«Θυμάμαι τη ζωή μου σαν να περνάει μπροστά μου με ταχύτητα. Σκέφτομαι τα πάντα. Τις πρεμιέρες, τα λουλούδια, τους τσακωμούς, το μίσος, την αγάπη, τις συναντήσεις, τις βαλίτσες, την καθημερινή δουλειά, τον χορό, τη χαρά του χορού. Δεν φοβήθηκα ποτέ τους εχθρούς μου. Δεν ονειρεύομαι. Ζω» Πίστευε ακράδαντα ότι «εν αρχή ην η κίνηση». «Διότι», εξηγούσε, «τις λέξεις μπορεί και να μην τις καταλαβαίνουν όλοι». «Αλλά αυτό», πρόσθετε απλώνοντας τα μαγικά της χέρια, «δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην το καταλαβαίνει».
Γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1925 στη Μόσχα και το 1934 μπήκε στη σχολή μπαλέτου των Μπολσόι, όπου τράβηξε αμέσως την προσοχή των δασκάλων της με το ταλέντο της. Το 1937, ο πατέρας της συνελήφθη και εκτελέστηκε, ενώ η μητέρα της εστάλη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τη Μάγια Πλισέτσκαγια ανέλαβε η θεία της Sulamith Messerer, χορεύτρια των Μπολσόι. Χόρεψε στα Μπολσόι από μικρή ηλικία και το 1945 έγινε μπαλαρίνα της ομάδας, οπότε ξεκίνησε να χορεύει όλους τους πρωταγωνιστικούς ρόλους των μεγάλων μπαλέτων. Η θεατρικότητα και η εντυπωσιακή της προσωπικότητα έκαναν κάθε ερμηνεία της μοναδική. Ομως, πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να της επιτραπεί να χορέψει στο εξωτερικό. Ηταν το 1959, όταν τα Μπολσόι εμφανίστηκαν στη Νέα Υόρκη, ένα χρόνο μετά τον γάμο της με τον συνθέτη Rodion Schendrin, που η Πλισέτσκαγια ανέβηκε σε μια σκηνή της Δύσης και αναγνωρίστηκε διεθνώς. Στη συνέχεια της πορείας της, η Μάγια Πλισέτσκαγια χορογράφησε, δούλεψε με τον Μορίς Μπεζάρ, χόρεψε μέχρι, σχεδόν, τα εβδομήντα της χρόνια και απέσπασε πολλά βραβεία.Η Μάγια Πλισέτσκαγια άφησε την τελευταία της πνοή το 2015 σε ηλικία 89 ετών
Για τα πρότυπα της εποχής, η Μάγια ήταν ασυνήθιστα ψηλή (165 εκατοστά), διέθετε τέλειες αναλογίες, αριστοκρατικό ύφος, έναν απίστευτα όμορφο μακρύ λαιμό και καταπληκτικά στητά και αρμονικά μυώδη πόδια. Η Πλισέτσκαγια είχε μεγάλο άλμα, δυναμική περιστροφή, γιγάντιο βήμα, μοναδικά χαρακτηριστικά για χορεύτρια του κλασσικού μπαλέτου. Οι ιδιαιτερότητες του μπαλέτου, που βασίζονται στις φυσικές ικανότητες του ανθρώπου, μπορεί να είναι μοναδικές στη γενιά του χορευτή, στην αμέσως επόμενη όμως γενιά, μπορεί να είναι συνηθισμένες, έως και ανεπαρκείς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ερμηνείες μεγάλων χορευτών, ακόμα και οι πιο πρόσφατες, συνήθως προκαλούν σύγχυση. Επειδή στο μπαλέτο, μαζί με τα φυσικά χαρακτηριστικά αλλάζουν και τα αισθητικά κριτήρια. Η Πλισέτσκαγια είναι μια εξαιρετική περίπτωση. Ακόμη και σήμερα, οι ερμηνείες της στη «Λίμνη των Κύκνων», που έγιναν το 1957, στο «Δον Κιχώτη» και τη «Laurencia» του 1963 είναι το ίδιο συναρπαστικές με τις σημερινές παραστάσεις. Και αυτό οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στο γεγονός ότι τα φυσικά προσόντα και οι δυνατότητες της Μάγιας, ήταν κατά μισό αιώνα μπροστά από τους άλλους. Ωστόσο, το πιο σημαντικό είναι ότι η Μάγια Πλισέτσκαγια, ανιψιά του Ασάφ και της Σουλαμίφ Μεσσεσέρ, μεγάλων αστεριών του Μπολσόϊ, γεννήθηκε με τη βασική αρχή του μπαλέτου της Μόσχας στο αίμα της: Οι καλλιτέχνες χορεύουν – όπως και κάνουν άλματα - όχι με τη μυϊκή δύναμη, ή χρησιμοποιώντας τη σωματική τους διάπλαση, αλλά με το χαρακτήρα και τη ψυχή τους.
