Παράξενος, πολυσχιδής, αλαφροΐσκιωτος, αλλά με βαθιά επίγνωση του βάρους και της κάθετης πτώσης που είναι η ζωή, όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει, ο Ζαν Κοκτώ ήταν ακριβώς αυτό που κάποτε είχε γράψει η “Le Monde” για εκείνον: «ο βαρόνος φάντασμα της γαλλικής τέχνης», κάποιος που μισήθηκε και αγαπήθηκε πολύ, για τους ίδιους λόγους.
Αβάν-γκαρντ δημιουργός της ποίησης, της σκηνοθεσίας, της ζωγραφικής, ακόμα και του μπαλέτου και της όπερας, γινόμενος σύμβολο μιας ολόκληρης δημιουργικής εποχής, του παρισινού Μεσοπολέμου, πειραματίστηκε με όλα σχεδόν τα είδης της τέχνης, με την καλλιτεχνική του παρουσία να είναι πολύπλευρη και επιβλητική, καθώς ο Κορτώ δεν περιοριζόταν στη συγγραφή των έργων του αλλά συμμετείχε ενεργά στο ανέβασμά τους, είτε ως ηθοποιός και σκηνοθέτης είτε ως σκηνογράφος και παραγωγός. Πηγές έμπνευσης για την 50χρονη πορεία του Κορτώ, ο σουρεαλισμός, η ψυχανάλυση, ο κυβισμός, η καθολική θρησκεία και το όπιο στο οποίο ήταν εθισμένος.
Ο Ζαν Μορίς Κοκτώ γεννιέται στις 5 Ιουλίου 1889 σε ένα χωριό λίγο έξω από το Παρίσι, μεγαλώνοντας παρέα με τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια του μέσα στις ανέσεις της αστικής τάξης. Ο εύπορος πατέρας του ήταν ο τοπικός συμβολαιογράφος, κάτι που εξασφάλισε στη φαμίλια μια άνετη ζωή στα περίχωρα του Παρισιού, όπου και θα έρθει σε επαφή από νωρίς ο μικρός Ζαν με τις τέχνες και τα γράμματα που ανθούσαν στην Πόλη του Φωτός. Το τραγικό γεγονός της παιδικής του ηλικίας έλαβε χώρα το 1898, όταν ο νομικός πατέρας του, που ήταν ταυτοχρόνως και ερασιτέχνης ζωγράφος, αυτοκτόνησε, γεγονός που ανάγκασε τη φαμίλια να μετακομίσει στο σπίτι των παππούδων και χαράχτηκε στον ψυχισμό του παιδιού. Ο Κοκτώ θα μορφωθεί σε περίφημο σχολείο της παρισινής πόλης, κατάλληλο για τα παιδιά της καλής κοινωνίας, όπου θα επιδείξει από νωρίς την κλίση του στη γραφή: ήταν μόλις 18 ετών όταν θα γράψει την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Το λυχνάρι του Αλαντίν» (δημοσιεύτηκε το 1909), κάνοντάς τον αυτόματα τοπική διασημότητα. Ο γνωστός ηθοποιός της εποχής Edouard de Max οργανώνει θεατρικό αναλόγιο με το πόνημα του νεαρού Κοκτώ, ο οποίος φαντάζει ως παιδί-θαύμα της γαλλικών γραμμάτων…
Η παριζιάνικη αβάν-γκαρντ
Στη δεκαετία του 1910, ο Κοκτώ θα έρθει σε επαφή με διαπρεπείς μορφές της μποέμικης παριζιάνικης σκηνής, όπως ο ποιητής Γκιγιόμ Απολινέρ και οι ζωγράφοι Αμεντέο Μοντιλιάνι και Πάμπλο Πικάσο, αλλά και ο Προυστ και ο Αντρέ Ζιντ. Στους καλλιτεχνικούς κύκλους θα γίνει γνωστός ως «επιπόλαιος πρίγκιπας», από τον τίτλο της επόμενης συλλογής του που εξέδωσε στα 21 του. Ταυτοχρόνως, μαγεύεται από το μπαλέτο όταν θα δει τον χορευτή Βασλάβ Νιζίνσκι με τα Ρωσικά Μπαλέτα του και αποφασίζει να εμπλακεί ενεργά με τον χορό: γνωρίζει το αφεντικό του θιάσου και του ζητά δουλειά. Ο Κοκτώ άρχισε λοιπόν να σχεδιάζει τις αφίσες για τα Ballets Russe και το 1917 συνεργάστηκε στο ανέβασμα της παράστασης «Parade»: ο Κοκτώ έγραψε την ιστορία, ο Ερίκ Σατί συνέθεσε τη μουσική και ο Πικάσο σχεδίασε σκηνικά και κοστούμια! Από την πρώτη του αυτή δουλειά ο Κοκτώ θα αντλήσει έμπνευση και αυτοπεποίθηση και στη δεκαετία του 1920 θα επιδείξει μια εκπληκτική ποικιλία στις δραστηριότητές του. Έγραψε λιμπρέτα σε όπερες πολυάριθμων συνθετών, φιλοτέχνησε ποιητικές συλλογές και πίνακες ζωγραφικής, γράφοντας παράλληλα και το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο ήταν εμπνευσμένο από τις περιπέτειές του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου υπηρέτησε ως οδηγός ασθενοφόρου στο βελγικό μέτωπο.Ταυτοχρόνως, αναλαμβάνει σχεδόν εξολοκλήρου το ανέβασμα ενός μπαλέτου («Le Boeuf Sur le Toit») και σκηνοθετεί σύγχρονες εκδοχές κλασικών δραμάτων. Την ίδια εποχή θα συνδεθεί ερωτικά με τον νεαρότερο συγγραφέα Raymond Radiguet, τον οποίο ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και προσπάθησε να προωθήσει τη δουλειά του. Και ήταν μάλιστα εξαιτίας του θανάτου του εραστή του από τύφο που ο απεγνωσμένος Κοκτώ θα κατέφευγε στο όπιο για να βρει παρηγοριά…
Στη δεκαετία του 1910, ο Κοκτώ θα έρθει σε επαφή με διαπρεπείς μορφές της μποέμικης παριζιάνικης σκηνής, όπως ο ποιητής Γκιγιόμ Απολινέρ και οι ζωγράφοι Αμεντέο Μοντιλιάνι και Πάμπλο Πικάσο, αλλά και ο Προυστ και ο Αντρέ Ζιντ. Στους καλλιτεχνικούς κύκλους θα γίνει γνωστός ως «επιπόλαιος πρίγκιπας», από τον τίτλο της επόμενης συλλογής του που εξέδωσε στα 21 του. Ταυτοχρόνως, μαγεύεται από το μπαλέτο όταν θα δει τον χορευτή Βασλάβ Νιζίνσκι με τα Ρωσικά Μπαλέτα του και αποφασίζει να εμπλακεί ενεργά με τον χορό: γνωρίζει το αφεντικό του θιάσου και του ζητά δουλειά. Ο Κοκτώ άρχισε λοιπόν να σχεδιάζει τις αφίσες για τα Ballets Russe και το 1917 συνεργάστηκε στο ανέβασμα της παράστασης «Parade»: ο Κοκτώ έγραψε την ιστορία, ο Ερίκ Σατί συνέθεσε τη μουσική και ο Πικάσο σχεδίασε σκηνικά και κοστούμια! Από την πρώτη του αυτή δουλειά ο Κοκτώ θα αντλήσει έμπνευση και αυτοπεποίθηση και στη δεκαετία του 1920 θα επιδείξει μια εκπληκτική ποικιλία στις δραστηριότητές του. Έγραψε λιμπρέτα σε όπερες πολυάριθμων συνθετών, φιλοτέχνησε ποιητικές συλλογές και πίνακες ζωγραφικής, γράφοντας παράλληλα και το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο ήταν εμπνευσμένο από τις περιπέτειές του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου υπηρέτησε ως οδηγός ασθενοφόρου στο βελγικό μέτωπο.Ταυτοχρόνως, αναλαμβάνει σχεδόν εξολοκλήρου το ανέβασμα ενός μπαλέτου («Le Boeuf Sur le Toit») και σκηνοθετεί σύγχρονες εκδοχές κλασικών δραμάτων. Την ίδια εποχή θα συνδεθεί ερωτικά με τον νεαρότερο συγγραφέα Raymond Radiguet, τον οποίο ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και προσπάθησε να προωθήσει τη δουλειά του. Και ήταν μάλιστα εξαιτίας του θανάτου του εραστή του από τύφο που ο απεγνωσμένος Κοκτώ θα κατέφευγε στο όπιο για να βρει παρηγοριά…
