''Ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε την αξία του να φορούν τα ρούχα του διάσημοι αλλά και supermodels. Αυτός έκανε τη μόδα κουλτούρα και την εκτόξευσε με τη βοήθεια των μέσων μαζικής ενημέρωσης'' είπε για τον Τζιάνι Βερσάτσε η διευθύντρια της Vogue, Anna Wintour.
Γεννήθηκε λίγο μετά τον πόλεμο, στις 2 Δεκεμβρίου 1946, στην περιοχή της Καλαβρίας, μια από τις πιο υπανάπτυκτες περιοχές της Νότιας Ιταλίας. Ο πατέρας του Αντόνιο Βερσάτσε κουβαλούσε κάρβουνο και η μητέρα του Φράνκα Βερσάτσε εργαζόταν ως συνοικιακή μοδίστρα. Για καλή τύχη όλων, ο μικρός Τζιάνι ταυτίστηκε απόλυτα με το ύφασμα και καθόλου με το κάρβουνο. Πολύ αργότερα θα επινοεί ιστορίες προσπαθώντας να ωραιοποιήσει την πραγματικότητα, κάτι που άλλωστε έκανε με οτιδήποτε άγγιζε. Στα λόγια του το ταπεινό παρελθόν και το μικρό δωμάτιο με τα κομμένα υφάσματα και τις κλωστές μετατρεπόταν στον «καλύτερο οίκο μόδας της Νότιας Ιταλίας». Η οικονομική δυνατότητα μιας οικογένειας συνήθως είναι αντιστρόφως ανάλογη με την προσοχή που δίνει στους κατά καιρούς παραδοσιακούς κανόνες ηθικής. Επίσης η οικονομική ανάπτυξη μιας περιοχής είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ανάπτυξη της πορνείας στους γύρω δρόμους. Ετσι, η μητέρα του Τζιάνι έκλεινε με τα χέρια της τα μάτια του γιου της όταν περπατώντας στη γειτονιά περνούσαν μπροστά από τους ουκ ολίγους οίκους ανοχής. Φυσικά αυτή η κίνηση ήταν η πιο ενδεδειγμένη για να κάνει ένα παιδί να κοιτάζει με τεράστια περιέργεια μέσα από τα διαστήματα των δακτύλων. Οταν τα πιο γνωστά μέσα ενημέρωσης του κόσμου θα ρωτήσουν αργότερα αυτό το παιδί για τις καταβολές της έμπνευσής του, θα πάρουν την απάντηση πως οι εικόνες απ' αυτές τις χαρούμενες πόρνες της Καλαβρίας, που έκλεβε μέσα από τα δάκτυλα της μητέρας του, ήταν πάντα γι' αυτόν μια πρώτης τάξεως πηγή έμπνευσης!
Η αρχή της πορείας προς τη φήμη και τον πλούτο έγινε στις 5 Φεβρουαρίου 1972 όταν έκλεισε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για το Μιλάνο. Ο Ετσιο Νικόζια, ιδιοκτήτης της φίρμας έτοιμων ρούχων Florentine Flowers του είχε ζητήσει να σχεδιάσει την επόμενη συλλογή. Νωρίτερα είχε σχεδιάσει μια σειρά καλοκαιρινών ρούχων για μιαν άγνωστη εταιρεία, τα οποία γνώρισαν εκπληκτική επιτυχία. Πέρα από τη συμφωνημένη αμοιβή των τεσσάρων εκατομμυρίων λιρετών , η εταιρεία τού δώρισε ένα Φολκσβάγκεν! Επειτα από τη σύντομη συνεργασία με τη Florentine Flowers, ακολούθησε συνεργασία με τη φίρμα «De Parisini». Ο Τζιάνι εργαζόταν φυσικά ως ελεύθερος επαγγελματίας σχεδιάζοντας κατά παραγγελία. Το 1973 εργάζεται για τον οίκο Genny και τον οίκο Callaghan, αυτή τη φορά στην Ανκόνα. Το 1974 δημιουργείται ο γνωστός σήμερα οίκος Complice και η πρώτη του κολεξιόν είναι εξ ολοκλήρου σχεδιασμένη από τον 28χρονο, τότε, Βερσάτσε. Το 1976 ο αδελφός του, Σάντο, εγκαταλείπει και αυτός την Καλαβρία όπου έκανε πρακτική ως σύμβουλος επιχειρήσεων και πήγε στο Μιλάνο, ετοιμάζοντας τη δημιουργία ενός οίκου ρούχων με το όνομα Gianni Versace. Η πρώτη συλλογή, που υπέγραψε ο ίδιος ο Βερσάτσε και σηματοδότησε την γέννηση του οίκου του, παρουσιάστηκε στην Αίθουσα Τέχνης του Μιλάνου στις 28 Μαρτίου 1978.
