Ο Καζαντζίδης δεν υποδύθηκε τον εαυτό του· έζησε τον εαυτό του. Χρόνια τώρα, πεθαμένος, και στο μνήμα του το καντήλι δεν έχει σβήσει· το κρατά αναμμένο ο κόσμος: ο δικός του κόσμος! Ποιος έχει ζήσει τέτοια τιμή;
Με τη μοναδική υφή της φωνής του κατάφερε να εκφράσει τις αγωνίες, τους φόβους, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, για τους οποίους η επιβίωση δεν ήταν και τόσο αυτονόητη. Οικονομικά και κοινωνικά αποκλεισμένοι, πρόσφυγες, εργάτες, όλοι αγωνιστές της καθημερινότητας αναζητούσαν στα τραγούδια του παρηγοριά για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν καθημερινά. Και το κοινό του, βέβαια, δεν σταματούσε μόνο σε αυτούς. Ο Στέλιος Καζαντζίδης αγαπήθηκε φανατικά, μπήκε στις καρδιές και στα σπίτια των ανθρώπων, τραγουδήθηκε όσο λίγοι και χάρισε το αίσθημα της οικειότητας σε όσους ένιωσαν ότι τραγουδά για εκείνους.
Ορφάνεψε πολύ μικρός από πατέρα. Οι δυσκολίες της ζωής τον έφεραν αντιμέτωπο με τη σκληρή καθημερινή πραγματικότητα. Κουβαλούσε βαλίτσες από την Ομόνοια σε σταθμούς λεωφορείων και τρένων. Πουλούσε νερό με τον μαστραπά και το κύπελλο, στην κεντρική αγορά της Αθήνας. Τις νύχτες κοιμόταν στα παγκάκια της Ομόνοιας για να μην ξοδέψει το χαρτζιλίκι που μάζευε και να το πάει τα Σαββατοκύριακα στη μάνα του στη Νέα Ιωνία, για να αγοράσουν γάλα για τον μικρότερο αδελφό του. Αργότερα, ο Στέλιος έκανε ακόμη πιο σκληρές δουλειές. Κουβάλησε τόνους ολόκληρους ασβέστη και τσιμέντο με το πηλοφόρι στις οικοδομές της Ιωνίας και της Φιλαδέλφειας. Ο Γολγοθάς που σφράγισε τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του Καζαντζίδη τελείωσε στο υφαντουργείο «Έσπερος» στον Περισσό, όπου άλλαξε πορεία και μπήκε στο λαϊκό τραγούδι.
Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία. Η μητέρα του ήταν πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. Από αυτή άκουγε ως παιδί τα λαϊκά τραγούδια που έφεραν οι πρόσφυγες και από τη γιαγιά του -όπως έλεγε ο ίδιος- πήρε τις τεχνικές, τις αναπνοές, το κλάμα στη φωνή... Ως τη στιγμή που τον ανέλαβε ο μεγάλος δάσκαλος Στέλιος Χρυσίνης. Μεγαλώνοντας, δούλεψε σ' ένα εργοστάσιο στη Νέα Ιωνία. Μία μέρα, τον φωνάζει το αφεντικό του και του λέει ότι έχει καταπληκτική φωνή και του κάνει δώρο μία κιθάρα. Ο Στέλιος, όσε ώρες δεν δούλευε, καθόταν στο σπίτι και προσπαθούσε να μάθει τραγούδια στην κιθάρα. Μια μέρα, κάποιος περαστικός τον άκουσε και του πρότεινε να τραγουδήσει στην ταβέρνα του. Έτσι, έγινε η αρχή. Το 1950 εμφανίστηκε για πρώτη φορά επαγγελματικά στην Κηφισιά. Δύο χρόνια αργότερα έκανε και την πρώτη ηχογράφησή του στην Columbia, με το τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα «Για μπάνιο πας», που όμως δεν πούλησε. Το δεύτερο τραγούδι, «Οι βαλίτσες» του Γιάννη Παπαϊωάννου, έγινε μεγάλη επιτυχία. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε μία σειρά επιτυχιών και συνεχής άνοδος, με εμφανίσεις σε γνωστά λαϊκά κέντρα της εποχής. Τότε έρχεται και η γνωριμία, ο αρραβώνας, αλλά και η συνεργασία με την Καίτη Γκρέυ, ως το καλοκαίρι του 1957. Σουξέ της εποχής, το «Απόψε φίλα με» του Μανόλη Χιώτη, ένα ντουέτο του Στέλιου Καζαντζίδη με την Καίτη Γκρέυ. Μετά από αυτό χώρισαν.
