Δεν είναι τυχαίο ότι η Μέριλιν Πολίν Νόβακ ξεκίνησε την καριέρα της ως Miss Deepfreeze (σε διόλου ελεύθερη απόδοση, Μις Κατάψυξη). Ηθικός αυτουργός, μια καλιφορνέζικη αλυσίδα ηλεκτρικών ειδών που έσπευσε, στις αρχές ακόμη της δεκαετίας του '50, να χρησιμοποιήσει τη χυμώδη αλλά επαρκώς αποστασιοποιημένη ομορφιά της ως επιτόπιο «κράχτη» ψυγείων και άλλων συναφών οικοσκευών του αμερικανικού ονείρου· τότε που η ίδια ήταν ακόμη «καταπράσινη, κατευθείαν από το αγρόκτημα», σύμφωνα με δική της, μεταγενέστερη εννοείται, εξομολόγηση. «Δηλαδή, καθόλου σοφιστικέ». Ισως γιατί δεν είχαν ακόμη καταπιαστεί μαζί της ο Χίτσκοκ και οι ιθύνοντες της Κολούμπια, τουτέστιν οι πυγμαλίωνες κάθε κονσερβοποιημένης ξανθής, ει δυνατόν σταρ. Γεννήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1933 στο Σικάγο του Ιλινόι, θυγατέρα ενός καλού καγαθού εργάτη σιδηροδρόμων. Η δραματική σχολή δεν ήταν ακριβώς το όνειρο της ζωής της. Η Μητέρα Φύση στάθηκε μαζί της πολύ γενναιόδωρη για να την εγκαταλείψει έτσι απλά σε μια αδηφάγο διδακτέα ύλη. Αλλωστε ο ίδιος ο Χάρι Κον, ο κάθε άλλο παρά ρομαντικός επικεφαλής της Κολούμπια, της το ξεκαθάρισε ευθύς εξαρχής: «Δεν είσαι τίποτε άλλο από ένα κομμάτι κρέας μέσα σε ένα χασάπικο». Αναρωτιέται κανείς τι ήταν εκείνο που γοήτευσε τους υπευθύνους κάστινγκ στο πρόσωπο μιας ακόμη ξανθιάς καλλονής. Ισως τα ίδια αυτά τα ανώνυμα χαρακτηριστικά της, αυτή η παντελής έλλειψη εκφραστικότητας που διέγνωσε και ο Χίτσκοκ όταν τη στρατολογούσε αργότερα για τον «Δεσμώτη του ιλίγγου». «Είχε το χάρισμα να συνδυάζει την αύρα της κυρίας στο σαλόνι και της πόρνης στην κρεβατοκάμαρα», θα συνοψίσει ο σκηνοθέτης Ρίτσαρντ Κουίν. «Μόνο που η Κιμ πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα.Συνδυάζει τα παραπάνω με σεξ απίλ και μια παιδικότητα».