Ενα από τα μυστικά της εκρηκτικής επιτυχίας των ρούχων Βερσάτσε είναι το ότι η εταιρεία διατηρούσε τον πλήρη έλεγχο του προϊόντος, από τη σύλληψη ως τη διάθεση στην αγορά. Η εταιρεία του Βερσάτσε είχε τον πλήρη έλεγχο της εταιρείας Alias, η οποία κατασκεύαζε το 80% των ρούχων που εμφανίζονταν στην πασαρέλα και στις μπουτίκ. Η ποιότητα και η προσοχή στη λεπτομέρεια ήταν εγγυημένη. Εχοντας από νωρίς κατανοήσει τη μεγάλη σημασία της εικόνας στη βιομηχανία της μόδας, ξεκίνησε ήδη από το 1979 μια μόνιμη συνεργασία με τον κορυφαίο φωτογράφο μόδας στον κόσμο, Ρίτσαρντ Αβεντον. Ακόμη, ήταν εκείνος που νωρίτερα από τον καθένα χρησιμοποίησε εκθαμβωτικά κορίτσια στα σόου μόδας του, κάτι που τον έκανε εν πολλοίς υπεύθυνο για το φαινόμενο των σουπερμόντελ, που πρόσφερε στη δεκαετία του '80 τις ιδανικές αντικαταστάτριες των μεγάλων παλιών σταρ του Χόλιγουντ Του άρεσε να τον αποκαλούν «άνθρωπο της Αναγέννησης». Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του κέρδισε αμέτρητα βραβεία, συνεργάστηκε με διάσημα θέατρα (μεταξύ των οποίων και η Σκάλα του Μιλάνου) δημιουργώντας τα κοστούμια δεκάδων παραστάσεων, και όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο πλήθαιναν οι ώρες που περνούσε εν πτήσει ανάμεσα στο Μιλάνο, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στο Μαϊάμι, στη Νέα Υόρκη, στο Χόλιγουντ. Ηταν προσωπικός φίλος του Ελτον Τζον και ήταν αυτός που τον έπεισε να φωτογραφηθεί φορώντας ένα δικό του γυναικείο φόρεμα. Επίσης, είχε περάσει πολλά απογεύματα στο Λονδίνο με την παρέα του Ελτον και της λαίδης Νταϊάνας.
