Ένα μικρό απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του:
«Οι ανταποκρίσεις των εφημερίδων και των περιοδικών από τον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία, μου είχαν προξενήσει φοβερή συγκίνηση. Έτσι, η αγάπη μου για την Ελλάδα, που αργότερα μετατράπηκε σε ενθουσιασμό για τη μυθολογία και την ιστορία της αρχαιότητάς της, πήγασε από το ζωηρό και επώδυνο ενδιαφέρον μου για τα γεγονότα του παρόντος. Στα κατοπινά χρόνια, η ιστορία των αγώνων των Ελλήνων κατά των Περσών μού έφερνε πάντα στο νου τη σύγχρονη επανάσταση κατά των Τούρκων».
«Οι ανταποκρίσεις των εφημερίδων και των περιοδικών από τον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία, μου είχαν προξενήσει φοβερή συγκίνηση. Έτσι, η αγάπη μου για την Ελλάδα, που αργότερα μετατράπηκε σε ενθουσιασμό για τη μυθολογία και την ιστορία της αρχαιότητάς της, πήγασε από το ζωηρό και επώδυνο ενδιαφέρον μου για τα γεγονότα του παρόντος. Στα κατοπινά χρόνια, η ιστορία των αγώνων των Ελλήνων κατά των Περσών μού έφερνε πάντα στο νου τη σύγχρονη επανάσταση κατά των Τούρκων».
Κορυφαίος Γερμανός συνθέτης, ο οποίος με το έργο του άλλαξε την πορεία της λόγιας μουσικής και η επιρροή του εξακολουθεί ακόμη και στις μέρες μας να είναι έντονη στο έργο πολλών συνθετών. Διακρίθηκε κυρίως για τις όπερες που έγραψε, «μουσικά δράματα», όπως τις ονόμαζε, και για τα οποία ανέπτυξε μία ολοκληρωμένη φιλοσοφική και αισθητική θεωρία, μέσα από το συγγραφικό του έργο. Μείζον έργο του, η τετραλογία Το δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν, βασισμένη σε μεσαιωνικούς σκανδιναβικούς θρύλους. Ο αντισημιτισμός που ανέπτυξε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και η αγάπη τού Χίτλερ για τη μουσική του τον ταύτισε, άδικα είναι αλήθεια, με τον ναζισμό. Η ζωή του υπήρξε πολυτάραχη και για πολλούς σκανδαλώδης…
Ρίχαρντ και Κόζιμα Βάγκνερ
«Εγώ είμαι μία μεγαλοφυΐα! Για μένα μετράνε άλλες αξίες!». Με τη φράση αυτή αντέδρασε ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στον αποκλεισμό του από τη φοιτητική ένωση της Λειψίας, στην οποία ήταν μέλος από το 1831, λόγω του ότι είχε καταχραστεί επανειλημμένως τη σύνταξη της μητέρας του προκειμένου να αντεπεξέλθει στις οικονομικές δυσχέρειές του. Η σχέση με το χρήμα έμελλε να παραμείνει δύσκολη σε όλη τη διάρκεια της ζωής του συνθέτη και δεν ήταν λίγες οι φορές που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει ένα μέρος προκειμένου να ξεφύγει από τους δανειστές του, ενώ όχι σπάνια έπαιρνε χρήματα από τις συζύγους των φίλων του, θεωρώντας το μάλιστα ως αυτονόητο τίμημα το οποίο έπρεπε να καταβάλουν στο μεγαλείο του πνεύματός του. Οι θυελλώδεις έρωτες και η εξορία για πολιτικούς λόγους ήταν επίσης στοιχεία τα οποία σφράγισαν τη ζωή του Βάγκνερ. Ο ίδιος αναμείχθηκε ενεργά με την πολιτική υποστηρίζοντας την ιδέα για μια ανεξάρτητη και φιλελεύθερη Σαξονία. Στην εξέγερση του 1849 τάχθηκε με το μέρος των επαναστατών κι όταν εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του κατέφυγε στο σπίτι τού φίλου του Λιστ στη Βαϊμάρη, προτού εγκατασταθεί στη Ζυρίχη, μία μόνο στάση των πολλών του περιπλανήσεων, αφού η επιστροφή του στη Γερμανία τού επετράπη πολύ αργότερα.Για την πολυσχιδή προσωπικότητα του Βάγκνερ, ο οποίος εκτός από συνθέτης ήταν παράλληλα και δοκιμιογράφος, ποιητής και διευθυντής ορχήστρας, έχουν χυθεί τόνοι μελανιού. Η επίδρασή του υπερέβη κατά πολύ τον κόσμο της μουσικής και δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι εξαπλώθηκε σε σχεδόν ολόκληρο το φάσμα της τέχνης και του πνεύματος του 20ού αιώνα: τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, τις εικαστικές τέχνες, το θέατρο...
