Ο Γκοντάρ την ανακάλυψε. Ο Κισλόφσκι την ανέδειξε. Ο Μιγκέλα την έκανε διάσημη διεθνώς. Η Ζυλιέτ Μπινός, που ενέπνευσε τους πιο σπουδαίους Ευρωπαίους σκηνοθέτες, αποτελεί ήδη πολιτιστική κληρονομιά Δεν είναι τυχαίο ότι οι Γάλλοι την αποκαλούν «LaBinoche». Διεθνής καριέρα, βραβείο Όσκαρ, συνεργασίες με αξιόλογους καλλιτέχνες και μακρόχρονη καριέρα στον κινηματογράφο. Η Ζιλιέτ Μπινός μοιάζει να έχει κατακτήσει αυτά που καθορίζουν έναν επιτυχημένο ηθοποιό, χωρίς να επαναπαύεται στις... δάφνες της, κερδίζοντας τη συμπάθεια των κινηματογραφόφιλων.
Η Ζιλιέτ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 9 Μαρτίου του 1964 και στα τέσσερά της χρόνια, αναγκάστηκε να ζήσει το διαζύγιο των γονιών της, αλλά και να μπει με την αδερφή της σε οικοτροφείο, αναφέροντας πολλά χρόνια αργότερα ότι όλη αυτή η κατάσταση της είχε βαθιές επιδράσεις στην ψυχοσύνθεσή της. Το καλλιτεχνικό background της οικογένειας (ο πατέρας της είναι σκηνοθέτης, ηθοποιός και γλύπτης και η μητέρα της ηθοποιός και σκηνοθέτις) φαίνεται ότι την επηρέασε και από τα εφηβικά της κι όλας χρόνια, πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές παραστάσεις και ξεκίνησε να ασχολείται με την υποκριτική, ενώ στα 17 της, σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στη μαθητική παράσταση του έργου του Ευγένιου Ιονέσκο, «Ο βασιλιάς πεθαίνει». Ξεκίνησε σπουδές υποκριτικής στο Παρίσι, αλλά μετά από σύντομο χρονικό διάστημα τα παράτησε και στις αρχές του ’80 βρήκε έναν ατζέντη, μπήκε σε μια θεατρική ομάδα και ξεκίνησε τις περιοδείες με το ψευδώνυμο «Ζιλιέτ Αντριάν». Στο «γυαλί» βγήκε για πρώτη φορά το 1983 στην τηλεοπτική σειρά «Dorothée, danseuse de corde», η οποία αποτέλεσε το «άνοιγμα» για τη μικρή και πάλι συμμετοχή της στην τηλεοπτική ταινία «Fort bloque». Το ένα έφερε το άλλο και η Μπινός εξασφάλισε έναν μικρό ρόλο στο «Liberty Belle» του Πασκάλ Κανέ, κάνοντας το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, το οποίο την γεμίζει με ενθουσιασμό να χτίσει την καριέρα της.
