Ένας συναρπαστικός πολίτης του κόσμου με κοφτερό μυαλό,
που έζησε μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, στην κόψη του ξυραφιού!
που έζησε μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, στην κόψη του ξυραφιού!
O Έρνεστ Μίλλερ Χέμινγουεϊ, 1899 - 1961 ήταν ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, με ζωή περιπετειώδη και πολυτάραχη όσο αποτυπώνεται στα βιβλία του. Αποτέλεσε μέλος της αποκαλούμενης "Χαμένης Γενιάς" ) των Αμερικανών λογοτεχνών στο Παρίσι, στις δεκαετίες 1920 και 1930. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του συγκαταλέγονται Ο Γέρος και η Θάλασσα, Για ποιον χτυπά η καμπάνα και ο Αποχαιρετισμός στα όπλα. Το 1953 τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ, ενώ τον επόμενο χρόνο βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αγάπησε με πάθος τις ταυρομαχίες, το κυνήγι, τα ταξίδια (εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής) και τις γυναίκες. Ο Χέμινγουεϊ γεννήθηκε το 1899 στο Όουκ Παρκ του Ιλλινόις, κοντά στην πόλη του Σικάγου, πόλη με "ανοιχτές αυλές και στενά μυαλά", όπως την αποκαλούσε ο ίδιος.Ήταν ο πρώτος γιος – και δεύτερος από τα συνολικά έξι παιδιά – του γιατρού, ερασιτέχνη ψαρά και κυνηγού Κλάρενς Έντμοντς Χέμινγουεϊ και της μουσικού Γκρέις Χωλ. Έλαβε τα ονόματά του από τον παππού του Έρνεστ Χωλ και τον θείο του Μίλλερ Χωλ. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του σπουδών, ο Χέμινγουεϊ διακρίθηκε για τις επιδόσεις του όχι μόνο στα γράμματα (ειδικότερα στη φιλολογία) αλλά και στα αθλήματα του μποξ και του αμερικάνικου ποδοσφαίρου. Παράλληλα, έγραψε τα πρώτα του άρθρα στην εφημερίδα Trapeze καθώς και στο λογοτεχνικό περιοδικό Tabula του γυμνασίου του. Αποφοιτώντας, δεν συνέχισε τις σπουδές του σε κάποιο κολέγιο, αλλά ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος, το 1917, στην εφημερίδα The Kansas City Star, θέση στην οποία τελικά παρέμεινε για μόλις έξι μήνες. Κατά την σύντομη παραμονή του, ο ίδιος έγραψε πως έμαθε τους καλύτερους κανόνες συγγραφής, αναφερόμενος προφανώς στις οδηγίες προς τους δημοσιογράφους, για σύντομες προτάσεις και παραγράφους, ενεργητικά ρήματα και αυθεντικότητα στη γραφή.
Σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, ο Χέμινγουεϊ, μετά από προτροπή του πατέρα του, προσπάθησε να καταταχθεί στον Αμερικανικό στρατό για να λάβει μέρος στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Τελικά απορρίφθηκε, πιθανά εξαιτίας προβλήματος όρασης του από το αριστερό του μάτι.Έγινε δεκτός ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου του Ερυθρού Σταυρού και αφού αποχώρησε από την εφημερίδα όπου εργαζόταν, τον Απρίλιο του 1918 αναχώρησε για το ιταλικό μέτωπο. Σύντομα ήρθε σε επαφή με την τραγικότητα και τις βαρβαρότητες του πολέμου, έχοντας ως αποστολή την περισυλλογή πτωμάτων. Λίγες εβδομάδες μετά την άφιξή του στην Ιταλία, στις 8 Ιουλίου του 1918, ο Χέμινγουεϊ τραυματίστηκε από θραύσματα, ενώ μετέφερε εφόδια στους στρατιώτες και τελικά παρασημοφορήθηκε από το ιταλικό κράτος για την ανδρεία του. Οι εμπειρίες του στο μέτωπο, η ανάρρωσή του σε νοσοκομείο του Μιλάνου μετά τον τραυματισμό του καθώς και η σχέση που ανέπτυξε με την εθελόντρια νοσοκόμα Άγκνες φον Κουρόφσκι αποτέλεσαν υλικό για το μεταγενέστερο μυθιστόρημά του Αποχαιρετισμός στα όπλα. Η αποτυχία του ειδυλλίου του με την Άγκνες τού προκάλεσε ένα βαρύ ψυχικό τραύμα που τον επηρέασε πολύ στη μετέπειτα ζωή του.