1950. Η νεανική φωνή του Στέλιου «σπάει» τα τζάμια των λουτρών του «Έσπερου» και απλώνεται στη Νέα Ιωνία. Ο Μάνθος (ο Βενέτης), υπάλληλος της αεροπορίας, τον «απήγαγε» από το φτωχόσπιτο της οδού Αλαείας και τον εγκατέστησε ως βασικό τραγουδιστή στην ταβέρνα του Βουτσά στην Καλογρέζα. Πρώτη επαγγελματική εμφάνιση για τον Στέλιο, στου Μπόκαρη στην Κηφισιά, το 1950. Πρώτος δίσκος τον Ιούνιο του 1952 με το τραγούδι του Καλδάρα «Για μπάνιο πας» και πρώτη απογοήτευση. Ο δίσκος δεν πούλησε. Δεύτερο τραγούδι «Οι βαλίτσες» του Γιάννη Παπαϊωάννου, έγινε μεγάλη επιτυχία. Από εκεί και πέρα σερί επιτυχιών και συνεχής άνοδος με εμφανίσεις σε γνωστά πλέον λαϊκά κέντρα «Θείος», «Μπερτζελέτος», «Ροσινιόλ».
Η επόμενη οκταετία (1957-1965) είναι ίσως η πιο γόνιμη και δημιουργική περίοδος για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Η γνωριμία του με τη Μαρινέλλα στη Θεσσαλονίκη εξελίχθηκε σε μια λαμπρή συνεργασία. Μαζί έκαναν μεγάλες επιτυχίες με κορυφαίους συνθέτες (Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Χιώτης, Καλδάρας, Παπαγιαννοπούλου, Βίρβος, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Λεοντής, Ξαρχάκος, Λοΐζος, Μαρκόπουλος κ.ά.) και εμφανίστηκαν στα μεγαλύτερα λαϊκά κέντρα. Το Μάιο του 1966 αποφάσισαν να ενωθούν και στη ζωή. Ο γάμος τους μπορεί να μην άντεξε στο χρόνο, αλλά έμειναν για πάντα φίλοι. Έπειτα από χρόνια, ο Καζαντζίδης γνώρισε και παντρεύτηκε την κυρα-Βάσω, την οποία χαρακτήριζε «θησαυρό». Τo 1965 κι ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα νυχτερινά κέντρα. Τήρησε την επιλογή του αυτή ως το τέλος της ζωής του και η μόνη επαφή με το κοινό ήταν μέσω των δίσκων του. Για κάποιο διάστημα και αυτή η επικοινωνία διακόπηκε, λόγω προβλημάτων που είχε με τη δισκογραφική εταιρεία «Μίνως». Στη δισκογραφία επανήλθε, έπειτα από 12 χρόνια απουσίας, το 1987, συνεργαζόμενος με τους Τάκη Σούκο, Λευτέρη Χαψιάδη, Θανάση Πολυκανδριώτη, Θοδωρή Καμπουρίδη, Μάκη Ερημίτη, Αντώνη Βαρδή, Σώτια Τσώτου και άλλους άξιους δημιουργούς. Το κύκνειο άσμα του ήταν ο δίσκος «Έρχονται χρόνια δύσκολα». Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, σε ηλικία 70 ετών, έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο. Ο Καζαντζίδης κηδεύθηκε στις 19.30, στον ίδιο τάφο με την αγαπημένη του μητέρα, τη Γεσθημανή. Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε στο κοιμητήριο και πολλοί ήθελαν να αγγίξουν το μνήμα, να απαγγείλουν στίχους και να τραγουδήσουν, ενώ άλλοι προσπάθησαν να αφήσουν στον τάφο διάφορα προσωπικά τους αντικείμενα για να πάρει μαζί του ο αγαπημένος τους τραγουδιστής. Ο κόσμος μάλιστα παρέμεινε στο κοιμητήριο αρκετή ώρα μετά την ταφή και συνέχισε να σιγοτραγουδάει τις μεγάλες επιτυχίες του Στέλιου Καζαντζίδη.