Στο δρόμο προς τη δόξα
Από το ’83 κιόλας κι ενώ η Μπινός ήταν μόλις 19 ετών, πέρασε από οντισιόν για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του «Hail Mary» («Je vous salue, Marie») του γάλλου σκηνοθέτη Ζαν Λυκ Γκοντάρ, το οποίο πραγματεύεται μια μοντέρνα εκδοχή της σύλληψης και γέννησης του Ιησού. Η Μπινός δεν πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, κατάφερε όμως να συμμετάσχει στην ταινία έστω και σε λίγες σκηνές, ενώ ο ίδιος ο Γκοντάρ λέγεται ότι την είχε ζητήσει, έχοντας δει μια φωτογραφία της. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος δεν αργεί, αφού έρχεται δύο χρόνια αργότερα, το 1985, στο ερωτικό δράμα «Rendez-vous» του Αντρέ Τεσέν, μετά από αποχώρηση της Σαντρίν Μπονέρ από τον συγκεκριμένο ρόλο και την ταινία. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών το 1985, κερδίζοντας βραβείο καλύτερου σκηνοθέτη, ενώ η Μπινός κατάφερε να στρέψει τα βλέμματα πάνω της, να γίνει θέμα συζήτησης για αρκετούς του χώρου και να κερδίσει μια υποψηφιότητα για βραβείο Σεζάρ καλύτερης ηθοποιού.Την επόμενη χρονιά κερδίζει άλλη μια υποψηφιότητα για βραβείο Σεζάρ για την ερμηνεία της στο «Mauvais sang» στο πλευρό του Μισέλ Πικολί, ενώ το 1988 πρωταγωνιστεί στην ταινία της οποίας ο τίτλος έχει αναφερθεί σε όλα τα παιχνίδια... παντομίμας ανά τον κόσμο, στην «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι». Η ταινία βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα, σκηνοθετήθηκε από τον Φίλιπ Κάουφμαν και η Μπινός ερμήνευσε τη μικρή και αθώα σερβιτόρα που στη συνέχεια θα γίνει φωτογράφος, Τερέζα, με συμπρωταγωνιστή τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις (με τον οποίο μάλιστα σύναψε και μια σύντομη ερωτική σχέση), στον πρώτο της αγγλόφωνο ρόλο. Πολλοί πίστεψαν ότι η ταινία δεν κατάφερε να αποδώσει τη φιλοσοφική σκέψη του Κούντερα, όμως προτάθηκε για 2 Όσκαρ και οι περισσότεροι κριτικοί ήταν ευνοϊκοί απέναντί της, ενώ το Αμερικάνικο Ινστιτούτο Κινηματογράφου την συμπεριλαμβάνει στις 100 ερωτικές ιστορίες του Αμερικάνικου Κινηματογράφου. Παρ’ όλ’ αυτά η Μπινός αποφάσισε να επιστρέψει στη Γαλλία, αντί να κυνηγήσει διεθνή καριέρα.
Από το ’83 κιόλας κι ενώ η Μπινός ήταν μόλις 19 ετών, πέρασε από οντισιόν για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του «Hail Mary» («Je vous salue, Marie») του γάλλου σκηνοθέτη Ζαν Λυκ Γκοντάρ, το οποίο πραγματεύεται μια μοντέρνα εκδοχή της σύλληψης και γέννησης του Ιησού. Η Μπινός δεν πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, κατάφερε όμως να συμμετάσχει στην ταινία έστω και σε λίγες σκηνές, ενώ ο ίδιος ο Γκοντάρ λέγεται ότι την είχε ζητήσει, έχοντας δει μια φωτογραφία της. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος δεν αργεί, αφού έρχεται δύο χρόνια αργότερα, το 1985, στο ερωτικό δράμα «Rendez-vous» του Αντρέ Τεσέν, μετά από αποχώρηση της Σαντρίν Μπονέρ από τον συγκεκριμένο ρόλο και την ταινία. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών το 1985, κερδίζοντας βραβείο καλύτερου σκηνοθέτη, ενώ η Μπινός κατάφερε να στρέψει τα βλέμματα πάνω της, να γίνει θέμα συζήτησης για αρκετούς του χώρου και να κερδίσει μια υποψηφιότητα για βραβείο Σεζάρ καλύτερης ηθοποιού.Την επόμενη χρονιά κερδίζει άλλη μια υποψηφιότητα για βραβείο Σεζάρ για την ερμηνεία της στο «Mauvais sang» στο πλευρό του Μισέλ Πικολί, ενώ το 1988 πρωταγωνιστεί στην ταινία της οποίας ο τίτλος έχει αναφερθεί σε όλα τα παιχνίδια... παντομίμας ανά τον κόσμο, στην «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι». Η ταινία βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα, σκηνοθετήθηκε από τον Φίλιπ Κάουφμαν και η Μπινός ερμήνευσε τη μικρή και αθώα σερβιτόρα που στη συνέχεια θα γίνει φωτογράφος, Τερέζα, με συμπρωταγωνιστή τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις (με τον οποίο μάλιστα σύναψε και μια σύντομη ερωτική σχέση), στον πρώτο της αγγλόφωνο ρόλο. Πολλοί πίστεψαν ότι η ταινία δεν κατάφερε να αποδώσει τη φιλοσοφική σκέψη του Κούντερα, όμως προτάθηκε για 2 Όσκαρ και οι περισσότεροι κριτικοί ήταν ευνοϊκοί απέναντί της, ενώ το Αμερικάνικο Ινστιτούτο Κινηματογράφου την συμπεριλαμβάνει στις 100 ερωτικές ιστορίες του Αμερικάνικου Κινηματογράφου. Παρ’ όλ’ αυτά η Μπινός αποφάσισε να επιστρέψει στη Γαλλία, αντί να κυνηγήσει διεθνή καριέρα.