Με τη λήξη του πολέμου, ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Όουκ Παρκ. Το 1920 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής της εφημερίδας Toronto Star Weekly του Τορόντο. Τον επόμενο χρόνο, παντρεύτηκε την Χάντλυ Ρίτσαρντσον και για ένα διάστημα έζησαν στο Παρίσι, όπου ο Χέμινγουεϊ γνώρισε αρκετούς λογοτέχνες ενώ συνδέθηκε φιλικά με τον Σκοτ Φιτζέραλντ, τον Έζρα Πάουντ και τον Τζαίημς Τζόυς. Κάλυψε δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο με σημαντικές ανταποκρίσεις για την καταστροφή της Σμύρνης και την ανταλλαγή πληθυσμών στη Θράκη.
Παράλληλα, το 1923 ολοκλήρωσε και το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο Τρία Διηγήματα και Δέκα Ποιήματα (Three Stories and Ten Poems) το οποίο εκδόθηκε στο Παρίσι από τον Robert McAlmon.Την περίοδο 1925-1929 ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων η συλλογή διηγημάτων του Στον Καιρό μας (In Our Time), το μυθιστόρημα Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά (The Sun Also Rises), η συλλογ ή Άνδρες χωρίς γυναίκες (Men Without Women) και ο Αποχαιρετισμός στα Όπλα (A Farewell to Arms, 1929), έργο με το οποίο γνώρισε και σημαντική αναγνώριση και εμπορική επιτυχία. Γνωρίστηκε επίσης με την Γερτρούδη Στάιν η οποία τον εισήγαγε στον κύκλο των καλλιτεχνών με επίκεντρο την Μονμάρτρη και ειδικότερα την λογοτεχνική Χαμένη Γενιά (Lost Generation) των εξόριστων Αμερικανών συγγραφέων του Παρισιού.
Παράλληλα, το 1923 ολοκλήρωσε και το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο Τρία Διηγήματα και Δέκα Ποιήματα (Three Stories and Ten Poems) το οποίο εκδόθηκε στο Παρίσι από τον Robert McAlmon.Την περίοδο 1925-1929 ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων η συλλογή διηγημάτων του Στον Καιρό μας (In Our Time), το μυθιστόρημα Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά (The Sun Also Rises), η συλλογ ή Άνδρες χωρίς γυναίκες (Men Without Women) και ο Αποχαιρετισμός στα Όπλα (A Farewell to Arms, 1929), έργο με το οποίο γνώρισε και σημαντική αναγνώριση και εμπορική επιτυχία. Γνωρίστηκε επίσης με την Γερτρούδη Στάιν η οποία τον εισήγαγε στον κύκλο των καλλιτεχνών με επίκεντρο την Μονμάρτρη και ειδικότερα την λογοτεχνική Χαμένη Γενιά (Lost Generation) των εξόριστων Αμερικανών συγγραφέων του Παρισιού.
Το 1927 χώρισε με την Χάντλυ Ρίτσαρντσον, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά την Αμερικανίδα Πωλίν Φάιφερ, ανταποκρίτρια μόδας για τα περιοδικά Vanity Fair και Vogue και μαζί εγκαταστάθηκαν τον επόμενο χρόνο στo Key West της Φλόριντα. Στις 28 Ιουνίου απέκτησε τον δεύτερο γιο του, τον Πάτρικ ενώ το Δεκέμβριο του 1928 σημειώθηκε η αυτοκτονία του πατέρα του, ο οποίος αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα καθώς και προβλήματα υγείας. Η δημοσίευση του Αποχαιρετισμός στα Όπλα στις 27 Σεπτεμβρίου του 1929, του πρόσφερε σημαντική λογοτεχνική και εμπορική αναγνώριση. Το 1932 εκδόθηκε ο Θάνατος στο απομεσήμερο (Death in the Afternoon), έργο στο οποίο ο Χέμινγουεϊ διαπραγματεύτηκε την ταυρομαχία, τόσο εγκυκλοπαιδικά όσο και με αναφορές στη μεταφυσική και θρησκευτική της διάσταση. Υπήρξε θαυμαστής των ταυρομαχιών ήδη από το 1925 μετά από ταξίδια του στην Ισπανία.
