«Είχε τις συμπάθειες, τις αδυναμίες της, τις λόξες της, το σπινθηρίζον πείσμα και την δηκτική γλώσσα της. Όλες όμως τις αδυναμίες της, τις περιέβαλε με κάποιο καλλιτεχνικό επίστρωμα, εξωραϊσμένο από την ευφυΐα και την ανοιχτή καρδιά. Δεν χάριζε κάστανα ούτε και στον ίδιο τον εαυτό της». - ΤΟ ΒΗΜΑ, Οκτώβρης,1954, ένα μήνα μετά από τον θάνατο της Μαρίκας Κοτοπούλη.
Η προσωπική της ζωή ήταν θυελλώδης, ιδιαίτερα στα νεανικά της χρόνια και περιελάμβανε τόσο άνδρες όσο και γυναίκες. Η πολύκροτη σχέση της με τον πολιτικό και στοχαστή Ίωνα Δραγούμη από το 1909 έως τον Αύγουστο του 1920, υπήρξε σκανδαλώδης για τα δεδομένα της εποχής, καθώς το ζευγάρι συζούσε χωρίς την επισημοποίηση ενός γάμου. Αυτή η ωραία μικρόσωμη γυναίκα είδε εκείνον που θα της χάριζε το Απόλυτο να μπαίνει την Άνοιξη του 1909 στο καμαρίνι της, σ’ ένα θέατρο της Πόλης, στο διάλειμμα της πρώτης πράξης. Συνοδευόταν από δύο φίλους του που μιλούσαν ακατάπαυστα ενώ αυτός καθισμένος παράμερα την παρατηρούσε. Αυτός ήταν τριάντα ενός χρόνων. Αυτή μόλις είκοσι δύο. «Είμαι ο Ίωνας Δραγούμης», της συστήθηκε και η χειραψία τους έγινε αγκαλιά, πάθος και πόνος, κατακραυγή. Είδε «έναν άνδρα λιγνό, στεγνό και κάπως αυστηρό. Σοβαρό και σεμνό μαζί». Εκείνος είδε μια γυναίκα «που κάποτε μοιάζει με αγόρι, προπάντων όταν χτενίζει τα μαλλιά της και τα φτιάχνει κολλητά στο κεφαλάκι της. Και η φωνή της είναι αγορίστικη».
Ελληνίδα ηθοποιός· από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες του νεοελληνικού θεάτρου. Ασχολήθηκε επιτυχημένα με όλα τα είδη του θεατρικού (δράμα, κωμωδία, επιθεώρηση), αν και αυτοδίδακτη. Διέπρεψε, όμως, στην τραγωδία, με τη βαθιά φωνή της, το πάθος και τη λιτότητα στην κίνηση. Ήταν ευφυέστατη και ετοιμόλογη και γενικά μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες της σύγχρονης Ελλάδας. Η Μαρίκα Κοτοπούλη γεννήθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαΐου 1887, από γονείς ηθοποιούς, τον Δημήτριο Κοτοπούλη (1848-1919) και την Ελένη Κοτοπούλη (1851-1926), το γένος Σιλιβάκου. Είχε τρεις αδερφές, επίσης ηθοποιούς: τις δίδυμες Χρυσούλα Μυράτ ή Χρυσούλα Κοτοπούλη και Φωτεινή Κοτοπούλη - Λούη ή Φωτεινή Λούη και την Πόπη Κοτοπούλη. Το βάπτισμα του πυρός στο θέατρο το πήρε βρέφος σαράντα ημερών στο έργο «Ο Αμαξηλάτης των Άλπεων», που ανέβασε ο θίασος των γονιών της. Σε ηλικία έξι ετών έπαιξε το ρόλο της μικρής μαθήτριας στην πρώτη ελληνική επιθεώρηση «Λιγ’ απ’ όλα» των Μίκιου Λάμπρου και Λάμπου Αστέρη. Μέχρι τα δέκα της είχε υποδυθεί το τέκνο του λοχία Γουλιέλμου στους «Δύο Λοχίας» των Ντομπινί, Μποντουέν και Μαγιάρ, το φάντασμα στον σεξπιρικό «Μάκβεθ», την Αδιαφορίδου στο «Παρθεναγωγείον» του Δεληκατερίνη και τον Έρωτα στο έργο του Καλοστύπη «Προμηθεύς εν Ολύμπω».