Ήταν το 1930 όταν ο γνωστός πια στους καλλιτεχνικούς κύκλους Κοκτώ θα σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία, το βουβό και σουρεαλιστικό «Αίμα του Ποιητή»: όπως και πολλές από τις χαρακτηριστικές δουλειές του, στο φιλμ αναμειγνύονται ιδανικά οι εμμονές του Κοκτώ για τον έρωτα και τον θάνατο… Έπειτα από μακρύ διάλειμμα 16 ετών, ο Κοκτώ θα επέστρεφε στον χώρο της κινηματογραφίας με το γνωστότερο φιλμ του, τη σπουδαία και μαγική εκδοχή του στο κλασικό παραμύθι «Η Πεντάμορφη και το Τέρας»…Η ταινία, με την ονειρική ατμόσφαιρα και τα σουρεαλιστικά ειδικά εφέ της, έμελλε να εμπνεύσει μια ολόκληρη γενιά κινηματογραφιστών. Στη δεκαετία του ’40 ο ασίγαστος Κοκτώ θα κυκλοφορούσε μια σειρά ακόμα από ταινίες…Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η κυβέρνηση του Βισί χαρακτήρισε τον Κοκτώ παρακμασμένο, με τον φασιστικό Τύπο να τον καταγγέλλει ως ομοφυλόφιλο και τον γερμανό κατακτητή να διακόπτει τις παραστάσεις των έργων του έπειτα από επεισόδια που δημιουργήθηκαν.Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν ασχολήθηκε ποτέ ενεργά με την πολιτική, κατήγγειλε τη σκιώδη κυβέρνηση του Βισί, χωρίς όμως να πάρει ενεργά μέρος στη γαλλική αντίσταση. Το 1949 ανακηρύχθηκε Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής…Ο Κοκτώ επέστρεψε στο θέμα της μοναξιάς του καλλιτέχνη στην ξακουστή ταινία του «Ορφέας» (1950), τη σουρεαλιστική εκδοχή του πάνω στον αρχαίο μύθο του Ορφέα.Την «Τριλογία του Ορφέα» θα την ολοκληρώσει στη δεκαετία του 1960 με τη «Διαθήκη του Ορφέα», όπου ο μεγάλος καλλιτέχνης παίζει τον εαυτό του.Στα τελευταία του χρόνια ο Κοκτώ ήταν απλά ο Κοκτώ και αυτό έφτανε, τέτοια ήταν η δημοτικότητά του. Είχε εξάλλου εξασφαλίσει ήδη τη φήμη του πλέον πολύπλευρου καλλιτέχνη της πρωτοπορίας και η επιρροή που ασκούσε πια ήταν τρομακτική. Η δημιουργικότητά του μάλιστα δεν ανακόπηκε ποτέ, μένοντας αντισυμβατικός και ανορθόδοξος -και παραγωγικότατος φυσικά- μέχρι το τέλος. Κι έτσι το 1955 έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ο μεγάλος και πολύπλευρος αυτός δημιουργός, ένα από τα πλέον ιδιοσυγκρασιακά φαινόμενα που πέρασαν ποτέ από τη σύγχρονη τέχνη και συνέβαλαν όσο λίγοι στο να γίνει αυτή αποδεκτή από το ευρωπαϊκό κοινό, άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Οκτωβρίου 1963 από καρδιακή ανακοπή. Ζούσε πάντα έντονα και περιπετειώδη, μέχρι και το 1953 τουλάχιστον, όταν η εύθραυστη καρδιά του και η στεφανιαία νόσος καλούσαν σε πιο ήπιους ρυθμούς ζωής…«Για να συγκεντρώσει κανείς τα έργα του Κοκτώ δεν χρειάζεται βιβλιοθήκη, αποθήκη χρειάζεται», είπε κάποτε ο Auden και είχε απόλυτο δίκιο…
Ακόμη κι αν αγνοούμε το σύνολο της προσφοράς του Κοκτώ, στην ποίηση, τα γράμματα, τη ζωγραφική, τη στιχουργική, τη μουσική, τη σκηνοθεσία, εκείνος φρόντισε πέρα από όλα αυτά, να αφήσει μικρές, κάποτε παρήγορες, κάποτε κυνικές εξηγήσεις για τη ζωή που μπορεί να γίνεται αφόρητη, για τον έρωτα και τον θάνατο, για τον Θεό (και την ανυπαρξία του ή την κατασκευή του), για ό,τι ως ακατάλυτη συνθήκη μας συνοδεύει από την πρώτη μέρα έως τη δύση της ζωή μας. Με μικρές, αλλά θανατηφόρες δόσεις χιούμορ, φυσικά.
1. "Διατρέχουμε τον κίνδυνο να μας πάρουν στα σοβαρά, κάτι που είναι η αρχή του τέλους".
2. "Ό,τι κάνει κανείς στη ζωή, ακόμα και ο έρωτας, το κάνει μέσα στην υπερταχεία που τρέχει προς το θάνατο".
3. "Τα παιδιά και οι τρελοί κόβουν το Γόρδιο δεσμό που οι ποιητές ξοδεύουν μια ζωή για να λύσουν".
4. "Ο Θεός υπάρχει. Είναι ο διάβολος".
5. "Να αγαπάς και να αγαπιέσαι, αυτό είναι το ιδεώδες. Με την προϋπόθεση ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο". Jean Cocteau (Amedeo Modigliani, 1916 / Henry and Rose Pearlman Collection, on long-term loan to the Princeton University Art Museum)
6. "Αν προτιμώ τις γάτες από τα σκυλιά είναι επειδή δεν υπάρχουν αστυνομικές γάτες".
7. "Πρέπει να πιστεύουμε στην τύχη. Πώς αλλιώς θα εξηγήσουμε την επιτυχία αυτών που αντιπαθούμε;"
8. "Τα πιο ωραία φορέματα φοριούνται για να αφαιρούνται".
9. "Η ζωή είναι μια οριζόντια πτώση".
10. "Ο διάβολος είναι αγνός, επειδή δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο παρά μόνο το κακό".
1. "Διατρέχουμε τον κίνδυνο να μας πάρουν στα σοβαρά, κάτι που είναι η αρχή του τέλους".
2. "Ό,τι κάνει κανείς στη ζωή, ακόμα και ο έρωτας, το κάνει μέσα στην υπερταχεία που τρέχει προς το θάνατο".
3. "Τα παιδιά και οι τρελοί κόβουν το Γόρδιο δεσμό που οι ποιητές ξοδεύουν μια ζωή για να λύσουν".
4. "Ο Θεός υπάρχει. Είναι ο διάβολος".
5. "Να αγαπάς και να αγαπιέσαι, αυτό είναι το ιδεώδες. Με την προϋπόθεση ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο". Jean Cocteau (Amedeo Modigliani, 1916 / Henry and Rose Pearlman Collection, on long-term loan to the Princeton University Art Museum)
6. "Αν προτιμώ τις γάτες από τα σκυλιά είναι επειδή δεν υπάρχουν αστυνομικές γάτες".
7. "Πρέπει να πιστεύουμε στην τύχη. Πώς αλλιώς θα εξηγήσουμε την επιτυχία αυτών που αντιπαθούμε;"
8. "Τα πιο ωραία φορέματα φοριούνται για να αφαιρούνται".
9. "Η ζωή είναι μια οριζόντια πτώση".
10. "Ο διάβολος είναι αγνός, επειδή δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο παρά μόνο το κακό".
Ο Cocteau για τον Cocteau
« Εγώ εκθέτω τον εαυτό μου και παραιτούμαι απ’ το προνόμιο της ανωνυμίας και της μοναξιάς. Γυρίζω ταινίες για κάποιον μη υπάρχοντα θεατή, και αυτό με βοηθάει να ‘μια ελεύθερος ν’ αντισταθώ.»
« Για πρώτη φορά διασκεδάζω γράφοντας και νομίζω ότι αυτό είναι το ουσιώδες. Κι εγώ που ορκιζόμουν να μην ξαναγράψω! Είναι σαν ένας δρομέας που ορκίζεται ότι δεν θα ξαναϊδρώσει. Το πνεύμα τρέχει και ιδρώνει: είναι τα βιβλία.»
« Η ιδιαίτερη ηθική μου μπορεί να φαίνεται εντελώς ανηθικότητα σ’ αυτούς που προσπαθούν να πείσουν τους εαυτούς τους για κάτι που είναι ψέμα ή σ’ αυτούς που ζουν στην πλήρη σύγχυση, όπου το ψέμα τους φαίνεται αλήθεια και η αλήθεια μας μοιάζει στα μάτια τους με ψέμα.»
( Ημερολόγιο ενός αγνώστου)
« .. με στοιχειώνει η ιδέα της Ελλάδας ύστερα από μια μακρά νύχτα ύπνου από εκείνες που συντρίβουν τον άνθρωπο και γλυτώνουν μόνο οι ιδέες.»