Το 1991 πρωταγωνιστεί στο «The lovers on the bridge» («Les amants du Pont-Neuf») κερδίζοντας βραβείο Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου Καλύτερης Ηθοποιού, όπως και άλλη μια υποψηφιότητα για βραβείο Σεζάρ. Λόγω των γυρισμάτων της ταινίας, η Μπινός αναγκάστηκε να απορρίψει αρκετούς σημαντικούς ρόλους σε διάφορες ταινίες όπως «Η διπλή ζωή της Βερόνικα του Κριστόφ Κισλόφσκι, «Σιρανό Ντε Μπερζεράκ» του Ζαν-Πολ Ραπενό κ.ά., ενώ τώρα αποφασίζει να ανοίξει τα φτερά της και για μια διεθνή καριέρα. Το 1992, το διάσημο μυθιστόρημα της Έμιλι Μπροντέ, τα «Ανεμοδαρμένα ύψη», σκηνοθετείται από τον Πίτερ Κοσμίνσκι και προβάλλεται στη μεγάλη οθόνη με τον Ρέιφ Φάινς στο ρόλο του Χίθκλιφ και την Μπινός στο ρόλο της Κάθριν, αλλά και της κόρης της, Κάθι Λίντον. Ο ρόλος αποτέλεσε πρόκληση για την Μπινός, καθώς πολλοί πίστεψαν ότι δεν έπρεπε να δοθεί ένας κλασσικός αγγλικός ρόλος σε γαλλίδα ηθοποιό. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Εδιμβούργου, αρκετές κριτικές, όμως, υπήρξαν σκληρές, όσον αφορά την προφορά της διάσημης ηθοποιού.Την ίδια χρονιά βρίσκεται στο πλευρό του Τζέρεμι Άιρονς, στο «Μοιραίο πάθος» του Λουί Μαλ, κερδίζοντας μια υποψηφιότητα για βραβείο Σεζάρ, ερμηνεύοντας την αρραβωνιαστικιά του κινηματογραφικού γιου του Άιρονς, η οποία δημιουργεί ερωτική σχέση και με τον... πατέρα.
Μια... πολύχρωμη συνεργασία
Μετά την απόρριψη του ρόλου στη «Διπλή ζωή της Βερόνικα» λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, η γαλλίδα ηθοποιός πρωταγωνιστεί στη «Μπλε ταινία» (1993) του Κριστόφ Κισλόφσκι, το πρώτο μέρος μιας τριλογίας... χρωμάτων, το οποίο εμπνέεται από τα ιδανικά της γαλλικής επανάστασης και τα χρώματα της γαλλικής σημαίας. Η «Μπλε ταινία» είναι η ιστορία μιας γυναίκας που χάνει τον άντρα της και την κόρη της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, η τραγική διάσταση της οποίας συγκίνησε κοινό και κριτικούς και χάρισε την Ζιλιέτ βραβείο Σεζάρ Καλύτερης Ηθοποιού και υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα, μεταξύ άλλων βραβείων και υποψηφιοτήτων. Στη «Λευκή» και την «Κόκκινη ταινία» που ακολούθησαν το 1994, η Μπινός εμφανίστηκε σε μικρό ρόλο, ενώ λίγο αργότερα απέρριψε τις προτάσεις του Στίβεν Σπίλμπεργκ για ρόλους στο «Τζουράσικ Παρκ» και τη «Λίστα του Σίντλερ». Η ίδια μάλιστα, μετά τη «Μπλε ταινία», έκανε ένα μικρό διάλειμμα, προκειμένου να φέρει στον κόσμο το γιο της Ραφαέλ, με τον τότε σύντροφό της, Αντρέ Χαλέ, επαγγελματία δύτη.
