«Γλεντώ, πίνω, αγαπώ. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς γλέντι, χωρίς έρωτα. Οι άνθρωποι τυλίγουν τη ζωή με πολλή ετικέτα, τη φορτώνουν με σοβαρότητα. Κι αυτό είναι το δράμα τους. Ο έρωτας και το γλέντι λύνουν από τη ζωή τα δεσμά και της δίνουν έναν τόνο ελαφρότητας που είναι στη φύση της».
Γεννήθηκε στην Πόλη το 1905, μεγάλωσε στη Θεσαλονίκη. Έμαθε πιάνο, τραγούδι και χορό στο «Ωδείον Γρεκού» και μετά, πήρε κάποια μαθήματα στο Μιλάνο, ίσως γιατί φιλοδοξούσε να γίνει τραγουδίστρια της όπερας. Ξεκίνησε ως χορεύτρια στη μακεδονική πρωτεύουσα με τον θίασο `Ενκελ («Πριγκίπισσα της Τσάρντας») και μετά με τον ίδιο θίασο ήρθε στην Αθήνα, για να γίνει σουμπρέτα και πρωταγωνίστρια και να γνωρίσει την αποθέωση σε τουρνέ στην Αίγυπτο, όπου έγινε μήλο της έριδος πριγκίπων…Συνεργάστηκε ως ηθοποιός της οπερέτας και της επιθεώρησης με μεγάλα ονόματα, έγινε θιασάρχης, πρωταγωνίστησε σε θέατρο που έφερε το όνομά της και ταξίδεψε δίνοντας συναυλίες τραγουδιού, χόρευε κι΄όλας, στα πέρατα της οικουμένης, όπου υπήρχαν παροικίες Ελλήνων. Πρωταγωνίστησε και στη τουρκική οπερέτα την εποχή που ήταν ερωμένη του Κεμάλ Ατατούρκ. Έπαιξε σε επτά κινηματογραφικές ταινίες, γυρισμένες στην Ελλάδα και κάποιες στη Τουρκία και στη Γαλλία.
Όταν τα θρυλικά τσιγάρα κυκλοφόρησαν το 1931, όλοι έψαχναν να βρουν ποια είναι η μυστηριώδης γυναίκα που κοσμούσε το πακέτο. Πολλοί πίστευαν ότι επρόκειτο για μια κυρία της καλής κοινωνία των Αθηνών που δεν ήθελε να αποκαλύψει το όνομά της. Τελικά έγινε γνωστό ότι το μοντέλο του ζωγράφου ήταν η καλλιτέχνιδα Ζωζώ Νταλμάς. Η ζωή της γεμάτη έρωτες, περιπέτειες, πριγκιπικά παλάτια, επιτυχίες, τραγούδι και χορό. Ατίθαση, τολμηρή, απρόοπτη, αθυρόστομη, αλλά πάνω απ' όλα ανθρώπινη. Από πού κληρονόμησε όλη αυτή την εκρηκτική προσωπικότητα ; Από τον Τσερκέζο παππού της που ήταν γλεντζές, γυναικάς, εκκεντρικός, Ασίκης ; Από τη Ρουμάνα γιαγιά της ; Από τους Μακεδόνες γονείς της; Άγνωστο. Οι λεπτομέρειες της περιπετειώδους ζωή της έγιναν γνωστές μέσα από το βιβλίο «Εγώ, η Ζωζώ Νταλμάς» που έγραψε ο Βασίλης Κολοβός, τον οποίο συναντούσε σε ένα καφενεδάκι στην Κυψέλη. «Έζησα τα πάντα, έκανα τα πάντα, δεν είχα φραγμούς, ήμουν ελεύθερη. Βασιλάκο, έλα να σου δώσω ένα φιλί» του έλεγε «Να διηγηθώ το ρομάντζο της ζωής μου! Μεγάλες λέξεις, πόζες, ξελιγώματα, ε; Αλλά ησυχάστε, δεν πρόκειται για τέτοιο πράγμα. Νομίζετε πως μία καλλιτέχνις της δικής μου ιδιοσυγκρασίας, μποέμισσα από κούνια και αδιόρθωτη αναρχική που δεν μπορεί να ανεχθεί ρέγουλες, ετικέτες και δεσμούς σκλαβιάς, δεν έχει καμία φιλοσοφική αρχή; Ε, λοιπόν εγώ έχω μία. Η ζωή δεν έχει καμία απολύτως αξία όταν δεν μοιάζει με ρομάντζο».