«Τη φίλησα στο στόμα και μου είπε, “έλα πάλι, θέλω να δω κάτι”, την ξαναφίλησα και τι ρώτησα τι ήθελε να δει. “Μ’ αρέσει η ζέστη που βγαίνει από το στόμα σου”, μου εξήγησε».
-Ιων Δραγούμης.
Η σχέση τους, παθιασμένη, καταγράφηκε στα ημερολόγιά του. Στα έντεκα χρόνια της ιστορίας τους θα θελήσουν να παντρευτούν, μα δε θα το κάνουν. Θα τη σώσει από τη μορφίνη, θα τη χτυπήσει, θα τον βρίσει, θα κλάψει γι’ αυτήν, θα αρνηθεί την καριέρα της γι’ αυτόν, θα «προπηλακιστούν», εκείνος θα εξοριστεί, εκείνη θα τον περιμένει, θα ζήσουν στιγμές και καταστάσεις που πολλά από τα μυθιστορήματα θα ζηλέψουν.Τέσσερα χρόνια μετά την δολοφονία του Δραγούμη, η Μαρίκα παντρεύτηκε τον Γιώργο Χέλμη, το 1924, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση του θεάτρου της. Δεν απέκτησαν παιδιά. Ο Άγγελος Τερζάκης έγραψε γι’ αυτήν: «Θεώρησα πάντα εθνική ευτυχία να υπάρχουν τέτοια πρόσωπα υψωμένα σε σύμβολα. Αυτές είναι οι μορφές που βγάζουν τους λαούς από την ανωνυμία».
-Ιων Δραγούμης.
Η σχέση τους, παθιασμένη, καταγράφηκε στα ημερολόγιά του. Στα έντεκα χρόνια της ιστορίας τους θα θελήσουν να παντρευτούν, μα δε θα το κάνουν. Θα τη σώσει από τη μορφίνη, θα τη χτυπήσει, θα τον βρίσει, θα κλάψει γι’ αυτήν, θα αρνηθεί την καριέρα της γι’ αυτόν, θα «προπηλακιστούν», εκείνος θα εξοριστεί, εκείνη θα τον περιμένει, θα ζήσουν στιγμές και καταστάσεις που πολλά από τα μυθιστορήματα θα ζηλέψουν.Τέσσερα χρόνια μετά την δολοφονία του Δραγούμη, η Μαρίκα παντρεύτηκε τον Γιώργο Χέλμη, το 1924, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση του θεάτρου της. Δεν απέκτησαν παιδιά. Ο Άγγελος Τερζάκης έγραψε γι’ αυτήν: «Θεώρησα πάντα εθνική ευτυχία να υπάρχουν τέτοια πρόσωπα υψωμένα σε σύμβολα. Αυτές είναι οι μορφές που βγάζουν τους λαούς από την ανωνυμία».
