Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1960 έφυγε από τη ζωή ο Δημήτριος Ροδόπουλος που έμελλε να γίνει γίνει ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της «Γενιάς του ‘30» με το όνομα Μ. Καραγάτσης. Εραστής της λογοτεχνίας, συνήθιζε να περνάει τα εφηβικά καλοκαίρια του στη Ραψάνη της Θεσσαλίας, καθισμένος κάτω από ένα καραγάτσι (το δέντρο πτελέα) που βρισκόταν στον περίβολο της εκκλησίας του χωριού, διαβάζοντας Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Κάπως έτσι ο Δημήτρης Ροδόπουλος έγινε ο πασίγνωστος πεζογράφος Μ. Καραγάτσης. Το «Μ.» του ψευδωνύμου του προήλθε πιθανότατα από το ρώσικο όνομα «Μίτια» (ρωσική εκδοχή του Δημήτρης) , με το οποίο τον αποκαλούσαν φίλοι και συμφοιτητές του, εξ αιτίας της μεγάλης του αγάπης στη ρωσική λογοτεχνία
Ο Καραγάτσης Αυτοβιογραφείται
Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστικλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιό. Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω άγρια-σε αυτό το αθηναϊκό σταυροδρόμι- τους διαφόρους "αρμοδίους", όταν έρθει η στιγμή να εντοιχισθεί η αναμνηστική πλάκα. Εγώ βέβαια θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι καλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτια φάρσα μου. Θα έχω παρέα το Σολωμό, που θα μου λέει κουνώντας το κεφάλι: " Τράβα και σύ Καραγάτση,όσα τράβηξα εγώ από τον Καιροφύλλα, τον Αποστολάκη και το Σπαταλά". Όπως βλέπετε το κυριότερο γνώρισμά μου είναι η μετριοφροσύνη. Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πώς, υπήρξα και Αρσακειάδα!) και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθητριές μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην "γυναίκα των ονείρων μου". Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο Γυμνάσιο, όταν έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές. Οι καθηγητές μου δεν πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ένας μονάχα- ένας ξερακιανός και καταχθόνιος- έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και τα μηδένιζε αράδα. Δεν μπορούσα να καταλάβω...αργότερα όμως κατάλαβα. Ο καθηγητής ήταν λογοτέχνης. Εννοείται πώς τον εκδικήθηκα σκληρά ...Ήμουν νεαρότατο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών όταν ο κ.Καθηγητής -γέρος πια- ζήτησε την ψήφο μου για να μπει και αυτός στο επίσημο αυτό Πρυτανείο της ελληνικής διάνθησης. Του την αρνήθηκα. Αποτέλεσμα: Αυτός είναι και εγώ δεν είμαι πια μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών...
Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστικλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιό. Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω άγρια-σε αυτό το αθηναϊκό σταυροδρόμι- τους διαφόρους "αρμοδίους", όταν έρθει η στιγμή να εντοιχισθεί η αναμνηστική πλάκα. Εγώ βέβαια θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι καλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτια φάρσα μου. Θα έχω παρέα το Σολωμό, που θα μου λέει κουνώντας το κεφάλι: " Τράβα και σύ Καραγάτση,όσα τράβηξα εγώ από τον Καιροφύλλα, τον Αποστολάκη και το Σπαταλά". Όπως βλέπετε το κυριότερο γνώρισμά μου είναι η μετριοφροσύνη. Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πώς, υπήρξα και Αρσακειάδα!) και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθητριές μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην "γυναίκα των ονείρων μου". Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο Γυμνάσιο, όταν έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές. Οι καθηγητές μου δεν πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ένας μονάχα- ένας ξερακιανός και καταχθόνιος- έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και τα μηδένιζε αράδα. Δεν μπορούσα να καταλάβω...αργότερα όμως κατάλαβα. Ο καθηγητής ήταν λογοτέχνης. Εννοείται πώς τον εκδικήθηκα σκληρά ...Ήμουν νεαρότατο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών όταν ο κ.Καθηγητής -γέρος πια- ζήτησε την ψήφο μου για να μπει και αυτός στο επίσημο αυτό Πρυτανείο της ελληνικής διάνθησης. Του την αρνήθηκα. Αποτέλεσμα: Αυτός είναι και εγώ δεν είμαι πια μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών...
