολίνο και μία στο Λονδίνο. Στο χώρο του θεάματος μπήκε από τη δεκαετία του ’70, ξεκινώντας σαν ηθοποιός θεάτρου και συμμετέχοντας σε παραγωγές και σε θέατρα όπως το Schauspielhaus της Ζυρίχης, το Burgtheater της Βιέννης και το φεστιβάλ του Σαλτσβούργου. Η συνέχεια ήρθε επί της μικρής οθόνης, αφού ο Βαλτς ασχολήθηκε πολύ με την τηλεόραση, είτε γυρνώντας τηλεταινίες, είτε συμμετέχοντας σε τηλεοπτικές σειρές. Η πρώτη του τηλεταινία ήρθε το 1977 («Der Einstand») και δύο χρόνια αργότερα βρέθηκε σε έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους της γερμανοαυστριακής παραγωγής «Feuer!». Όλη η δεκαετία του ’80 τον βρίσκει σε διάφορες γερμανόφωνες τηλεοπτικές σειρές και τηλεταινίες, ενώ κάνει και το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο το 1981 με τη δραματική ταινία «Kopfstand» και την επόμενη χρονιά συνεχίζει στον κινηματογράφο με την περιπέτεια «Feuer und Schwert - Die Legende von Tristan und Isolde» («Fire and sword») του Βιθ Φον Φούρστενμπεργκ.Το 1982 σκηνοθετείται επίσης από τον Πίτερ Χαντ για την τηλεταινία γερμανικής, αυστριακής και αμερικάνικης συμπαραγωγής «The mysterious stranger», πάνω στην ομώνυμη ιστορία του Μαρκ Τουέιν. Τέσσερα χρόνια αργότερα και περνώντας από διάφορες τηλεταινίες και σειρές, υποδύεται το Γερμανό φιλόσοφο Φρειδερίκο Νίτσε στη δραματική ταινία/μιούζικαλ «Wahnfried» του Πίτερ Πάτζακ, ενώ τη δεκαετία κλείνει έχοντας καθιερώσει τον εαυτό του ως τηλεοπτικό ηθοποιό που έχει μεγαλύτερους ή μικρότερους ρόλους σε τηλεοπτικές παραγωγές. Τη δεκαετία του ’90 συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο, με διάφορες τηλεταινίες μεταξύ των οποίων και τη δραματική «Tag der Abrechnung - Der Amokläufer von Euskirchen» (1994) για τη ζωή του ψυχοπαθή δολοφόνου, Erwin Makolajczyk, όπως και την κομεντί «Man(n) sucht Frau» (1995) με θέμα την... πορνογραφία. Το 1996 έρχεται για πρώτη φορά βραβείο στα χέρια του με την τηλεταινία «Du bist nicht allein - Die Roy Black story» του Πίτερ Κέγκλεβιτς με τον ίδιο στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Βαλτς, ως Ρόι Μπλακ κερδίζει το special award του τηλεοπτικού φεστιβάλ Baden-Baden, αλλά και το τηλεοπτικό βραβείο Bavarian, ξεκινώντας τη συλλογή βραβείων που αργότερα θα μεγαλώσει. Οι γερμανόφωνες τηλεταινίες και τηλεοπτικές σειρές δεν σταματούν καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, ενώ ενδιάμεσα κάνει και κινηματογραφικά διαλείμματα και το 1998 σκηνοθετείται από τον Πίτερ Φράτζερ στην ταινία μυστηρίου «Sieben monde», ενώ το 1999 βρίσκεται στη βιογραφική ταινία «Die braut», για τη ζωή του Γερμανού ποιητή, πεζογράφου και νομικού Γκαίτε και τη σχέση του με τη Γερμανίδα συγγραφέα Κριστιάνε Βούλπιους, η οποία έγινε σύζυγός του το 1806 και με την οποία απέκτησε ένα γιο.