Ματίλντε Βέζεντονκ, Ρίχαρντ Βάγκνερ
Οι απόψεις του τόσο για τη μουσική όσο και για την πολιτική και την κοινωνία τον ανήγαγαν σε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα κι ωστόσο όσοι υποστηρίζουν ότι έπειτα απ' αυτόν η όπερα δεν ήταν ποτέ πλέον η ίδια προφανώς έχουν δίκιο. Το περίφημο «Τριστάνος και Ιζόλδη» - εμπνευσμένο από τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ τον οποίο γνώρισε προσωπικά το 1854 και το θεωρούσε το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής του - θεωρείται από αρκετούς η απαρχή της σύγχρονης μουσικής.
Γεννημένος στις 22 Μαΐου 1813 στη Λειψία, ο Βίλχελμ Ρίχαρντ Βάγκνερ ήταν το ένατο παιδί ενός αστυνομικού υπαλλήλου και μιας θυγατέρας αρτοποιού. Οταν ήταν έξι μηνών, ο πατέρας του πέθανε από τύφο και τον Αύγουστο του 1814 η μητέρα του παντρεύτηκε τον ηθοποιό, ζωγράφο και ποιητή Λούντβιχ Γκάιερ, ο οποίος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα παιδιά της. Ορισμένες φήμες, ανεπιβεβαίωτες, θέλουν να είναι αυτός ο φυσικός πατέρας του Βάγκνερ. Το σίγουρο είναι πως για κάποιο διάστημα, στην παιδική του ηλικία, χρησιμοποίησε το επώνυμό του. Η αγάπη του πατριού του για το θέατρο επηρέασε τον μικρό Ρίχαρντ ο οποίος λάμβανε μέρος σε παραστάσεις του. Στην αυτοβιογραφία του μάλιστα αναφέρει ότι κάποτε ερμήνευσε τον ρόλο ενός αγγέλου. Την απόφαση να γίνει μουσικός την πήρε όταν στα 16 του χρόνια, το 1829, έτυχε να παρακολουθήσει τη σοπράνο Βιλελμίνη Σρέντερ-Ντεβριέντ σε μια παράσταση του «Φιντέλιο» του Μπετόβεν. Η εμφάνισή της επί σκηνής του χάρισε την πρώτη ιδέα περί της λειτουργίας της μουσικής και του δράματος στην όπερα. «Οταν ανακαλώ τα γεγονότα της ζωής μου», έγραφε αργότερα ο συνθέτης στην αυτοβιογραφία του, «δύσκολα βρίσκω κάτι που θα μπορούσε να συγκριθεί με την εντύπωση που μου προκάλεσε». Η «βαθιά ανθρώπινη και εκστατική παράσταση αυτής της ασύγκριτης καλλιτέχνιδος» προκάλεσε στον Βάγκνερ μια σχεδόν «δαιμονική φωτιά»...
To 1864 ο Ρίχαρντ Βάγκνερ ήταν πάμπτωχος. Πήγαινε απ’ τη μια πόλη στην άλλη προσπαθώντας να ανεβάσεις τις όπερές του. Τότε, σαν να τον είχε αγγίζει η καλή νεράιδα με το ραβδί της, η τύχη του άλλαξε. Στην περίπτωσή του, η νεράιδα ήταν ο 18χρονος Λουδοβίκος Β’ της Βαυαρίας, ο ωραίος και μεγαλοπρεπής βασιλιάς που ήδη σχολιαζόταν για τις σχέσεις του με τους νεαρούς σταβλίτες. Ο Λουδοβίκος λάτρευε τα έργα του Βάγκνερ. Μία από τις πρώτες ενέργειες του ήταν να καλέσει τον Βάγκνερ στο Μόναχο, να τακτοποιήσει τα χρέη του και να του προσφέρει έναν γενναίο μισθό. Επρόκειτο για θαύμα....