Κάποτε σπούδαζα νομικά. Είχα συμφοιτητές τους κ.Πέτρον Χάρην, 'Aγγελο Τερζάκην, Γιώργο Θεοτοκάν, Πετσάλην και Οδυσσέα Ελύτην, τα εξαιρετικά αυτά νομικά πνεύματα που τόσο διέπρεψαν στη δικανική σταδιοδρομία τους- όπως και εγώ εξάλλου. Ο ισχυρισμός του κ. Κλ. Παράσχου ότι υπήρξε συμφοιτητής μου είναι ανακριβέστατος. Όταν ο νεαρότατος κ. Παράσχος γράφτηκε πρωτοετής στη νομική, εγώ ήμουν κιόλας δικηγόρος παρ'Αρείω Πάγω. Έφηβος ήμουν όταν έγραψα τα πρώτα μου και τελευταία ποιήματα. Δεν τα δημοσίευσα ποτέ. Αργότερα τορριξα στην πεζογραφία, ένας Θεός ξέρει το γιατί...Έγραψα πολλά και διάφορα, διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, έργα υψηλού ηθικοπλαστικού περιεχομένου, πολύ κατάλληλα για παρθεναγωγεία και βιβλιοθήκες οικογενειών με αυστηρά αστικά ήθη. Οι ήρωες μου- Λιάπκιν, Μαρίνα Ρεϊζη και ιδίως Γιούγκερμαν- είναι άνθρωποι αγνοί, αθώοι, ιδεολόγοι και στέκουν ψηλότερα από τις αθλιότητες του χαμερπούς υλισμού. Απορώ πως το εκπαιδευτικό συμβούλιο δεν εισήγαγε ακόμα τα βιβλία μου για αναγνωστικά στα σχολεία του κράτους, εξίσταμαι πώς η Ακαδημία δεν μου έδωσε ακόμα το βραβείο Αρετής, πώς δεν με εκάλεσε ακόμα να παρακαθήσω στους ενάρετους κόλπους της κοντά στον κ.Σπύρο Μελά. Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ίδιοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει από το νεκροταφείο ο κόσμος και ο κοσμάκης βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης. Είμαι βέβαιος πώς ο Θεός θα με κατατάξει μεταξύ των αγίων στον Παράδεισο. ΑΜΗΝ - Μ. Καραγάτσης
"Ο έρωτας στο έργο του Καραγάτση"
Λένε για τον Καραγάτση πως είναι "σεξουαλικός συγγραφέας". Η εντύπωση που έχω ειν' άλλη. Πρώτα-πρώτα, το σεξουαλικό στοιχείο δεν είναι το μόνο στις γραφές του Καραγάτση, κι ύστερα το στοιχείο αυτό δεν είναι μονοδιάστατο. Εγώ θα έλεγα πως ο Καραγάτσης είναι, τη λέξη τώρα την εφευρίσκω, δεν ξέρω πως να το πω αλλά τέλος πάντων, ερωτοσαρκικός, με ορισμένα εφόδια φροϋδισμού, με όχι όμως πλήρη γνώση του φροϋδικού κώδικα, όπως λ.χ. στον Ανδρέα Εμπειρίκο, παρεξηγημένον επίσης. Φανερώνει ο Καραγάτσης ισορρόπηση σώματος και αισθήματος. (Ν. Δ. Καρούζος, "Μ. Καραγάτσης", "Επανεκτίμηση του Μ. Καραγάτση", Τετράδια Ευθύνης)Τη λύτρωση που δεν τη χαρίζει η εξωτερική επιτυχία, τη δίνει ο έρωτας— το άλλο μέσο που διαθέτει ο άνθρωπος για να δοκιμάσει να ικανοποιήσει τον πόθο του για ευδαιμονία; Πολλές φορές έχει σχολιασθεί, και με επικριτική διάθεση, η πάρα πολύ συχνή και επίμονη παρουσία της ερωτικής συνεύρεσης στο έργο του Καραγάτση. Και πραγματικά γίνεται κάποια κατάχρηση του ωμού αυτού θέματος. Ο αναγνώστης σχηματίζει την εντύπωση ότι ο συγγραφέας που παρ' όλο ότι είναι τόσο κύριος