Η μυθιστορηματική ζωή της κορυφαίας χορεύτριας
Ο χαρακτήρας της Πλισέτσκαγια αποδείχθηκε το κύριο προτέρημά της. Στα σχολικά της χρόνια, μεγάλωσε και διαμόρφωσε το χαρακτήρα της - όσο η μητέρα της ήταν κρατούμενη σε Γκουλάγκ – με τις συμβουλές της θείας της Σουλαμίφ και των δάσκαλων της. Ο αυθεντικός χαρακτήρας της ήταν αυτός που της επέτρεψε να λάμψει στο Μπολσόϊ, αν και τα τελευταία χρόνια του πολέμου οι καταξιωμένοι καλλιτέχνες του Θεάτρου ήταν αρκετοί και δεν υπήρχε μεγάλη ανάγκη από ντεμπιτάντ. Την εποχή εκείνη στο ζενίθ της καριέρας τους ήταν οι μπαλαρίνες - θρύλοι του κλασσικού χορού, Μαρίνα Σεμιόνοβα, Σουλαμίφ Μεσσεσέρ, Όλγα Λεπεσίνσκαγια, Σοφία Γκολόβκινα, Γκαλίνα Ουλάνοβα. Ο χαρακτήρας της έκανε την Πλισέτσκαγια περιζήτητη ανάμεσα στους καλύτερους σοβιετικούς χορογράφους. Από παιδί εργάστηκε με τον Λεονίντ Γιάκομπσον, αργότερα με τους Ροστισλάβ Ζαχάροφ, Βασίλι Βαϊνόνεν, Λεονίντ Λαβρόφσκι, Κασιάν Γκολεϊζόφσκι, Γιούρι Γκριγκορόβιτς, Νατάλια Κασάτκινα και Βλαντίμιρ Βασίλιεφ. Ο αυθεντικός χαρακτήρας της Μάγιας βοήθησε τη χορεύτρια να μην σπάσει όταν την περιφρόνησαν στις πρώτες θριαμβευτικές τουρνέ του σοβιετικού μπαλέτου στο εξωτερικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν πήγε στο Λονδίνο το 1956. Αλλά με το πρώτο της ταξίδι στη Δύση - ήταν μια περιοδεία του Θεάτρου Μπολσόϊ στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1959 – την ενέταξαν αμέσως στον κύκλο των «Ολυμπίων θεών», δίπλα στις κορυφαίες χορεύτριες του κόσμου, Γκαλίνα Ουλάνοβα, Νατάλια Ντουντίνσκαγια, Yvette Chauviré, Αλίσια Μάρκοβα, Margot Fonteyn, Αλίσια Αλόνσο. Εκτός σκηνής, η Πλισέτσκαγια διέλυσε όλες τις κατεστημένες αντιλήψεις για τους σοβιετικούς πολίτες: Αυθόρμητη, αυθεντική, πραγματική. Δεν ήταν καθόλου υποτακτικά ήρεμη όπως η Ουλάνοβα, ούτε μια αποστασιοποιημένη προσωπικότητα της διανόησης όπως ο Ρίχτερ, ούτε προκαλούσε με την επιδεικτική λάμψη της, όπως η Βισνέβσκαγια. Εντυπωσίαζε με την ειλικρίνειά της, ακόμα και με τις απερίσκεπτες κινήσεις της, σαν να μην παραφύλαγαν στο παρασκήνιο οι «καλλιτέχνες με τα πολιτικά» που τους συνόδευαν υποχρεωτικά στα ταξίδια τους στο εξωτερικό... Εκείνη - όπως και ο Νουρέγιεφ – έκαναν εύκολα φίλους και είχαν αρκετούς θαυμαστές στη Δύση. Πήγαιναν σε συναυλίες και εκθέσεις που επισήμως δεν τους συνιστούσαν να τις παρακολουθούν. Βυθίζονταν στην πραγματική ζωή, βίωναν πράγματα και καταστάσεις που οι απλοί σοβιετικοί πολίτες δεν μπορούσαν να δουν και να απολαύσουν στα ταξίδια τους στο εξωτερικό.
