Κατά καιρούς, εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας ορισμένοι άνθρωποι που περιβάλλονται από μια ιδιαίτερη αίγλη, οντότητες ξεχωριστές, δυσνόητες για το περιβάλλον και την εποχή τους. Έρχονται να αφήσουν ένα λιθαράκι, να εκφράσουν μια διαμαρτυρία και ύστερα αποχωρούν έτσι ξαφνικά όπως εμφανίστηκαν. Συμβαίνει αυτό με τους αξιοσημείωτους ανθρώπους. Και φαίνεται πως και η ίδια η ιστορία χρειάζεται τα άτομα αυτά που έρχονται να αναταράξουν τα λιμνάζοντα νερά της και ύστερα να χαθούν, αφήνοντας όλους εμάς πίσω τους προβληματισμένους. Ένα τέτοιο παράδειγμα ανθρώπου αποτελεί και ο καθηγητής Δημήτρης Λιαντίνης, που με αφορμή την παράξενη εξαφάνιση του, το 1998, έστρεψε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αλλά και αρκετών στοχαστών και ερευνητών σε ένα ιερό βουνό των Ελλήνων, τον Ταΰγετο, και ακόμη παραπέρα σε θέματα ζωής και θανάτου.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Νικολακάκος και το άλλαξε σε Λιαντίνης από τη γενέτειρά του, το χωριό Λιαντίνα της Λακωνίας. Γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου 1942 και πήγε σχολείο στην Σπάρτη. Σπούδασε Φιλολογία και Φιλοσοφία στην Αθήνα και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στους Μολάους Λακωνίας. Αρχές της δεκαετίας του ’70 σπούδασε γερμανική γλώσσα στο Μόναχο και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του καριέρα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εκείνη την εποχή παντρεύτηκε με την καθηγήτρια της Θεολογικής Σχολής, Νικολίτσα Γεωργοπούλου και απέκτησαν μια κόρη, τη Διοτίμα. Παράλληλα, έγραφε βιβλία και ήταν λάτρης της ποίησης. Μελετούσε τα έργα του Σεφέρη, του Σολωμού, του Ελύτη και των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Έως την ημέρα που εξαφανίστηκε, ο Λιαντίνης ήταν καθηγητής στο Παιδαγωγικό τμήμα του Πανεπιστημίου. Τον Ιούλιο του 2005, εφτά χρόνια μετά την εξαφάνισή, η σορός του Λιαντίνη βρέθηκε κοντά στην κορυφή Προφήτη Ηλία στον Ταύγετο. Ο καθηγητής είχε κρυφτεί σε μια κοιλότητα του εδάφους που ήταν φραγμένη από πέτρες και ήταν αδύνατο να εντοπιστεί από τις αρχές. Το σημείο που θα άφηνε την τελευταία του πνοή το είχε βρει σε μια ανάβαση του στο βουνό το 1994, ο συγγενής του Παναγιώτης Νικολακάκος, ο οποίος οδήγησε στη σπηλιά την κόρη του με τον σύζυγό της. Ήταν ο μοναδικός που γνώριζε που βρισκόταν ο Λιαντίνης, αλλά είχε υποσχεθεί στον καθηγητή ότι δεν θα το αποκάλυπτε έως ότου να περάσουν επτά χρόνια, όπως και έγινε. Ο ιατροδικαστής που εξέτασε τον σκελετό δεν κατάφερε να εντοπίσει τα αίτια ούτε την ακριβή ημερομηνία θανάτου, αλλά κατέληξε με απόλυτη βεβαιότητα ότι ήταν ο καθηγητής. Όπως ανέφερε ο ίδιος στο γράμμα προς την κόρη του, όλη του τη ζωή ετοίμαζε το θάνατο του και ήταν αποφασισμένος να πεθάνει όπως εκείνος επιθυμούσε, «όρθιος, στιβαρός και περήφανος». Οι συγγενείς του σεβάστηκαν την επιθυμία του. Ο Λιαντίνης άφησε πίσω του σπουδαίο έργο από βιβλία και χειρόγραφα. Για τους μαθητές και τους συναδέλφους του ήταν ένας από τους καλύτερους καθηγητές που πέρασαν από τα έδρανα του Πανεπιστημίου....