Από το 1897 έκανε θεατρικές εμφανίσεις με τον θίασο των γονιών της και εκτός Αθηνών - Θεσσαλονίκη, Σύρο, Ναύπλιο, Πάτρα και Σμύρνη - ερμηνεύοντας ρόλους, όπως την Κυρά-Γιάννενα στον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας» του Κορομηλά, τη Μάγδα στο ομώνυμο δράμα του Ζούντερμαν και την κυρία Λάσκαρη στα «Μαλλιά Κουβάρια» του Νικολάου Λάσκαρη. Έκανε μεγάλη εντύπωση για τις υποκριτικές της ικανότητες και οι κριτικοί της εποχής, όπως ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, ο Άριστος Καμπάνης και ο Ιωάννης Κονδυλάκης, δεν φείσθηκαν κολακευτικών σχολίων για τις επιδόσεις της στο θεατρικό σανίδι. Τη χαρακτήρισαν «δόξα της ελληνικής σκηνής», «θαύμα σκηνικής σαγήνης», «αληθινή ενσάρκωση της μεγάλης τέχνης και ιδανικόν της ελληνικής σκηνής» και «μοναδική της Ελλάδος τραγωδό». Το 1902 προσελήφθη στη «Νέα Σκηνή» του Χρηστομάνου, αλλά αποχώρησε γρήγορα, για να ενταχθεί στο νεοσύστατο «Βασιλικό Θέατρο Αθηνών». Στην πρώτη της εμφάνιση ερμήνευσε τον Μώμο στο σεξπιρικό «Όνειρον Θερινής Νυκτός» και συνέχισε με την Ιφιγένεια στην ομώνυμη τραγωδία του Γκαίτε και τη Μαργαρίτα στον «Φάουστ» του ιδίου. Σημαντική στιγμή στην καριέρα της νεαρής Κοτοπούλη υπήρξε η συμμετοχή της στην τριλογία του Αισχύλου «Ορέστεια», που ανέβηκε στη δημοτική το Νοέμβριο του 1903 από το Βασιλικό Θέατρο και προκάλεσε τη βίαια αντίδραση των οπαδών της καθαρεύουσας. Τα αιματηρά επεισόδια που ακολούθησαν είναι γνωστά ως «Ορεστειακά».
Τον Οκτώβριο του 1906 αναχώρησε για το Παρίσι, συνοδευόμενη από τον εξάδελφό της ηθοποιό Πέτρο Νικολάου. Στη γαλλική πρωτεύουσα παρέμεινε επί τετράμηνο, όπου παρακολούθησε πλήθος παραστάσεων κι ενημερώθηκε για τις τρέχουσες θεατρικές εξελίξεις. Αμέσως μετά την επάνοδό της στην Αθήνα εμφανίσθηκε για είκοσι μέρες στη Σύρο με τον θίασο της μητέρας της, παίζοντας μεταξύ άλλων στα έργα «Μάγδα» του Ζούντερμαν, «Κυρά της Θάλασσας» του Ίψεν και «Αρχισιδηρουργός» του Ονέ. Μετά την περιοδεία αυτή επέστρεψε στην Αθήνα και, όπως έγραψε ο ιστορικός του νεοελληνικού θεάτρου Γιάννης Σιδέρης, έστησε τον θρόνο της στην ελληνική πρωτεύουσα, ο οποίος παρέμεινε έκτοτε ασάλευτος. Η θιασαρχική της σταδιοδρομία άρχισε το 1908, όταν ίδρυσε θίασο με τον κωμικό Κωνσταντίνο Σαγιώρ και παρουσίασαν το έργο του Μπράκο «Μητέρα». Στη συνέχεια ανέβασαν τη «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου (10 Ιουνίου 1909), το μονόπρακτο του Νιρβάνα «Όταν σπάση τα δεσμά του» (Αύγουστος 1909) και «Τα χαμίνια» του Δεληκατερίνη (Σεπτέμβριος 1909). Τον χειμώνα του ίδιου χρόνου, ο θίασός της περιόδευσε στην Κωνσταντινούπολη, τη Σύρο και τον Βόλο. Το 1908, ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για περιοδεία, η Κοτοπούλη ερωτεύτηκε τον πολιτικό και στοχαστή Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος υπηρετούσε στην εκεί ελληνική πρεσβεία. Η πολύκροτη σχέση τους βάστηξε μέχρι τη δολοφονία του αγαπημένου της, στις 30 Ιουλίου 1920, από υποστηρικτές του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το 1911 ίδρυσε νέο θίασο σε