( Ημερολόγιο ενός αγνώστου)
« Εξορίζοντας τον εαυτό μου, δεν εξορίζω ένα τέρας, αλλά έναν άνθρωπο που η κοινωνία δεν τον αφήνει να ζήσει, αφού θεωρεί λάθος ένα από τα μυστηριώδη παιχνιδίσματα που αισθάνεται το θεϊκό τούτο αριστούργημα που λέγεται άνθρωπος.»
«Οτιδήποτε αξίζει να λέγεται «διαφορετικό» μου αρέσει.»
«Τώρα μένω μόνος, κεραυνοβολημένος από λύπη, όρθιος στη μέση των συντριμμιών ενός εργοστασίου κρυστάλλου.»
«Ο Ζαν Κοκτώ λέει...» Αποσπάσματα από συνεντεύξεις
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν προέρχονται από δύο συνεντεύξεις του Ζαν Κοκτώ. Η πρώτη (1948) είναι αδημοσίευτη και περιλαμβάνεται στο προσωπικό αρχείο του ποιητή. Η δεύτερη δημοσιεύτηκε στις 3 Ιουλίου 1958 στο περιοδικό L'Express με ένα προλογικό σημείωμα του Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Και οι δύο περιλαμ¬βάνονται στο σύνολο τους στο βιβλίο του καθηγητή Ζαν Τουζό Jean Cocteau, qui etes-vous? (Παρίσι, La Manufacture, 1989). Η μετάφραση είναι της Βασιλικής Μίχου, πτυχιούχου Γαλλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόνης.
Ποιο νομίζετε ότι θα είναι το μέλλον της λογοτεχνίας μέσα στην κρίση που περνάει η δυτική κουλτούρα;
Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε με την ερώτηση.
Μα αλίμονο, δεν διαπιστώνετε ότι η πορεία της λογοτεχνίας έχει υποστεί μια παρέκκλιση;
Δεν υπάρχει μια πορεία, υπάρχουν μόνο άτομα. Άτομα και μιμητές, οι σχολές είναι μια παγίδα, είναι μια αρρώστια που μεταδίδεται από έναν άνθρωπο. Υπάρχει ο Μπωντλαίρ και όχι ο συμβολισμός, υπάρχουν ο Πικάσο και ο Μπρακ, και όχι ο κυβισμός. Όλος ο κόσμος τούς μιμείται, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. [...]
Πώς αντιλαμβάνεστε την τέχνη;
Η τέχνη είναι ό,τι μπορεί να εκφράσει ένα πράγμα που φέρουμε μέσα μας και μπορεί να εξωτερικευτεί. Δεν βλέπω γιατί θα 'πρεπε να είμαι καταδικασμένος να γράφω μ' έναν κοντυλοφόρο. Αυτή τη στιγμή κάνω μια ταπισερί για τους Γκομπλέν και εξυπακούεται ότι πρέπει να κάνεις ένα πράγμα τη φορά. Ο Πικάσο κάνει πια μόνο κεραμικά και τίποτε άλλο.
Τώρα θα σας πω γιατί δεν απάντησα ευθέως στην ερώτηση σας. Πιστεύω ότι ε'νας άνθρωπος, ένας ποιητής που θα 'σκυβε πάνω απ' αυτά τα προβλήματα, θα 'ταν σαν ένα φυτό που θα διάβαζε ένα εγχειρίδιο ανθοκομίας. Το εκπληκτικό σ' ένα φυτό είναι ότι ποτέ δεν έχει τους σκοπούς που του αποδίδουμε. Δεν υπάρχει για να πει μια κυρία καθισμένη στο σαλόνι της ότι είναι ωραίο, ότι το τριαντά¬φυλλο είναι ωραίο. Ο άνθρωπος του προσθέτει την έννοια της ομορφιάς. Η τέχνη έχει μια έννοια ανεξάρτητα απ' αυτή που της προσδίδουμε, η ομορφιά έχει από μόνη της μια άγνωστη ορμή. 'Οταν επιλέγουμε ηθοποιούς-βεντέτες για να προ¬σελκύσουμε το κοινό, είναι σαν να προσθέτουμε χρώματα σ' ένα λουλούδι για να προσελκύσουμε το έντομο, μονίμως λέμε ψέματα, είναι μια απάτη, μια εξαπάτηση των φυτών.
Εδώ βρίσκεται ένας συνδυασμός της τέχνης, για την τέχνη καθαυτή και για κάτι ακόμα που αγνοούμε.
Ναι, κάτι που δεν γνωρίζουμε, είναι το μυστήριο των σκοπών του φυτού. Παίρ¬νουμε το σπόρο και τον φυτεύουμε, η ομορφιά επωφελείται του καλλιτέχνη για να διαιωνιστεί. [...]
Πώς αντιλαμβάνεστε το ρόλο της Γαλλίας σήμερα;
Η αταξία έσωζε ανέκαθεν τη Γαλλία. Η μεγάλη γαλλική παράδοση είναι η αναρ¬χία. Είναι αυτό που εμπόδισε το κράτος να ισοπεδωθεί και αυτό που επέτρεψε στο απροσδόκητο να γεννηθεί. Είναι δύσκολο να κατανοηθεί από τους έξω αυτή η αταξία, και τυγχάνει να κατηγορούν την Γαλλία και να την υποτιμούν γι' αυτό που είναι ό,τι καλύτερο έχει. Η Γαλλία ήταν, είναι και θα είναι ένα παραλίμνιο χωριό. Τόσο την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ' όσο και του Ναπολέοντα και της Τρίτης Δημοκρατίας. Και αυτό συμπεριλαμβάνει διαφωνίες, συζητήσεις στο καφενείο, ζήλιες... Η Γαλλία διάλεξε ως σύμβολο της τον πετεινό, είναι ένα ζώο αυλής, δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε βιομηχανικά κράτη, η λογοτεχνική της ακόμα παραγωγή είναι χειρωνακτική, η χώρα είναι όμορφη στο μέτρο που αυτή η ομορφιά δεν συνειδητοποιείται. [1948]
Δεν δείχνετε ν' αγαπάτε την ταχύτητα.
Η εποχή μας έχει τη συνήθεια να συγχέει την ταχύτητα με τη βιασύνη. Επωφελού¬μαι για να σας πω τη σημασία που αποδίδω στο λεξιλόγιο σε μια εποχή που χάνει τον ειρμό των ιδεών της, γεγονός που προκαλεί καμιά φορά σοβαρή σύγχυση στη σκέψη. Μια λέξη χρησιμοποιημένη στη θέση μιας άλλης, και να που ξεκινά μια σειρά παρανοήσεων. Έχω συχνά μιλήσει γι' αυτή την ακατανόητη βιασύνη των νέων, που το περπάτημα τους αποθαρρύνει γιατί αμέτρητα αυτοκίνητα τους περι¬φρονούν, τους λερώνουν με λάσπη, τους τυφλώνουν με αυθάδη φώτα. Αυτό το μοναχικό βάδισμα στην άκρη του δρόμου τους σπρώχνει προς την παντομίμα του οτοστόπ και τους επιβιβάζει σ' αυτοκίνητα και σε ταχύτητες που δεν είναι δικές τους. Φαντάζονται ότι κερδίζουν χρόνο και τον χάνουν με τα ξένα προς τους ρυθ¬μούς τους μέσα που χρησιμοποιούν. [...]
Συνοψίζοντας, το θέμα σας είναι σχεδόν πάντα αυτό της μοναξιάς των ατόμων και μιας αδυναμίας να ενταχθούν στη μάζα. Δεν φοβάστε ότι θα σας κατηγορήσουν για μοναχικό καβαλάρη;
Όχι, γιατί με το να μη συμμετέχουμε στη μαζικοποίηση όπου οδεύει ο κόσμος, με το να διαφοροποιούμαστε, να προσκολλώμαστε όσο το περισσότερο δυνατό στον εαυτό μας, ενδέχεται, σύμφωνα με τα λόγια του Γκαίτε, να προσεγγίσουμε ένα μεγάλο αριθμό αδελφικών ψυχών, να συμφωνήσουμε μ' αυτές τις μοναξιές που δημιουργούν ένα έρημο νησί διασκορπισμένο σ' όλα τα σημεία της υφηλίου. Δεν πιστεύω στο λαϊκό θέατρο και εκτίμηση μου είναι ότι προσβάλλεις το λαό αν νομίζεις ότι ζητά έργα πολύ άπλά και παιδιάστικα. Όπως τα παιδιά, ο λαός έχει μια εκπληκτική ικανότητα να μαντεύει τις πνευματικές αξίες, και επειδή δεν προ¬σπαθεί να καταλάβει, να χαθεί μέσα στον ορθολογισμό που ψάχνει να εξηγήσει τα πάντα και καταστρέφει το μυστήριο, προσγειώνεται ενστικτωδώς στα δύο του πόδια μέσα στο άπειρο, στο κέντρο του στόχου όπου ο διανοητισμός εμποδίζει να φτάσουν αυτούς που φαντάζονται ότι είναι ανίκανοι να διαπράξουν στο εξής το παραμικρό λάθος. Μεταξύ μας, το αλάθητο των διανοούμενων με διασκεδάζει, μια που αυτή η διαύγεια πνεύματος τους κρύβει την καινούργια ομορφιά που πάντα βρίσκει τον τρόπο να γίνει αόρατη στο υπερβολικά σίγουρο μάτι τους.