Ο χαρακτήρας της Πλισέτσκαγια αποδείχθηκε το κύριο προτέρημά της. Στα σχολικά της χρόνια, μεγάλωσε και διαμόρφωσε το χαρακτήρα της - όσο η μητέρα της ήταν κρατούμενη σε Γκουλάγκ – με τις συμβουλές της θείας της Σουλαμίφ και των δάσκαλων της. Ο αυθεντικός χαρακτήρας της ήταν αυτός που της επέτρεψε να λάμψει στο Μπολσόϊ, αν και τα τελευταία χρόνια του πολέμου οι καταξιωμένοι καλλιτέχνες του Θεάτρου ήταν αρκετοί και δεν υπήρχε μεγάλη ανάγκη από ντεμπιτάντ. Την εποχή εκείνη στο ζενίθ της καριέρας τους ήταν οι μπαλαρίνες - θρύλοι του κλασσικού χορού, Μαρίνα Σεμιόνοβα, Σουλαμίφ Μεσσεσέρ, Όλγα Λεπεσίνσκαγια, Σοφία Γκολόβκινα, Γκαλίνα Ουλάνοβα. Ο χαρακτήρας της έκανε την Πλισέτσκαγια περιζήτητη ανάμεσα στους καλύτερους σοβιετικούς χορογράφους. Από παιδί εργάστηκε με τον Λεονίντ Γιάκομπσον, αργότερα με τους Ροστισλάβ Ζαχάροφ, Βασίλι Βαϊνόνεν, Λεονίντ Λαβρόφσκι, Κασιάν Γκολεϊζόφσκι, Γιούρι Γκριγκορόβιτς, Νατάλια Κασάτκινα και Βλαντίμιρ Βασίλιεφ. Ο αυθεντικός χαρακτήρας της Μάγιας βοήθησε τη χορεύτρια να μην σπάσει όταν την περιφρόνησαν στις πρώτες θριαμβευτικές τουρνέ του σοβιετικού μπαλέτου στο εξωτερικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν πήγε στο Λονδίνο το 1956. Αλλά με το πρώτο της ταξίδι στη Δύση - ήταν μια περιοδεία του Θεάτρου Μπολσόϊ στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1959 – την ενέταξαν αμέσως στον κύκλο των «Ολυμπίων θεών», δίπλα στις κορυφαίες χορεύτριες του κόσμου, Γκαλίνα Ουλάνοβα, Νατάλια Ντουντίνσκαγια, Yvette Chauviré, Αλίσια Μάρκοβα, Margot Fonteyn, Αλίσια Αλόνσο. Εκτός σκηνής, η Πλισέτσκαγια διέλυσε όλες τις κατεστημένες αντιλήψεις για τους σοβιετικούς πολίτες: Αυθόρμητη, αυθεντική, πραγματική. Δεν ήταν καθόλου υποτακτικά ήρεμη όπως η Ουλάνοβα, ούτε μια αποστασιοποιημένη προσωπικότητα της διανόησης όπως ο Ρίχτερ, ούτε προκαλούσε με την επιδεικτική λάμψη της, όπως η Βισνέβσκαγια. Εντυπωσίαζε με την ειλικρίνειά της, ακόμα και με τις απερίσκεπτες κινήσεις της, σαν να μην παραφύλαγαν στο παρασκήνιο οι «καλλιτέχνες με τα πολιτικά» που τους συνόδευαν υποχρεωτικά στα ταξίδια τους στο εξωτερικό... Εκείνη - όπως και ο Νουρέγιεφ – έκαναν εύκολα φίλους και είχαν αρκετούς θαυμαστές στη Δύση. Πήγαιναν σε συναυλίες και εκθέσεις που επισήμως δεν τους συνιστούσαν να τις παρακολουθούν. Βυθίζονταν στην πραγματική ζωή, βίωναν πράγματα και καταστάσεις που οι απλοί σοβιετικοί πολίτες δεν μπορούσαν να δουν και να απολαύσουν στα ταξίδια τους στο εξωτερικό.