| |
Ο Βερσάτσε έκανε τους ανθρώπους να φαίνονται περισσότερο ζωντανοί, νεανικοί, σεξουαλικά ελκυστικοί, ανοιχτοί, εντυπωσιακοί. Γι' αυτόν η μόδα ήταν ένα σενάριο άκρατης χαράς, που «γράφεται» επάνω σε γυναικεία και ανδρικά σώματα με σκοπό να κάνει τη ζωή περισσότερο ενδιαφέρουσα. «Δεν πιστεύω στο καλό γούστο» είπε σε μια συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα ενώ ακόμη βρισκόταν στο Μιλάνο. «Οπως επίσης δεν πιστεύω στο κακό γούστο. Πιστεύω στην ποιότητα και στο κέφι, στη διασκέδαση, στην ελαφρότητα. Πιστεύω σε πράγματα που κάνουν τη ζωή μας καλύτερη και ευτυχέστερη. Μια γυναίκα που είναι εξαιρετικά σέξι και κεφάτη είναι για μένα απίστευτα πιο ελκυστική από κάποια που είναι επίσημα κομψή και σικ». Κατά κάποιον τρόπο, ο Βερσάτσε ήταν για τη μόδα ό,τι ο Αντι Γουόρχολ για την τέχνη. «Δεν είμαι καλλιτέχνης» δήλωνε ο Γουόρχολ. «Είμαι επιχειρηματίας. Αυτό είναι η μεγαλύτερη τέχνη». Ο ζωγράφος - σταρ των πρώτων μαζικών μέσων ενημέρωσης είχε πει πως «στο μέλλον όλοι θα είμαστε διάσημοι για 15 λεπτά» και όταν αυτό το μέλλον έφτασε, τα ρούχα του Τζιάνι Βερσάτσε είχαν την ικανότητα να ντύσουν αυτά τα 15 λεπτά, να τα κάνουν περισσότερο εκτυφλωτικά αν όχι να τα μετατρέψουν σε 15 χρόνια αστραφτερής αυταπάτης. Σχεδόν όλοι οι σταρ και όσοι επώνυμοι και ανώνυμοι προσπαθούν να τους μιμηθούν έχουν αποτίσει φόρο τιμής στις εμπνεύσεις του ιταλού σχεδιαστή. Μερικοί από αυτούς: Μαντόνα, Ελτον Τζον, Στινγκ, Πρινς, Τζον Μπον Τζόβι, Ελίζαμπεθ Χάρλεϊ, Χιου Γκραντ, Πάτσι Κένζιτ.
Τα ρούχα του ήταν δηλωτικό διασημότητας. Ηταν και φυσικά είναι σύμβολα επιτυχίας, χρήματος, αυτοπεποίθησης, σεξουαλικής υπεροχής και τολμηρής διαθεσιμότητας. Καθόρισαν την «πανοπλία ντυσίματος» μιας περιόδου, όπου η αμφίεση που προκαλεί τη σεξουαλική επιθυμία και προδίδει επιτυχία και χρήμα ήταν πιο σημαντική υπόθεση από το ίδιο το σεξ ή την ίδια την επιτυχία ή το ίδιο το χρήμα. Με καθαρό κόψιμο, έντονα χρώματα, σπορ διάθεση, καθόλου ρομαντικά, ενίοτε με σχέδια από την ελληνική αρχαιότητα, την οποία ο Βερσάτσε λάτρευε είτε στην αυθεντική εκδοχή της είτε στη ρωμαϊκή και βυζαντινή διασκευή της. Αλλωστε το σήμα της αυτοκρατορίας Βερσάτσε ήταν το κεφάλι της Μέδουσας, του τέρατος της ελληνικής μυθολογίας, που όποιος την έβλεπε γινόταν πέτρα. Στην ακόμη πιο υψηλή και «αποκλειστική» εκδοχή της η μόδα του οίκου Βερσάτσε ήταν μια ευφυής μείξη τως δεκαετιών του '30 και του '40, μια ενδυματολογική εικόνα, που πρώτη φορά ενσαρκώθηκε στο πρόσωπο της Σαρλότ Ράμπλινγκ, όταν το 1969 ερμήνευσε τον αυστηρό, παγερό και διεφθαρμένο θηλυκό χαρακτήρα στο φιλμ, του Λουκίνο Βισκόντι, «Οι Καταραμένοι». Κατά κάποιον τρόπο ο Βερσάτσε ήταν το αντίθετο του Τζιόρτζιο Αρμάνι. Το φιλήδονο, έντονο, μεγαλοπρεπώς παρακμιακό στυλ του ερχόταν σε άμεση αντίθεση με την καλαίσθητη, εξαντλητική εκλέπτυνση που χαρακτηρίζει τα ρούχα του Αρμάνι. Και οι δύο μαζί αποτέλεσαν το ιερό δίδυμο που μέσα σε 10 χρόνια μετέτρεψε την ιταλική μόδα σε μια υπερκερδοφόρα διεθνή βιομηχανία παραγωγής έτοιμων εντυπώσεων, αστραφτερών ταυτοτήτων, έξυπνων συνταγών αυτοεκτίμησης. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Τζιάνι Βερσάτσε τοποθετήθηκε με σπάνια διορατικότητα απέναντι στην εποχή του, κάτι που σύμφωνα με την υπεύθυνη μόδας της βρετανικής «Vogue», Λίζα Αρμστρονγκ, τον κατατάσσει «ανάμεσα στουςπέντε μεγαλύτερους σχεδιαστές μόδας στον κόσμο».