Αρχικά απέκτησε τη φήμη του συνθέτη έργων τα οποία ήταν επηρεασμένα από το ρομαντικό ιδίωμα του Βέμπερ και του Μέγιερμπεερ. Ωστόσο, διαφοροποίησε την ίδια την οπερατική σκέψη μέσα από τη φιλοσοφία του περί «ολικού έργου τέχνης» (Gesamtkunstwerk) την οποία ανέπτυξε σε μια σειρά δοκιμίων μεταξύ 1842-1852. Γι' αυτόν «η μουσική είναι μία τέχνη ομιλούσα και δρώσα, ενώ η μουσική μορφή είναι μια μορφή έκφρασης, μια διατύπωση. Μια διατύπωση όμως είναι ολοκληρωμένη όταν είναι σε τέτοιο βαθμό προσφυής ως προς το περιεχόμενο που εκφράζει, ώστε η ίδια να παραμένει απαρατήρητη. Η μουσική μορφή είναι ένα μέσο που αφομοιώνεται στη λειτουργία την οποία εκτελεί χωρίς να αποκτά αυτόνομη ύπαρξη και σημασία». Ιδιαίτερη θέση στην εν λόγω σύλληψη ενός ανάλογου συνδυασμού μουσικής και δραματουργίας έχει το λεγόμενο «καθοδηγητικό μοτίβο» (Leitmotiv). Η χρήση του - που έφτασε στο απόγειο στη μνημειώδη Τετραλογία «Το Δαχτυλίδι των Νίμπελουνγκ» - συνίσταται στην αξιοποίηση ενός μοτίβου ή θέματος ως αντιπροσωπευτικού για κάθε ήρωα ή κατάσταση μέσα στο έργο το οποίο επιδέχεται αλλαγές, ανάλογα με τις δραματουργικές ανάγκες του έργου. Σε αντίθεση με τους περισσότερους συνθέτες όπερας, ο Βάγκνερ έγραφε ο ίδιος (και) τα λιμπρέτα των έργων του. Κατάφερε να αποκτήσει το δικό του θέατρο στο Μπαϊρόιτ - το διάσημο Φεστιβάλ το οποίο αποτελεί μία από τις λαμπρότερες πολιτιστικές διοργανώσεις του καλοκαιριού και εξακολουθούν να διευθύνουν οι φυσικοί του απόγονοι -, όπου έκαναν πρεμιέρα το «Δαχτυλίδι» και η τελευταία του όπερα, ο «Πάρσιφαλ».
Είναι γνωστό ότι ο Βάγκνερ ήταν αντισημίτης. Λιγότερο σαφές είναι το πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τον αντισημιτισμό του. Κάποιοι θεωρούν ότι οι πεποιθήσεις του αποτελούν προϊόν της εποχής του. Όμως, οι απόψεις του Βάγκνερ ήταν ακραίες ακόμα και για την εποχή. Η αντιπάθειά του προέκυψε όταν εκείνος ανακήρυξε εχθρούς του δύο συγκεκριμένους Εβραίους: τους συνθέτες Τζάκομο Μέγιερμπερ και Φέλιξ Μέντελσον, ο οποίος ήταν πιστός Λουθηρανός. Πίστευε ότι η ψυχρότητα των Μέγιερμπερ και Μέντελσον απένταντι στις όπερές του ήταν δείγμα της φύσης τους. Έτσι κατέληξαν να συμβολίζουν καθετί το εχθρικό προς αυτόν. Τελικά, τα αντιεβραϊκά του αισθήματα έγιναν κεντρικό θέμα της περίπλοκης όσο και εξωφρενικής μυθολογίας του. Ο Βάγκνερ πίστευε ότι μια ανώτερη φυλή από την ανατολή είχε μολυνθεί όταν κινήθηκε προς τα δυτικά, συνάντησε Εβραίους κι άρχισε να τρώει κρέας. Πλέον οι Άριοι, απόγονοι εκείνης της ανώτερης φυλής, όφειλαν να ανακτήσουν την υπεράνθρωπη υπόσταση τους εξαλείφοντας την εβραϊκή επιρροή....