Μια... πολύχρωμη συνεργασία
Μετά την απόρριψη του ρόλου στη «Διπλή ζωή της Βερόνικα» λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, η γαλλίδα ηθοποιός πρωταγωνιστεί στη «Μπλε ταινία» (1993) του Κριστόφ Κισλόφσκι, το πρώτο μέρος μιας τριλογίας... χρωμάτων, το οποίο εμπνέεται από τα ιδανικά της γαλλικής επανάστασης και τα χρώματα της γαλλικής σημαίας. Η «Μπλε ταινία» είναι η ιστορία μιας γυναίκας που χάνει τον άντρα της και την κόρη της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, η τραγική διάσταση της οποίας συγκίνησε κοινό και κριτικούς και χάρισε την Ζιλιέτ βραβείο Σεζάρ Καλύτερης Ηθοποιού και υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα, μεταξύ άλλων βραβείων και υποψηφιοτήτων. Στη «Λευκή» και την «Κόκκινη ταινία» που ακολούθησαν το 1994, η Μπινός εμφανίστηκε σε μικρό ρόλο, ενώ λίγο αργότερα απέρριψε τις προτάσεις του Στίβεν Σπίλμπεργκ για ρόλους στο «Τζουράσικ Παρκ» και τη «Λίστα του Σίντλερ». Η ίδια μάλιστα, μετά τη «Μπλε ταινία», έκανε ένα μικρό διάλειμμα, προκειμένου να φέρει στον κόσμο το γιο της Ραφαέλ, με τον τότε σύντροφό της, Αντρέ Χαλέ, επαγγελματία δύτη.
Η συνέχεια προς την κορυφή και το Όσκαρ
Μετά την τριλογία, η Μπινός κερδίζει άλλη μια υποψηφιότητα για βραβείο Σεζάρ με το ρόλο της στο «The horseman on the roof» («Le hussard sur le toit») πλάι στον Ολιβιέ Μαρτίνεζ, με τον οποίο ήταν ζευγάρι μέχρι το 1997. Το 1996, μετά την κομεντί «Ένα ντιβάνι στη Νέα Υόρκη» με τον Ουίλιαμ Χαρτ, έφτασε σε μια από τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας της με το ρομαντικό έπος «Ο Άγγλος ασθενής» του Άντονι Μιγκέλα, σε μια ταινία-διασκευή του ομώνυμου διηγήματος του Μάικλ Ονταάτζε, που διαδραματίζεται στην εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ταινία κέρδισε 9 Όσκαρ και αυτό του β’ γυναικείου ρόλου, άνηκε πλέον στη Ζιλιέτ Μπινός, για την ερμηνεία της ως στρατιωτική νοσοκόμα που περιθάλπει τον «Άγγλο ασθενή», Ρέιφ Φάινς. Το όνομά της φιγουράρει σε διάφορες λίστες, όπως αυτήν του «Τop 100 κινηματογραφικών αστέρων» στο περιοδικό Empire, αλλά και στους «50 πιο όμορφους ανθρώπους του κόσμου» του περιοδικού People και η Ζιλιέτ φαίνεται να ζει μια «γεμάτη» δεκαετία, τόσο επαγγελματικά, όσο και προσωπικά. Με το ξεκίνημα του 2000, η Μπινός πρωταγωνιστεί μαζί με τον Εμίρ Κουστουρίτσα στο «The Widow of Saint-Pierre» (« La veuve de Saint-Pierre») του Πατρίς Λεκόντ, κερδίζοντας υποψηφιότητα για βραβείο Σεζάρ, ενώ λόγο νωρίτερα κάνει το δεύτερό της παιδί, με τον Γάλλο ηθοποιό Μπενουά Μαζιμέλ. Πριν φύγει η χρονιά, η Ζιλιέτ βρίσκεται στο πλευρό του Τζόνι Ντεπ παίζοντας με τη... σοκολάτα στο «Chocolat», κερδίζοντας τη δεύτερη υποψηφιότητα για Όσκαρ στην καριέρα της, ενώ προτάθηκε και για Χρυσή Σφαίρα, με έναν ρόλο που έκανε τους πάντες να επιθυμήσουν λίγη σοκολάτα όσο ποτέ άλλοτε.