της αφηγηματικής τεχνικής, το προβάλλει συστηματικά, με αισθητή μονοτονία, με μακροσκελείς περιγραφές κι εκεί ακόμα, που δεν το αξιώνει απόλυτα η ανάγκη της πλοκής— κατέχεται από μια έμμονη ιδέα. Αλλ' ακριβώς το ότι προκαλείται αυτή η αντίδραση είναι μια απόδειξη ότι ο Καραγάτσης, όσο κι αν δεν αγνοεί φυσικά ότι το στοιχείο του σεξουαλισμού πάντα μαγνητίζει δεν το χρησιμοποιεί για σκανδαλοθηρία, για να κερδίσει με εύκολο και φθηνό τρόπο το αναγνωστικό κοινό. Το μοτίβο της σχέσης των φύλων στα μυθιστορήματα του δεν μεταδίδειηδυπάθεια— πολύ λιγότερο έξαρση· πιέζει την ψυχή σαν βαριά πλάκα, κι όταν ακόμα ο συγγραφέας ασχολείται με τις παρεκτροπές του.
Συχνά τα πρόσωπα στα διηγήματα του και στα μυθιστορήματα του για να κεντρίσουν την ηδυπάθεια τους την κουρασμένη, αλλά που δεν παραδέχεται την παραίτηση, θα κοιτάξουν από την κλειδαρότρυπα τους εναγκαλισμούς δροσερών κι αθώων ακόμα υπάρξεων. Οι γερασμένοι του ήρωες θα φέρουν μπροστά τους νεαρά ζευγάρια για να παρακολουθήσουν του ερωτικούς εναγκαλισμούς τους. Ο κορεσμός που θα νιώσουν αντανακλαστικά θα επιφέρει το θάνατο τους. Σε μια νουβέλα— "Η Μεγάλη Χίμαιρα" (1936), μια γυναίκα συνευρίσκεταιπλάι στο πτώμα του παιδιού της που μόλις πέθανε. Η σκηνή αυτή προκάλεσε σφοδρότατες αγανακτήσεις κι αποτροπιασμό. Υπάρχουν αναγνώστριες που αρνούνται κατηγορηματικά να ξανανοίξουν ένα βιβλίο του Καραγάτση γιατί τον θεωρούν ένα τέρας αναισθησίας κι αναλγησίας που δε ορρωδεί μπροστά σε κανένα εντυπωσιακό εφφέ. Η γνώμη τούτη απορρέει, νομίζω από παρεξήγηση.
Ο Άλκης Θρύλος υπήρξε απ' τους μεγαλύτερους κριτικούς της Λογοτεχνίας. Γνωριζόταν με όλους τους συγγραφείς και η γνώμη του ήταν βαρυσήμαντη - αν και ιδιαίτερα αυστηρή (...)Η σκηνή αυτή στην οποία κάθε μελετητής του έργου Καραγάτση πρέπει να σταθεί γιατί είναι τυπική και χαρακτηριστική κι η οποία αναμφισβήτητα αγγίζει τα όρια της ψυχολογικής απιθανότητας και του εκζητημένου, δεν τοποθετήθηκε για να κάνει ο συγγραφέας επίδειξη της τόλμης του, της αποδέσμευσής του από κάθε σεμνοτυφία και του αμοραλισμού του, κι ούτε χωρίς να έχει επίγνωση της φρικαλεότητας της. Διαμορφώθηκε γιατί ο Καραγάτσης θέλησε μέσω αυτής, να υποβάλει -με παραστατικό τρόπο- ότι ο έρωτας δεν είναι πράξη χαράς, είναι μόνο η σανίδα σωτηρίας στην οποία καταφεύγει ο άνθρωπος για να ξεφύγει από την απόγνωση η οποία θα τον καταλάμβανε αν δεν υπήρχε η ηδονή και επίσης ότι ο έρωτας κι ο θάνατος συνταυτίζονται, οδηγούν στο ίδιο τέρμα: Στο μηδεν και στην χρεοκοπια ολων των προσπαθειων. Σ' αυτό το κριτικό σημείωμα η Ελένη Ουράνη (Άλκης Θρύλος) αποτολμά να αποκαλύψει ερευνώντας τις πηγές και τις αιτίες του έκδηλου ερωτισμού των βιβλίων του.
