Αδίστακτος φονιάς για κάποιους και ευγενής κοινωνικός ληστής για κάποιους άλλους, ο διαβόητος παράνομος Τζέσε Γούντσον Τζέιμς γεννήθηκε στο Μισούρι για να ανέβει στον θρόνο του Φαρ Ουέστ και να μην ξανακατέβει ποτέ. Με τα όπλα στα χέρια θα στραφεί σε μια ζωή εύκολου πλουτισμού, δημιουργώντας τον θρύλο του παράνομου πιστολέρο που τόσο θα μάστιζε έκτοτε την Άγρια Δύση των ΗΠΑ. Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου του 1866, ο Τζέσε και ο αδερφός του θα γράψουν εγκληματική ιστορία στις ΗΠΑ εκτελώντας την πρώτη ποτέ ληστεία τράπεζας μέρα μεσημέρι! Φεύγοντας με τα 57.000 δολάρια των φορολογουμένων στα χέρια, έμελλε να δημιουργήσουν μια μακρά ληστρική παράδοση που θα απλωνόταν σε τράπεζες, τρένα και άμαξες. Η διαβόητη συμμορία τους δεν είχαν κανένα πρόβλημα να κλέβουν πλούσιους όσο και φτωχούς. Ο μύθος του σύγχρονου καλοκάγαθου Ρομπέν των Δασών επισκίασε εν πολλοίς τους τόσους εκούσιους και ακούσιους θανάτους που προκάλεσε η σπείρα των κακοποιών και ιδιαίτερα ο διαβόητος αρχηγός τους.
Ο Τζέσε Γούντσον Τζέιμς γεννιέται στις 5 Σεπτεμβρίου 1847 στο Κίρνεϊ του Μισούρι ως το δεύτερο από τρία παιδιά μιας οικογένειας χωρικών της περιοχής. Ο αγρότης πατέρας του ήταν ταυτοχρόνως και πάστορας στην τοπική ενορία, με την προβεβλημένη κοινωνικά θέση του να συνοδεύεται από σχετικό πλούτο: ο αιδεσιμότατος Ρόμπερτ Τζέιμς είχε έξι σκλάβους στην κατοχή του και περισσότερα από 100 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης. Ο πάστορας θα εγκαταλείψει ωστόσο την ευτυχισμένη φαμίλια του για να συνοδεύσει τους χρυσοθήρες κατά τον Πυρετό του Χρυσού που χτύπησε την Καλιφόρνια, όπου και θα πεθάνει τελικά όταν ο Τζέσε ήταν μόλις τριών ετών. Η μητέρα του θα ξαναπαντρευτεί άλλες δύο φορές (το 1852 και το 1855), αν και οι θετοί πατέρες των τριών παιδιών τα κακοποιούσαν πιθανότατα, κάνοντάς τα να στραφούν στο περιθώριο για παρηγοριά. Παρά τα μικροεγκλήματα, τα αδέλφια Τζέιμς (και τα τέσσερα ετεροθαλή τους αδέλφια) πήγαιναν κανονικά στο σχολείο και έμαθαν γράμματα, αν και έμελλε να εμπλακούν στην εμφύλια περιπέτεια των ΗΠΑ από σπόντα.
Μερίδα ιστορικών κατηγόρησε τα αδέλφια Τζέιμς για θηριωδίες κατά των στρατιωτών της Ένωσης, αν και άλλοι ερευνητές ενοχοποίησαν αντιθέτως τη βάρβαρη συμπεριφορά των Βορείων για τη γέννηση των εγκληματιών Τζέιμς. Όπως κι αν έχει η ιστορική αλήθεια, τα αδέλφια θα ενταχθούν στις αντάρτικες ομάδες του Μισούρι που πολεμούσαν στο πλευρό του στρατού της Συνομοσπονδίας και θα εμπλακούν σε αρκετές θηριωδίες του Εμφυλίου, όπως στον σφαγιασμό 200 άμαχων αντρών και παιδιών στο Κάνσας. Η αντάρτικη συμμορία άφησε τη δική της αιματοβαμμένη κληρονομιά στο Μισούρι και ο ίδιος ο Τζέιμς θα τραυματιστεί δύο φορές στο στήθος αυτή την εποχή, διαφεύγοντας μόλις τον θάνατο.