Την ίδια χρονιά εμφανίζεται και σε μια γαλλική παραγωγή, στην τηλεταινία «Dessine-moi un jouet», ενώ το 2000 γράφει το σενάριο και κάθεται στη θέση του σκηνοθέτη για τη ρομαντική τηλεταινία «Wenn man sich traut», δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του πίσω από την κάμερα. Μέσα και στην επόμενη δεκαετία, όμως, δεν απαρνείται την τηλεόραση, γυρίζοντας αρκετές τηλεταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Βρίσκεται, μάλιστα, και στο ίδιο καστ με την Κάθριν Ζέτα Τζόους, τη Ζαν Μορό και τον Ομάρ Σαρίφ στην τηλεταινία «Catherine the great» (2000), ενώ το 2003 κερδίζει βραβείο γερμανικής τηλεόρασης β’ αντρικού ρόλου για την ερμηνεία του στην τηλεταινία «Jagd auf den Flammenmann». Όσο κι αν η τηλεόραση υπήρξε… πρωταγωνίστρια στη ζωή του, ο Κριστόφ Βαλτς δεν απαρνήθηκε τον κινηματογράφο. Μετά τις κάμποσες κινηματογραφικές δουλειές μέσα στη δεκαετία του ’80 και του ’90, το 2000 βρίσκεται πλάι στον Κέβιν Σπέισι, ο οποίος υποδύεται έναν διαφορετικό Ρομπέν των Δασών της σύγχρονης Ιρλανδίας που χτυπά συνεχώς το κατεστημένο, αλλά και στον άγνωστο ακόμη Κόλιν Φάρελ, στην κομεντί «Ένας εντιμότατος κλέφτης» του Θέιντιους Ο’ Σάλιβαν, σε μια ταινία που βασίζεται σε πραγματική ιστορία. Συνεχίζει κινηματογραφικά με το δραματικό θρίλερ «Falling rocks» του Πίτερ Κέγκλεβιτς, όπου βρίσκεται και στο πρωταγωνιστικό τρίο, ενώ για τα επόμενα χρόνια, μοιράζει το χρόνο του, ανάμεσα στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη, χωρίς - παρά την πολλή δουλειά και το ταλέντο του- να έχει καταφέρει να απογειώσει την καριέρα του. Οι πιο σημαντικές κινηματογραφικές του ταινίες, όμως, κι αυτές που θα του χαρίσουν φήμη και βραβεία, έρχονται στο τέλος της δεκαετίας.
Στα χέρια του Ταραντίντο
Μπορεί να είχε ήδη μια καριέρα 32 χρόνων στην πλάτη του, το 2009, όμως έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό, ως συνταγματάρχης των SS, Χανς Λάντα, στην περιπετειώδη κωμωδία του Κουέντιν Ταραντίνο «Άδωξοι μπάσταρδη». Στην ταινία, ο χαρακτήρας του Βαλτς μιλάει τέσσερις γλώσσες, είναι πολιτισμένος, αλλά ταυτόχρονα σκληρός και επιδέξιος, χαρακτηριστικά τα οποία καταφέρνει να συνδυάσει ο Βαλτς με απόλυτη επιτυχία, παρά τους φόβους του Ταραντίνο ότι ο χαρακτήρας που έχει πλάσει δεν γίνεται να ερμηνευτεί. Η ταινία ξεπερνάει τα 300 εκατομμύρια σε εισπράξεις παγκοσμίως, παίρνοντας πολύ καλές κριτικές και ο Βαλτς, εκτός του ότι γίνεται πλέον διάσημος, απογειώνει την καριέρα του κερδίζοντας το Όσκαρ β’ αντρικού ρόλου, βραβείο BAFTA, βραβείο καλύτερου ηθοποιού στο Φεστιβάλ Καννών, Χρυσή Σφαίρα και πληθώρα άλλων βραβείων και υποψηφιοτήτων, που δεν είχε ξανασυναντήσει ποτέ στη ζωή του μέχρι τότε. Ο Βαλτς στάθηκε και τυχερός, καθώς ο Ταραντίνο είχε σκεφτεί στην αρχή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο για το ρόλο, τελικά, όμως, κατέληξε στον Βαλτς που ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία. Ο αυστριακός ηθοποιός, μάλιστα, είναι ο πρώτος ηθοποιός από ταινία του Ταραντίνο, που κερδίζει το Όσκαρ και ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι αν ο Βαλτς δεν είχε δεχτεί να ερμηνεύσει το ρόλο, μπορεί και να μην είχε γυρίσει ποτέ την ταινία. Πέραν της φήμης, των βραβείων και της επιτυχίας, ο Βαλτς βρέθηκε και σε ένα καστ διασήμων, μαζί με τον Μπραντ Πιτ και την Νταιάν Κρούγκερ, ενώ είχε την ευκαιρία να σκηνοθετηθεί και από τον ξακουστό Ταραντίνο. Και κάπου εκεί, το βλέμμα του αρχίζει να στρέφεται περισσότερο προς τον κινηματογράφο, αφήνοντας λίγο στην άκρη την τηλεόραση που μέχρι τώρα υπηρετούσε.