| |
| |
| |
Η οκταετία 1957-1965 έφερε τον Στέλιο Καζαντζίδη στο απόγειο της δόξας και του μεγαλείου του. Στα λαϊκά κέντρα όπου εμφανιζόταν και τραγουδούσε για ολόκληρες σεζόν, όλα σχεδόν τα τραπέζια ήταν ρεζερβέ, ενώ ουρές από εκατοντάδες άτομα σχηματίζονταν τις νύχτες στις εισόδους των μαγαζιών. Στο θερινό κέντρο του «Κουλουριώτη», στην παραλία Μοσχάτου, οι θαυμαστές του Στέλιου σκαρφάλωναν στους τοίχους ώρες ολόκληρες και έβλεπαν όλο το πρόγραμμα την ώρα που τραγουδούσαν ο Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα και οι συνεργάτες τους.Από μαρτυρίες παλιών λαϊκών δημιουργών μαθαίνουμε οτι κάποιοι «νονοί της νύχτας», στις αρχές της δεκαετίας του 1960, απείλησαν ανοιχτά και σοβαρά τη ζωή του Καζαντζίδη, ο οποίος, λόγω χαρακτήρα, είχε πλέον αντιληφθεί και έλεγε ότι η νύχτα δεν του πάει καθόλου και σε πολύ νέα ηλικία έπρεπε να εγκαταλείψει αυτά τα κέντρα, πράγμα που έκανε το 1965. Και αυτή την απόφασή του ο Στέλιος τη χαρακτήρισε στάση ζωής.
"Με ενδιαφέρει μια καλή, ειλικρινής συντροφιά, και δεν αποφεύγω κανέναν. Απλώς, αγαπώ τη φύση, και εκεί ξεκουράζομαι συχνά. Ερημίτης εγώ; Αστεία πράγματα. Μ’ αρέσει η ζωή και δεν κρύβομαι απ’ τους ανθρώπους, τους καλούς ανθρώπους και αληθινούς φίλους." "Με έχουν πικράνει πολλοί άνθρωποι της δουλειάς μας. Δεν άντεχα, έπρεπε να σταματήσω για να μη σπάσουν τα νεύρα μου. Βασικά, το πάλκο δεν ταιριάζει στον χαρακτήρα μου. Κι αν κάποτε έκανα αυτή τη δουλειά, γινόταν καταχρηστικώς. Φορούσα πάντα ένα ρούχο που δεν μου πήγαινε, κι έτσι περίμενα την κατάλληλη ευκαιρία να σταματήσω. Η στιγμή αυτή ήρθε το 1966, την τελευταία χρόνια που εμφανιζόμουν σε κέντρο, και αφορμή ήταν ένα σπασμένο μπουκάλι που εκσφενδονίστηκε από κάποιον θαμώνα και περνώντας ξυστά από το πρόσωπό μου καρφώθηκε στη γύψινη διακόσμηση της σκηνής. Δεν χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ. Την ίδια βραδιά πήρα την απόφαση να πω οριστικά αντίο στο πάλκο, διότι μου άρεσε να βλέπω το πρόσωπό μου όπως είναι, όχι παραμορφωμένο."
Ο ξυλοδαρμός του Καζαντζίδη στον στρατό, που του στέρησε τη χαρά της πατρότητας...