Ο Τζέσε Τζέιμς έμεινε στην ιστορία σαν ένας από τους σύγχρονους Ρομπέν των δασών. Ένα μεγάλο μέρος από τα λεφτά που έβγαζε στις ληστείες, τα μοίραζε στους φτωχούς του Νότου. Η αντίθετη άποψη είναι ότι στην πραγματικότητα, ο Τζέιμς ήταν ένας αδίστακτος ληστής που μοίραζε ένα μικρό ποσοστό από τα ξένα χρήματα, για να καλλιεργήσει τον μύθο του και ο ίδιος κρατούσε τη μερίδα του λέοντος. Έμεινε στην ιστορία σαν ένας από τους σύγχρονους Ρομπέν των Δασών. Ο Τζέσε, αντάρτης στον εμφύλιο Ο Τζέσε είχε δείξει από μικρός πόσο σκληρός ήταν. Πρoτού καν να ενηλικιωθεί πήρε μέρος στον αμερικανικό εμφύλιο. Συμμετείχε στο αντάρτικο των Νοτίων και κατηγορείται ότι διέπραξε πολλές θηριωδίες. Πρώτος εντάχθηκε στους αντάρτες ο μεγαλύτερος αδελφός του. Ένα βίαιο περιστατικό εξόργισε τον Τζέσε και τον έκανε να πάρει κι αυτός τα όπλα. Ένα βράδυ, άντρες της πολιτοφυλακής του Μιζούρι, έσπασαν την πόρτα και μπήκαν στο σπίτι της οικογένειας. Ξυλοκόπησαν άγρια τους πάντες και βασάνισαν τον πατέρα του. Ήταν η τιμωρία της οικογένειας για την επιλογή του αδελφού του. Από τότε, ο οργισμένος πια Τζέιμς, βγήκε στην παρανομία. Πρώτα σαν αντάρτης και αργότερα σαν ληστής. Στον πόλεμο, τα εγκλήματα του Τζέιμς ήταν βάναυσα. Οι μελετητές του υποστηρίζουν ότι επρόκειτο για δολοφονίες εξ επαφής, κατά τις οποίες ο δράστης κοίταζε το θύμα στα μάτια. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο Τζέσε και ο αδελφός του δεν αποδέχθηκαν την ήττα των Νοτίων και αποφάσισαν να συνεχίσουν τη δράση τους, χτυπώντας κυρίως τράπεζες. Η εγκληματική δράση απέκτησε και πολιτικό μανδύα και έτσι άρχισε την καριέρα του στην παρανομία. Σύντομα η συμμορία του Τζέιμς έβαλε στο ρεπερτόριο και ληστείες τρένων, αλλά η φήμη τους ήταν πως δεν έπαιρναν ποτέ λεφτά από φτωχούς του Νότου....
Μετά το τέλος της εμφύλιας σύρραξης Βορρά και Νότου, οι αντάρτες Τζέιμς δεν είχαν πού να γυρίσουν, καθώς η οικογένειά τους είχε εκδιωχθεί εντωμεταξύ από τα κτήματά της σε μια τιμωρητική πράξη αντεκδίκησης των Βορείων για τις εγκληματικές επιλογές των παιδιών τους. Έτσι ξεκίνησε λίγο πολύ η καριέρα των Τζέιμς στον υπόκοσμο, έχοντας πολιτικό μανδύα: μην έχοντας αποδεχθεί ποτέ την ήττα των Νοτίων στον εμφύλιο, επαναστάτησαν κατά των ταπεινωτικών όρων της συνθηκολόγησης της Συνομοσπονδίας θέλοντας να φέρουν τον οικονομικό όλεθρο στους Βόρειους, χτυπώντας τις τράπεζές τους.
Το κυνηγητό των αρχών
Οι αρχές κινητοποίησαν ένα γραφείο ντέντεκτιβ στο Πίνκερτον, για να καταφέρουν να πιάσουν τον διαβόητο ληστή και τη συμμορία του. Σε μια τέτοια επιχείρηση, οι υπεύθυνοι του γραφείου αντί να πιάσουν τον Τζέιμς, χτύπησαν μια γυναίκα και το παιδί της. Η γκάφα προκάλεσε ειρωνείες και ο μύθος του ληστή γιγαντώθηκε. Σε αυτό βοήθησε και ο εκδότης Τζον Έντουαρτς, ο οποίος δημοσίευε άρθρα που αποθέωναν τον Τζέιμς. Σύμφωνα με τον εκδότη, ήταν ένας «συνειδητός διαδοσίας της ανυπακοής, απέναντι στη ρεπουμπλικανική ιδεολογία». Η διάλυση της συμμορίας Τον Σεπτέμβριο του 1876, μια αποτυχημένη ληστεία στη Μινεσότα οδήγησε στη διάλυση της συμμορίας. Κάποια από τα μέλη της τραυματίστηκαν και κάποια άλλα συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στη φυλακή. Μόνο ο Τζέσε και ο αδελφός του, Φρανκ, κατάφεραν να ξεφύγουν. Μετά από αυτό το πλήγμα, οι αδελφοί Τζέιμς, για αρκετό καιρό, δεν πραγματοποίησαν κάποιο χτύπημα. Παραδόξως, αφοσιώθηκαν στις γεωργικές εργασίες που ήξεραν καλά, καθώς κατάγονταν από αγροτική οικογένεια....