Χρησιμοποιείτε πάντα τον όρο «διανοούμενος» με μια αρνητική έννοια.
Οι διανοούμενοι ρίχνονται σαν κυνηγετικά σκυλιά στα ίχνη των ποιητών και χτυ¬πούν βίαια τον κώδωνα πίσω από τους συγγραφείς που συνθέτουν χωρίς να γρά¬φουν, που υπακούουν στις προσταγές ενός εσωτερικού εγώ, νυχτερινού, ενός αγνώστου που τους κατοικεί και δεν τον γνωρίζουν. Αυτός ο άγνωστος κρύβεται μέσα τους, προσπαθεί να τους εκθέσει στη θέση του, να τους μεταμφιέσει όπως ο Δον Ζουάν μεταμφιέζει τον Λεπορέλο με τα ρούχα του ώστε να δεχτεί αυτός τα χτυπήματα.
Το εγώ που βλέπετε, αυτό που η παριζιάνικη δημοσιογραφία παρουσιάζει σαν μαριονέτα και που δεν θα 'θελα να γνωρίσω, σώζει το πραγματικό μου εγώ από τη δημόσια πυρά και συνεργάζεται μ' αυτή την επιστήμη που ο Σαλβαντόρ Νταλί ονομάζει «φοινικολογία», επιστήμη που συνίσταται στο να πεθαίνεις για να ξαναγεννηθείς, επιστήμη της οποίας ο ποιητής του Αίματος ενός ποιητή και της ταινίας μου Ορφέας αποτελούν το τυπικό παράδειγμα. Ο ποιητής είναι ικανός να κάνει πράξη αυτή την επιστήμη. [...]
Μπορείτε να μου δώσετε τον ορισμό αυτού του διανοητισμού που τόσο βάλλετε απ' όλες τις μεριές;
Ναι, θα σας έλεγα ότι ο διανοητισμός μετουσιώνει τη βλακεία. Σέβομαι μονάχα τους καλλιτέχνες που δρουν πριν σκεφτούν ή, συμφωνά με την έκφραση του Πικάσο, αυτούς που πρώτα βρίσκουν και μετά ψάχνουν. Η υπερβολική σκέψη και έρευνα παραλύει το χέρι και την ψυχή. Η ατυχία μου είναι να 'χω λάβει από μια νεράιδα ένα είδος χαζομάρας που μιμείται τη διάνοια λαμβάνοντας τις γκάφες μου ως μακιαβελισμό, και από έναν αόρατο πονηρό θεό να 'χω το αντίθετο του δαχτυλιδιού που έκανε τον Γύγη αόρατο: ένα δαχτυλίδι που σε κάνει ορατό. Εξαιτίας αυτού του δαχτυλιδιού είμαι ένα παράδοξο, ένας διάσημος άγνωστος, ένας γενναίος άνθρωπος καλυμμένος από μύθους. Τ' όνομα μου τρέχει πιο γρή¬γορα από το έργο μου. Ό,τι συμβαίνει σχεδόν πάντα σ' αυτή την εποχή του ραδιοφώνου και των περιοδικών. Όταν το έργο καταφέρει ν' ανταμώσει τη φήμη, η ομορφιά που έτρεχε μανιωδώς παύει ν' ασχημαίνει και γίνεται αιωνίως όμορ¬φη, όσο δηλαδή διαρκέσει η ζωή του μικρού φτωχού μας πλανήτη. [...]
Λατρεύετε τη φιλία.
Έχω συχνά επαναλάβει ότι είμαι πιο έμπειρος στη φιλία απ' ό,τι στον έρωτα, αυτό είναι που παραπλανεί έναν κόσμο απρόσεκτο και τον κάνει να μου προσδίδει φανταστικές περιπέτειες, ένα από τα σπάνια βέλη που οι άνθρωποι δεν θέλουν να τους επιστρέψουν. Η φιλία έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, και δυστυχώς η καρδιά μου στρεφόταν, σε γενικές γραμμές, προς άτομα που η δύναμη τους τα καταβρόχθιζε και τα κατανάλωνε υπερβολικά γρήγορα. Να γιατί ο δρόμος μου είναι σπαρμένος με πένθη.
Μιλήστε μου για τις τιμές. Δεν είστε μέλος δέκα ακαδημιών και επίτιμος διδάκτωρ στην Οξφόρδη;
Υπάρχει ένας ιδιότυπος ξυλοδαρμός, αυτός των τιμών. Σας πέφτουν ξαφνικά στο κεφάλι. Η Ακαδημία άνοιξε τις πύλες της σ' έναν παλιάνθρωπο «ικανό για όλα», όπως λένε οι οικογένειες. Ένα είδος που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε αφήσει να εισχωρήσει στους κόλπους της. Σήμερα τα άρθρα του Σαιν-Μπεβ μοιάζουν μ' αυτά μιας επαρχιακής εφημερίδας. Το 1956 η Ακαδημία επέδειξε μια κομψότητα που άλλοτε αγνοούσε, καθώς τα μέλη της δεν φαντάζονταν ότι, όταν ο Μπωντλαίρ έβαζε υποψηφιότητα για ακαδημαϊκός, έκανε πλάκα. Βασιλική Ακαδημία του Βελγίου, Γαλλική Ακαδημία. Οι άλλες τιμές ακολου¬θούν κατά σειρά, και αν σας ομολογούσα ότι είμαι ένας παράξενος Αμερικανός ακαδημαϊκός και όχι λιγότερο παράξενος επίτιμος διδάκτωρ στην Οξφόρδη, μια που δεν μιλώ την αγγλική
γλώσσα, τι θα λέγατε;
Όταν χρησιμοποιείτε τις λέξεις «δεξιά» και «αριστερά», έχετε μια ποδική άποψη;
Αν με κατηγορήσουν ότι υπερασπίζομαι μια οποιαδήποτε πολιτική θέση, είναι πολύ αστείο, μια που 'χω μόνο μια, αυτή της φιλίας, και μου συμβαίνει κάποια ορμή φιλίας να με ωθεί να πάρω μια θέση που δεν σημαίνει στη σκέψη μου τίποτε άλλο πέρα απ' ό,τι ήδη σήμαινε στην καρδιά μου. Ο αλάνθαστος μηχανισμός μου είναι αυτός του καλού και με εκθέτει μονάχα στην ειρωνεία των ηλιθίων. [...]
Εκτιμώ ότι ο συγγραφέας που πολιτικοποιείται δεν αποκομίζει παρά μόνο κάποιο όφελος, να υποστηρίζεται από το κόμμα του. Το δικό μου κόμμα είναι να 'μαι μόνος μου. Η δικιά μου πολιτικοποίηση είναι να επενδύω σε μια πλήρη ανα¬σφάλεια, ο ποιητής πρέπει να αφήνεται στο έλεος του έργου του. [...]
Στην πολιτική των γραμμάτων, η δεξιά και η αριστερά είχαν μια συγκεκριμένη σημασία την ηρωική εποχή του Μονπαρνάς, γιατί οι πρωτοπόροι αντιτίθενταν στην ανοστιά προβάλλοντας τη λαμπρότητα. Μόνο που σύντομα χρειάστηκε ν' αλλάξουμε το όπλο μας, να αντιταχθούμε σ' αυτή τη λαμπρότητα που, αν θέλετε, γινόταν ένας νέος κομφορμισμός, μια δεξιά της αριστεράς. Ο Ραϋμόν Ραντιγκέ δημιουργήθηκε μέσ' από τα βιβλία μας. Υπήρξαμε οι κλασικοί του στο σχολείο και, όντας αυτοί, ήμασταν βαρετοί. Στα δεκατέσσερα του χρόνια μ' έμαθε ν' αντιτάσσομαι στον ίδιο μου τον εαυτό, μου έδειξε πώς να ισιώσω μια κλίση μου προς ένα μοντερνισμό που δεν είχε καμιά σχέση με τη φρεσκάδα των νέων πνευμάτων. Την εποχή του κινήματος του ντανταϊσμού δήλωνε την αναρχία της γλώσσας: Δεν πρέπει να αντιταχθούμε στις συνήθειες και τα κεκτημένα, αλλά στους πρωτοπόρους και τα νέα πράγματα που τείνουν να γίνουν καθεστηκυία τάξη. [...]
Μιλήστε μου λίγο για το παρεκκλήσι σας.