Τον Μάρτιο του 1937 ο Χέμινγουεϊ ταξίδεψε στην Ισπανία προκειμένου να καλύψει δημοσιογραφικά τον ισπανικό εμφύλιο. Οι εμπειρίες του από τον ισπανικό εμφύλιο αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για το μυθιστόρημα του Για ποιον χτυπά η καμπάνα, το οποίο ολοκλήρωσε στην Κούβα τον Ιούλιο του 1940. Το βιβλίο αναγνωρίζεται σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του Χέμινγουεϊ και όταν εκδόθηκε είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, λαμβάνοντας και πολύ θετικές κριτικές. Πρόσωπα έμπνευσης για τους πρωταγωνιστές του έργου αυτού ήταν, και με τα ίδια ακριβώς ονόματα, το ζευγάρι Ρόμπερτ και Μάριον Μέρριμαν. Ο Ρόμπερτ του έργου όπως και ο αληθινός Ρόμπερτ Μέρριμαν, και η Μάριον, θα πέσουν μαχόμενοι στην Ισπανία για το καθήκον, όπως αυτοί είχαν ορίσει στον εαυτό τους.Την περίοδο αυτή ανέπτυξε παράλληλα σχέση με την Μάρθα Γκέλχορν, η οποία επίσης κάλυπτε τον πόλεμο, γεγονός που οδήγησε σε ένα δεύτερο διαζύγιο το 1940 και σε έναν τρίτο γάμο του με την Γκέλχορν, λίγες εβδομάδες αργότερα. Μετά τον τρίτο του γάμο, ο Χέμινγουεϊ εγκαταστάθηκε στην Κούβα, στην βίλα Φίνκα Βίχια (Finca Vigia), κοντά στην Αβάνα. Το συγκεκριμένο σπίτι, αποτέλεσε το πρώτο που αγόρασε ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ, έναντι 18.500 δολαρίων. Είχε παλαιότερα ξαναταξιδέψει στην Κούβα, το 1928 και θα αποτελούσε την βάση του, σχεδόν μέχρι το θάνατό του.
Την άνοιξη του 1944, ο Χέμινγουεϊ αποφάσισε τελικά να ταξιδέψει στην Ευρώπη για τη δημοσιογραφική κάλυψη του πολέμου, με πρώτο σταθμό το Λονδίνο. Στο διάστημα αυτό, επήλθε ρήξη στη σχέση με τη σύζυγό του ενώ παράλληλα γνώρισε τη δημοσιογράφο του περιοδικού Time Μαίρη Γουέλς, με την οποία παντρεύτηκε τελικά – συνολικά για τέταρτη φορά – το 1946. Η νουβέλα του Ο Γέρος και η Θάλασσα, δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Life και προκάλεσε πολύ θετικά σχόλια, οδηγώντας τελικά στη βράβευση του Χέμινγουεϊ με το Βραβείο Πούλιτζερ (1953) και το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1954).
Αμέσως μετά τη θερμή υποδοχή της νουβέλας, ταξίδεψε αρχικά στην Ισπανία και αργότερα στην Αφρική. Επί αφρικανικού εδάφους, συμμετείχε σε δύο αεροπορικά ατυχήματα τα οποία τού προκάλεσαν σοβαρούς τραυματισμούς. Ενδεικτικό της σοβαρότητάς τους είναι το γεγονός πως αφού επέστρεψε στην Κούβα, του στάθηκε αδύνατο να παραστεί στην απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας, η οποία έλαβε χώρα στις 28 Οκτωβρίου του 1954. Αντ' αυτού, απέστειλε ένα γράμμα, το οποίο διάβασε ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Σουηδία, Τζον Κάμποτ, ανακοινώνοντας την αποδοχή του βραβείου εκ μέρους του συγγραφέα.Τα επόμενα χρόνια αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα υγείας που στάθηκαν εμπόδιο στη συνέχιση του έργου του. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε επιπλέον από την υπερβολική χρήση αλκοόλ καθώς και από την κατάθλιψη που εμφάνιζε. Παρά τις αντιξοότητες, κατάφερε να ολοκληρώσει το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Μία κινητή γιορτή (A Moveable Feast), έργο που τελικά εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κούβα τον Ιούλιο του 1960 και εγκαταστάθηκε στην πόλη Κέτσαμ (Ketchum) του Αϊντάχο. Τον ίδιο χρόνο, νοσηλεύτηκε στην κλινική Mayo λόγω της υψηλής του πίεσης αλλά κυρίως της κατάθλιψης και της παράνοιάς του. Εκεί υποβλήθηκε και σε θεραπείες με ηλεκτροσόκ . Σύμφωνα με τον βιογράφο του Jeffrey Meyers, δέχθηκε 11 έως 15 θεραπείες τέτοιου είδους, οι οποίες όμως, όχι μόνο δεν τον βοήθησαν αλλά αντιθέτως είχαν αρνητικά αποτελέσματα, προκαλώντας του απώλεια μνήμης και επιταχύνοντας πιθανά και τη μελλοντική του αυτοκτονία. Αποπειράθηκε για πρώτη φορά να αυτοκτονήσει την άνοιξη του 1961, και τελικά στις 2 Ιουλίου αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι με κυνηγετικό όπλο, λίγες ημέρες πριν τα εξηκοστά δεύτερα γενέθλιά του. Ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο καθολικό νεκροταφείο του Κέτσαμ.
