Η τραγουδίστρια και ηθοποιός, Έφη Μπέμπο, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, που μεσουράνησε από την περίοδο του μεσοπολέμου μέχρι και τη δεκαετία του 1950, γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Το 1912 η οικογένειά της μετεγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το 1914 με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, όπου και επέστρεψε στη Τσαριτσάνη και από εκεί εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βόλο. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία τυχαία το 1930, τραγουδώντας σ' ένα ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης για να συνεισφέρει οικονομικά στο σπίτι της. Τρία χρόνια αργότερα κατέβηκε στην Αθήνα, όπου προσελήφθη από τον θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή στο «Κεντρικόν», στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933». Στην επιθεώρηση αυτή η Μπέμπο παρουσιαζόταν σαν τσιγγάνα με μια κιθάρα με την οποία και απέδιδε το πρώτο της τραγούδι που ήταν "Μια γυναίκα πέρασε". Τέσσερις φορές χρειάστηκε η Μπέμπο να επαναλάβει αυτό το τραγούδι κατά τη πρεμιέρα προκειμένου να ικανοποιήσει το κοινό που παραληρούσε και χειροκροτούσε όρθιο. Στο τέλος της παράστασης όλοι οι ηθοποιοί την συνεχάρησαν μεταξύ αυτών, ο Ορέστης μακρής και η μαρίκα Νέζερ. Την ίδια περίοδο υπέγραψε και το πρώτο της συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρία Columbia, ερμηνεύοντας ερωτικά τραγούδια της εποχής και λόγω της ιδιαίτερης κοντράλτο φωνής της, η καταξίωση δεν άργησε να έρθει.
Είτε περπατά στους δρόμους της Νέας Υόρκης, είτε στέκεται στην κορυφή της σκάλας ενός αεροπλάνου, είτε φορά ένα απλό πουλόβερ με φούστα ακουμπώντας σε ένα τραπεζάκι, είτε βρίσκεται ανάμεσα σε στρατιώτες -ήξερε να διαχειρίζεται θαυμάσια τα πλήθη, να εντάσσει τον εαυτό της σ' αυτά- η Βέμπο είναι σταρ. Παρακολουθεί τη μόδα της εποχής της, φροντίζει πολύ την εμφάνιση της, χτενίζει τα μαλλιά της «σκάλες» α λα Ρίτα Χεϊγουορθ, εμφανίζεται με φορέματα θεαματικά και την ίδια στιγμή, εντελώς λιτή, με ένα μαντήλι. Πάντα όμως, με σιγουριά. Διέθετε μία απίθανη αίσθηση της πόζας
Το 1937 αποτελεί σταθμό στη καριέρα της Βέμπο. Εκτός της ηχογράφησης των νέων της τραγουδιών πηγαίνει μετά από πρόσκληση στην Αίγυπτο, για εμφανίσεις στο Γκράν Τριανόν της Αλεξάνδρειας. Κατά την διάρκεια των παραστάσεων δέχεται πρόταση του κινηματογραφιστή παραγωγού Τόγκο Μιζράχι, με τον οποίο υπογράφει συμβόλαιο και συμμετέχει στη ταινία «Προσφυγοπούλα». Παράλληλα, οι δισκογραφικές επιτυχίες της Βέμπο είναι εκπληκτικές. Η Κολούμπια στο νέο συμβόλαιο της μεταβιβάζει το 10% των κερδών από την πώληση κάθε δίσκου της, γεγονός που συμβαίνει για πρώτη φορά, ενώ όλοι οι άλλοι πληρώνονταν κατ΄ αποκοπή (μεροκάματο) για κάθε δισκογραφία. Το Καλοκαίρι του 1938 στο θέατρο Σαμαρτζή που έχει ανεβάσει την επιθεώρηση «Σιρουέτα» η Βέμπο τραγουδά το "Κάποιο μυστικό" και το "Κλαις" σε στίχους Κοφινιώτη και μουσική Λεό Ραπίτη, των οποίων ακολούθησε η σούπερ επιτυχία "Ζεχρά", σε στίχους Αιμίλιου Σαββίδη και μουσική Σογιούλ. Ακολούθησαν το «Θα σε περιμένω» και το "Άσε τον παλιόκοσμο να λέει" των Αλέκου Σακελάριου και Μιχάλη Σογιούλ. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς εγκαθίσταται ραδιοφωνική κεραία στο Ζάππειο, όπου τα τραγούδια της Βέμπο αποτελούν την πρώτη πειραματική μετάδοση. Το 1939 η Σοφία Βέμπο έχει ήδη καταξιωθεί ως η πρώτη τραγουδίστρια του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού.