Ο Βάγκνερ παντρεύτηκε δύο φορές: την πρώτη με τη Μίνα Πλάνερ, και τη δεύτερη με την Κόζιμα, κόρη του Λιστ, η οποία εγκατέλειψε για χάρη του τον πρώτο της σύζυγο, τον πιανίστα Χανς φον Μπίλοφ, ένθερμο υποστηρικτή του. Πολλά έχουν γραφεί για τον αντισημιτισμό του συνθέτη και για τη σχέση της μουσικής του με το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ, γεγονός το οποίο συντηρεί ακόμα την άτυπη απαγόρευση της ερμηνείας των έργων του στο Ισραήλ. Οι απόψεις του Βάγκνερ περί της φύσης της φυλής και εναντίον των εβραίων αντανακλούσαν ορισμένες τάσεις της γερμανικής σκέψης του 19ου αιώνα. Ο Χίτλερ αγαπούσε τη μουσική του Βάγκνερ και θεωρούσε τις όπερές του επιτομή του οράματός του για το γερμανικό έθνος. Σήμερα ωστόσο οι όπερές του - ειδικά αυτές της τελευταίας περιόδου - θεωρούνται πραγματικά αριστουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος.
Άρθουρ Σoπενχχάουερ και Ματίλντε Βέζεντονκ: Οι επιρροές
Στον απόηχο της επανάστασης του 1848 στη Γαλλία και των εξεγέρσεων των εργατών που συγκλόνισαν το Παρίσι, προτού πνιγούν στο αίμα τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, παρόμοιων αιτημάτων κινήματα έγιναν και στην κεντρική Ευρώπη. «Το 1849 στη Δρέσδη, όπου βρισκόταν ήδη από το 1842, ο Βάγκνερ έλαβε ενεργό μέρος στην εξέγερση, δημοσιεύοντας τολμηρά άρθρα υπέρ της κοινωνικής μεταρρύθμισης. Με την καταστολή της εξέγερσης, κυνηγημένος από την Αστυνομία, ζήτησε προσωρινό άσυλο από τον Λιστ στη Βαϊμάρη και από κει πέρασε στη Ζυρίχη, όπου έμεινε ως το 1858» (Ο Βάγκνερ και η Ελλάδα, εκδ. Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1992). Στη Ζυρίχη έγραψε τρία από τα πλέον σημαντικά θεωρητικά κείμενά του υπό την επιρροή των ιδεών του Φόυερμπαχ, ερωτεύτηκε τη Ματίλντε Βέζεντονκ και άρχισε να γράφει το έργο που δικαίως θεωρείται «πρωταρχική πηγή της μουσικής νεωτερικότητας», το «Τριστάνος και Ιζόλδη». Για την ακρίβεια της ιστορίας, το 1852 ο Βάγκνερ γνώρισε τον πλούσιο έμπορο μεταξιού Όττο Βέζεντονκ και τη γυναίκα του, την όμορφη Ματίλντε (1828-1902). Μεγάλος θαυμαστής της μουσικής του, ο Βέζεντονκ όχι μόνο χρηματοδοτούσε τον συνθέτη επί σειρά ετών αλλά παραχώρησε μία οικία του, στα περίχωρα της πόλης, στον συνθέτη. Πέντε χρόνια μετά, το 1857, ο έρωτας του Βάγκνερ για τη Ματίλντε είχε εκδηλωθεί ποικιλοτρόπως. Αν «ολοκληρώθηκε», δεν είναι γνωστό. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι ένα γράμμα του Βάγκνερ προς τη Ματίλντε το 1858 αποκάλυψε τα αισθήματά του στη Μίνα (1809-1866), την πρώτη γυναίκα του (από την οποία χώρισε οριστικά το 1862). Τότε ο συνθέτης έφυγε για τη Βενετία και η Μίνα για το πατρικό της στη Δρέσδη. Πριν από την αναχώρησή της, όμως, η Μίνα έστειλε στη Ματίλντε τα εξής πονεμένα λόγια: «Πρέπει να σου πω με καρδιά που αιμορραγεί ότι κατάφερες να χωρίσεις τον άνδρα μου από μένα έπειτα από είκοσι δύο σχεδόν χρόνια γάμου. Ας συμβάλει αυτό το ευγενικό κατόρθωμα στην ηρεμία της ψυχής σου και στην ευτυχία σου».