συνεργασία με τον κωμικό ηθοποιό του μουσικού θεάτρου Ιωάννη Παπαϊωάννου και παρουσίασε στο «Αττικόν» της οδού Σταδίου την «Ηλέκτρα» του Χόφμανσταλ. Τον Απρίλιο του 1912 συγκρότησε τον πρώτο προσωπικό της θίασο και απέκτησε δική της θεατρική στέγη στην πλατεία Ομονοίας, στο θέατρο της «Νέας Σκηνής», που ανακαινίσθηκε και μετονομάστηκε σε «Θέατρον Μαρίκας Κοτοπούλη». Εκεί, έπαιξε επί σειρά ετών σπουδαίους ρόλους, όπως την «Ηλέκτρα» του Αισχύλου, την «Ηρώ» του Γκριλπάτσερ, τη Δεισδαιμόνα στον «Οθέλλο» του Σέξπηρ, τη Στρίγκλα στο «Ημέρωμα της Στρίγκλας» του Σέξπιρ, τη Φραγκίσκα στον «Αμαξά Ένσελ» του Χάουπτμαν, την Πορκία στον «Έμπορο της Βενετίας» του Σέξπιρ, τη Φαύστα στην ομώνυμη τραγωδία του Βερναρδάκη και την Αγαθή στον «Νικηφόρο Φωκά» του ιδίου.
Γιώργος Χέλμης, Μαρίκα Κοτοπούλη
Το 1921 τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’ και το 1923 με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας. Το 1924 παντρεύτηκε τον αιγυπτιώτη επιχειρηματία Γιώργο Χέλμη (1891-1975), με τον οποίο έζησε για το υπόλοιπο της ζωής της. Το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά. Το 1926 έκτισε το εξοχικό της στην περιοχή του Ζωγράφου, το οποίο σήμερα στεγάζει του Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη. Ένας από τους πολλούς σταθμούς της θεατρικής της σταδιοδρομίας, υπήρξε η παράσταση της «Εκάβης» του Ευριπίδη, που δόθηκε στο Παναθηναϊκό Στάδιο στις 18 Σεπτεμβρίου 1927, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη, ο οποίος έγραψε τότε: «Η παράσταση της Εκάβης, οφείλεται αποκλειστικά στο μεγάλο ενθουσιασμό της Μαρίκας Κοτοπούλη και στη θερμή αγάπη της για την αρχαία τραγωδία. Μία τόσο εξαιρετική καλλιτέχνις δεν είναι δυνατό, παρά να νοιώθη βαθειά, πως τελικός προορισμός της είναι να ζωντανεύη τις αρχαίες ηρωίδες». Το 1929 ίδρυσε την «Ελευθέρα Σκηνή» μαζί με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Σπύρο Μελά και τον γαμπρό της Μήτσο Μυράτ, η οποία παρουσίασε έργα νέας πνοής (Λερνορμάν, Μπατάιγ). Το 1930 σημείωσε μεγάλη επιτυχία με την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Ευριπίδη και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους αναχώρησε για μεγάλη περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έδωσε παραστάσεις στη Νέα Υόρκη, τη Βοστώνη, το Ντιτρόιτ, το Σικάγο και το Κλίβελαντ με τα έργα «Ερωτόκριτος», «Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», «Ηλέκτρα», «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Στέλλα Βιολάντη» κ.ά. Οι Τάιμς της Νέας Υόρκης έγραψαν για την παράσταση της «Ηλέκτρας»: «Μολονότι η κ. Κοτοπούλη, αδράχνει τον ρόλο της με σφοδρότητα, είναι πάντοτε κυρίαρχος όλων των θυελλωδών συγκινήσεών της». Τον Απρίλιο του 1932 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με την άλλη μεγάλη κυρία του νεοελληνικού θεάτρου, την Κυβέλη. Η συνεργασία τους διάρκεσε με διαλείμματα έως το 1934. Παρουσίασαν, μεταξύ άλλων, το έργο του Μπέρναρ Σο «Το επάγγελμα της κυρίας Ουόρεν», που ήταν η πρώτη απόπειρα της Κοτοπούλη σε κωμικό ρόλο.