Η τραγουδίστρια της Νίκης
Με την κήρυξη του πολέμου, το 1940 ανέλαβε την εμψύχωση των Ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο, ενώ πρωταγωνίστησε σε επιθεωρήσεις που προσάρμοζαν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα. Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα φυγαδεύτηκε από το Γενικό Επιτελείο Στρατού στη Μέση Ανατολή. Παρέμεινε εκεί σχεδόν τρεισήμισι χρόνια (1942-1946). Τραγουδούσε για να ψυχαγωγήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις, συγκροτούσε θιάσους, ανέβαζε επιθεωρήσεις, έδινε ρεσιτάλ. Στη Μέση Ανατολή είπε σπουδαία τραγούδια, όπως «Αθήνα και πάλι Αθήνα», «Ραντεβού στην Αθήνα», «Αγάπη μου η ώρα φθάνει», «Για σένα τραγουδώ», «Καινούργια ζωή», «Λόντρα, Παρίσι», «Πότε», «Πάντα μαζί», «Σβήσε το φως», «Τι κι αν χαθείς»… Με την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής τής διέθεσε πολεμικό αεροσκάφος για να γυρίσει στην Ελλάδα. Η ζωή της δεν κινδύνευε πια.
Νέα Υόρκη, Κάρνεγκι Χολ
Και ενώ η καριέρα της βρισκόταν στο ζενίθ, το 1947 φεύγει για το Παρίσι και αμέσως μετά για τις ΗΠΑ. Στη Νέα Υόρκη, στο Κάρνεγκι Χολ, θα δώσει ρεσιτάλ υπέρ της Ελληνικής Πολεμικής Περίθαλψης.. Το θέατρο με χωρητικότητα τριών χιλιάδων θέσεων θα γεμίσει και θα χωρέσει και 500 άτομα επιπλέον. Η Βέμπο τραγουδά χωρίς μικρόφωνο σαράντα τραγούδια. Οι κριτικές στον ομογενειακό Τύπο αλλά και στους New York Times και στην New York Herald Tribune είναι επαινετικές. Η παραμονή της στην Αμερική είναι πλούσια σε συναυλίες και εκπομπές σε ραδιοφωνικούς σταθμούς. Τα έσοδα των συναυλιών διατίθενται στις ελληνικές κοινότητες. Το 1948 θα βρεθεί για δεύτερη φορά, στο Κάρνεγκι Χολ. Οι εφημερίδες τη συγκρίνουν με την Μάρλεν Ντίτριχ. Οι New York Times γράφουν: «Όπως έκανε ο Μωρίς Σεβαλιέ για τη Γαλλία, το ίδιο κάνει και η Βέμπο για την Ελλάδα. Τα τραγούδια, οι αναφορές και οι μικροί λόγοι αποδόθηκαν στα ελληνικά και ως εκ τούτου ήταν αδύνατο να κατανοηθούν από το κοινό που δε γνώριζε την ελληνική. Αλλά η Βέμπο ήταν τόσο συγκινητική, τόσο ελκυστική και η σύνθεση λαϊκών, κωμικών και πατριωτικών τραγουδιών τόσο ατόφια, που μπόρεσε να κρατήσει και το ξένο κοινό σε εγρήγορση για δυο σχεδόν ώρες με το τραγούδι και την εκφραστικότητά της». Στην Αμερική έμεινε σχεδόν δυόμισι χρόνια (1947-1949) αλλά είχε πάντα τη σκέψη στην Ελλάδα. «Η Ελλάδα με δημιούργησε και σ’ αυτή θέλω να γυρίσω. Θέλω να τελειώσω της καριέρα μου στον τόπο που μου τα έδωσε όλα με το παραπάνω» έλεγε.