Αρχικά τοιχογράφησα αυτή την εκκλησία σαν φόρο τιμής στις νεανικές μου ανα-μνήσεις, στο διάσημο ξενοδοχείο «Welcome» όπου ζήσαμε με τους καλλιτέχνες που δρομολόγησαν αυτό τον μη πραγματικό ρεαλισμό, πραγματικό χαρακτηριστι¬κό γνώρισμα της εποχής μας. Το παρεκκλήσι χρησιμοποιούνταν από τους ψαρά¬δες ως αποθήκη για τα δίχτυα τους. Μου πήρε τριάντα χρόνια για να ανακαλύψω ότι αυτή η αποκοιμισμένη κάτω από τη σκόνη γηραιά στέγη ήταν μια νέα Ρωμαία πριγκίπισσα που θα 'πρεπε να ξυπνήσω, να στολίσω, να ντύσω. Διακόσμησα ακό¬μα αυτό το παρεκκλήσι από αγάπη στο προσκύνημα και τη θλίψη που νιώθω βλέ¬ποντας τη χάρη του προσκυνήματος να χάνεται προς όφελος της αναπαραγωγής, άλλοτε ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ περπατούσε χιλιόμετρα για ν' ακούσει γαλλική μουσική στο Ανόβερο. Ο Γκαίτε περπατούσε από τη Βαϊμάρη ως τη Ρώμη για να δει κάποια αγάλματα. Κι εγώ ο ίδιος αποφάσισα το ταξίδι στην Ολλανδία για να χαιρετίσω τη Νεκρή κοπέλα με μπλε σκούφο του Βερμέερ.
Τώρα οι φωνές μας ακούγονται μια εβδομάδα αφού βγουν από το στόμα μας. Τα έργα τέχνης αναπαράγονται έγχρωμα και διαδίδονται με τις κάρτες. Όλα είναι μια ηχώ. Όλα από μια συμμορία. Όλα κατά κάποιον τρόπο είναι ένα ψέμα. Η εποχή μας δεν ψεύδεται μόνο, της έχουν πει και ψέματα, να τι μ' ενοχλεί και ποιος είναι ο λόγος που θέλησα να κάνω ένα έργο που πρέπει να το δεις επιτόπου και του οποίου οι φωτογραφίες δεν δίνουν την παραμικρή ιδέα. Συμβαίνει συχνά ν' ακούω επισκέπτες να ζητούν συγγνώμη που κατηγόρησαν το παρεκκλήσι μου πριν τους συγκινήσει, έχοντας εξαπατηθεί από τα περιοδικά και την τηλεόραση.
Όπως ο Μαλρώ, δεν αμφισβητώ ότι οι φωτισμοί της εποχής μας ξέρουν πώς να παρουσιάσουν θαυμαστά πράγματα από μια απρόσμενη γωνία δίνοντας τους μια δεύτερη νεότητα. Είναι εξίσου αλήθεια ότι ένα σπάνιο αντικείμενο απαιτεί μια προσπάθεια, και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί, για παράδειγμα, αν δεν τον έχει δει, τον Ηνίοχο των Δελφών, τα από σμάλτο μάτια του ορθάνοιχτα, να δια¬σχίζει τους αιώνες σαν υπνοβάτης που περπατά ακίνητος μέσα στην περίεργη αίθουσα της κλινικής του μουσείου των Δελφών. Ένα αριστούργημα φέρει μέσα του μια προσωπικότητα ικανή να μεταμορφωθεί ανάλογα με τις περιστάσεις, κι έχω δει διάσημους πίνακες να φαίνονται διαφορετικοί στο Ρότερνταμ, στο Λονδί¬νο ή στο Παρίσι.
Απ' όλες τις ποικίλες δραστηριότητες σας, των οποίων ο Φραινιώ τόσο καλά εξή¬γησε την ενότητα, ποια είναι αυτή που προτιμάτε;
Η ποίηση, το ποίημα. Είναι βεβαίως αξιοθαύμαστο ν' αλλάξεις και να γίνεσαι τοί¬χος, να κάνεις να μιλούν οι τοίχοι και ποτέ να μη νιώσεις την παραμικρή σκιά κού¬ρασης να σκαρφαλώνει τις σκάλες και τις σκαλωσιές σου. Είναι βεβαίως θαυμά¬σιο να προβάλλεσαι έξω από τον εαυτό σου, διαμέσου μιας διεθνούς διαλέκτου που διαπερνά αυτό το άλλο τείχος των γλωσσών. Αλλά το ποίημα είναι το μόνο μέ¬σο που επιτρέπει στη νύχτα μας να φανεί την ημέρα και να εκτεθεί χωρίς ντροπή.
Η ποίηση, έλεγα, είναι μια επιδειξιομανία που ασκείται μπροστά σε τυφλούς. Είναι αλήθεια. Υποταγμένη σε αυστηρούς κανόνες, σε άλγεβρες, μαθηματικά, των οποίων τα ψηφία πληθαίνουν, η ποίηση είναι κατά κάποιον τρόπο η βασίλισ¬σα της μοναξιάς και θα μπορούσε να φέρει στο οικόσημό της τη φράση μου: «Γνωρίζω ότι η ποίηση είναι απαραίτητη, αλλά αγνοώ σε τι».
Η αγάπη σας για την κοινωνικότητα δεν κάμπτεται κάποτε απ' αυτή τη μοναξιά;
Κάποιες στιγμές θλίβομαι, αλλά αρνούμαι να αφεθώ να παραπλανηθώ απ' αυτή την παγίδα στην οποία η σύγχρονη ζωή προσπαθεί με μανία να μας ρίξει. Για μεγάλο χρονικό διάστημα πίστευα (έως τα είκοσι μου) ότι οι μούσες ήταν αξιαγά¬πητες. Δεν άργησα να καταλάβω ότι αυτές οι κυρίες δεν ήταν βολικές και ότι βασάνιζαν αυτούς που επέλεγαν και αγαπούσαν. Είναι η θεωρία μου για την αποτυχία ή στο κάτω-κάτω ό,τι μοιάζει να 'ναι αποτυχημένο στα μάτια της πλειο¬ψηφίας που υπερηφανεύεται ότι κατέχει τα προνόμια της μειοψηφίας (νεόφερτη άποψη). «Τι άλλο θα μπορούσα να επιθυμώ;» αναρωτιέται ο Μέγας Αλέξανδρος. Αυτή η πλειοψηφία θα του απαντούσε: ένα χρυσό ρολόι, ένα ακριβό στυλό, μια Κάντιλακ.
Φοβάστε το θάνατο;
Χάνουμε τα μαλλιά μας, τα δόντια μας, τους φίλους μας, την οικογένεια μας. Είναι λυπηρό, αλλά ο θάνατος μοιάζει δευτερεύων αν δεν είναι το αποτέλεσμα ενός μακροχρόνιου πόνου ή μιας αργής, χρόνιας αρρώστιας. Για πολύ καιρό πριν γεννηθώ υπήρξα νεκρός. Έχω λοιπόν από καιρό συνηθίσει το θάνατο, κι αν πρέ¬πει να παρουσιαστώ μπροστά σε κάποιο δικαστήριο, υποθέτω ότι θα 'ταν γελοίο να το συγκρίνω με κάποιο από τα δικά μας. Ένας θεός δεν κρίνει τις πράξεις μας, τις ζυγίζει, και ο μόνος σκοπός μου σ' αυτό τον κόσμο είναι να υπολογίζω καλά και να ζυγίζω σωστά. [...]
Μια τελευταία λέξη: τι πιστεύετε για τα ταξίδια στο διάστημα;
Το να ταξιδέψουμε μακριά δεν προσφέρει τίποτα παραπάνω απ' ό,τι το ταξίδι από την Αθήνα στη Σπάρτη. Το σώμα μας μοιάζει στέρεο, αλλά τα μόρια που το συνθέτουν είναι χωρισμένα από διαστήματα το ίδιο τεράστια όσο αυτά που μας φαίνονται να χωρίζουν τα άστρα. Το μόνο δυνατό άπειρο είναι μέσα μας. Τα υπόλοιπα δεν είναι παρά κάτι το γραφικό. [1958]
« Εγώ εκθέτω τον εαυτό μου και παραιτούμαι απ’ το προνόμιο της ανωνυμίας και της μοναξιάς. Γυρίζω ταινίες για κάποιον μη υπάρχοντα θεατή, και αυτό με βοηθάει να ‘μια ελεύθερος ν’ αντισταθώ.»
« Για πρώτη φορά διασκεδάζω γράφοντας και νομίζω ότι αυτό είναι το ουσιώδες. Κι εγώ που ορκιζόμουν να μην ξαναγράψω! Είναι σαν ένας δρομέας που ορκίζεται ότι δεν θα ξαναϊδρώσει. Το πνεύμα τρέχει και ιδρώνει: είναι τα βιβλία.»