Ο Καζαντζίδης ήταν ένας γοητευτικός άντρας και πάντα είχε στο πλευρό του μια δυναμική γυναίκα. Με καμία όμως, δεν έκανε παιδιά. Σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έδωσε ο Καζαντζίδης, αποκάλυψε την αιτία. Όπως υποστήριξε, όταν ήταν φαντάρος, τον είχε κλωτσήσει ένα άλογο στα γεννητικά του όργανα, αφήνοντάς του μόνιμο πρόβλημα γονιμότητας. Γιατί όμως τον χτύπησε το άλογο; Την εξήγηση έδωσε η τελευταία του σύζυγος, Βάσω Καζαντζίδη, σύμφωνα με την οποία , όταν ο Στέλιος ήταν φαντάρος, τον έκλεισαν σε ένα στάβλο, για να τον τιμωρήσουν για τα κομμουνιστικά πολιτικά του φρονήματα. Πρακτική που ήταν συνηθισμένη σε όσους κατάγονταν από αριστερή οικογένεια και δεν την είχαν αποκηρύξει. Στον στάβλο, όπως είπε ο ίδιος, έγινε το ατύχημα με το άλογο, που του στέρησε την πατρότητα. Ο γιατρός που τον εξέτασε τότε, του είπε: «Τη ζωή σου τη γλίτωσες, αλλά δεν θα κάνεις παιδιά». Η νονά του τραγουδιστή, Μαρία Κιουρτσόγλου, δίνει μια άλλη αιτία. Σύμφωνα με την κυρία Κιουρτσόγλου, η στειρότητα του Καζαντζίδη δεν οφειλόταν σε κλοτσιά από άλογο, αλλά στον άγριο ξυλοδαρμό που δέχτηκε από έναν ανώτερό του, όταν ήταν φαντάρος. Ο Πόντιος αξιωματικός έσυρε και χτύπησε με μανία τον τραγουδιστή. Ένα από τα άγρια χτυπήματα, τον βρήκε στα γεννητικά όργανα, προκαλώντας ανεπανόρθωτη βλάβη. Όποια και αν είναι η αλήθεια, για την αιτία που ο τραγουδιστής στερήθηκε την πατρότητα, το γεγονός είναι ότι ο ίδιος πληγώθηκε πολύ. Ο Καζαντζίδης διέθετε έναν πολύ ευαίσθητο χαρακτήρα και σύμφωνα με τους ανθρώπους που τον έζησαν, όταν πληροφορήθηκε ότι δε θα μπορούσε να τεκνοποιήσει, κλείστηκε στον εαυτό του. Γι’ αυτό και για πολλά χρόνια, όταν τον ρωτούσαν, δεν έλεγε ποιος ήταν ο λόγος που δεν έγινε ποτέ πατέρας....
Ο Καζαντζίδης ήταν ένας γοητευτικός άντρας και πάντα είχε στο πλευρό του μια δυναμική γυναίκα. Με καμία όμως, δεν έκανε παιδιά. Σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έδωσε ο Καζαντζίδης, αποκάλυψε την αιτία. Όπως υποστήριξε, όταν ήταν φαντάρος, τον είχε κλωτσήσει ένα άλογο στα γεννητικά του όργανα, αφήνοντάς του μόνιμο πρόβλημα γονιμότητας. Γιατί όμως τον χτύπησε το άλογο; Την εξήγηση έδωσε η τελευταία του σύζυγος, Βάσω Καζαντζίδη, σύμφωνα με την οποία , όταν ο Στέλιος ήταν φαντάρος, τον έκλεισαν σε ένα στάβλο, για να τον τιμωρήσουν για τα κομμουνιστικά πολιτικά του φρονήματα. Πρακτική που ήταν συνηθισμένη σε όσους κατάγονταν από αριστερή οικογένεια και δεν την είχαν αποκηρύξει. Στον στάβλο, όπως είπε ο ίδιος, έγινε το ατύχημα με το άλογο, που του στέρησε την πατρότητα. Ο γιατρός που τον εξέτασε τότε, του είπε: «Τη ζωή σου τη γλίτωσες, αλλά δεν θα κάνεις παιδιά». Η νονά του τραγουδιστή, Μαρία Κιουρτσόγλου, δίνει μια άλλη αιτία. Σύμφωνα με την κυρία Κιουρτσόγλου, η στειρότητα του Καζαντζίδη δεν οφειλόταν σε κλοτσιά από άλογο, αλλά στον άγριο ξυλοδαρμό που δέχτηκε από έναν ανώτερό του, όταν ήταν φαντάρος. Ο Πόντιος αξιωματικός έσυρε και χτύπησε με μανία τον τραγουδιστή. Ένα από τα άγρια χτυπήματα, τον βρήκε στα γεννητικά όργανα, προκαλώντας ανεπανόρθωτη βλάβη. Όποια και αν είναι η αλήθεια, για την αιτία που ο τραγουδιστής στερήθηκε την πατρότητα, το γεγονός είναι ότι ο ίδιος πληγώθηκε πολύ. Ο Καζαντζίδης διέθετε έναν πολύ ευαίσθητο χαρακτήρα και σύμφωνα με τους ανθρώπους που τον έζησαν, όταν πληροφορήθηκε ότι δε θα μπορούσε να τεκνοποιήσει, κλείστηκε στον εαυτό του. Γι’ αυτό και για πολλά χρόνια, όταν τον ρωτούσαν, δεν έλεγε ποιος ήταν ο λόγος που δεν έγινε ποτέ πατέρας....