Με την κήρυξη του πολέμου, το 1940 ανέλαβε την εμψύχωση των Ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο, ενώ πρωταγωνίστησε σε επιθεωρήσεις που προσάρμοζαν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα. Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα φυγαδεύτηκε από το Γενικό Επιτελείο Στρατού στη Μέση Ανατολή. Παρέμεινε εκεί σχεδόν τρεισήμισι χρόνια (1942-1946). Τραγουδούσε για να ψυχαγωγήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις, συγκροτούσε θιάσους, ανέβαζε επιθεωρήσεις, έδινε ρεσιτάλ. Στη Μέση Ανατολή είπε σπουδαία τραγούδια, όπως «Αθήνα και πάλι Αθήνα», «Ραντεβού στην Αθήνα», «Αγάπη μου η ώρα φθάνει», «Για σένα τραγουδώ», «Καινούργια ζωή», «Λόντρα, Παρίσι», «Πότε», «Πάντα μαζί», «Σβήσε το φως», «Τι κι αν χαθείς»… Με την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής τής διέθεσε πολεμικό αεροσκάφος για να γυρίσει στην Ελλάδα. Η ζωή της δεν κινδύνευε πια.
Νέα Υόρκη, Κάρνεγκι Χολ
Και ενώ η καριέρα της βρισκόταν στο ζενίθ, το 1947 φεύγει για το Παρίσι και αμέσως μετά για τις ΗΠΑ. Στη Νέα Υόρκη, στο Κάρνεγκι Χολ, θα δώσει ρεσιτάλ υπέρ της Ελληνικής Πολεμικής Περίθαλψης.. Το θέατρο με χωρητικότητα τριών χιλιάδων θέσεων θα γεμίσει και θα χωρέσει και 500 άτομα επιπλέον. Η Βέμπο τραγουδά χωρίς μικρόφωνο σαράντα τραγούδια. Οι κριτικές στον ομογενειακό Τύπο αλλά και στους New York Times και στην New York Herald Tribune είναι επαινετικές. Η παραμονή της στην Αμερική είναι πλούσια σε συναυλίες και εκπομπές σε ραδιοφωνικούς σταθμούς. Τα έσοδα των συναυλιών διατίθενται στις ελληνικές κοινότητες. Το 1948 θα βρεθεί για δεύτερη φορά, στο Κάρνεγκι Χολ. Οι εφημερίδες τη συγκρίνουν με την Μάρλεν Ντίτριχ. Οι New York Times γράφουν: «Όπως έκανε ο Μωρίς Σεβαλιέ για τη Γαλλία, το ίδιο κάνει και η Βέμπο για την Ελλάδα. Τα τραγούδια, οι αναφορές και οι μικροί λόγοι αποδόθηκαν στα ελληνικά και ως εκ τούτου ήταν αδύνατο να κατανοηθούν από το κοινό που δε γνώριζε την ελληνική. Αλλά η Βέμπο ήταν τόσο συγκινητική, τόσο ελκυστική και η σύνθεση λαϊκών, κωμικών και πατριωτικών τραγουδιών τόσο ατόφια, που μπόρεσε να κρατήσει και το ξένο κοινό σε εγρήγορση για δυο σχεδόν ώρες με το τραγούδι και την εκφραστικότητά της». Στην Αμερική έμεινε σχεδόν δυόμισι χρόνια (1947-1949) αλλά είχε πάντα τη σκέψη στην Ελλάδα. «Η Ελλάδα με δημιούργησε και σ’ αυτή θέλω να γυρίσω. Θέλω να τελειώσω της καριέρα μου στον τόπο που μου τα έδωσε όλα με το παραπάνω» έλεγε.