Λένε για τον Καραγάτση πως είναι "σεξουαλικός συγγραφέας". Η εντύπωση που έχω ειν' άλλη. Πρώτα-πρώτα, το σεξουαλικό στοιχείο δεν είναι το μόνο στις γραφές του Καραγάτση, κι ύστερα το στοιχείο αυτό δεν είναι μονοδιάστατο. Εγώ θα έλεγα πως ο Καραγάτσης είναι, τη λέξη τώρα την εφευρίσκω, δεν ξέρω πως να το πω αλλά τέλος πάντων, ερωτοσαρκικός, με ορισμένα εφόδια φροϋδισμού, με όχι όμως πλήρη γνώση του φροϋδικού κώδικα, όπως λ.χ. στον Ανδρέα Εμπειρίκο, παρεξηγημένον επίσης. Φανερώνει ο Καραγάτσης ισορρόπηση σώματος και αισθήματος. (Ν. Δ. Καρούζος, "Μ. Καραγάτσης", "Επανεκτίμηση του Μ. Καραγάτση", Τετράδια Ευθύνης)Τη λύτρωση που δεν τη χαρίζει η εξωτερική επιτυχία, τη δίνει ο έρωτας— το άλλο μέσο που διαθέτει ο άνθρωπος για να δοκιμάσει να ικανοποιήσει τον πόθο του για ευδαιμονία; Πολλές φορές έχει σχολιασθεί, και με επικριτική διάθεση, η πάρα πολύ συχνή και επίμονη παρουσία της ερωτικής συνεύρεσης στο έργο του Καραγάτση. Και πραγματικά γίνεται κάποια κατάχρηση του ωμού αυτού θέματος. Ο αναγνώστης σχηματίζει την εντύπωση ότι ο συγγραφέας που παρ' όλο ότι είναι τόσο κύριος της αφηγηματικής τεχνικής, το προβάλλει συστηματικά, με αισθητή μονοτονία, με μακροσκελείς περιγραφές κι εκεί ακόμα, που δεν το αξιώνει απόλυτα η ανάγκη της πλοκής— κατέχεται από μια έμμονη ιδέα. Αλλ' ακριβώς το ότι προκαλείται αυτή η αντίδραση είναι μια απόδειξη ότι ο Καραγάτσης, όσο κι αν δεν αγνοεί φυσικά ότι το στοιχείο του σεξουαλισμού πάντα μαγνητίζει δεν το χρησιμοποιεί για σκανδαλοθηρία, για να κερδίσει με εύκολο και φθηνό τρόπο το αναγνωστικό κοινό. Το μοτίβο της σχέσης των φύλων στα μυθιστορήματα του δεν μεταδίδειηδυπάθεια— πολύ λιγότερο έξαρση· πιέζει την ψυχή σαν βαριά πλάκα, κι όταν ακόμα ο συγγραφέας ασχολείται με τις παρεκτροπές του.
Συχνά τα πρόσωπα στα διηγήματα του και στα μυθιστορήματα του για να κεντρίσουν την ηδυπάθεια τους την κουρασμένη, αλλά που δεν παραδέχεται την παραίτηση, θα κοιτάξουν από την κλειδαρότρυπα τους εναγκαλισμούς δροσερών κι αθώων ακόμα υπάρξεων. Οι γερασμένοι του ήρωες θα φέρουν μπροστά τους νεαρά ζευγάρια για να παρακολουθήσουν του ερωτικούς εναγκαλισμούς τους. Ο κορεσμός που θα νιώσουν αντανακλαστικά θα επιφέρει το θάνατο τους. Σε μια νουβέλα— "Η Μεγάλη Χίμαιρα" (1936), μια γυναίκα συνευρίσκεταιπλάι στο πτώμα του παιδιού της που μόλις πέθανε. Η σκηνή αυτή προκάλεσε σφοδρότατες αγανακτήσεις κι αποτροπιασμό. Υπάρχουν αναγνώστριες που αρνούνται κατηγορηματικά να ξανανοίξουν ένα βιβλίο του Καραγάτση γιατί τον θεωρούν ένα τέρας αναισθησίας κι αναλγησίας που δε ορρωδεί μπροστά σε κανένα εντυπωσιακό εφφέ. Η γνώμη τούτη απορρέει, νομίζω από παρεξήγηση.