« Η ιδιαίτερη ηθική μου μπορεί να φαίνεται εντελώς ανηθικότητα σ’ αυτούς που προσπαθούν να πείσουν τους εαυτούς τους για κάτι που είναι ψέμα ή σ’ αυτούς που ζουν στην πλήρη σύγχυση, όπου το ψέμα τους φαίνεται αλήθεια και η αλήθεια μας μοιάζει στα μάτια τους με ψέμα.»
( Ημερολόγιο ενός αγνώστου)
« .. με στοιχειώνει η ιδέα της Ελλάδας ύστερα από μια μακρά νύχτα ύπνου από εκείνες που συντρίβουν τον άνθρωπο και γλυτώνουν μόνο οι ιδέες.»
( Ημερολόγιο ενός αγνώστου)
« Εξορίζοντας τον εαυτό μου, δεν εξορίζω ένα τέρας, αλλά έναν άνθρωπο που η κοινωνία δεν τον αφήνει να ζήσει, αφού θεωρεί λάθος ένα από τα μυστηριώδη παιχνιδίσματα που αισθάνεται το θεϊκό τούτο αριστούργημα που λέγεται άνθρωπος.»
«Οτιδήποτε αξίζει να λέγεται «διαφορετικό» μου αρέσει.»
«Τώρα μένω μόνος, κεραυνοβολημένος από λύπη, όρθιος στη μέση των συντριμμιών ενός εργοστασίου κρυστάλλου.»
«Ο Ζαν Κοκτώ λέει...» Αποσπάσματα από συνεντεύξεις
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν προέρχονται από δύο συνεντεύξεις του Ζαν Κοκτώ. Η πρώτη (1948) είναι αδημοσίευτη και περιλαμβάνεται στο προσωπικό αρχείο του ποιητή. Η δεύτερη δημοσιεύτηκε στις 3 Ιουλίου 1958 στο περιοδικό L'Express με ένα προλογικό σημείωμα του Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Και οι δύο περιλαμ¬βάνονται στο σύνολο τους στο βιβλίο του καθηγητή Ζαν Τουζό Jean Cocteau, qui etes-vous? (Παρίσι, La Manufacture, 1989). Η μετάφραση είναι της Βασιλικής Μίχου, πτυχιούχου Γαλλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόνης.
Ποιο νομίζετε ότι θα είναι το μέλλον της λογοτεχνίας μέσα στην κρίση που περνάει η δυτική κουλτούρα;
Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε με την ερώτηση.
Μα αλίμονο, δεν διαπιστώνετε ότι η πορεία της λογοτεχνίας έχει υποστεί μια παρέκκλιση;
Δεν υπάρχει μια πορεία, υπάρχουν μόνο άτομα. Άτομα και μιμητές, οι σχολές είναι μια παγίδα, είναι μια αρρώστια που μεταδίδεται από έναν άνθρωπο. Υπάρχει ο Μπωντλαίρ και όχι ο συμβολισμός, υπάρχουν ο Πικάσο και ο Μπρακ, και όχι ο κυβισμός. Όλος ο κόσμος τούς μιμείται, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. [...]
Πώς αντιλαμβάνεστε την τέχνη;
Η τέχνη είναι ό,τι μπορεί να εκφράσει ένα πράγμα που φέρουμε μέσα μας και μπορεί να εξωτερικευτεί. Δεν βλέπω γιατί θα 'πρεπε να είμαι καταδικασμένος να γράφω μ' έναν κοντυλοφόρο. Αυτή τη στιγμή κάνω μια ταπισερί για τους Γκομπλέν και εξυπακούεται ότι πρέπει να κάνεις ένα πράγμα τη φορά. Ο Πικάσο κάνει πια μόνο κεραμικά και τίποτε άλλο.
Τώρα θα σας πω γιατί δεν απάντησα ευθέως στην ερώτηση σας. Πιστεύω ότι ε'νας άνθρωπος, ένας ποιητής που θα 'σκυβε πάνω απ' αυτά τα προβλήματα, θα 'ταν σαν ένα φυτό που θα διάβαζε ένα εγχειρίδιο ανθοκομίας. Το εκπληκτικό σ' ένα φυτό είναι ότι ποτέ δεν έχει τους σκοπούς που του αποδίδουμε. Δεν υπάρχει για να πει μια κυρία καθισμένη στο σαλόνι της ότι είναι ωραίο, ότι το τριαντά¬φυλλο είναι ωραίο. Ο άνθρωπος του προσθέτει την έννοια της ομορφιάς. Η τέχνη έχει μια έννοια ανεξάρτητα απ' αυτή που της προσδίδουμε, η ομορφιά έχει από μόνη της μια άγνωστη ορμή. 'Οταν επιλέγουμε ηθοποιούς-βεντέτες για να προ¬σελκύσουμε το κοινό, είναι σαν να προσθέτουμε χρώματα σ' ένα λουλούδι για να προσελκύσουμε το έντομο, μονίμως λέμε ψέματα, είναι μια απάτη, μια εξαπάτηση των φυτών.
Εδώ βρίσκεται ένας συνδυασμός της τέχνης, για την τέχνη καθαυτή και για κάτι ακόμα που αγνοούμε.
Ναι, κάτι που δεν γνωρίζουμε, είναι το μυστήριο των σκοπών του φυτού. Παίρ¬νουμε το σπόρο και τον φυτεύουμε, η ομορφιά επωφελείται του καλλιτέχνη για να διαιωνιστεί. [...]
Πώς αντιλαμβάνεστε το ρόλο της Γαλλίας σήμερα;
Η αταξία έσωζε ανέκαθεν τη Γαλλία. Η μεγάλη γαλλική παράδοση είναι η αναρ¬χία. Είναι αυτό που εμπόδισε το κράτος να ισοπεδωθεί και αυτό που επέτρεψε στο απροσδόκητο να γεννηθεί. Είναι δύσκολο να κατανοηθεί από τους έξω αυτή η αταξία, και τυγχάνει να κατηγορούν την Γαλλία και να την υποτιμούν γι' αυτό που είναι ό,τι καλύτερο έχει. Η Γαλλία ήταν, είναι και θα είναι ένα παραλίμνιο χωριό. Τόσο την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ' όσο και του Ναπολέοντα και της Τρίτης Δημοκρατίας. Και αυτό συμπεριλαμβάνει διαφωνίες, συζητήσεις στο καφενείο, ζήλιες... Η Γαλλία διάλεξε ως σύμβολο της τον πετεινό, είναι ένα ζώο αυλής, δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε βιομηχανικά κράτη, η λογοτεχνική της ακόμα παραγωγή είναι χειρωνακτική, η χώρα είναι όμορφη στο μέτρο που αυτή η ομορφιά δεν συνειδητοποιείται. [1948]
Δεν δείχνετε ν' αγαπάτε την ταχύτητα.
Η εποχή μας έχει τη συνήθεια να συγχέει την ταχύτητα με τη βιασύνη. Επωφελού¬μαι για να σας πω τη σημασία που αποδίδω στο λεξιλόγιο σε μια εποχή που χάνει τον ειρμό των ιδεών της, γεγονός που προκαλεί καμιά φορά σοβαρή σύγχυση στη σκέψη. Μια λέξη χρησιμοποιημένη στη θέση μιας άλλης, και να που ξεκινά μια σειρά παρανοήσεων. Έχω συχνά μιλήσει γι' αυτή την ακατανόητη βιασύνη των νέων, που το περπάτημα τους αποθαρρύνει γιατί αμέτρητα αυτοκίνητα τους περι¬φρονούν, τους λερώνουν με λάσπη, τους τυφλώνουν με αυθάδη φώτα. Αυτό το μοναχικό βάδισμα στην άκρη του δρόμου τους σπρώχνει προς την παντομίμα του οτοστόπ και τους επιβιβάζει σ' αυτοκίνητα και σε ταχύτητες που δεν είναι δικές τους. Φαντάζονται ότι κερδίζουν χρόνο και τον χάνουν με τα ξένα προς τους ρυθ¬μούς τους μέσα που χρησιμοποιούν. [...]