| |
«Όταν ανοίξει τη φωνή του, ο ίδιος μεταμορφώνεται, χάνεται. Και νομίζω ότι αυτό είναι πάρα πολύ επίπονο για τον ίδιο. Αυτή η φοβερή φωνή που βγάζει δεν είναι το μέταλλο, είναι η καρδιά του. Αυτός είναι ένα σκεύος – έχει μέσα τους ήχους και τις φωνές αιώνων. Όταν λοιπόν αυτό βγει έξω, δεν ελέγχεται κι αυτός τα χάνει. Ο Στέλιος από ένα σημείο και πέρα δίνει τόσο πολλά, που είναι σαν να πέφτει με αλεξίπτωτο από τα 10.000 μέτρα και στα 100 μέτρα ανοίγει το αλεξίπτωτο και προσγειώνεται. Ο Στέλιος έχει μια τρομερή φοβία να τραγουδάει: πάνω από τη φωνή του δένονται και κρεμιούνται εκατομμύρια Έλληνες σαν σπουργίτια»…-Μίκης Θεοδωράκης
Βάσω Καζαντζίδη
Εύκολο και δύσκολο να ζω δίπλα του
O Στέλιος είχε μια σοφία, του άρεσαν οι άνθρωποι που ήταν ολιγομίλητοι. Αυτός ο άνθρωπος, έλεγε, ανεβαίνει στα μάτια μου. Εγώ στις κοινές παρέες δεν μιλούσα παρά ελάχιστα, τα απαραίτητα. H αγαπημένη του φράση το πρωί, στο σπίτι μας, ήταν: Καλημέρα, κυρά Βάσω! Και να ευχαριστάμε το Θεό που βλέπουμε τον Ηλιο! Και έβγαινε εδώ στο παράθυρο, κι έλεγε: Κρύφτηκε ο Νταής της Υδρογείου πίσω απ' τα σύννεφα! Ετσι έλεγε τον Ηλιο. Πέρασα όλα τα τεστ του Καζαντζίδη και το πιο δύσκολο που δεν είχα ιδέα από ψάρεμα κι έμαθα με τη βάρκα του να ψαρεύω, τα δολώματα, όλα αυτά. Κι αφού πέρασα κι αυτό προχωρήσαμε πιο κάτω. O Στέλιος αγαπούσε τη θάλασσα τόσο πολύ που περνούσε ατέλειωτες ώρες μαζί της. (...) O Στέλιος ήταν πολύ εύκολος στο φαγητό του. Λάτρευε το ψάρι. Σαλάτες πάρα πολλές, γιατί είχε κληρονομήσει το ζάχαρο από τη μαμά του, και του είπε ο γιατρός, ωμή σαλάτα, χορταρικά, ψάρι. Κοιμότανε αργά, όχι διασκεδάζοντας, αλλά βλέποντας τηλεόραση, δορυφορικά προγράμματα, ειδήσεις, παρότι δεν μιλούσε ξένες γλώσσες. Ενημερωνότανε για όλα, είχε γνώμη για όλα, όμως στο τέλος είχε αποφασίσει να μη βλέπει ελληνικά προγράμματα. (...) Ολος ο κόσμος του ζητούσε να τραγουδήσει ζωντανά σε μαγαζί, κι η μάνα του του έλεγε: Ας σε δω να τραγουδάς γιε μου κι ας πεθάνω! Κι αυτός της απαντούσε: Γι' αυτό δεν θα τραγουδώ, για να μην πεθάνεις. O Στέλιος είχε δώσει τον λόγο του, να μην τραγουδήσει ποτέ πια, μακριά από τα μαγαζιά, είχε πει. Κι όταν ο Στέλιος έδινε τον λόγο του δεν υπήρχε άνθρωπος να τον αλλάξει. Του είχε απομείνει η δισκογραφία κι αυτό έκανε μέχρι τέλους. (...) Ηταν και εύκολο και δύσκολο να ζω, από το '78, δίπλα στον Καζαντζίδη. Εξαρτάται ο κάθε άνθρωπος τι ζητάει από τη ζωή του. Εγώ ζούσα τον άνθρωπό μου, δεν με πείραξε που ήταν ιστορία, ζούσα φυσικά μαζί του, αγάπησα το μυαλό του, την ψυχούλα του, την αναπνοή του. Με συγκίνησε πολύ όταν μου μίλησε για τη ζωή του σε ένα καφενεδάκι στη Θεσσαλονίκη. Μείναμε εκεί μέχρι το πρωί. Μου είπε το πώς μεγάλωσε, τα πράγματα που δεν τελείωσε, την Κατοχή... Μόνος του άρχισε να μιλάει. Είπε, θέλω να σου μιλήσω. Και ήρθαμε πιο κοντά».