Αμέσως μετά τη θερμή υποδοχή της νουβέλας, ταξίδεψε αρχικά στην Ισπανία και αργότερα στην Αφρική. Επί αφρικανικού εδάφους, συμμετείχε σε δύο αεροπορικά ατυχήματα τα οποία τού προκάλεσαν σοβαρούς τραυματισμούς. Ενδεικτικό της σοβαρότητάς τους είναι το γεγονός πως αφού επέστρεψε στην Κούβα, του στάθηκε αδύνατο να παραστεί στην απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας, η οποία έλαβε χώρα στις 28 Οκτωβρίου του 1954. Αντ' αυτού, απέστειλε ένα γράμμα, το οποίο διάβασε ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Σουηδία, Τζον Κάμποτ, ανακοινώνοντας την αποδοχή του βραβείου εκ μέρους του συγγραφέα.Τα επόμενα χρόνια αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα υγείας που στάθηκαν εμπόδιο στη συνέχιση του έργου του. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε επιπλέον από την υπερβολική χρήση αλκοόλ καθώς και από την κατάθλιψη που εμφάνιζε. Παρά τις αντιξοότητες, κατάφερε να ολοκληρώσει το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Μία κινητή γιορτή (A Moveable Feast), έργο που τελικά εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κούβα τον Ιούλιο του 1960 και εγκαταστάθηκε στην πόλη Κέτσαμ (Ketchum) του Αϊντάχο. Τον ίδιο χρόνο, νοσηλεύτηκε στην κλινική Mayo λόγω της υψηλής του πίεσης αλλά κυρίως της κατάθλιψης και της παράνοιάς του. Εκεί υποβλήθηκε και σε θεραπείες με ηλεκτροσόκ . Σύμφωνα με τον βιογράφο του Jeffrey Meyers, δέχθηκε 11 έως 15 θεραπείες τέτοιου είδους, οι οποίες όμως, όχι μόνο δεν τον βοήθησαν αλλά αντιθέτως είχαν αρνητικά αποτελέσματα, προκαλώντας του απώλεια μνήμης και επιταχύνοντας πιθανά και τη μελλοντική του αυτοκτονία. Αποπειράθηκε για πρώτη φορά να αυτοκτονήσει την άνοιξη του 1961, και τελικά στις 2 Ιουλίου αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι με κυνηγετικό όπλο, λίγες ημέρες πριν τα εξηκοστά δεύτερα γενέθλιά του. Ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο καθολικό νεκροταφείο του Κέτσαμ.
> Ο εκκεντρικός συγγραφέας συνήθιζε να γράφει στην κρεβατοκάμαρα του. Το μισό του δωμάτιο ήταν κατειλημμένο από το μεγάλο γραφείο του, αλλά εκείνος δεν συνήθιζε να συγγράφει σε αυτό. Η αγαπημένη του γραφομηχανή ήταν τοποθετημένη πάνω σε μια θήκη μέσα στην οποία τοποθετούσε βιβλία καθώς ήθελε να γράφει όρθιος. Για την ακρίβεια, έγραφε, σταματούσε και περπατούσε μέσα στο δωμάτιο μέχρι να αρχίσει να ξαναγράφει. Μέσα σε μια "καλή" ημέρα εργασίας, ήταν ικανός να χαλάσει πάνω από εφτά μολύβια.
> Εκτός από το ψάρεμα, το αλκοόλ και τη συγγραφή, το κυνήγι αποτέλεσε μια μεγάλη τρέλα της ζωής του. Το 1940, έχοντας ολοκληρώσει το "Για ποιον χτυπά η καμπάνα", πήρε τους φίλους του, την τρίτη κατά σειρά σύζυγο του και δύο από τα παιδιά του και βγήκε για κυνήγι, σκοτώνοντας 400 κουνέλια σε μία μόνο μέρα. Στην τρυφερή ηλικία των τριών, σκότωσε έναν σκαντζόχοιρο και τον έφαγε κατ' εντολή του πατέρα του.