Συνοψίζοντας, το θέμα σας είναι σχεδόν πάντα αυτό της μοναξιάς των ατόμων και μιας αδυναμίας να ενταχθούν στη μάζα. Δεν φοβάστε ότι θα σας κατηγορήσουν για μοναχικό καβαλάρη;
Όχι, γιατί με το να μη συμμετέχουμε στη μαζικοποίηση όπου οδεύει ο κόσμος, με το να διαφοροποιούμαστε, να προσκολλώμαστε όσο το περισσότερο δυνατό στον εαυτό μας, ενδέχεται, σύμφωνα με τα λόγια του Γκαίτε, να προσεγγίσουμε ένα μεγάλο αριθμό αδελφικών ψυχών, να συμφωνήσουμε μ' αυτές τις μοναξιές που δημιουργούν ένα έρημο νησί διασκορπισμένο σ' όλα τα σημεία της υφηλίου. Δεν πιστεύω στο λαϊκό θέατρο και εκτίμηση μου είναι ότι προσβάλλεις το λαό αν νομίζεις ότι ζητά έργα πολύ άπλά και παιδιάστικα. Όπως τα παιδιά, ο λαός έχει μια εκπληκτική ικανότητα να μαντεύει τις πνευματικές αξίες, και επειδή δεν προ¬σπαθεί να καταλάβει, να χαθεί μέσα στον ορθολογισμό που ψάχνει να εξηγήσει τα πάντα και καταστρέφει το μυστήριο, προσγειώνεται ενστικτωδώς στα δύο του πόδια μέσα στο άπειρο, στο κέντρο του στόχου όπου ο διανοητισμός εμποδίζει να φτάσουν αυτούς που φαντάζονται ότι είναι ανίκανοι να διαπράξουν στο εξής το παραμικρό λάθος. Μεταξύ μας, το αλάθητο των διανοούμενων με διασκεδάζει, μια που αυτή η διαύγεια πνεύματος τους κρύβει την καινούργια ομορφιά που πάντα βρίσκει τον τρόπο να γίνει αόρατη στο υπερβολικά σίγουρο μάτι τους.
Χρησιμοποιείτε πάντα τον όρο «διανοούμενος» με μια αρνητική έννοια.
Οι διανοούμενοι ρίχνονται σαν κυνηγετικά σκυλιά στα ίχνη των ποιητών και χτυ¬πούν βίαια τον κώδωνα πίσω από τους συγγραφείς που συνθέτουν χωρίς να γρά¬φουν, που υπακούουν στις προσταγές ενός εσωτερικού εγώ, νυχτερινού, ενός αγνώστου που τους κατοικεί και δεν τον γνωρίζουν. Αυτός ο άγνωστος κρύβεται μέσα τους, προσπαθεί να τους εκθέσει στη θέση του, να τους μεταμφιέσει όπως ο Δον Ζουάν μεταμφιέζει τον Λεπορέλο με τα ρούχα του ώστε να δεχτεί αυτός τα χτυπήματα.
Το εγώ που βλέπετε, αυτό που η παριζιάνικη δημοσιογραφία παρουσιάζει σαν μαριονέτα και που δεν θα 'θελα να γνωρίσω, σώζει το πραγματικό μου εγώ από τη δημόσια πυρά και συνεργάζεται μ' αυτή την επιστήμη που ο Σαλβαντόρ Νταλί ονομάζει «φοινικολογία», επιστήμη που συνίσταται στο να πεθαίνεις για να ξαναγεννηθείς, επιστήμη της οποίας ο ποιητής του Αίματος ενός ποιητή και της ταινίας μου Ορφέας αποτελούν το τυπικό παράδειγμα. Ο ποιητής είναι ικανός να κάνει πράξη αυτή την επιστήμη. [...]
Μπορείτε να μου δώσετε τον ορισμό αυτού του διανοητισμού που τόσο βάλλετε απ' όλες τις μεριές;
Ναι, θα σας έλεγα ότι ο διανοητισμός μετουσιώνει τη βλακεία. Σέβομαι μονάχα τους καλλιτέχνες που δρουν πριν σκεφτούν ή, συμφωνά με την έκφραση του Πικάσο, αυτούς που πρώτα βρίσκουν και μετά ψάχνουν. Η υπερβολική σκέψη και έρευνα παραλύει το χέρι και την ψυχή. Η ατυχία μου είναι να 'χω λάβει από μια νεράιδα ένα είδος χαζομάρας που μιμείται τη διάνοια λαμβάνοντας τις γκάφες μου ως μακιαβελισμό, και από έναν αόρατο πονηρό θεό να 'χω το αντίθετο του δαχτυλιδιού που έκανε τον Γύγη αόρατο: ένα δαχτυλίδι που σε κάνει ορατό. Εξαιτίας αυτού του δαχτυλιδιού είμαι ένα παράδοξο, ένας διάσημος άγνωστος, ένας γενναίος άνθρωπος καλυμμένος από μύθους. Τ' όνομα μου τρέχει πιο γρή¬γορα από το έργο μου. Ό,τι συμβαίνει σχεδόν πάντα σ' αυτή την εποχή του ραδιοφώνου και των περιοδικών. Όταν το έργο καταφέρει ν' ανταμώσει τη φήμη, η ομορφιά που έτρεχε μανιωδώς παύει ν' ασχημαίνει και γίνεται αιωνίως όμορ¬φη, όσο δηλαδή διαρκέσει η ζωή του μικρού φτωχού μας πλανήτη. [...]
Λατρεύετε τη φιλία.
Έχω συχνά επαναλάβει ότι είμαι πιο έμπειρος στη φιλία απ' ό,τι στον έρωτα, αυτό είναι που παραπλανεί έναν κόσμο απρόσεκτο και τον κάνει να μου προσδίδει φανταστικές περιπέτειες, ένα από τα σπάνια βέλη που οι άνθρωποι δεν θέλουν να τους επιστρέψουν. Η φιλία έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, και δυστυχώς η καρδιά μου στρεφόταν, σε γενικές γραμμές, προς άτομα που η δύναμη τους τα καταβρόχθιζε και τα κατανάλωνε υπερβολικά γρήγορα. Να γιατί ο δρόμος μου είναι σπαρμένος με πένθη.
Μιλήστε μου για τις τιμές. Δεν είστε μέλος δέκα ακαδημιών και επίτιμος διδάκτωρ στην Οξφόρδη;
Υπάρχει ένας ιδιότυπος ξυλοδαρμός, αυτός των τιμών. Σας πέφτουν ξαφνικά στο κεφάλι. Η Ακαδημία άνοιξε τις πύλες της σ' έναν παλιάνθρωπο «ικανό για όλα», όπως λένε οι οικογένειες. Ένα είδος που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε αφήσει να εισχωρήσει στους κόλπους της. Σήμερα τα άρθρα του Σαιν-Μπεβ μοιάζουν μ' αυτά μιας επαρχιακής εφημερίδας. Το 1956 η Ακαδημία επέδειξε μια κομψότητα που άλλοτε αγνοούσε, καθώς τα μέλη της δεν φαντάζονταν ότι, όταν ο Μπωντλαίρ έβαζε υποψηφιότητα για ακαδημαϊκός, έκανε πλάκα. Βασιλική Ακαδημία του Βελγίου, Γαλλική Ακαδημία. Οι άλλες τιμές ακολου¬θούν κατά σειρά, και αν σας ομολογούσα ότι είμαι ένας παράξενος Αμερικανός ακαδημαϊκός και όχι λιγότερο παράξενος επίτιμος διδάκτωρ στην Οξφόρδη, μια που δεν μιλώ την αγγλική
γλώσσα, τι θα λέγατε;
Όταν χρησιμοποιείτε τις λέξεις «δεξιά» και «αριστερά», έχετε μια ποδική άποψη;
Αν με κατηγορήσουν ότι υπερασπίζομαι μια οποιαδήποτε πολιτική θέση, είναι πολύ αστείο, μια που 'χω μόνο μια, αυτή της φιλίας, και μου συμβαίνει κάποια ορμή φιλίας να με ωθεί να πάρω μια θέση που δεν σημαίνει στη σκέψη μου τίποτε άλλο πέρα απ' ό,τι ήδη σήμαινε στην καρδιά μου. Ο αλάνθαστος μηχανισμός μου είναι αυτός του καλού και με εκθέτει μονάχα στην ειρωνεία των ηλιθίων. [...]
Εκτιμώ ότι ο συγγραφέας που πολιτικοποιείται δεν αποκομίζει παρά μόνο κάποιο όφελος, να υποστηρίζεται από το κόμμα του. Το δικό μου κόμμα είναι να 'μαι μόνος μου. Η δικιά μου πολιτικοποίηση είναι να επενδύω σε μια πλήρη ανα¬σφάλεια, ο ποιητής πρέπει να αφήνεται στο έλεος του έργου του. [...]
Στην πολιτική των γραμμάτων, η δεξιά και η αριστερά είχαν μια συγκεκριμένη σημασία την ηρωική εποχή του Μονπαρνάς, γιατί οι πρωτοπόροι αντιτίθενταν στην ανοστιά προβάλλοντας τη λαμπρότητα. Μόνο που σύντομα χρειάστηκε ν' αλλάξουμε το όπλο μας, να αντιταχθούμε σ' αυτή τη λαμπρότητα που, αν θέλετε, γινόταν ένας νέος κομφορμισμός, μια δεξιά της αριστεράς. Ο Ραϋμόν Ραντιγκέ δημιουργήθηκε μέσ' από τα βιβλία μας. Υπήρξαμε οι κλασικοί του στο σχολείο και, όντας αυτοί, ήμασταν βαρετοί. Στα δεκατέσσερα του χρόνια μ' έμαθε ν' αντιτάσσομαι στον ίδιο μου τον εαυτό, μου έδειξε πώς να ισιώσω μια κλίση μου προς ένα μοντερνισμό που δεν είχε καμιά σχέση με τη φρεσκάδα των νέων πνευμάτων. Την εποχή του κινήματος του ντανταϊσμού δήλωνε την αναρχία της γλώσσας: Δεν πρέπει να αντιταχθούμε στις συνήθειες και τα κεκτημένα, αλλά στους πρωτοπόρους και τα νέα πράγματα που τείνουν να γίνουν καθεστηκυία τάξη. [...]