| |
| |
Το θέατρο, ο κινηματογράφος, ο γάμος
Το 1949 απέκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο. Σε μια εποχή που θέατρα έκλειναν και μετατρέπονταν σε κινηματογράφους, η Βέμπο επανέφερε την επιθεώρηση, ανεβάζοντας έργα που διατήρησαν ζωντανή την παράδοση της λαϊκής σάτιρας και καθιέρωσαν τους μεγάλους κωμικούς. Ταυτόχρονα, λανσάρει το «αρχοντορεμπέτικο». Φεύγει για περιοδεία στη Νότιο Αφρική την οποία θα επαναλάβει το 1956. Η αγάπη της με τον συγγραφέα και στιχουργό, Μίμη Τραϊφόρο, επισφραγίστηκε με γάμο το 1957. Το 1959 πρωταγωνιστεί στην κινηματογραφική ταινία «Στουρνάρα 288», όπου υποδύεται μια διάσημη τραγουδίστρια που ξεχάστηκε από τους θαυμαστές της κι εργαζόταν ως καθηγήτρια πιάνου. Είχε προηγηθεί η συμμετοχή της το 1955 στη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, όπου συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι -είχε κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο το 1938 στην «Προσφυγοπούλα».
Μακριά από τα φώτα – η εξέγερση του Πολυτεχνείου
Στα μέσα της δεκαετίας του '60 άρχισε να αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας αποσύρθηκε οριστικά. Ζει με τις αναμνήσεις της στο σπίτι που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Πατησίων και Στουρνάρη. Η Βέμπο είχε «δύσκολη» με τη χούντα. Τη νύχτα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, άνοιξε το σπίτι της κι έκρυψε φοιτητές, τους οποίους αρνήθηκε να παραδώσει όταν η Ασφάλεια χτύπησε την πόρτα της. Σε εκδήλωση στο Καλλιμάρμαρο (1974) για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας η Βέμπο θα τραγουδήσει δυο τραγούδια γραμμένα για τα παιδιά του Πολυτεχνείου. Ενδεικτικό της προσήλωσής της στην Ελλάδα αποτελεί και η στάση της όταν πληροφορήθηκε ότι η ΕΠΕΝ στην προεκλογική της εκστρατεία χρησιμοποιούσε τραγούδια της περιόδου του ΄40. Στέλνει επιστολή στην οποία αναφέρει: «Επειδή η μετάδοση αυτή γίνεται χωρίς την έγκρισή μου κι επειδή πιστεύω πως τα τραγούδια αυτά είναι κληρονομιά του κάθε Έλληνα θεωρώ ότι οφείλουν να ακούγονται μόνο σε στιγμές εθνικής έξαρσης». Πέθανε στις 11 Μαρτίου 1978. Η κηδεία της μετατρέπεται σε πάνδημο συλλαλητήριο.
Το 1949 απέκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο. Σε μια εποχή που θέατρα έκλειναν και μετατρέπονταν σε κινηματογράφους, η Βέμπο επανέφερε την επιθεώρηση, ανεβάζοντας έργα που διατήρησαν ζωντανή την παράδοση της λαϊκής σάτιρας και καθιέρωσαν τους μεγάλους κωμικούς. Ταυτόχρονα, λανσάρει το «αρχοντορεμπέτικο». Φεύγει για περιοδεία στη Νότιο Αφρική την οποία θα επαναλάβει το 1956. Η αγάπη της με τον συγγραφέα και στιχουργό, Μίμη Τραϊφόρο, επισφραγίστηκε με γάμο το 1957. Το 1959 πρωταγωνιστεί στην κινηματογραφική ταινία «Στουρνάρα 288», όπου υποδύεται μια διάσημη τραγουδίστρια που ξεχάστηκε από τους θαυμαστές της κι εργαζόταν ως καθηγήτρια πιάνου. Είχε προηγηθεί η συμμετοχή της το 1955 στη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, όπου συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι -είχε κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο το 1938 στην «Προσφυγοπούλα».