Το ντεμπούτο της έγινε το 1953 με την ταινία «Η γυναίκα με το σεξ απίλ» του Λόιντ Μπέικον. Το παρθενικό της συμβόλαιο με την Κολούμπια είναι έτοιμο ο μισθός της 75 δολάρια την εβδομάδα. Ακολουθεί το «Ο δολοφόνος θα 'ρθει απόψε» του Κουίν και ένας ρόλος ακαταμάχητης ξανθιάς που, είναι η αλήθεια, δεν θα ξεσηκώσει τα πλήθη, αλλά θα τραβήξει το ενδιαφέρον του Κον. Είνα η εποχή που αναζητεί εναγωνίως μια αντικαταστάτρια της υπό κατάρρευσιν Ρίτας Χέιγουορθ. Η Κολούμπια ματαιώνει τα σχέδιά της να δανειστεί τη Sheree North για τις ανάγκες του «Διακοπές στο σπίτι του ανδρός μου». Η νεοαφιχθείσα Νόβακ απλούστατα αδράχνει τον ρόλο. Εν συνεχεία αντικαθιστά τη Μαίρη Κόστα στο «Five against the house» (1955), ένα μάλλον συμπαθές θρίλερ με τους Μπράιαν Κιθ και Γκάι Μάντισον. Ο ρόλος όμως που θα καταφέρει να την εκτοξεύσει είναι την ίδια χρονιά αυτός του πεπλανημένου χωριατοκόριτσου στο «Πικ νικ» του Τζόσουα Λόγκαν (ρόλο που έχει ερμηνεύσει επί σκηνής η Κιμ Στάνλεϊ). Το λίκνισμά της στο πλευρό του συμπρωταγωνιστή της Γουίλιαμ Χόλντεν με φόντο το «Moonglow» θα την αναδείξει εν μια νυκτί σε σταρ πρώτου μεγέθους. Χωρίς η ίδια να το καταλάβει, σκαρφαλώνει δεύτερη στη λίστα με τις άμεσα εξαργυρώσιμες ξανθές, αμέσως δηλαδή μετά τη Μέριλιν. Οι ομοιότητες στην ιδιοσυγκρασία και στην αναρρίχησή τους στο Χόλιγουντ είναι για τους περισσότερους πασιφανείς, μόνο που η Νόβακ αποδεικνύεται για ευνόητους λόγους λιγότερη ευάλωτη και περισσότερη ανθεκτική στις ορέξεις της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Την εποχή αυτή ο Οτο Πρέμινγκερ θα σπεύσει να τη δανειστεί (προσφέροντας το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 100.000 δολαρίων) για το «Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι». Στα πλατό θα γνωρίσει τον Φράνκι και το ειδύλλιό τους θα συζητηθεί ποικιλοτρόπως στους κατάλληλους κύκλους. Αμφότερες οι ταινίες στέφονται μεγάλες εμπορικές επιτυχίες.
Μόνο που ο Κον της Κολούμπια δεν σκοπεύει να την αφήσει ελεύθερη στην ερωτική ασυδοσία της. Το ίματζ του ολοκαίνουργου προϊόντος του πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία, ταυτόχρονα απαστράπτον και απροσπέλαστο. «Ο Χάρι ήταν σχεδόν παθιασμένος με την εικόνα που έπρεπε να δίνω προς τα έξω», θα πει αργότερα η ίδια για την εμμονή του ιδιωτικού της δικτάτορα. «Πολλές φορές δεν με άφηνε να βγω από το στούντιο φορώντας τζιν γιατί κυκλοφορούσε κόσμος απ' έξω και δεν ήταν, λέει, επιτρεπτό να με αντικρίζουν σε αυτήν την κατάσταση!». Ενδεικτική του ελέγχου που επιμένει να ασκεί πάνω στον εντός και εκτός οθόνης βίον της είναι η επέμβασή του στη σχέση της με τον Σάμι Ντέιβις. Σύμφωνα με έγκυρες πηγές της Νοτίου Καλιφόρνιας, ο άτυχος εραστής απήχθη από τους «μπράβους» τού Κον και διεκομίσθη εσπευσμένα στην έρημο δίπλα από την πόλη του Λας Βέγκας. Η εντολή ήταν ρητή: ο Ντέιβις έπρεπε να διακόψει πάραυτα το ειδύλλιό του με τη Νόβακ. Στην αντίθετη περίπτωση θα έχανε και τον εναπομείναντα οφθαλμό του..Ο συμπρωταγωνιστής της στο «Ερωτευμένοι ως την αιωνιότητα» Τάιρον Πάουερ (1956) θα σχολιάσει μάλλον αρνητικά την αφομοίωσή της από το κινηματογραφικό κατεστημένο: «Ησύγχυση ανάμεσα σε αυτό που λέμε ταμπεραμέντο και στους κακούς τρόπους είναι απλά ασυγχώρητη». Οσο για τον Τζορτζ Σίντεϊ, σκηνοθέτη της άνωθεν ταινίας και της αμέσως επόμενής της «Η φλόγα καίει ακόμη», θα αποφανθεί, μάλλον κακοπροαίρετα, ότι «υπήρχε σε αυτήν την ηθοποιό το δηλητήριο που εισβάλλει στον οργανισμό κάθε φτασμένης σταρ». Εν τω μεταξύ το κασέ της σκαρφαλώνει επικίνδυνα, όπως άλλωστε και η δημοτικότητά της. Σύμφωνα άλλωστε με σχετικό «γκάλοπ» του περιοδικού «Box Office» στα τέλη του σωτηρίου έτους 1956, ψηφίζεται η πιο δημοφιλής αμερικανίδα σταρ (ακολουθουμένη από τους Γουίλιαμ Χόλντεν, Ντόρις Ντέι, Μέριλιν Μονρόε, Σούζαν Χέιγουορντ, Ντέμπορα Κερ, Μάρλον Μπράντο κ.ο.κ.). Σε αυτό σίγουρα συνετέλεσαν και οι συνεχείς προσπάθειες του Κον: όταν θα «βγουν» στην αγορά κάποιες αποκαλυπτικές φωτογραφίες της ηθοποιού, η Κολούμπια τις αποσύρει καταθέτοντας το ποσό των 15.000 δολαρίων.