Στα χέρια του Ταραντίντο
Μπορεί να είχε ήδη μια καριέρα 32 χρόνων στην πλάτη του, το 2009, όμως έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό, ως συνταγματάρχης των SS, Χανς Λάντα, στην περιπετειώδη κωμωδία του Κουέντιν Ταραντίνο «Άδωξοι μπάσταρδη». Στην ταινία, ο χαρακτήρας του Βαλτς μιλάει τέσσερις γλώσσες, είναι πολιτισμένος, αλλά ταυτόχρονα σκληρός και επιδέξιος, χαρακτηριστικά τα οποία καταφέρνει να συνδυάσει ο Βαλτς με απόλυτη επιτυχία, παρά τους φόβους του Ταραντίνο ότι ο χαρακτήρας που έχει πλάσει δεν γίνεται να ερμηνευτεί. Η ταινία ξεπερνάει τα 300 εκατομμύρια σε εισπράξεις παγκοσμίως, παίρνοντας πολύ καλές κριτικές και ο Βαλτς, εκτός του ότι γίνεται πλέον διάσημος, απογειώνει την καριέρα του κερδίζοντας το Όσκαρ β’ αντρικού ρόλου, βραβείο BAFTA, βραβείο καλύτερου ηθοποιού στο Φεστιβάλ Καννών, Χρυσή Σφαίρα και πληθώρα άλλων βραβείων και υποψηφιοτήτων, που δεν είχε ξανασυναντήσει ποτέ στη ζωή του μέχρι τότε. Ο Βαλτς στάθηκε και τυχερός, καθώς ο Ταραντίνο είχε σκεφτεί στην αρχή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο για το ρόλο, τελικά, όμως, κατέληξε στον Βαλτς που ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία. Ο αυστριακός ηθοποιός, μάλιστα, είναι ο πρώτος ηθοποιός από ταινία του Ταραντίνο, που κερδίζει το Όσκαρ και ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι αν ο Βαλτς δεν είχε δεχτεί να ερμηνεύσει το ρόλο, μπορεί και να μην είχε γυρίσει ποτέ την ταινία. Πέραν της φήμης, των βραβείων και της επιτυχίας, ο Βαλτς βρέθηκε και σε ένα καστ διασήμων, μαζί με τον Μπραντ Πιτ και την Νταιάν Κρούγκερ, ενώ είχε την ευκαιρία να σκηνοθετηθεί και από τον ξακουστό Ταραντίνο. Και κάπου εκεί, το βλέμμα του αρχίζει να στρέφεται περισσότερο προς τον κινηματογράφο, αφήνοντας λίγο στην άκρη την τηλεόραση που μέχρι τώρα υπηρετούσε.
Οι πρόσφατες δουλειές του
Μετά την τεράστια επιτυχία του, ο Βαλτς αποκτά περισσότερη αυτοπεποίθηση και συνεχίζει να «χτίζει» την καριέρα του, στρέφοντας το ενδιαφέρον του και προς τη Δύση. Το 2011 ερμηνεύει έναν Ρώσο μαφιόζο στην αμερικάνικη κομεντί δράσης «The green hornet» του Μισέλ Γκοντρί, μαζί με την Κάμερον Ντίαζ και τον Τομ Γουίλκινσον, ενώ λίγο αργότερα συναντά την Ρις Γουίδερσπουν και τον πρώην… βρικόλακα Ρόμπερτ Πάτινσον στη δραματική ταινία «Νερό για ελέφαντες» σε σκηνοθεσία Φράνσις Λόρενς, παίζοντας πάλι το ρόλο του «κακού». Στις αρχές του Οκτώβρη τον απολαύσαμε και… τρισδιάστατο στους «Τρεις σωματοφύλακες» μαζί με τον Ορλάντο Μπλουμ και τη Μίλα Γιόβοβιτς, στο ρόλο του ισχυρού και δολοπλόκου Καρδινάλιου Ρισελιέ, τον οποίο ενσάρκωσε έχοντας κάνει μεγάλη έρευνα γύρω από την προσωπικότητά του, ενώ στις αρχές του Νοέμβρη, ο Κριστόφ Βαλτς έρχεται και πάλι στη μεγάλη οθόνη με το «Carnage» του Ρομάν Πολάνσκι. Στη μαύρη κωμωδία του Πολωνού σκηνοθέτη, ο Βαλτς υποδύεται το σύζυγο της Κέιτ Γουίνσλετ και οι δυο τους θα βρεθούν με ένα άλλο ζευγάρι (Τζόντι Φόστερ και Τζον Ράιλι), προκειμένου να συζητήσουν για τον καυγά των παιδιών τους στο σχολείο. Παρ’ όλο που το μέρος που εκτυλίσσεται η υπόθεση είναι το Μπρούκλιν, η ταινία γυρίστηκε στο Παρίσι -καθώς ο Πολάνσκι μετά τις κατηγορίες και την παραδοχή του ότι είχε σεξουαλική επαφή με 13χρονο κορίτσι το 1977, δεν μπορεί να ταξιδέψει νόμιμα στις Ηνωμένες Πολιτείες- και μέχρι στιγμής λαμβάνει καλές κριτικές. Το 2012 συνεργάστηκε για δεύτερη φορά με τον Κουέντιν Ταραντίνο ερμηνεύοντας το ρόλο του Δόκτωρ Κινγκ Σουλτζ στην ταινία "Django: Ο Τιμωρός" (Django Unchained) που του χάρισε το δεύτερο Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου. Το 2015 έγινε...κακός για τις ανάγκες του 24ου Τζέιμς Μπόντ, δίπλα στον Ντάνιελ Κρεγκ. Όσο για τη συνέχεια της καριέρας του; Ο ίδιος δηλώνει: «Ξέρω τι μπορώ να προσφέρω. Και αυτό είναι ένα πολύ περιορισμένο, πολύ συγκεκριμένο κομμάτι, είτε πρόκειται για μια μεγάλη ταινία, είτε για μια μικρή, είτε για μια γερμανική, είτε για μια αμερικάνικη ταινία. Αυτό είναι το προσόν που έχω σε σχέση με έναν 25χρονο. Είχα την ευκαιρία να κατανοήσω τι ακριβώς είναι αυτό που κάνω».