Μακριά από τα φώτα – η εξέγερση του Πολυτεχνείου
Στα μέσα της δεκαετίας του '60 άρχισε να αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας αποσύρθηκε οριστικά. Ζει με τις αναμνήσεις της στο σπίτι που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Πατησίων και Στουρνάρη. Η Βέμπο είχε «δύσκολη» με τη χούντα. Τη νύχτα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, άνοιξε το σπίτι της κι έκρυψε φοιτητές, τους οποίους αρνήθηκε να παραδώσει όταν η Ασφάλεια χτύπησε την πόρτα της. Σε εκδήλωση στο Καλλιμάρμαρο (1974) για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας η Βέμπο θα τραγουδήσει δυο τραγούδια γραμμένα για τα παιδιά του Πολυτεχνείου. Ενδεικτικό της προσήλωσής της στην Ελλάδα αποτελεί και η στάση της όταν πληροφορήθηκε ότι η ΕΠΕΝ στην προεκλογική της εκστρατεία χρησιμοποιούσε τραγούδια της περιόδου του ΄40. Στέλνει επιστολή στην οποία αναφέρει: «Επειδή η μετάδοση αυτή γίνεται χωρίς την έγκρισή μου κι επειδή πιστεύω πως τα τραγούδια αυτά είναι κληρονομιά του κάθε Έλληνα θεωρώ ότι οφείλουν να ακούγονται μόνο σε στιγμές εθνικής έξαρσης». Πέθανε στις 11 Μαρτίου 1978. Η κηδεία της μετατρέπεται σε πάνδημο συλλαλητήριο.
Η Σοφία Βέμπο ήταν από τους καλλιτέχνες που δεν έδιναν εύκολα συνεντεύξεις. Όταν το έκανε, όμως, μιλούσε «έξω απ’ τα δόντια» και υποστήριζε πάντα τις απόψεις της. Η ακόλουθη συνέντευξη είναι από το περιοδικό «Πρώτο» και δόθηκε στον Τάσο Κουτσοθανάση στις 9 Σεπτεμβρίου του 1966.
-Κυρία Βέμπο. Όλοι σας ξέρουμε σαν «τραγουδίστρια της νίκης». Ποιος σας έδωσε αυτόν τον χαρακτηρισμό;
– Η νίκη δεν ήταν δική μου «στα κομμένα σου τα πόδια το παλικάρι», όπως λέει ο Γιώργος Φτέρης στο ποίημά του, που είναι αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά του Αλβανικού πολέμου. Εγώ απλώς έτυχε να τραγουδήσω τραγούδια που τύγχανε με τις νίκες και τις δόξες της Αλβανίας. Αυτό είναι όλο. Ο συγχωρεμένος Αχχιλέας Μαμάκης πίστεψε -όπως όλοι πιστεύανε- πως έπρεπε να είμαι η τραγουδίστρια της νίκης. Και με βάφτισε. Δεν ξέρω αν το αξίζω, αλλά είμαι περήφανη και το χαίρομαι.