Το 1933 εμφανίστηκε για πρώτη και τελευταία φορά στη μεγάλη οθόνη. Πρωταγωνίστησε στην ελληνοτουρκική συμπαραγωγή «Ο κακός δρόμος» («Fena Yol»), που σκηνοθέτησε ο Ερτογρούλ Μουχσίν σε σενάριο Γρηγορίου Ξενόπουλου, με συμπρωταγωνιστές την Κυβέλη, τον Γιώργο Παππά και τον Βασίλη Λογοθετίδη. Μετά την εγκατάλειψη του «Θεάτρου Κοτοπούλη», η Μαρίκα ίδρυσε το 1937 το νέο θέατρό της, το επιβλητικό «Ρεξ» επί της οδού Πανεπιστημίου, παρουσιάζοντας με μεγάλη επιτυχία το έργο του Αντρέ Ζοζέ «Ελισάβετ». Το 1939 γιορτάστηκε η τριακονταετία της θιασαρχικής της διαδρομής και ο θίασός της έγινε ημικρατικός. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής απείχε συνειδητά από τις θεατρικές παραστάσεις και βοήθησε αρκετούς αριστερούς συναδέλφους της, που διώκονταν για την αντιστασιακή τους δράση. Η ίδια ανήκε στη Δεξιά και υποστήριζε τον θεσμό της βασιλείας. Μετά την απελευθέρωση διορίστηκε πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, το οποίο μετονομάστηκε σε Βασιλικό, αμέσως μετά την παλινόρθωση της βασιλείας το 1946. Συμμετέχοντας σε κλιμάκιο του Βασιλικού Θεάτρου ερμήνευσε το ρόλο της Κλυταιμνήστρας στις παραστάσεις της «Ορέστειας» του Αισχύλου, που δόθηκαν το 1949 στο Ηρώδειο και τιμήθηκε με το ανώτατο παράσημο της χώρας από τον βασιλιά Παύλο. Την ίδια χρονιά παρέδωσε τα ηνία του θιάσου της στον ανιψιό της Δημήτρη και η ίδια περιορίστηκε σε έκτακτες εμφανίσεις. Δίπλα της μαθήτευσαν και αναδείχθηκαν σημαντικές προσωπικότητες του νεοελληνικού θεάτρου, όπως ο Δημήτρης Ροντήρης, ο Μήτσος Μυράτ, ο Δημήτρης Μυράτ, ο Αλέξης Μινωτής, η Κατίνα Παξινού, ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Γιώργος Παπάς, ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο Γιώργος Γληνός, ο Κάρολος Κουν, η Μελίνα Μερκούρη, η Έλλη Λαμπέτη και η Σαπφώ Νοταρά. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το νεοελληνικό έργο και ανέδειξε συγγραφείς της γενιάς της και νεώτερους (Γρηγόριος Ξενόπουλος, Παντελής Χορν, Δημήτρης Μπόγρης, Αλέκος Λιδωρίκης, Δημήτρης Ιωαννόπουλος, Άγγελος Τερζάκης, Δημήτρης Ψαθάς, Σακελλάριος - Γιαννακόπουλος). Η Μαρίκα Κοτοπούλη πέθανε αιφνιδίως από καρδιακή ανακοπή στην Αθήνα στις 11 Σεπτεμβρίου 1954, σε ηλικία 67 ετών.