Η δολοφονία του
Στις 24 Ιουλίου του 1997 ξημέρωνε μια θλιβερή μέρα για τον κόσμο της μόδας. Ο 27χρονος Andrew Cunanan, σε ένα δολοφονικό παραλήρημα που ξεκίνησε από τη Μινεάπολη, πυροβόλησε και σκότωσε τον Τζιάνι Βερσάτσε έξω από το σπίτι του στο Μαϊάμι. Ο Βερσάτσε επέστρεφε εκείνη την ώρα από το μαγαζί,απ' όπου είχε αγοράσει τον καφέ και τις εφημερίδες του. Έβαλε το κλειδί στην εξώπορτα, για να ανοίξει και τότε ο άγνωστος άνδρας που τον ακολουθούσε για αρκετή ώρα, στάθηκε πίσω του, σήκωσε το όπλο που κρατούσε και πυροβόλησε δύο φορές. Όπως αποκαλύφθηκε μετά τη δολοφονία δεν υπήρξε κίνητρο. Ο 27χρονος Cunanan αυτοπυροβολήθηκε σε ένα κοντινό πλωτό σπίτι οκτώ ημέρες αφού είχε ρίξει νεκρό τον σχεδιαστή. Δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ότι ο Cunanan είχε γνωρίσει τον Βερσάτσε, θα πουν οι αστυνομικοί μετά τις έρευνες. Την κηδεία του Βερσάτσε παρακολούθησαν χιλιάδες άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των Έλτον Τζον, Ναόμι Κάμπελ και της πριγκίπισσας Νταϊάνα, η οποία θα βρει τραγικό τέλος μετά από λίγους μήνες. Kαι παρά το γεγονός ότι η υπόθεση είχε μπει στο συρτάρι, σύμφωνα με το βιβλίο του Giuseppe Di Bella, καθηγητή και πρώην μέλους της μαφίας της Καλαβρίας γνωστή και ως N'drangheta, ο Βερσάτσε φέρεται να σκοτώθηκε για τα χρέη που είχε στους Νονούς. Στο βιβλίο Μetastasi, o Di Bella ισχυρίζεται ότι ο Βερσάτσε είχε χρησιμοποιηθεί από το Νονό Paolo De Stefano για ξέπλυμα χρημάτων. Ο Di Bella μάλιστα, μίλησε ανοιχτά στον ερευνητή δημοσιογράφο Gianluigi Nuzzi: "Υπήρχαν ποταμοί χρημάτων από ναρκωτικά, εκβιασμούς, προστασία, δάνεια και έπρεπε να ξεπλυθούν. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκαν μπαρ, εστιατόρια, πολυτελή ακίνητα αλλά και καθαρές επιχειρήσεις όπως αυτή του Βερσάτσε". Ο συγγραφέας μάλιστα στο βιβλίο του περιγράφει πώς τα μέλη της N'drangheta σχεδίαζαν να κλέψουν τις στάχτες του Βερσάτσε από το κοιμητήριο κοντά στο σπίτι του στη λίμνη Κόμο, κάτι όμως που δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν. Ο Giancarlo Capaldo, από το τμήμα κατά του ογανωμένου εγκλήματος και της μαφίας στη Ρώμη είπε στους δημοσιογράφους "Έχουμε ανοίξει ξανά το αρχείο και αυτή τη φορά ψάχνουμε στοιχεία για τα όσα μας είπε ο Di Bella. Οι πληροφορίες του στο παρελθόν ήταν πάντα σωστές". Σε δήλωσή της η οικογένεια του Βερσάτσε κατήγγειλε τους ισχυρισμούς ως "ψευδείς και επαίσχυντους". "Διατηρούμε το δικαίωμα να προστατεύσουμε τη μνήμη και τη φήμη του Τζιάνι Βερσάτσε σε πολιτικά και ποινικά δικαστήρια", ανέφερε η δήλωση. Μετά τη δολοφονία του Τζιάνι Βερσάτσε, η αδελφή του, Ντονατέλα πήρε τον έλεγχο του οίκου μόδας και αύξησε θεαματικά τα έσοδά του.