Μετά από διάφορες συνεργασίες, όπως με τον Ζαν Ρενό στην κομεντί «Jet lag» και τον Σάμιουελ Τζάκσον στο «Country of my skull», το 2005 συνεργάζεται ξανά μετά το «Code Unknown: Incomplete Tales of Several Journeys» (2000), με τον γερμανοαυστριακό σκηνοθέτη Μάικλ Χάνεκε, στο επιτυχημένο «Hidden» και την ίδια χρονιά εμφανίζεται ως Μαρία Μαγδαληνή στα «Πάθη μιας γυναίκας» του Έιμπελ Φεράρα, με την Μαριόν Κοτιγιάρ και τον Φόρεστ Γουίτακερ.
Μετά την τριλογία, η Μπινός κερδίζει άλλη μια υποψηφιότητα για βραβείο Σεζάρ με το ρόλο της στο «The horseman on the roof» («Le hussard sur le toit») πλάι στον Ολιβιέ Μαρτίνεζ, με τον οποίο ήταν ζευγάρι μέχρι το 1997. Το 1996, μετά την κομεντί «Ένα ντιβάνι στη Νέα Υόρκη» με τον Ουίλιαμ Χαρτ, έφτασε σε μια από τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας της με το ρομαντικό έπος «Ο Άγγλος ασθενής» του Άντονι Μιγκέλα, σε μια ταινία-διασκευή του ομώνυμου διηγήματος του Μάικλ Ονταάτζε, που διαδραματίζεται στην εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ταινία κέρδισε 9 Όσκαρ και αυτό του β’ γυναικείου ρόλου, άνηκε πλέον στη Ζιλιέτ Μπινός, για την ερμηνεία της ως στρατιωτική νοσοκόμα που περιθάλπει τον «Άγγλο ασθενή», Ρέιφ Φάινς. Το όνομά της φιγουράρει σε διάφορες λίστες, όπως αυτήν του «Τop 100 κινηματογραφικών αστέρων» στο περιοδικό Empire, αλλά και στους «50 πιο όμορφους ανθρώπους του κόσμου» του περιοδικού People και η Ζιλιέτ φαίνεται να ζει μια «γεμάτη» δεκαετία, τόσο επαγγελματικά, όσο και προσωπικά. Με το ξεκίνημα του 2000, η Μπινός πρωταγωνιστεί μαζί με τον Εμίρ Κουστουρίτσα στο «The Widow of Saint-Pierre» (« La veuve de Saint-Pierre») του Πατρίς Λεκόντ, κερδίζοντας υποψηφιότητα για βραβείο Σεζάρ, ενώ λόγο νωρίτερα κάνει το δεύτερό της παιδί, με τον Γάλλο ηθοποιό Μπενουά Μαζιμέλ. Πριν φύγει η χρονιά, η Ζιλιέτ βρίσκεται στο πλευρό του Τζόνι Ντεπ παίζοντας με τη... σοκολάτα στο «Chocolat», κερδίζοντας τη δεύτερη υποψηφιότητα για Όσκαρ στην καριέρα της, ενώ προτάθηκε και για Χρυσή Σφαίρα, με έναν ρόλο που έκανε τους πάντες να επιθυμήσουν λίγη σοκολάτα όσο ποτέ άλλοτε.Μετά από διάφορες συνεργασίες, όπως με τον Ζαν Ρενό στην κομεντί «Jet lag» και τον Σάμιουελ Τζάκσον στο «Country of my skull», το 2005 συνεργάζεται ξανά μετά το «Code Unknown: Incomplete Tales of Several Journeys» (2000), με τον γερμανοαυστριακό σκηνοθέτη Μάικλ Χάνεκε, στο επιτυχημένο «Hidden» και την ίδια χρονιά εμφανίζεται ως Μαρία Μαγδαληνή στα «Πάθη μιας γυναίκας» του Έιμπελ Φεράρα, με την Μαριόν Κοτιγιάρ και τον Φόρεστ Γουίτακερ.