Απο αριστερά, Κυβέλη και Μαρίκα Κοτοπούλη
Όταν η Μαρίκα έδιωξε τον Βενιζέλο από το καμαρίνι της
Σε μία από τις παραστάσεις που έδωσε η Κοτοπούλη στο ομώνυμο θέατρο της Ομόνοιας, παρευρέθηκε ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Ελευθέριος Βενιζέλος. Εκείνος εκτιμούσε την ηθοποιό, παρά το γεγονός ότι ήταν αντίθετη στην πολιτική του και διατηρούσε σχέση με τον αρχηγό της αντιπολίτευσης, Ίωνα Δραγούμη. Η Κοτοπούλη είχε σχέση με τον Ίωνα Δραγούμη, μέχρι το 1920, που τον εκτέλεσαν ως εμπλεκόμενο στην απόπειρα δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου Ο Βενιζέλος είχε φτάσει στο θέατρο αρκετή ώρα πριν την έναρξη της παράστασης για να μιλήσει με την καλλιτέχνιδα που σημείωνε απανωτές επιτυχίες. Η Κοτοπούλη, προκειμένου να μη φανεί αγενής, δέχτηκε να τον συναντήσει στο καμαρίνι της. Αφού συνομίλησαν για κάμποση ώρα, η ηθοποιός φώναξε στον ανιψιό της Δημήτρη Μυράτ: «Μήτσο, τρέξε να με γλυτώσεις. Γιατί λίγα λεπτά ακόμη αν μείνει ο πρόεδρος στο καμαρίνι μου, θα γίνω Βενιζελική». Στο άκουσμα αυτής της φράσης, ο πρωθυπουργός «έσπευσε ν’ απομακρυνθή γελών», όπως έγραφε χαρακτηριστικά η εφημερίδα.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη έκανε φίλους της όσους τολμούσαν να την ειρωνευτούν
Ο συγγραφέας και σατυρικός ποιητής Πωλ Νορ, που το πραγματικό του όνομα ήταν Νίκος Νικολαΐδης, συνάντησε για πρώτη φορά την Κοτοπούλη, όταν ήταν νεαρός. Της συστήθηκε τότε ως δημοσιογράφος και εκείνη αυθόρμητα του είπε: «Κάτι τρέχει στα γύφτικα». Η απάντησή του όμως, την αιφνιδίασε. «Το ίδιο θα ‘λεγα και εγώ για σας την μεγάλη καλλιτέχνιδα». Ωστόσο, η Κοτοπούλη αντί να εκνευριστεί, ενθουσιάστηκε με το χιούμορ του νεαρού. Έπεσε στην αγκαλιά του και από τότε έγινε στενή του φίλη. Το ίδιο συνέβη και με έναν άγνωστο ηθοποιό της «ελευθέρας θεατρικής πιάτσας», τον Πραξιτέλη. Ο ηθοποιός θα έπαιζε ένα ρόλο στη «Σαλώμη» του Όσκαρ Ουάιλντ, που κανείς ηθοποιός του θιάσου δεν ήθελε, γιατί ήταν βουβός. Η Μαρίκα Κοτοπούλη, του περιέγραψε τη δουλειά που θα αναλάμβανε ως εξής: «Είναι ρόλος, κύριε Πραξιτέλη, από τον οποίον εξαρτάται η τύχη του έργου. Και φυσικά θα αμειφθήτε γενναία. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόση σημασία έχει το παίξιμό σας. Με τη διαφορά ότι δεν θα βγάλετε ούτε γρυ από το στόμα σας». Στην ειρωνεία της επιτυχημένης ηθοποιού, ο πρωτοεμφανιζόμενος συνάδελφός της απάντησε αναλόγως: «Τότε γιατί δεν βάζετε τον πρωταγωνιστή σας τον Μυράτ, στον σπουδαιότατο αυτόν ρόλο;» Η Μαρίκα Κοτοπούλη θαύμασε τον Πραξιτέλη για το πνεύμα του και έδωσε διαταγή να τον καλοπληρώσουν για όλες τις παραστάσεις, έστω και αν δεν θα έπαιζε κάποιο σημαντικό ρόλο....