Η Ζωζώ Νταλμάς ταξίδεψε όπου υπήρχαν ελληνικές παροικίες και κατέκτησε τις καρδιές πριγκίπων και πολιτικών ηγετών, ανάμεσα στους οποίους ήταν κι ο Κεμάλ Ατατούρκ. Η ιστορία τους ξεκίνησε με ένα τρόπο σχεδόν κινηματογραφικό. Γνωρίστηκαν σε ένα νυχτερινό μαγαζί που χόρευε η Ζωζώ και πέρασαν τη νύχτα μαζί. Το επόμενο πρωί, ο Κεμάλ είχε αποχωρήσει, αφήνοντας ένα χαρτονόμισμα χιλίων λιρών στο κομοδίνο. Η Ελληνίδα ντίβα το εξέλαβε ως τρομερή προσβολή. Γι’ αυτό και έδωσε μία αποστομωτική απάντηση. Πάνω στο χαρτονόμισμα ήταν τυπωμένο το πρόσωπο του Κεμάλ. Πήρε λοιπόν ένα ψαλίδι και έκοψε προσεχτικά το κομμάτι που ήταν η εικόνα του. Παράτησε στο κομοδίνο το άχρηστο πλέον χαρτονόμισμα, μαζί με αυτό το σημείωμα: «Από αυτό που μου αφήσατε πήρα μόνο αυτό που μου χρειαζόταν. Το υπόλοιπο σας το επιστρέφω γιατί μου είναι εντελώς άχρηστο». Η ίδια είχε υποστηρίξει, ότι σε προσωπικές στιγμές ο Κεμάλ της είχε εκμυστηρευτεί σε άπταιστα ελληνικά: «Πίστεψε με, θαυμάζω τους Έλληνες κι όχι τους μπουνταλάδες τους δικούς μου». Βέβαια, ο βίος του Κεμάλ μάλλον δεν στηρίζει με στοιχεία την εξομολόγησή της. Σε άλλη συνέντευξή της το 1962, είπε: «Άστα «μπαμπά», του έλεγα ειρωνικά, «το θες ή δεν το θες, είσαι Ρωμιός! Από πού ήταν η γιαγιά σου; Δεν ήταν η κυρα-Μαρία από τα Γιάννενα; Ύστερα… τούρκεψες, «μπαμπά»! Κι αυτός χαχάνιζε, χτυπιόταν, άρπαζε ένα μπουκάλι με ρακή, έπινε στην υγειά μου και στην… ελληνοτουρκική φιλία.
Ο Κεμάλ είχε αδυναμία στη ρακή και σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους έπινε συστηματικά και μάλλον είχε εθιστεί στο ποτό. Άλλωστε πέθανε από κίρρωση του ύπατος, το 1937. Η Νταλμάς όταν ερχόταν στην Ελλάδα, συνήθιζε να συναντά τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Πολλοί είπαν ότι ήταν ένας «διπλός πράκτορας», που χρησιμοποιούσε τα κάλλη της για να εξάγει μυστικά της τουρκικής κυβέρνησης. Η ίδια δήλωσε, «Κατάσκοπος δεν ήμουνα, Ελληνίδα ήμουνα». Η πατριωτική της δράση συνεχίστηκε και στην κατοχή. Οι πράκτορες της Γκεστάπο την ξυλοκόπησαν άγρια, όταν αρνήθηκε να καταδώσει αντιστασιακούς, με αποτέλεσμα να αποβάλει το μωρό της. Το τέλος της ζωής της τη βρήκε να ζει σε ένα δυάρι, δύο υπόγεια κάτω από τη γη, στην οδό Τρικάλων στους Αμπελόκηπους, όπου της πήγαιναν φαγητό οι γείτονες και κάποιοι άνθρωποι του θεάτρου. Τα ένσημα που είχε μαζέψει δεν ήταν αρκετά για να βγάλει τη σύνταξη. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ήταν κουβαρντού και σπάταλη, απεχώρησε από τη σκηνή το 1957 και πέθανε στην Αθήνα (2.8.1988) πάμπτωχη και ξεχασμένη σε οίκο ευγηρίας. Λένε πως την κηδεία της έκανε ένας παλιός χορευτής και θαυμαστής της, ο Δημήτρης Ιβάνωφ.