Ο Άλκης Θρύλος υπήρξε απ' τους μεγαλύτερους κριτικούς της Λογοτεχνίας. Γνωριζόταν με όλους τους συγγραφείς και η γνώμη του ήταν βαρυσήμαντη - αν και ιδιαίτερα αυστηρή (...)Η σκηνή αυτή στην οποία κάθε μελετητής του έργου Καραγάτση πρέπει να σταθεί γιατί είναι τυπική και χαρακτηριστική κι η οποία αναμφισβήτητα αγγίζει τα όρια της ψυχολογικής απιθανότητας και του εκζητημένου, δεν τοποθετήθηκε για να κάνει ο συγγραφέας επίδειξη της τόλμης του, της αποδέσμευσής του από κάθε σεμνοτυφία και του αμοραλισμού του, κι ούτε χωρίς να έχει επίγνωση της φρικαλεότητας της. Διαμορφώθηκε γιατί ο Καραγάτσης θέλησε μέσω αυτής, να υποβάλει -με παραστατικό τρόπο- ότι ο έρωτας δεν είναι πράξη χαράς, είναι μόνο η σανίδα σωτηρίας στην οποία καταφεύγει ο άνθρωπος για να ξεφύγει από την απόγνωση η οποία θα τον καταλάμβανε αν δεν υπήρχε η ηδονή και επίσης ότι ο έρωτας κι ο θάνατος συνταυτίζονται, οδηγούν στο ίδιο τέρμα: Στο μηδεν και στην χρεοκοπια ολων των προσπαθειων. Σ' αυτό το κριτικό σημείωμα η Ελένη Ουράνη (Άλκης Θρύλος) αποτολμά να αποκαλύψει ερευνώντας τις πηγές και τις αιτίες του έκδηλου ερωτισμού των βιβλίων του.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, σε ένα γωνιακό σπίτι των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους στις 23 Ιουνίου του 1908. Ο πατέρας του, Γεώργιος Ροδόπουλος, ήταν δικηγόρος και πολιτικός, με καταγωγή από την Πάτρα, αλλά εγκατεστημένος στη Λάρισα. Η μητέρα του, Ανθή Μουλούλη καταγόταν από τον Τύρναβο. Ο συγγραφέας ήταν το πέμπτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας, με μεγάλη διαφορά ηλικίας από τα αδέλφια του Ροδόπη, Νίκο, Τάκη και Φωφώ. Πέρασε την παιδική του ηλικία σε διάφορες πόλεις εξ αιτίας των μετακινήσεων της οικογένειάς του.. Μετά την ολοκλήρωση της βασικής εκπαίδευσης γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ, στη Γαλλία με σκοπό να σπουδάσει εμπορικά. Για οικονομικούς λόγους επέστρεψε στην Αθήνα, το 1925 και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου αποφοίτησε το 1930 χωρίς όμως να δικηγορήσει ποτέ. Στο Πανεπιστήμιο είχε συμφοιτητές και άλλους λογοτέχνες, όπως τους Οδ. Ελύτη, Αγγ. Τερζάκη, Γ. Θεοτοκά. Στην εφηβική του ηλικία έγραφε ποιήματα, σύντομα όμως εγκατέλειψε την ενασχόληση με την ποίηση και στραφήκε στην πεζογραφία. Ως πεζογράφος πρωτοεμφανίστηκε το 1927 με το διήγημα «Η κυρία Νίτσα», το οποίο υποβλήθηκε στο διαγωνισμό της Νέας Εστίας και πήρε τον 3ο έπαινο. Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, το 1933. Μετά το πτυχίο Πολιτικών και Οικονομικών που παίρνει από το Πανεπιστήμιο, πιάνει δουλειά σαν υπάλληλος στην ασφαλιστική εταιρεία του αδερφού του Νίκου, στον Πειραιά. Το 1935 θα παντρευτεί τη ζωγράφο Νίκη Καρυστινάκη (μετέπειτα γνωστή ως Νίκη Καραγάτση, 1914–1986). Το 1936 δημοσιεύεται το μυθιστόρημα του Η χίμαιρα και στη κόρη που γεννιέται τον Οκτώβριο του 1936 δίνει το όνομα της ηρωίδας του βιβλίου, Μαρίνα. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής την περνάει ήσυχα στο σπίτι του, που γίνεται κέντρο συνάντησης των λογοτεχνών της εποχής του, ενώ παράλληλα δημοσιεύονται αρκετά διηγήματά του και νουβέλες. Από το 1946 ανέλαβε τη θεατρική στήλη της εφημερίδας Βραδυνή ενώ τον ίδιο χρόνο ανεβαίνει και στο θέατρο το θεατρικό του έργο Μπαρ Ελδοράδο που δεν σημείωσε όμως επιτυχία. Ο Καραγάτσης τότε εμφανίζεται και στον κινηματογράφο, υπογράφοντας το σενάριο και τη σκηνοθεσία της ταινίας Καταδρομή. Το 1952 άρχισε να εργάζεται στη διαφημιστική εταιρεία ΑΔΕΛ, ενώ παράλληλα γράφει εκλαϊκευμένα την Ιστορία των Ελλήνων και το 1953 ταξιδεύει στην Ανατολική Αφρική. Το 1956 και το 1958 ήταν υποψήφιος βουλευτής με το δεξιό κόμμα των Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη. Δεν είχε κάνει καμία προεκλογική προετοιμασία και όπως ήταν φυσικό, απέτυχε και τις δύο φορές. Όταν κάποιος τον ρώτησε γιατί είχε θέσει υποψηφιότητα, απάντησε ότι το έκανε για να πάρει ψήφους από τον αδερφό του Κωνσταντίνο Ροδόπουλο, υποψήφιο με την ΕΡΕ. Το 1958 το μοιραίο έτος της ζωής του συνυπογράφει Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων μαζί με τους Άγγελο Τερζάκη, Ηλία Βενέζη και Στρατή Μυριβήλη, το οποίο πρωτοδημοσιεύεται στην εφημερίδα Ακρόπολη. Στις 8 Νοεμβρίου του ίδιου έτους παθαίνει καρδιακή προσβολή. Η ασθένεια τον οδήγησε στη σταδιακή αποξένωσή του από τους φιλικούς κύκλους, αλλά όχι και στη διακοπή της δουλειάς του. Στις 13 Δεκέμβρη του 1960 ξεκινάει να γράφει το Δέκα (10) το οποίο δούλευε όλο το έτος μέχρι τα χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου που πεθαίνει ύστερα από πολύωρη κρίση ταχυκαρδίας. Κηδεύεται την ίδια μέρα και στον τάφο του χαράζεται το επίγραμμα από το έργο του Το μεγάλο συναξάρι: «Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου».