Μιλήστε μου λίγο για το παρεκκλήσι σας.
Αρχικά τοιχογράφησα αυτή την εκκλησία σαν φόρο τιμής στις νεανικές μου ανα-μνήσεις, στο διάσημο ξενοδοχείο «Welcome» όπου ζήσαμε με τους καλλιτέχνες που δρομολόγησαν αυτό τον μη πραγματικό ρεαλισμό, πραγματικό χαρακτηριστι¬κό γνώρισμα της εποχής μας. Το παρεκκλήσι χρησιμοποιούνταν από τους ψαρά¬δες ως αποθήκη για τα δίχτυα τους. Μου πήρε τριάντα χρόνια για να ανακαλύψω ότι αυτή η αποκοιμισμένη κάτω από τη σκόνη γηραιά στέγη ήταν μια νέα Ρωμαία πριγκίπισσα που θα 'πρεπε να ξυπνήσω, να στολίσω, να ντύσω. Διακόσμησα ακό¬μα αυτό το παρεκκλήσι από αγάπη στο προσκύνημα και τη θλίψη που νιώθω βλέ¬ποντας τη χάρη του προσκυνήματος να χάνεται προς όφελος της αναπαραγωγής, άλλοτε ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ περπατούσε χιλιόμετρα για ν' ακούσει γαλλική μουσική στο Ανόβερο. Ο Γκαίτε περπατούσε από τη Βαϊμάρη ως τη Ρώμη για να δει κάποια αγάλματα. Κι εγώ ο ίδιος αποφάσισα το ταξίδι στην Ολλανδία για να χαιρετίσω τη Νεκρή κοπέλα με μπλε σκούφο του Βερμέερ.
Τώρα οι φωνές μας ακούγονται μια εβδομάδα αφού βγουν από το στόμα μας. Τα έργα τέχνης αναπαράγονται έγχρωμα και διαδίδονται με τις κάρτες. Όλα είναι μια ηχώ. Όλα από μια συμμορία. Όλα κατά κάποιον τρόπο είναι ένα ψέμα. Η εποχή μας δεν ψεύδεται μόνο, της έχουν πει και ψέματα, να τι μ' ενοχλεί και ποιος είναι ο λόγος που θέλησα να κάνω ένα έργο που πρέπει να το δεις επιτόπου και του οποίου οι φωτογραφίες δεν δίνουν την παραμικρή ιδέα. Συμβαίνει συχνά ν' ακούω επισκέπτες να ζητούν συγγνώμη που κατηγόρησαν το παρεκκλήσι μου πριν τους συγκινήσει, έχοντας εξαπατηθεί από τα περιοδικά και την τηλεόραση.
Όπως ο Μαλρώ, δεν αμφισβητώ ότι οι φωτισμοί της εποχής μας ξέρουν πώς να παρουσιάσουν θαυμαστά πράγματα από μια απρόσμενη γωνία δίνοντας τους μια δεύτερη νεότητα. Είναι εξίσου αλήθεια ότι ένα σπάνιο αντικείμενο απαιτεί μια προσπάθεια, και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί, για παράδειγμα, αν δεν τον έχει δει, τον Ηνίοχο των Δελφών, τα από σμάλτο μάτια του ορθάνοιχτα, να δια¬σχίζει τους αιώνες σαν υπνοβάτης που περπατά ακίνητος μέσα στην περίεργη αίθουσα της κλινικής του μουσείου των Δελφών. Ένα αριστούργημα φέρει μέσα του μια προσωπικότητα ικανή να μεταμορφωθεί ανάλογα με τις περιστάσεις, κι έχω δει διάσημους πίνακες να φαίνονται διαφορετικοί στο Ρότερνταμ, στο Λονδί¬νο ή στο Παρίσι.
Απ' όλες τις ποικίλες δραστηριότητες σας, των οποίων ο Φραινιώ τόσο καλά εξή¬γησε την ενότητα, ποια είναι αυτή που προτιμάτε;
Η ποίηση, το ποίημα. Είναι βεβαίως αξιοθαύμαστο ν' αλλάξεις και να γίνεσαι τοί¬χος, να κάνεις να μιλούν οι τοίχοι και ποτέ να μη νιώσεις την παραμικρή σκιά κού¬ρασης να σκαρφαλώνει τις σκάλες και τις σκαλωσιές σου. Είναι βεβαίως θαυμά¬σιο να προβάλλεσαι έξω από τον εαυτό σου, διαμέσου μιας διεθνούς διαλέκτου που διαπερνά αυτό το άλλο τείχος των γλωσσών. Αλλά το ποίημα είναι το μόνο μέ¬σο που επιτρέπει στη νύχτα μας να φανεί την ημέρα και να εκτεθεί χωρίς ντροπή.
Η ποίηση, έλεγα, είναι μια επιδειξιομανία που ασκείται μπροστά σε τυφλούς. Είναι αλήθεια. Υποταγμένη σε αυστηρούς κανόνες, σε άλγεβρες, μαθηματικά, των οποίων τα ψηφία πληθαίνουν, η ποίηση είναι κατά κάποιον τρόπο η βασίλισ¬σα της μοναξιάς και θα μπορούσε να φέρει στο οικόσημό της τη φράση μου: «Γνωρίζω ότι η ποίηση είναι απαραίτητη, αλλά αγνοώ σε τι».
Η αγάπη σας για την κοινωνικότητα δεν κάμπτεται κάποτε απ' αυτή τη μοναξιά;
Κάποιες στιγμές θλίβομαι, αλλά αρνούμαι να αφεθώ να παραπλανηθώ απ' αυτή την παγίδα στην οποία η σύγχρονη ζωή προσπαθεί με μανία να μας ρίξει. Για μεγάλο χρονικό διάστημα πίστευα (έως τα είκοσι μου) ότι οι μούσες ήταν αξιαγά¬πητες. Δεν άργησα να καταλάβω ότι αυτές οι κυρίες δεν ήταν βολικές και ότι βασάνιζαν αυτούς που επέλεγαν και αγαπούσαν. Είναι η θεωρία μου για την αποτυχία ή στο κάτω-κάτω ό,τι μοιάζει να 'ναι αποτυχημένο στα μάτια της πλειο¬ψηφίας που υπερηφανεύεται ότι κατέχει τα προνόμια της μειοψηφίας (νεόφερτη άποψη). «Τι άλλο θα μπορούσα να επιθυμώ;» αναρωτιέται ο Μέγας Αλέξανδρος. Αυτή η πλειοψηφία θα του απαντούσε: ένα χρυσό ρολόι, ένα ακριβό στυλό, μια Κάντιλακ.
Φοβάστε το θάνατο;
Χάνουμε τα μαλλιά μας, τα δόντια μας, τους φίλους μας, την οικογένεια μας. Είναι λυπηρό, αλλά ο θάνατος μοιάζει δευτερεύων αν δεν είναι το αποτέλεσμα ενός μακροχρόνιου πόνου ή μιας αργής, χρόνιας αρρώστιας. Για πολύ καιρό πριν γεννηθώ υπήρξα νεκρός. Έχω λοιπόν από καιρό συνηθίσει το θάνατο, κι αν πρέ¬πει να παρουσιαστώ μπροστά σε κάποιο δικαστήριο, υποθέτω ότι θα 'ταν γελοίο να το συγκρίνω με κάποιο από τα δικά μας. Ένας θεός δεν κρίνει τις πράξεις μας, τις ζυγίζει, και ο μόνος σκοπός μου σ' αυτό τον κόσμο είναι να υπολογίζω καλά και να ζυγίζω σωστά. [...]
Μια τελευταία λέξη: τι πιστεύετε για τα ταξίδια στο διάστημα;
Το να ταξιδέψουμε μακριά δεν προσφέρει τίποτα παραπάνω απ' ό,τι το ταξίδι από την Αθήνα στη Σπάρτη. Το σώμα μας μοιάζει στέρεο, αλλά τα μόρια που το συνθέτουν είναι χωρισμένα από διαστήματα το ίδιο τεράστια όσο αυτά που μας φαίνονται να χωρίζουν τα άστρα. Το μόνο δυνατό άπειρο είναι μέσα μας. Τα υπόλοιπα δεν είναι παρά κάτι το γραφικό. [1958]