Ο μεγάλος του έρωτας ήταν η Φύση. Λάτρευε τους περιπάτους στα βουνά και τα δάση της Λακωνίας και πιο πολύ από όλα λάτρευε τον Ταΰγετο, όπου ανέβαινε συχνά για να ατενίσει τους ορίζοντες ή να πέσει σε βαθιά περισυλλογή. Πολλές φορές καθόταν κάτω από τη σκιά ενός δέντρου και χανόταν στις σελίδες των βιβλίων και των σημειώσεών του. «Να σέβεσαι ένα δέντρο περισσότερο από ένα βιβλίο» γράφει σε κάποιο σημείο του βιβλίου του Homo Educandus. Έτσι ήταν ο ίδιος. Αγαπούσε τα δέντρα, τους μοναχικούς περιπάτους, την ηρεμία και τη γαλήνη, τη γνώση, την αλήθεια… Την ίδια τη ζωή. Και γι’ αυτό ίσως έφτασε στο σημείο να γίνει ένας αρνητής του θανάτου. Όλη του η ζωή υπήρξε μια σπουδή πάνω στην αλήθεια και τη γνώση. Συνέγραψε οχτώ βιβλία, πραγματοποίησε αναρίθμητες διαλέξεις και ομιλίες, ταξίδεψε, ερωτεύτηκε και στο τέλος αποχώρησε περήφανα, επιλέγοντας ο ίδιος τον τρόπο και τη στιγμή. Μάλιστα φαίνεται ότι από πολύ νωρίς είχε συνειδητοποιήσει το αναπόδραστο από τα δεσμά μιας πραγματικότητας λειψής, μια κατάσταση άσχημη και θλιβερή. Και έτσι αρκετά χρόνια πριν μελετούσε τον τρόπο διαμαρτυρίας, ίσως τον πιο δυνατό που έχει ένας ζωντανός άνθρωπος: το θάνατό του. Γιατί ο Δημήτρης Λιαντίνης, όντας από τη φύση του άνθρωπος ευγενικός και ευαίσθητος, πονούσε και υπέφερε βαθιά για όλα αυτά που έβλεπε γύρω του. Τον τρόπο ζωής των συμπατριωτών του και το μεγάλο ξεπεσμό από αυτόν των αρχαίων τους προγόνων. Τη διαστρέβλωση και την καταστροφή της Φύσης.
Στο τελευταίο του βιβλίο, Γκέμμα, λέει αναφερόμενος στον Ιησού: «Στα εκατοντάδες εκατομμύρια που τον λατρεύουν σήμερα σα θεό, τους χριστιανούς καθώς τους λένε, θα είχε να ειπεί, αυτός, ο φάγος και οινοπότης: “Μα εγώ δεν είμαι χριστιανός, βρε σαφακιάρηδες. Και εσείς μοιάζετε σε μένα όσο μοιάζει ο ρυπαρός ιπποπόταμος στο περήφανο άλογο με το κατάλευκο δέρμα και τα κατάμαυρα μάτια. Όλους εσάς δεν ήρθα να σώσω. Να σας καταγγείλω ήρθα, και να σας φραγγελώσω. Το μυαλό σας, την ψευτιά σας, την αχρεία ψυχή και τις δολερές σας πράξεις…”». Οργισμένος και απογοητευμένος από τη ράτσα του ο Λιαντίνης πραγματοποιεί συχνά αναβάσεις στον Ταΰγετο αρκετά χρόνια πριν από το θάνατό του, αναζητώντας το κατάλληλο μέρος, το «σήμα» του, μια σπηλιά απρόσιτη και αθέατη από ανθρώπου μάτι. Και φυσικά όσο γίνεται ψηλότερα, έτσι ώστε «Ελλάδα και ήλιο ο πρώτος να βλέπω» (Γκέμμα). Όπως φαίνεται από τις σημειώσεις του το σημείο αυτό το βρήκε τον Ιούνιο του ’94. Στα τέσσερα χρόνια που μεσολαβούν μέχρι την εξαφάνισή του, γράφει, διδάσκει και ψάχνει πληροφορίες για τον τρόπο που θα πεθάνει. Στις 31 Μαΐου του 1998 επισκέπτεται το πατρικό του, βλέπει παλιούς φίλους και γνωστούς και το βράδυ της ίδιας μέρας εκμυστηρεύεται στη μητέρα του τι πρόκειται να κάνει. Της ζητάει να μείνει δυνατή και ψύχραιμη. Την επομένη, κουβαλώντας ένα σάκο, επιβιβάζεται σε ταξί και κατευθύνεται προς τον Ταΰγετο. Την ίδια στιγμή στο σπίτι του στην Κηφισιά η σύζυγός του βλέπει τον αφημένο φάκελο πάνω στο γραφείο του. Πάνω γράφει: «Για τη Διοτίμα». Ήταν ο τελευταίος αποχαιρετισμός του Λιαντίνη προς την κόρη του. Εκεί αναφέρει ότι «φεύγει» αυτοθέλητα, ότι είναι υγιής σε μυαλό και σώμα και ακόμη ότι ή πράξη του αυτή έχει τη μορφή διαμαρτυρίας για το κακό που ετοιμάζουν οι άνθρωποι στις γενιές που έρχονται. Κλείνει την επιστολή του με τη φράση: «έζησα έρημος και ισχυρός»
Την 1η Ιουνίου 1998 το πρωί ο καθηγητής φιλολογίας, Δημήτρης Λιαντίνης φεύγει από το σπίτι του στη Ν.Κηφισιά. Στο γραφείο του έχει αφήσει ένα γράμμα για την κόρη του Διοτίμα στο οποίο γράφει:
«Διοτίμα μου, Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης. Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι. Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού. Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει…. Έζησα έρημος και ισχυρός. Λιαντίνης Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές** Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου στη Σπάρτη.»...