Εύκολο και δύσκολο να ζω δίπλα του
O Στέλιος είχε μια σοφία, του άρεσαν οι άνθρωποι που ήταν ολιγομίλητοι. Αυτός ο άνθρωπος, έλεγε, ανεβαίνει στα μάτια μου. Εγώ στις κοινές παρέες δεν μιλούσα παρά ελάχιστα, τα απαραίτητα. H αγαπημένη του φράση το πρωί, στο σπίτι μας, ήταν: Καλημέρα, κυρά Βάσω! Και να ευχαριστάμε το Θεό που βλέπουμε τον Ηλιο! Και έβγαινε εδώ στο παράθυρο, κι έλεγε: Κρύφτηκε ο Νταής της Υδρογείου πίσω απ' τα σύννεφα! Ετσι έλεγε τον Ηλιο. Πέρασα όλα τα τεστ του Καζαντζίδη και το πιο δύσκολο που δεν είχα ιδέα από ψάρεμα κι έμαθα με τη βάρκα του να ψαρεύω, τα δολώματα, όλα αυτά. Κι αφού πέρασα κι αυτό προχωρήσαμε πιο κάτω. O Στέλιος αγαπούσε τη θάλασσα τόσο πολύ που περνούσε ατέλειωτες ώρες μαζί της. (...) O Στέλιος ήταν πολύ εύκολος στο φαγητό του. Λάτρευε το ψάρι. Σαλάτες πάρα πολλές, γιατί είχε κληρονομήσει το ζάχαρο από τη μαμά του, και του είπε ο γιατρός, ωμή σαλάτα, χορταρικά, ψάρι. Κοιμότανε αργά, όχι διασκεδάζοντας, αλλά βλέποντας τηλεόραση, δορυφορικά προγράμματα, ειδήσεις, παρότι δεν μιλούσε ξένες γλώσσες. Ενημερωνότανε για όλα, είχε γνώμη για όλα, όμως στο τέλος είχε αποφασίσει να μη βλέπει ελληνικά προγράμματα. (...) Ολος ο κόσμος του ζητούσε να τραγουδήσει ζωντανά σε μαγαζί, κι η μάνα του του έλεγε: Ας σε δω να τραγουδάς γιε μου κι ας πεθάνω! Κι αυτός της απαντούσε: Γι' αυτό δεν θα τραγουδώ, για να μην πεθάνεις. O Στέλιος είχε δώσει τον λόγο του, να μην τραγουδήσει ποτέ πια, μακριά από τα μαγαζιά, είχε πει. Κι όταν ο Στέλιος έδινε τον λόγο του δεν υπήρχε άνθρωπος να τον αλλάξει. Του είχε απομείνει η δισκογραφία κι αυτό έκανε μέχρι τέλους. (...) Ηταν και εύκολο και δύσκολο να ζω, από το '78, δίπλα στον Καζαντζίδη. Εξαρτάται ο κάθε άνθρωπος τι ζητάει από τη ζωή του. Εγώ ζούσα τον άνθρωπό μου, δεν με πείραξε που ήταν ιστορία, ζούσα φυσικά μαζί του, αγάπησα το μυαλό του, την ψυχούλα του, την αναπνοή του. Με συγκίνησε πολύ όταν μου μίλησε για τη ζωή του σε ένα καφενεδάκι στη Θεσσαλονίκη. Μείναμε εκεί μέχρι το πρωί. Μου είπε το πώς μεγάλωσε, τα πράγματα που δεν τελείωσε, την Κατοχή... Μόνος του άρχισε να μιλάει. Είπε, θέλω να σου μιλήσω. Και ήρθαμε πιο κοντά».