> Σε το 1954, ο Χέμινγουεϊ αποκάλυψε πως είχε ξαναγράψει αρκετές φορές το τέλος ενός από τα διασημότερα έργα του. Ο Plimpton τον ρώτησε πόσες φορές σβήνει και ξαναγράφει τις ιστορίες των βιβλίων του και ο συγγραφέας του απάντησε «Εξαρτάται. Ξαναέγραψα το τέλος του “Αποχαιρετισμός στα Όπλα”, την τελευταία του σελίδα, 39 φορές πριν νιώσω ικανοποιημένος». Ο δημοσιογράφος αναρωτήθηκε «Υπήρχε κάποιο τεχνικό πρόβλημα; Τι ήταν αυτό που σε μπέρδευε;». Ο Χέμινγουεϊ απάντησε, «Το να βρω τις σωστές λέξεις»....
Τα 10 σημαντικότερα αποφθέγματα του Χέμινγουεϊ
-Όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι είναι άθεοι.
-Μερικές φορές, ένας έξυπνος άνθρωπος αναγκάζεται να μεθύσει, για να περάσει την ώρα του με ηλίθιους.
-Σε ότι αφορά την ηθική, γνωρίζω μόνο ένα πράμα: είναι ηθικό εκείνο ύστερα από το οποίο νοιώθεις τον εαυτό σου καλύτερα και είναι ανήθικο, αν νοιώθεις χειρότερα.
-Ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις αν μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον είναι να τον εμπιστευτείς.
-Ποτέ μην κάθεσαι σε τραπέζι όταν μπορείς να σταθείς στο μπαρ.
-Να γράφεις μεθυσμένος. Να διορθώνεις ξεμέθυστος.
-Η ζωή κάθε ανθρώπου, ειπωμένη αληθινά, είναι ένα μυθιστόρημα.
-Το πιο δύσκολο κομμάτι στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος είναι να το τελειώσεις.
-Ποτέ μη μπερδεύεις την κίνηση με τη δράση.
-Αλλά η ζωή δεν είναι δύσκολο να την κουμαντάρεις, όταν δεν έχεις τίποτα να χάσεις.
> Εκτός από το ψάρεμα, το αλκοόλ και τη συγγραφή, το κυνήγι αποτέλεσε μια μεγάλη τρέλα της ζωής του. Το 1940, έχοντας ολοκληρώσει το "Για ποιον χτυπά η καμπάνα", πήρε τους φίλους του, την τρίτη κατά σειρά σύζυγο του και δύο από τα παιδιά του και βγήκε για κυνήγι, σκοτώνοντας 400 κουνέλια σε μία μόνο μέρα. Στην τρυφερή ηλικία των τριών, σκότωσε έναν σκαντζόχοιρο και τον έφαγε κατ' εντολή του πατέρα του.
> Σε το 1954, ο Χέμινγουεϊ αποκάλυψε πως είχε ξαναγράψει αρκετές φορές το τέλος ενός από τα διασημότερα έργα του. Ο Plimpton τον ρώτησε πόσες φορές σβήνει και ξαναγράφει τις ιστορίες των βιβλίων του και ο συγγραφέας του απάντησε «Εξαρτάται. Ξαναέγραψα το τέλος του “Αποχαιρετισμός στα Όπλα”, την τελευταία του σελίδα, 39 φορές πριν νιώσω ικανοποιημένος». Ο δημοσιογράφος αναρωτήθηκε «Υπήρχε κάποιο τεχνικό πρόβλημα; Τι ήταν αυτό που σε μπέρδευε;». Ο Χέμινγουεϊ απάντησε, «Το να βρω τις σωστές λέξεις»....
Τα 10 σημαντικότερα αποφθέγματα του Χέμινγουεϊ
-Όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι είναι άθεοι.
-Μερικές φορές, ένας έξυπνος άνθρωπος αναγκάζεται να μεθύσει, για να περάσει την ώρα του με ηλίθιους.
-Σε ότι αφορά την ηθική, γνωρίζω μόνο ένα πράμα: είναι ηθικό εκείνο ύστερα από το οποίο νοιώθεις τον εαυτό σου καλύτερα και είναι ανήθικο, αν νοιώθεις χειρότερα.
-Ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις αν μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον είναι να τον εμπιστευτείς.
-Ποτέ μην κάθεσαι σε τραπέζι όταν μπορείς να σταθείς στο μπαρ.
-Να γράφεις μεθυσμένος. Να διορθώνεις ξεμέθυστος.
-Η ζωή κάθε ανθρώπου, ειπωμένη αληθινά, είναι ένα μυθιστόρημα.
-Το πιο δύσκολο κομμάτι στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος είναι να το τελειώσεις.
-Ποτέ μη μπερδεύεις την κίνηση με τη δράση.
-Αλλά η ζωή δεν είναι δύσκολο να την κουμαντάρεις, όταν δεν έχεις τίποτα να χάσεις.