Σε μία από τις παραστάσεις που έδωσε η Κοτοπούλη στο ομώνυμο θέατρο της Ομόνοιας, παρευρέθηκε ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Ελευθέριος Βενιζέλος. Εκείνος εκτιμούσε την ηθοποιό, παρά το γεγονός ότι ήταν αντίθετη στην πολιτική του και διατηρούσε σχέση με τον αρχηγό της αντιπολίτευσης, Ίωνα Δραγούμη. Η Κοτοπούλη είχε σχέση με τον Ίωνα Δραγούμη, μέχρι το 1920, που τον εκτέλεσαν ως εμπλεκόμενο στην απόπειρα δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου Ο Βενιζέλος είχε φτάσει στο θέατρο αρκετή ώρα πριν την έναρξη της παράστασης για να μιλήσει με την καλλιτέχνιδα που σημείωνε απανωτές επιτυχίες. Η Κοτοπούλη, προκειμένου να μη φανεί αγενής, δέχτηκε να τον συναντήσει στο καμαρίνι της. Αφού συνομίλησαν για κάμποση ώρα, η ηθοποιός φώναξε στον ανιψιό της Δημήτρη Μυράτ: «Μήτσο, τρέξε να με γλυτώσεις. Γιατί λίγα λεπτά ακόμη αν μείνει ο πρόεδρος στο καμαρίνι μου, θα γίνω Βενιζελική». Στο άκουσμα αυτής της φράσης, ο πρωθυπουργός «έσπευσε ν’ απομακρυνθή γελών», όπως έγραφε χαρακτηριστικά η εφημερίδα.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη έκανε φίλους της όσους τολμούσαν να την ειρωνευτούν
Ο συγγραφέας και σατυρικός ποιητής Πωλ Νορ, που το πραγματικό του όνομα ήταν Νίκος Νικολαΐδης, συνάντησε για πρώτη φορά την Κοτοπούλη, όταν ήταν νεαρός. Της συστήθηκε τότε ως δημοσιογράφος και εκείνη αυθόρμητα του είπε: «Κάτι τρέχει στα γύφτικα». Η απάντησή του όμως, την αιφνιδίασε. «Το ίδιο θα ‘λεγα και εγώ για σας την μεγάλη καλλιτέχνιδα». Ωστόσο, η Κοτοπούλη αντί να εκνευριστεί, ενθουσιάστηκε με το χιούμορ του νεαρού. Έπεσε στην αγκαλιά του και από τότε έγινε στενή του φίλη. Το ίδιο συνέβη και με έναν άγνωστο ηθοποιό της «ελευθέρας θεατρικής πιάτσας», τον Πραξιτέλη. Ο ηθοποιός θα έπαιζε ένα ρόλο στη «Σαλώμη» του Όσκαρ Ουάιλντ, που κανείς ηθοποιός του θιάσου δεν ήθελε, γιατί ήταν βουβός. Η Μαρίκα Κοτοπούλη, του περιέγραψε τη δουλειά που θα αναλάμβανε ως εξής: «Είναι ρόλος, κύριε Πραξιτέλη, από τον οποίον εξαρτάται η τύχη του έργου. Και φυσικά θα αμειφθήτε γενναία. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόση σημασία έχει το παίξιμό σας. Με τη διαφορά ότι δεν θα βγάλετε ούτε γρυ από το στόμα σας». Στην ειρωνεία της επιτυχημένης ηθοποιού, ο πρωτοεμφανιζόμενος συνάδελφός της απάντησε αναλόγως: «Τότε γιατί δεν βάζετε τον πρωταγωνιστή σας τον Μυράτ, στον σπουδαιότατο αυτόν ρόλο;» Η Μαρίκα Κοτοπούλη θαύμασε τον Πραξιτέλη για το πνεύμα του και έδωσε διαταγή να τον καλοπληρώσουν για όλες τις παραστάσεις, έστω και αν δεν θα έπαιζε κάποιο σημαντικό ρόλο....