-Οι αμέτρητοι φίλοι σας περιμένουν ανυπόμονα να ακούσουν πάλι τη φωνή σας.. Θα εμφανιστείτε ξανά στη σκηνή;
-Ο άνθρωπος πάντα κουράζεται όταν εργάζεται, αλλά η αμοιβή η δική μου είναι τόσο μεγάλη όχι σαν λεφτά, αλλά σαν χειροκρότημα. Γι΄αυτό θέλω πάλι να τραγουδήσω με αυτή τη φωνή που έχω σ’ αυτά τα μεγάλα μου χρόνια…και θα έχω και μεγαλύτερο εισιτήριο ανάλογα με τα χρόνια μου (η τραγουδίστρια ήταν τότε 56 ετών ) Και λέγοντας την τελευταία φράση γέλασε σαν παιδί κι αμέσως συνέχισε σοβαρά: είμαι σίγουρη πως πάλι θα με χειροκροτήσετε όχι το ίδιο, αλλά περισσότερο γιατί όταν τραγουδώ δεν δουλεύω μα έτσι γιατί πρέπει να τραγουδήσω γιατί μ’ αγαπάτε.
-Στον κινηματογράφο η εμφάνισή σας είχε κάνει αίσθηση σαν ηθοποιός. Γιατί δεν συνεχίσατε ύστερα από εκείνη τη θαυμάσια παρουσία σας στη «Στέλλα»;
-Δεν με ζήτησαν!
-Πιστεύετε ότι κάνατε λάθη;
-Ναι, δεν πρόσεξα ποτέ τον εαυτό μου. Δεν τον φρόντισα. Δεν τον αγάπησα. Αλλά από πέρυσι άρχισα να πιστεύω πως έχω δικαίωμα να ζω κι εγώ λίγο. Γι’ αυτό έφυγα και πήγα στην Ισπανία. Έπρεπε να αρρωστήσω πολύ για να καταλάβω ότι είμαι κι εγώ άνθρωπος.
-Μετά από τόσες υπηρεσίες που έχετε προσφέρει θα έπρεπε το κράτος να σας προσέξει ιδιαίτερα. Το έκανε;
-Όχι και αδιαφορώ. Με ενδιαφέρει ο λαός που έρχεται στο θέατρο μου, ο πλούσιος κι ο φτωχός. Οι κυβερνήτες μας δεν με ενδιαφέρουν. Άλλωστε αλλάζουν κάθε τετραετία.
-Το ελαφρό τραγούδι τα τελευταία χρόνια είναι γεγονός ότι βρίσκεται σε παρακμή, ενώ το λαϊκό έγινε επικρατέστερο είδος. Που αποδίδετε αυτή την κατάσταση;
-Το λαϊκό τραγούδι δεν είναι καθόλου άσχημο, είναι συγκινητικό και ωραίο όταν δεν μυρίζει χασίσι…
-Πώς σας φάνηκε το Νέο Κύμα;
-Το νέο κύμα είναι θαυμάσιο, μα πρέπει να παρουσιάζεται χωρίς μικρόφωνο και με μαλλιά χτενισμένα!
-Στα τραγούδια σας μιλάτε συχνά για αγάπη και φιλία. Πιστεύω ότι και στα δύο θα ευτυχίσατε
. -Στη ζωή μου είχα δύο αληθινές φιλίες. Η μία με πρόδωσε και η άλλη υπάρχει ακόμα στον Βόλο. Όσο για αγάπη την βρήκα στον άντρα μου τον Μίμη Τραϊφόρο. Είναι υπέροχος, χρυσός, αλλά πιο κοντός από μένα…...
-Κυρία Βέμπο. Όλοι σας ξέρουμε σαν «τραγουδίστρια της νίκης». Ποιος σας έδωσε αυτόν τον χαρακτηρισμό;
– Η νίκη δεν ήταν δική μου «στα κομμένα σου τα πόδια το παλικάρι», όπως λέει ο Γιώργος Φτέρης στο ποίημά του, που είναι αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά του Αλβανικού πολέμου. Εγώ απλώς έτυχε να τραγουδήσω τραγούδια που τύγχανε με τις νίκες και τις δόξες της Αλβανίας. Αυτό είναι όλο. Ο συγχωρεμένος Αχχιλέας Μαμάκης πίστεψε -όπως όλοι πιστεύανε- πως έπρεπε να είμαι η τραγουδίστρια της νίκης. Και με βάφτισε. Δεν ξέρω αν το αξίζω, αλλά είμαι περήφανη και το χαίρομαι.