Στον απόηχο της επανάστασης του 1848 στη Γαλλία και των εξεγέρσεων των εργατών που συγκλόνισαν το Παρίσι, προτού πνιγούν στο αίμα τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, παρόμοιων αιτημάτων κινήματα έγιναν και στην κεντρική Ευρώπη. «Το 1849 στη Δρέσδη, όπου βρισκόταν ήδη από το 1842, ο Βάγκνερ έλαβε ενεργό μέρος στην εξέγερση, δημοσιεύοντας τολμηρά άρθρα υπέρ της κοινωνικής μεταρρύθμισης. Με την καταστολή της εξέγερσης, κυνηγημένος από την Αστυνομία, ζήτησε προσωρινό άσυλο από τον Λιστ στη Βαϊμάρη και από κει πέρασε στη Ζυρίχη, όπου έμεινε ως το 1858» (Ο Βάγκνερ και η Ελλάδα, εκδ. Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1992). Στη Ζυρίχη έγραψε τρία από τα πλέον σημαντικά θεωρητικά κείμενά του υπό την επιρροή των ιδεών του Φόυερμπαχ, ερωτεύτηκε τη Ματίλντε Βέζεντονκ και άρχισε να γράφει το έργο που δικαίως θεωρείται «πρωταρχική πηγή της μουσικής νεωτερικότητας», το «Τριστάνος και Ιζόλδη». Για την ακρίβεια της ιστορίας, το 1852 ο Βάγκνερ γνώρισε τον πλούσιο έμπορο μεταξιού Όττο Βέζεντονκ και τη γυναίκα του, την όμορφη Ματίλντε (1828-1902). Μεγάλος θαυμαστής της μουσικής του, ο Βέζεντονκ όχι μόνο χρηματοδοτούσε τον συνθέτη επί σειρά ετών αλλά παραχώρησε μία οικία του, στα περίχωρα της πόλης, στον συνθέτη. Πέντε χρόνια μετά, το 1857, ο έρωτας του Βάγκνερ για τη Ματίλντε είχε εκδηλωθεί ποικιλοτρόπως. Αν «ολοκληρώθηκε», δεν είναι γνωστό. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι ένα γράμμα του Βάγκνερ προς τη Ματίλντε το 1858 αποκάλυψε τα αισθήματά του στη Μίνα (1809-1866), την πρώτη γυναίκα του (από την οποία χώρισε οριστικά το 1862). Τότε ο συνθέτης έφυγε για τη Βενετία και η Μίνα για το πατρικό της στη Δρέσδη. Πριν από την αναχώρησή της, όμως, η Μίνα έστειλε στη Ματίλντε τα εξής πονεμένα λόγια: «Πρέπει να σου πω με καρδιά που αιμορραγεί ότι κατάφερες να χωρίσεις τον άνδρα μου από μένα έπειτα από είκοσι δύο σχεδόν χρόνια γάμου. Ας συμβάλει αυτό το ευγενικό κατόρθωμα στην ηρεμία της ψυχής σου και στην ευτυχία σου».