| |
«Από τον Στέλιο βέβαια έμαθα πάρα πολλά. Ούτε ο ίδιος ξέρει πόσα με δίδαξε. Την κρισάρα την είχα μέσα μου. Από τον Στέλιο πήρα τον τρόπο που τραγουδάω. Ο Καζαντζίδης έχει πολύ καλή άρθρωση. Τραγουδώντας μαζί του άρχισα να τον μιμούμαι και εγώ σ’ αυτό, στον τρόπο με τον οποίο έλεγε τα φωνήεντα. Κατάλαβα ότι ο λαιμός είναι ένα μπουρί. Με τον τρόπο που τραγούδαγε ο Στέλιος το μπουρί γέμιζε όλο. Ποτέ δεν μου έδειξε ο ίδιος με ποιον τρόπο έπρεπε να λέω το άλφα, το έψιλον, το όμικρον. Έπρεπε να το μάθω μόνη μου, να μπορώ να το λέω και εγώ… Και ζώο να ήσουν, θα μου πεις, δέκα χρόνια δίπλα του, θα το μάθαινες. Δεν είναι όμως έτσι ακριβώς. Υπάρχουν άνθρωποι που περνάνε μια ζωή χωρίς να μάθουν τίποτε. Μαθαίνει τελικώς όποιος θέλει να μάθει. »
-Μαρινέλα
-Μαρινέλα
"Με τον συζυγό μου δεν ένοιωσα ποτέ γυναίκα. Δεν τον αγάπησα. Δεν τον ερωτεύτηκα, και ουσιαστικά ο Στέλιος ήταν ο πρώτος μεγάλος έρωτας της ζωής μου. Μπαίνουμε στο ταξί, αλλά αντί να κατέβει στη στάση, πηγαίνουμε στο Διόνυσο με το ταξί. Μέσα στο ταξί ξεκινάει ο μεγάλος μας έρωτας. - Καίτη, ένοιωσα κάτι μέσα μου όταν σε είδα, μου λέει και η καρδιά μου πάει να σπάσει... Σκύβει και με φιλάει. Μου κρατάει το χέρι δυνατά. Η καρδιά και των δυο μας είχε πάει να σπάσει. Σε όλο το δρόμο μέχρι τον Διόνυσο, με φιλάει, με αγκαλιάζει, με κρατάει σφιχτά... -Καίτη Γκρέυ
Την Γκρέυ την πρωτογνώρισα στο μαγαζί του Κλουβάτου. 'Ημουν στο Κέντρο Κορίνθου στρατιώτης, όταν το πρώτο Σαββατοκύριακο μετά την ορκομωσία μάς δώσανε άδεια. Με δυο τρεις φίλους συντροφιά, μια Κυριακή πήγαμε να πιούμε ένα κρασάκι, να δω όλο το σινάφι και να πω και μερικά τραγούδια. Ανέβηκα στο πάλκο, τραγούδησα κι όταν περάσανε στα ευρωπαϊκά, η Γκρέυ μου έκανε πρόταση να χορέψουμε. Το πρωί μου πρότεινε να πάμε για καφέ στο σπίτι της και για "τάρι τάρι". Γελάς ; Ε ! 'Ημουνα ταυρί σκέτο ! Γεμάτος ζουμιά ! Και η Γκρέυ, Παναγία μου, ήταν πολύ μαστόρα γυναίκα στο κρεβάτι, πάρα πολύ μαστόρα. Με τάιζε σαν το πουλάκι. Εκλεκτά πράγματα. Μέχρι και τις ελιές μου ξεφλούδιζε. 'Εβγαζε την πέτσα από πάνω και ήτανε σπουδαία μαγείρισσα. Καθαρή δε, Παναγιά μου. Και με σπίτωσε. Αυτή νοίκιαζε πάντα τα σπίτια. Η Γκρέυ ήταν μεγαλύτερη από μένα, πάρα πολύ όμορφη γυναίκα, με μακριά μαλλιά, ένα πρόσωπο φεγγάρι κι ένα κορμί που δεν περιγράφεται.
-Στέλιος Καζαντζίδης
-Στέλιος Καζαντζίδης