-Οι αμέτρητοι φίλοι σας περιμένουν ανυπόμονα να ακούσουν πάλι τη φωνή σας.. Θα εμφανιστείτε ξανά στη σκηνή;
-Ο άνθρωπος πάντα κουράζεται όταν εργάζεται, αλλά η αμοιβή η δική μου είναι τόσο μεγάλη όχι σαν λεφτά, αλλά σαν χειροκρότημα. Γι΄αυτό θέλω πάλι να τραγουδήσω με αυτή τη φωνή που έχω σ’ αυτά τα μεγάλα μου χρόνια…και θα έχω και μεγαλύτερο εισιτήριο ανάλογα με τα χρόνια μου (η τραγουδίστρια ήταν τότε 56 ετών ) Και λέγοντας την τελευταία φράση γέλασε σαν παιδί κι αμέσως συνέχισε σοβαρά: είμαι σίγουρη πως πάλι θα με χειροκροτήσετε όχι το ίδιο, αλλά περισσότερο γιατί όταν τραγουδώ δεν δουλεύω μα έτσι γιατί πρέπει να τραγουδήσω γιατί μ’ αγαπάτε.
-Στον κινηματογράφο η εμφάνισή σας είχε κάνει αίσθηση σαν ηθοποιός. Γιατί δεν συνεχίσατε ύστερα από εκείνη τη θαυμάσια παρουσία σας στη «Στέλλα»;
-Δεν με ζήτησαν!
-Πιστεύετε ότι κάνατε λάθη;
-Ναι, δεν πρόσεξα ποτέ τον εαυτό μου. Δεν τον φρόντισα. Δεν τον αγάπησα. Αλλά από πέρυσι άρχισα να πιστεύω πως έχω δικαίωμα να ζω κι εγώ λίγο. Γι’ αυτό έφυγα και πήγα στην Ισπανία. Έπρεπε να αρρωστήσω πολύ για να καταλάβω ότι είμαι κι εγώ άνθρωπος.
-Μετά από τόσες υπηρεσίες που έχετε προσφέρει θα έπρεπε το κράτος να σας προσέξει ιδιαίτερα. Το έκανε;
-Όχι και αδιαφορώ. Με ενδιαφέρει ο λαός που έρχεται στο θέατρο μου, ο πλούσιος κι ο φτωχός. Οι κυβερνήτες μας δεν με ενδιαφέρουν. Άλλωστε αλλάζουν κάθε τετραετία.
-Το ελαφρό τραγούδι τα τελευταία χρόνια είναι γεγονός ότι βρίσκεται σε παρακμή, ενώ το λαϊκό έγινε επικρατέστερο είδος. Που αποδίδετε αυτή την κατάσταση;
-Το λαϊκό τραγούδι δεν είναι καθόλου άσχημο, είναι συγκινητικό και ωραίο όταν δεν μυρίζει χασίσι…
-Πώς σας φάνηκε το Νέο Κύμα;
-Το νέο κύμα είναι θαυμάσιο, μα πρέπει να παρουσιάζεται χωρίς μικρόφωνο και με μαλλιά χτενισμένα!
-Στα τραγούδια σας μιλάτε συχνά για αγάπη και φιλία. Πιστεύω ότι και στα δύο θα ευτυχίσατε
. -Στη ζωή μου είχα δύο αληθινές φιλίες. Η μία με πρόδωσε και η άλλη υπάρχει ακόμα στον Βόλο. Όσο για αγάπη την βρήκα στον άντρα μου τον Μίμη Τραϊφόρο. Είναι υπέροχος, χρυσός, αλλά πιο κοντός από μένα…...