Οι κριτικοί βέβαια δεν έχουν την αυτή άποψη για την υποκριτική της δεινότητα. Η ίδια άλλωστε θα τους προμηθεύσει άφθονη πρώτη ύλη με την κάκιστη ερμηνεία της στην ταινία «Ο φιλαράκος μου» (1957). Κάποιοι σπεύδουν να κηρύξουν την καριέρα της λήξασα. Δεν έχουν όμως λάβει υπόψη τους τον από μηχανής θεό με το πούρο. Στην αρχή την προορίζει για το «Ποιος σκότωσε τον Χάρι», τελικά όμως την εναποθέτει στο κάστινγκ του «Δεσμώτη του ιλίγγου» (στη θέση της Βέρα Μάιλς που δηλώνει έγκυος «Απλά έχασα το ενδιαφέρον μου γι' αυτήν», θα πει ο ευτραφής μετρ Αλφρεντ Χίτσκοκ σε συνέντευξή του. «Είχα χάσει τον ρυθμό μου μαζί της και δεν είχα σκοπό να μπω στη διαδικασία να τον επανακτήσω»). Με τη Νόβακ θα είναι ανεκτικός: «Νομίζω ότι αντιλήφθηκε αμέσως ότι είμαι αρκετά εύθραυστη και έτσιδεν ξέσπαγε και πολύ πάνω μου». Ο ρόλος της αινιγματικής Μαντλέν που πεθαίνει για να γεννηθεί ξανά και ξανά από τις στάxτες της (μέσα από μια διαφορετική κάθε φορά persona) θα του επιτρέψει να συναρμολογήσει μια ακαταμάχητη, παγωμένη βασίλισσα· αυτήν που θα εμπνεύσει στον Τζέιμς Στιούαρτ το «νεκροφιλικό» πάθος του. Η φιλμογραφία της θα διανθιστεί με τα «Θα ανταμώσουμε σαν ξένοι» (1960), «Η μυστηριώδης κυρία με τα μαύρα» (1962), «Φίλησέ με, κουτέ» (1964), «Καθώς πρέπει κυρία» (1965). Το Χόλιγουντ αρνείται όμως να αποβάλει τις προκαταλήψεις του. Ο πρώτος σκηνοθέτης του «Human Bondage» Χένρι Χάθαγουεϊ (ο οποίος θα παραιτηθεί τελικώς για να παραχωρήσει τη θέση του στον Κεν Χιουζ) δεν θα είναι ιδιαίτερα επιεικής στα σχόλιά του: «Είχα σκοπό να γυρίσω την ταινία με τους Μοντγκόμερι Κλιφτ και Μέριλιν Μονρόε... Τελικά την έκαναν με την Ηλίθια, να δεις πώς τη λένε, την Κιμ Νόβακ... Δούλεψα μια μέρα μαζί της και υπέβαλα χωρίς αναβολή την παραίτησή μου».