Στις 24 Ιουλίου του 1997 ξημέρωνε μια θλιβερή μέρα για τον κόσμο της μόδας. Ο 27χρονος Andrew Cunanan, σε ένα δολοφονικό παραλήρημα που ξεκίνησε από τη Μινεάπολη, πυροβόλησε και σκότωσε τον Τζιάνι Βερσάτσε έξω από το σπίτι του στο Μαϊάμι. Ο Βερσάτσε επέστρεφε εκείνη την ώρα από το μαγαζί,απ' όπου είχε αγοράσει τον καφέ και τις εφημερίδες του. Έβαλε το κλειδί στην εξώπορτα, για να ανοίξει και τότε ο άγνωστος άνδρας που τον ακολουθούσε για αρκετή ώρα, στάθηκε πίσω του, σήκωσε το όπλο που κρατούσε και πυροβόλησε δύο φορές. Όπως αποκαλύφθηκε μετά τη δολοφονία δεν υπήρξε κίνητρο. Ο 27χρονος Cunanan αυτοπυροβολήθηκε σε ένα κοντινό πλωτό σπίτι οκτώ ημέρες αφού είχε ρίξει νεκρό τον σχεδιαστή. Δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ότι ο Cunanan είχε γνωρίσει τον Βερσάτσε, θα πουν οι αστυνομικοί μετά τις έρευνες. Την κηδεία του Βερσάτσε παρακολούθησαν χιλιάδες άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των Έλτον Τζον, Ναόμι Κάμπελ και της πριγκίπισσας Νταϊάνα, η οποία θα βρει τραγικό τέλος μετά από λίγους μήνες. Kαι παρά το γεγονός ότι η υπόθεση είχε μπει στο συρτάρι, σύμφωνα με το βιβλίο του Giuseppe Di Bella, καθηγητή και πρώην μέλους της μαφίας της Καλαβρίας γνωστή και ως N'drangheta, ο Βερσάτσε φέρεται να σκοτώθηκε για τα χρέη που είχε στους Νονούς. Στο βιβλίο Μetastasi, o Di Bella ισχυρίζεται ότι ο Βερσάτσε είχε χρησιμοποιηθεί από το Νονό Paolo De Stefano για ξέπλυμα χρημάτων. Ο Di Bella μάλιστα, μίλησε ανοιχτά στον ερευνητή δημοσιογράφο Gianluigi Nuzzi: "Υπήρχαν ποταμοί χρημάτων από ναρκωτικά, εκβιασμούς, προστασία, δάνεια και έπρεπε να ξεπλυθούν. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκαν μπαρ, εστιατόρια, πολυτελή ακίνητα αλλά και καθαρές επιχειρήσεις όπως αυτή του Βερσάτσε". Ο συγγραφέας μάλιστα στο βιβλίο του περιγράφει πώς τα μέλη της N'drangheta σχεδίαζαν να κλέψουν τις στάχτες του Βερσάτσε από το κοιμητήριο κοντά στο σπίτι του στη λίμνη Κόμο, κάτι όμως που δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν. Ο Giancarlo Capaldo, από το τμήμα κατά του ογανωμένου εγκλήματος και της μαφίας στη Ρώμη είπε στους δημοσιογράφους "Έχουμε ανοίξει ξανά το αρχείο και αυτή τη φορά ψάχνουμε στοιχεία για τα όσα μας είπε ο Di Bella. Οι πληροφορίες του στο παρελθόν ήταν πάντα σωστές". Σε δήλωσή της η οικογένεια του Βερσάτσε κατήγγειλε τους ισχυρισμούς ως "ψευδείς και επαίσχυντους". "Διατηρούμε το δικαίωμα να προστατεύσουμε τη μνήμη και τη φήμη του Τζιάνι Βερσάτσε σε πολιτικά και ποινικά δικαστήρια", ανέφερε η δήλωση. Μετά τη δολοφονία του Τζιάνι Βερσάτσε, η αδελφή του, Ντονατέλα πήρε τον έλεγχο του οίκου μόδας και αύξησε θεαματικά τα έσοδά του.