Γνωρίζουμε ακόμη ότι ο Βάγκνερ, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει να γράφει το ποιητικό κείμενο για τον «Τριστάνο» και να δουλεύει τη μουσική του, συνέθεσε τη μουσική για πέντε ποιήματα της Ματίλντε, τα Wesendonck Lieder, από τον Νοέμβριο του 1857 έως τον Μάιο του 1858. Ο Βάγκνερ, φαίνεται πως σκεφτόταν τη δημιουργία του έργου από το 1854, τρία χρόνια πριν αρχίσει να δουλεύει λιμπρέτο και σύνθεση. Έγραφε στον Λιστ: «Έχω προσχεδιάσει στο κεφάλι μου το "Τριστάνος και Ιζόλδη", μια μουσική σύλληψη πολύ απλή, αλλά γεμάτη ζωντάνια. Με τη μαύρη σημαία που ανεμίζει στο τέλος θέλω μετά να σκεπαστώ – για να πεθάνω». Ο συνθέτης αναφέρεται σε μια εκδοχή του μύθου που δεν υιοθέτησε τελικά, που θέλει τον βαριά τραυματισμένο Τριστάνο να πεθαίνει όταν μαθαίνει ότι το πλοίο που θα έφερνε την Ιζόλδη, τη μοναδική του αγάπη, είχε πανιά μαύρα και όχι λευκά (δηλωτικά της χαρμόσυνης άφιξής της, μοτίβο που συναντάμε στον μύθο για τον θάνατο του Αιγέα, πατέρα του Θησέα). Μια άλλη Ιζόλδη, η Ιζόλδη με τα λευκά χέρια, η σύζυγος του ήρωα, του είπε ψέμα από ζήλια. Εκτός από τον έρωτά του για τη Ματίλντε, το έργο σημάδεψε ο ενθουσιασμός του Βάγκνερ για τη σκέψη του Σοπενχάουερ στο Ο κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση, στη «μουσική μεταφυσική του οποίου», όπως σημειώνει ο Καρλ Νταλχάουζ, «ο ορατός κόσμος των "παραστάσεων" υποβιβάζεται σε απλή αντανάκλαση της Βούλησης, η ουσία της οποίας ενυπάρχει στη μουσική» Έχει δίκιο ο Τόμας Μαν όταν γράφει: «Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει χρονολογία των έργων του. Γεννιούνται κάποια ημερομηνία, αλλά βρίσκονταν στον νου του δημιουργού τους πολύ πρωτύτερα κι εμφανίζονται ξαφνικά» («Βάσανα και μεγαλείο του Ρίχαρντ Βάγκνερ», 1933, στο Ο Βάγκνερ και η η εποχή μας, εκδ. Printa, 1993). Διότι, ενώ είχε ήδη μπει στην περιπέτεια της τετραλογίας «Το δακτυλίδι των Νιμπελούγκεν» (1848-1874), εγκαταλείπει το μεγαλόπνοο σχέδιο και μέσα σε μια διετία (1857-9) ολοκληρώνει το «Τριστάνος και Ιζόλδη». Εκτός από τον έρωτά του για τη Ματίλντε, το έργο σημάδεψε ο ενθουσιασμός του Βάγκνερ για τη σκέψη του Σοπενχάουερ στο Ο κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση, στη «μουσική μεταφυσική του οποίου», όπως σημειώνει ο Καρλ Νταλχάουζ, «ο ορατός κόσμος των “παραστάσεων” υποβιβάζεται σε απλή αντανάκλαση της Βούλησης, η ουσία της οποίας ενυπάρχει στη μουσική» (Τα μουσικά δράματα του Ρίχαρντ Βάγκνερ, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2010). Για το ποιητικό κείμενο ο συνθέτης βασίστηκε στο μεσαιωνικό ιπποτικό ρομάντζο Tristan του Γκότφριντ φον Στράσμπουργκ, μία από τις πολλές εκδοχές της δημοφιλούς ερωτικής ιστορίας του 12ου αι. Tristan and Iseult. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να εσωτερικεύσει τη δράση στα αισθήματα των δύο κεντρικών ηρώων. Τα «εξωτερικά» γεγονότα» έχουν επιτελεστική λειτουργία, δεν καθορίζουν αυτό που είναι αναπόδραστο: τον έρωτα ως μοίρα, τον έρωτα ως απόλυτη δύναμη, τον έρωτα που μόνο η αιωνιότητα του θανάτου εκπληρώνει. Ο θρίαμβος του ρομαντισμού!