Μυθιστορήματα
Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, 1933
Χίμαιρα, 1936. Αναθεωρημένο ως Η Μεγάλη Χίμαιρα, 1953
Γιούγκερμαν, 1938
Τα στερνά του Γιούγκερμαν, 1940 (προηγούμενη μορφή του έργου ήταν οι δύο νουβέλες Το βουνό των λύκων και Ο γυρισμός του Γιούγκερμαν)
Λειτουργία σε λα ύφεσις, 1943
Νυχτερινή ιστορία, 1943
To χαμένο νησί , 1943
Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου, 1944
Ο μεγάλος ύπνος, 1946
Ένας χαμένος κόσμος, 1946
Αίμα χαμένο και κερδισμένο, 1947
Τα στερνά του Μίχαλου, 1949
Άμρι α Μούγκου (Στο χέρι του Θεού), 1954
Ο θάνατος κι ο Θόδωρος, 1954
Ο κίτρινος φάκελος (Α΄και Β΄), 1956
Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, μαζί με τους Ηλ.Βενέζη, Αγγ. Τερζάκη, Στ. Μυριβήλη, 1958
Σέργιος και Βάκχος (Α΄και Β΄), 1959
Το 10 (ημιτελές), 1964
Η θαυμαστή ιστορία των αγίων Σέργιου και Βάκχου, 1959
Συλλογές διηγημάτων
Το συναξάρι των αμαρτωλών, 1935
Η λιτανεία των ασεβών, 1940
Νυχτερινή ιστορία, 1943
Το μπουρίνι, 1943
Πυρετός 1945
Το νερό της βροχής, 1950
Το μεγάλο συναξάρι, 1951
Η μεγάλη λιτανεία, 1956
Νεανικά διηγήματα, 1993
Ιστορίες αμαρτίας και αγιοσύνης, 2000
’’Η κυρία Νίτσα’’,1927
Κριτική
Μ. Καραγάτση, Κριτική Θεάτρου, 1946-1960. Πρόλογος Κώστας Γεωργουσόπουλος. Εισαγωγή-Επιμέλεια: Ιωσήφ Βιβιλάκης, έκδοση «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα 1999.
Άλλα έργα
Βασίλης Λάσκος, 1948, μυθιστορηματική βιογραφία
Η Ιστορία των Ελλήνων, 1952
Σενάριο της κινηματογραφικής ταινίας Καταδρομή, που σκηνοθέτησε ο ίδιος
Το μπαρ Ελδοράδο, θεατρικό, 1946
Κάρμεν, θεατρικό, 1948
Περιπλάνηση στον κόσμο, 2002, ταξιδιωτικό
Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, 1933
Χίμαιρα, 1936. Αναθεωρημένο ως Η Μεγάλη Χίμαιρα, 1953
Γιούγκερμαν, 1938
Τα στερνά του Γιούγκερμαν, 1940 (προηγούμενη μορφή του έργου ήταν οι δύο νουβέλες Το βουνό των λύκων και Ο γυρισμός του Γιούγκερμαν)
Λειτουργία σε λα ύφεσις, 1943
Νυχτερινή ιστορία, 1943
To χαμένο νησί , 1943
Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου, 1944
Ο μεγάλος ύπνος, 1946
Ένας χαμένος κόσμος, 1946
Αίμα χαμένο και κερδισμένο, 1947
Τα στερνά του Μίχαλου, 1949
Άμρι α Μούγκου (Στο χέρι του Θεού), 1954
Ο θάνατος κι ο Θόδωρος, 1954
Ο κίτρινος φάκελος (Α΄και Β΄), 1956
Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, μαζί με τους Ηλ.Βενέζη, Αγγ. Τερζάκη, Στ. Μυριβήλη, 1958
Σέργιος και Βάκχος (Α΄και Β΄), 1959
Το 10 (ημιτελές), 1964
Η θαυμαστή ιστορία των αγίων Σέργιου και Βάκχου, 1959
Συλλογές διηγημάτων
Το συναξάρι των αμαρτωλών, 1935
Η λιτανεία των ασεβών, 1940
Νυχτερινή ιστορία, 1943
Το μπουρίνι, 1943
Πυρετός 1945
Το νερό της βροχής, 1950
Το μεγάλο συναξάρι, 1951
Η μεγάλη λιτανεία, 1956
Νεανικά διηγήματα, 1993
Ιστορίες αμαρτίας και αγιοσύνης, 2000
’’Η κυρία Νίτσα’’,1927
Κριτική
Μ. Καραγάτση, Κριτική Θεάτρου, 1946-1960. Πρόλογος Κώστας Γεωργουσόπουλος. Εισαγωγή-Επιμέλεια: Ιωσήφ Βιβιλάκης, έκδοση «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα 1999.
Άλλα έργα
Βασίλης Λάσκος, 1948, μυθιστορηματική βιογραφία
Η Ιστορία των Ελλήνων, 1952
Σενάριο της κινηματογραφικής ταινίας Καταδρομή, που σκηνοθέτησε ο ίδιος
Το μπαρ Ελδοράδο, θεατρικό, 1946
Κάρμεν, θεατρικό, 1948
Περιπλάνηση στον κόσμο, 2002, ταξιδιωτικό