____________________________________________________________________________________________________________________
Ο Λιαντίνης ταξίδεψε στην Σπάρτη, άφησε το αυτοκίνητό του κοντά στη βιβλιοθήκη της πόλης και πήρε ένα ταξί με προορισμό τον Ταύγετο. Στον ταξιτζή είπε ότι θα συναντούσε κάποιους Γερμανούς στο ορειβατικό καταφύγιο του βουνού. Από εκείνη την ημέρα τα ίχνη του εξαφανίστηκαν. Μόλις η γυναίκα του βρήκε το γράμμα, ενημέρωσε τις αρχές αναφέροντας πως φοβόταν για τη ζωή του, καθώς σκεφτόταν από καιρό τον θάνατό του. Οι αστυνομικοί έστρεψαν τις έρευνές τους στην περιοχή της Σπάρτης. Ορειβάτες από τη Λακωνία και αστυνομικοί ανέβηκαν στον Ταύγετο, αλλά δεν κατάφεραν να τον εντοπίσουν. Δύο μέρες μετά την εξαφάνισή του δύο μαθητές του στεφάνωσαν τα αγάλματα του Λυκούργου και του Σολωμού στη Σπάρτη και στην Ζάκυνθο αντίστοιχα, όπως ζητούσε στο γράμμα του. Η εξαφάνιση του απασχόλησε τα μέσα της εποχής και πολλοί προβληματίστηκαν με την περίπτωσή του. Οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως ένας άνθρωπος παράτησε τη ζωή του και προετοίμασε με λεπτομέρεια, όπως αποδείχτηκε, τον θάνατό του. Ο Λιαντίνης ήταν ένας καθηγητής πολύ αγαπητός στους φοιτητές του Πανεπιστημίου. Όταν έκανε μάθημα το αμφιθέατρο ήταν πάντα γεμάτο και όλοι τον άκουγαν με προσοχή. Μιλούσε για την παρακμή της σημερινής κοινωνίας, το αρχαιοελληνικό ιδεώδες, για τη θεώρηση του θανάτου και την ποίηση....
«Διοτίμα μου, Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης. Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι. Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού. Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει…. Έζησα έρημος και ισχυρός. Λιαντίνης Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές** Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου στη Σπάρτη.»...
____________________________________________________________________________________________________________________
Ο Λιαντίνης ταξίδεψε στην Σπάρτη, άφησε το αυτοκίνητό του κοντά στη βιβλιοθήκη της πόλης και πήρε ένα ταξί με προορισμό τον Ταύγετο. Στον ταξιτζή είπε ότι θα συναντούσε κάποιους Γερμανούς στο ορειβατικό καταφύγιο του βουνού. Από εκείνη την ημέρα τα ίχνη του εξαφανίστηκαν. Μόλις η γυναίκα του βρήκε το γράμμα, ενημέρωσε τις αρχές αναφέροντας πως φοβόταν για τη ζωή του, καθώς σκεφτόταν από καιρό τον θάνατό του. Οι αστυνομικοί έστρεψαν τις έρευνές τους στην περιοχή της Σπάρτης. Ορειβάτες από τη Λακωνία και αστυνομικοί ανέβηκαν στον Ταύγετο, αλλά δεν κατάφεραν να τον εντοπίσουν. Δύο μέρες μετά την εξαφάνισή του δύο μαθητές του στεφάνωσαν τα αγάλματα του Λυκούργου και του Σολωμού στη Σπάρτη και στην Ζάκυνθο αντίστοιχα, όπως ζητούσε στο γράμμα του. Η εξαφάνιση του απασχόλησε τα μέσα της εποχής και πολλοί προβληματίστηκαν με την περίπτωσή του. Οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως ένας άνθρωπος παράτησε τη ζωή του και προετοίμασε με λεπτομέρεια, όπως αποδείχτηκε, τον θάνατό του. Ο Λιαντίνης ήταν ένας καθηγητής πολύ αγαπητός στους φοιτητές του Πανεπιστημίου. Όταν έκανε μάθημα το αμφιθέατρο ήταν πάντα γεμάτο και όλοι τον άκουγαν με προσοχή. Μιλούσε για την παρακμή της σημερινής κοινωνίας, το αρχαιοελληνικό ιδεώδες, για τη θεώρηση του θανάτου και την ποίηση....