Μετά την τεράστια επιτυχία του, ο Βαλτς αποκτά περισσότερη αυτοπεποίθηση και συνεχίζει να «χτίζει» την καριέρα του, στρέφοντας το ενδιαφέρον του και προς τη Δύση. Το 2011 ερμηνεύει έναν Ρώσο μαφιόζο στην αμερικάνικη κομεντί δράσης «The green hornet» του Μισέλ Γκοντρί, μαζί με την Κάμερον Ντίαζ και τον Τομ Γουίλκινσον, ενώ λίγο αργότερα συναντά την Ρις Γουίδερσπουν και τον πρώην… βρικόλακα Ρόμπερτ Πάτινσον στη δραματική ταινία «Νερό για ελέφαντες» σε σκηνοθεσία Φράνσις Λόρενς, παίζοντας πάλι το ρόλο του «κακού». Στις αρχές του Οκτώβρη τον απολαύσαμε και… τρισδιάστατο στους «Τρεις σωματοφύλακες» μαζί με τον Ορλάντο Μπλουμ και τη Μίλα Γιόβοβιτς, στο ρόλο του ισχυρού και δολοπλόκου Καρδινάλιου Ρισελιέ, τον οποίο ενσάρκωσε έχοντας κάνει μεγάλη έρευνα γύρω από την προσωπικότητά του, ενώ στις αρχές του Νοέμβρη, ο Κριστόφ Βαλτς έρχεται και πάλι στη μεγάλη οθόνη με το «Carnage» του Ρομάν Πολάνσκι. Στη μαύρη κωμωδία του Πολωνού σκηνοθέτη, ο Βαλτς υποδύεται το σύζυγο της Κέιτ Γουίνσλετ και οι δυο τους θα βρεθούν με ένα άλλο ζευγάρι (Τζόντι Φόστερ και Τζον Ράιλι), προκειμένου να συζητήσουν για τον καυγά των παιδιών τους στο σχολείο. Παρ’ όλο που το μέρος που εκτυλίσσεται η υπόθεση είναι το Μπρούκλιν, η ταινία γυρίστηκε στο Παρίσι -καθώς ο Πολάνσκι μετά τις κατηγορίες και την παραδοχή του ότι είχε σεξουαλική επαφή με 13χρονο κορίτσι το 1977, δεν μπορεί να ταξιδέψει νόμιμα στις Ηνωμένες Πολιτείες- και μέχρι στιγμής λαμβάνει καλές κριτικές. Το 2012 συνεργάστηκε για δεύτερη φορά με τον Κουέντιν Ταραντίνο ερμηνεύοντας το ρόλο του Δόκτωρ Κινγκ Σουλτζ στην ταινία "Django: Ο Τιμωρός" (Django Unchained) που του χάρισε το δεύτερο Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου. Το 2015 έγινε...κακός για τις ανάγκες του 24ου Τζέιμς Μπόντ, δίπλα στον Ντάνιελ Κρεγκ. Όσο για τη συνέχεια της καριέρας του; Ο ίδιος δηλώνει: «Ξέρω τι μπορώ να προσφέρω. Και αυτό είναι ένα πολύ περιορισμένο, πολύ συγκεκριμένο κομμάτι, είτε πρόκειται για μια μεγάλη ταινία, είτε για μια μικρή, είτε για μια γερμανική, είτε για μια αμερικάνικη ταινία. Αυτό είναι το προσόν που έχω σε σχέση με έναν 25χρονο. Είχα την ευκαιρία να κατανοήσω τι ακριβώς είναι αυτό που κάνω».