Οι αρχές κινητοποίησαν ένα γραφείο ντέντεκτιβ στο Πίνκερτον, για να καταφέρουν να πιάσουν τον διαβόητο ληστή και τη συμμορία του. Σε μια τέτοια επιχείρηση, οι υπεύθυνοι του γραφείου αντί να πιάσουν τον Τζέιμς, χτύπησαν μια γυναίκα και το παιδί της. Η γκάφα προκάλεσε ειρωνείες και ο μύθος του ληστή γιγαντώθηκε. Σε αυτό βοήθησε και ο εκδότης Τζον Έντουαρτς, ο οποίος δημοσίευε άρθρα που αποθέωναν τον Τζέιμς. Σύμφωνα με τον εκδότη, ήταν ένας «συνειδητός διαδοσίας της ανυπακοής, απέναντι στη ρεπουμπλικανική ιδεολογία». Η διάλυση της συμμορίας Τον Σεπτέμβριο του 1876, μια αποτυχημένη ληστεία στη Μινεσότα οδήγησε στη διάλυση της συμμορίας. Κάποια από τα μέλη της τραυματίστηκαν και κάποια άλλα συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στη φυλακή. Μόνο ο Τζέσε και ο αδελφός του, Φρανκ, κατάφεραν να ξεφύγουν. Μετά από αυτό το πλήγμα, οι αδελφοί Τζέιμς, για αρκετό καιρό, δεν πραγματοποίησαν κάποιο χτύπημα. Παραδόξως, αφοσιώθηκαν στις γεωργικές εργασίες που ήξεραν καλά, καθώς κατάγονταν από αγροτική οικογένεια....
Αναρρώνοντας από ένα τραύμα στο οικοτροφείο του θείου του στο Μισούρι, ο Τζέσε θα ερωτευτεί την πρώτη του ξαδέλφη, με την οποία θα παντρευτεί τελικά έπειτα από 8χρονη σχέση (1874). Το ζευγάρι θα αποκτήσει δύο παιδιά και ο Τζέσε θα είναι πάντα στοργικός πατέρας και καλός οικογενειάρχης, περνώντας τον ελεύθερο χρόνο του με τη φαμίλια του.Το 1869 σηματοδότησε την παρθενική φορά που θα χαρακτηριζόταν επισήμως ο Τζέσε «παράνομος», αναγκάζοντας τον κυβερνήτη του Μισούρι να προσφέρει αμοιβή για τη σύλληψή του. Την ίδια εποχή θα ξεκινούσε και η μακρά επιστολογραφία του Τζέσε σε τοπική εφημερίδα του Μισούρι, που είχε στην κατοχή του παλιό μέλος της Συνομοσπονδίας, ο οποίος δημοσίευε τακτικά τα πύρινα κείμενα του ληστή για τις πολιτικού τύπου διεκδικήσεις του. Από τα δημοσιεύματα αυτά θα ξεπηδούσε ο Τζέσε Τζέιμς ως ο πιο παθιασμένος αγωνιστής του Νότου στη μετεμφυλιακή Αμερική, ο ριζοσπάστης επαναστάτης δηλαδή που δεν σταμάτησε ποτέ να μάχεται για τα συμφέροντα των Νοτίων. Ο ρομαντικός αγωνιστής Τζέσε ως σύμβολο της αντίστασης του Νότου είχε μόλις γεννηθεί, αν και όλα δείχνουν ότι ήταν ένα απλό κατασκεύασμα του εκδότη.
Η επιστροφή και η προδοσία
Μπορεί ο λύκος να γίνει πρόβατο; Προφανώς όχι. Έτσι και ο Τζέιμς δεν μπορούσε να μείνει αρκετό καιρό εκτός δράσης. Λίγα χρόνια αργότερα, δημιούργησε μια καινούρια συμμορία με βασικά μέλη τους Ρόμπερτ και Τσάρλι Φορντ. Ήδη από το 1869, ο Τζέιμς ήταν επικηρυγμένος. Το αρχικό ποσό ήταν 500 δολάρια αλλά το 1882 είχε φτάσει στα 10.000 δολάρια. Οι σύντροφοί του σκέφτηκαν ότι τα λεφτά ήταν σίγουρα και ακίνδυνα, σε σχέση με μια ληστεία τρένου. Τον Απρίλιο του 1882, στο σπίτι του Τζέιμς σχεδίαζαν ένα καινούριο κόλπο, όταν ο Τζέσε ανέβηκε σε μια καρέκλα για να καθαρίσει ένα λεκέ από τον τοίχο. Όπως είχε γυρισμένη την πλάτη, ο Ρόμπερτ τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Ο δολοφόνος δεν αρνήθηκε ποτέ την πράξη του. Μόλις σκότωσε τον Τζέιμς, εμφανίστηκε στις αρχές για να ζητήσει το ποσό της επικήρυξης. Δεν διευκρινίστηκε αν το εισέπραξε, αν και αυτό είναι το πιθανότερο. Η προδοσία των συντρόφων του όμως, ήταν η τελευταία σελίδα στο πλούσιο βιβλίο της ζωή του, το οποίο ο κόσμος δεν σταμάτησε να διαβάζει ποτέ. Με τα ελληνικά μέτρα, θα λέγαμε ότι ήταν ένας λήσταρχος τον οποίο ο κόσμος τον συμπάθησε, γιατί σε αντίθεση με τις επίσημες αρχές, δεν τον πείραξε ποτέ....