Το 2006 τη συναντούμε στο επιτυχημένο «Paris, je t’ aime», αλλά και στο «Breaking and entering» με τον Τζουντ Λο και τη Ρόμπιν Ράιτ, σε... προσφυγικό ρόλο, για τις ανάγκες του οποίου ταξίδεψε στο Σαράγεβο, προκειμένου να εξελίξει την ερμηνεία της. Παρ’ όλο που η ίδια έλαβε καλές κριτικές, η ταινία δεν πήγε και τόσο καλά και η Μπινός συνεχίζει τα επόμενα χρόνια με διάφορες συνεργασίες και ετερόκλητες ταινίες. Από τη μία βρίσκεται με τη Ζαν Μορό στο «Disengagement» το 2007 κι από την άλλη πρωταγωνιστεί στην κομεντί «Ο Νταν έφαγε κόλλημα» με τον Στιβ Καρέλ. Το 2010 η Μπινός αντιμετωπίζει κάποιες «βαριές» δηλώσεις του Ζεράρ Ντεπαρντιέ, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει ότι η Ζιλιέτ δεν έχει τίποτα να επιδείξει ως ηθοποιός, συνεχίζει όμως στο δρόμο της επιτυχίας με το «Γνήσιο αντίγραφο» του Αμπάς Κιαροστάμι, το οποίο έλαβε πολύ καλές κριτικές και σημείωσε επιτυχία. Μετά η επιτυχημένη Γαλλίδα ηθοποιός έλαβε μέρος στο «Cosmopolis» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, όπου τη συναντούμε στο καστ μαζί με τον Πολ Τζιαμάτι και τον Ρόμπερτ Πάτινσον, το οποίο βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Ντον Ντε Λίλο. Οι επόμενες ταινίες της περιλαμβάνουν την κομεντί η Ζωή μιας Άλλης, την βιογραφία Καμίλ Κλωντέλ, που αναφέρεται στην αληθινή ιστορία μιας γυναίκας-σύμβολο της εξέγερσης ενάντια στον κοινωνικό πουριτανισμό.Μια άλλη κομεντί με συμπρωταγωνιστή τον Κλάιβ Όουεν στην ταινία Λόγια και Εικόνες. Το 2013 συμμετέχει στην Νορβηγο-Σουηδική ταινία Χίλιες Φορές Καληνύχτα και την επόμενη χρονιά στα Σύννεφα του Σιλς Μαρία σε σκηνοθεσία Ολιβιέ Ασαγιάς μαζί με τις Κρίστεν Στιούαρτ και Κλόι Γκρέις Μόρετζ. Η ίδια δηλώνει ότι της αρέσει να εξελίσσεται και να ζει το παρόν, χωρίς να γυρνάει στο παρελθόν, κάτι που εφαρμόζει στα 33 χρόνια καριέρας της.