Η τέχνη της Πλισέτσκαγια δεν γνώριζε σύνορα. Δεν ήταν ούτε ντεμοντέ, ούτε είχε «ψήγματα επαρχιωτισμού», χαρακτηρισμοί που αναφέρονταν συχνά ακόμη και στους πιο εξαιρετικούς σοβιετικούς επαγγελματίες καλλιτέχνες. Ο διάσημος επικεφαλής του Μπαλέτου της Όπερας του Παρισιού, Serge Lifar, που ανήκει και στις δύο σχολές, τη ρωσική και τη γαλλική, έγραψε: «Η Μάγια είναι μια πανέμορφη κόρη της Τερψιχόρης. Είμαι γοητευμένος από την τέχνη της, από την αξέχαστη ερμηνεία της στο «Θάνατο του Κύκνου». Η Μάγια, κινείται με τη μουσική του φωτός, που δημιουργεί την Ιερή Φλόγα, και εκτελεί τον ύμνο της αγάπης και της θλίψης, σαν να προκαλεί με την αγωνία της την ελπίδα της ανάτασης και της ευτυχίας.Τα συναισθήματα και η υψηλή τεχνική ενώθηκαν σ’ αυτήν με την αρμονία της ομορφιάς. Έτσι μας μάθανε να αγαπάμε, να αισθάνονται και να κατανοούμε τον Μότσαρτ και τον Πούσκιν. Η Μάγια Πλισέτσκαγια είναι η ενσάρκωση της τέχνης, του καθαρού και του αιώνιου». Ο χαρακτήρας της επέτρεψε όχι μόνο να αξιολογήσει το δυτικό μπαλέτο, αλλά και να καταφέρει να της επιτρέψουν να χορέψει στα μπαλέτα του Maurice Bejart (Μωρίς Μπεζάρ). Παρουσίασε στη Μόσχα με το μπαλέτο της Nancy τη «Φαίδρα» του Serge Lifar, άνοιξε τις πόρτες του Θεάτρου Μπολσόϊ στο Roland Petit (Ρολάν Πετί) πολύ πριν την περεστρόικα, συνεργάστηκε με το δάσκαλο του σύγχρονου χορού Gigi Caciuleanu και τον Mats Ek (στην «Κάρμεν»). Μέχρι τις τελευταίες ημέρες συνέχισε να ενδιαφέρεται παθιασμένα για κάθε καινούργια και καινοτόμα χορογραφία και ήταν μια από τις πρώτες προσωπικότητες που στήριξε τα πρώτα χορογραφικά πειράματα του Αλεξέι Ρατμάνσκι. Και συνέχιζε να ανεβαίνει στη σκηνή. Ο χορός για την Πλισέτσκαγια δεν ήταν ένα επάγγελμα, αλλά μια κατάσταση του πνεύματος, που με τη δύναμη του χαρακτήρα της μπορούσε να υποτάξει το σώμα. Έτσι, στο μυαλό εκείνων που είδαν την Πλισέτσκαγια, αλλά ακόμη και στις σκέψεις όλων εκείνων που έχουν μόνο ακούσει γι’ αυτήν, η Μάγια θα χορεύει για πάντα.