Μπορεί ο λύκος να γίνει πρόβατο; Προφανώς όχι. Έτσι και ο Τζέιμς δεν μπορούσε να μείνει αρκετό καιρό εκτός δράσης. Λίγα χρόνια αργότερα, δημιούργησε μια καινούρια συμμορία με βασικά μέλη τους Ρόμπερτ και Τσάρλι Φορντ. Ήδη από το 1869, ο Τζέιμς ήταν επικηρυγμένος. Το αρχικό ποσό ήταν 500 δολάρια αλλά το 1882 είχε φτάσει στα 10.000 δολάρια. Οι σύντροφοί του σκέφτηκαν ότι τα λεφτά ήταν σίγουρα και ακίνδυνα, σε σχέση με μια ληστεία τρένου. Τον Απρίλιο του 1882, στο σπίτι του Τζέιμς σχεδίαζαν ένα καινούριο κόλπο, όταν ο Τζέσε ανέβηκε σε μια καρέκλα για να καθαρίσει ένα λεκέ από τον τοίχο. Όπως είχε γυρισμένη την πλάτη, ο Ρόμπερτ τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Ο δολοφόνος δεν αρνήθηκε ποτέ την πράξη του. Μόλις σκότωσε τον Τζέιμς, εμφανίστηκε στις αρχές για να ζητήσει το ποσό της επικήρυξης. Δεν διευκρινίστηκε αν το εισέπραξε, αν και αυτό είναι το πιθανότερο. Η προδοσία των συντρόφων του όμως, ήταν η τελευταία σελίδα στο πλούσιο βιβλίο της ζωή του, το οποίο ο κόσμος δεν σταμάτησε να διαβάζει ποτέ. Με τα ελληνικά μέτρα, θα λέγαμε ότι ήταν ένας λήσταρχος τον οποίο ο κόσμος τον συμπάθησε, γιατί σε αντίθεση με τις επίσημες αρχές, δεν τον πείραξε ποτέ....
Μετά το πρωινό που έφαγε με την οικογένειά του στις 3 Απριλίου 1882, ο Τζέσε γύρισε την πλάτη του στον Μπομπ Φορντ για να ισιώσει ένα κάδρο στον τοίχο. Ο Φορντ τον πυροβόλησε πισώπλατα στο κεφάλι και ο Τζέσε έπεσε αμέσως νεκρός. Ήταν 34 ετών όταν δολοφονήθηκε από τον άνθρωπο που ο εξοργισμένος όχλος του Μισούρι θα αποκαλούσε έκτοτε «δειλό» για την άνανδρη δολοφονία. Όπως αποκάλυψε ο ίδιος ο Μπομπ, ο Τζέσε κατάλαβε ότι τα αδέλφια Φορντ τον είχαν επισκεφτεί στο σπίτι του με κακόβουλους σκοπούς και δεν έκανε τίποτα για να τους σταματήσει (ακόμα και τα ρεβόλβερ του έβγαλε και ακούμπησε στον καναπέ). Τρεις μήνες αργότερα, ο Φρανκ θα παραδιδόταν στον ίδιο τον κυβερνήτη της πολιτείας, αν και δεν θα καταδικαζόταν για τίποτα τελικά, μιας και το δικαστήριο δεν είχε αδιάσειστες αποδείξεις στην κατοχή του. Η χήρα του Τζέσε πέθανε αργότερα μόνη και πάμφτωχη. Όσο για τη μητέρα του λαϊκού ήρωα πια Τζέσε Τζέιμς, τον ενταφίασε στο οικογενειακό κτήμα γράφοντας πάνω στο μνήμα του: «Στη μνήμη του αγαπημένου μου γιου, που δολοφονήθηκε από έναν προδότη και δειλό το όνομα του οποίου δεν αξίζει να αναγραφεί εδώ»…