Η σκέψη της Σιμόν ντε Μποβουάρ ξεφεύγει από τα στενά φεμινιστικά πλαίσια, περιπλέκεται με τον υπαρξισμό, την Αριστερά, τη σεξουαλική απελευθέρωση, τη Γαλλική διανόηση και επηρεάζει σε επίπεδο ιδεών και φαινομένων την κοινωνία.Το έργο της είναι πολυδιάστατο και περιλαμβάνει πολιτικές θέσεις, φιλοσοφικά δοκίμια, μυθιστορήματα, βιογραφίες και θεατρικά έργα
«Οι σημερινές γυναίκες έχουν σχεδόν εκθρονίσει τον μύθο της θηλυκότητας.
Αρχίζουν να κάνουν αισθητή την ανεξαρτησία τους με πολύ συγκεκριμένους τρόπους.
Δεν καταφέρνουν όμως εύκολα να βιώσουν απόλυτα την κατάστασή τους ως ανθρώπινα όντα.
Έχοντας ανατραφεί από γυναίκες, μέσα στους κόλπους ενός γυναικείου κόσμου,
ο φυσιολογικός προορισμός τους είναι ο γάμος, ο οποίος στην πραγματικότητα τις υποδουλώνει
ακόμα και σήμερα στον άντρα. Το ανδρικό κύρος κάθε άλλο παρά έχει εξαλειφθεί:
στηρίζεται ακόμα σε γερές οικονομικές και κοινωνικές βάσεις…»...
Αρχίζουν να κάνουν αισθητή την ανεξαρτησία τους με πολύ συγκεκριμένους τρόπους.
Δεν καταφέρνουν όμως εύκολα να βιώσουν απόλυτα την κατάστασή τους ως ανθρώπινα όντα.
Έχοντας ανατραφεί από γυναίκες, μέσα στους κόλπους ενός γυναικείου κόσμου,
ο φυσιολογικός προορισμός τους είναι ο γάμος, ο οποίος στην πραγματικότητα τις υποδουλώνει
ακόμα και σήμερα στον άντρα. Το ανδρικό κύρος κάθε άλλο παρά έχει εξαλειφθεί:
στηρίζεται ακόμα σε γερές οικονομικές και κοινωνικές βάσεις…»...
Η Σιμόν Λισί Ερνεστίν Μαρί Μπερτράν ντε Μποβουάρ γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου του 1908 στο Παρίσι, στους κόλπους μιας ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας. Στα 14 της χρόνια περνάει μια σημαντική υπαρξιακή κρίση που την απομακρύνει μια και καλή από το Θεό και την εθίζει στη φιλοσοφική αναζήτηση. Το πάθος της για τη φιλοσοφία την οδηγεί στα έδρανα της École Normale Supérieure, όπου ξεχωρίζει για την ανατρεπτική της σκέψη .Κατά την διάρκεια των σπουδών της στη Σορβόνη συνάντησε τον συμφοιτητή της Ζαν Πολ Σαρτρ (1905-1980), με τον οποίο δημιούργησε μία ελεύθερη σχέση, που κράτησε σε όλη τους τη ζωή. Από το 1931 έως το 1943 δίδαξε φιλοσοφία στη μέση εκπαίδευση. Το 1949 εξέδωσε το φιλοσοφικό δοκίμιο «Το δεύτερο φύλο», που την έκανε διάσημη σε όλο τον κόσμο. Η πρώτη έκδοση, που περιελάμβανε 50.000 αντίτυπα, εξαντλήθηκε μέσα σε μια εβδομάδα και η Μποβουάρ έγινε διάσημη παγκοσμίως....Πρόκειται για μία εμπεριστατωμένη και φλογερή έκκληση για την κατάργηση εκείνου που αποκαλούσε μύθο του «αιώνιου θηλυκού».
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ επιχειρηματολογεί μέσω ενός φεμινιστικού υπαρξισμού στο Δεύτερο Φύλο . Ως υπαρξίστρια αποδέχεται την αρχή πως η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Επομένως δεν γεννιέται κανείς γυναίκα, αλλά γίνεται. Η ανάλυσή της εστιάζει στην ιδέα του Άλλου. Η κατασκευή της γυναίκας ως το τυπικό παράδειγμα Άλλου είναι για την Μποβουάρ το θεμέλιο της καταπίεσης των γυναικών. Υποστηρίζει πως δια μέσου της ιστορίας οι γυναίκες έχουν θεωρηθεί ως η παρέκκλιση, η ανωμαλία. Ακόμη και η πρώιμη φεμινίστρια Mary Wollstonecraft θεωρεί τους άντρες ως το ιδανικό στο οποίο θα έπρεπε να ανέλθουν οι γυναίκες. Η Μπoβουάρ λέει πως αυτή η στάση έχει κρατήσει πίσω τις γυναίκες διατηρώντας την αντίληψη πως οι γυναίκες είναι η παρέκκλιση από το κανονικό, ότι είναι παρείσακτες που προσπαθούν να εξομοιωθούν με την “κανονικότητα”. Λέει επίσης πως αν ο φεμινισμός θέλει να προχωρήσει, πρέπει να καταρρίψει την υπόθεση αυτή.Τη δεκαετία του '60 το βιβλίο αυτό θεωρήθηκε ένα από τα κλασσικά έργα της φεμινιστικής λογοτεχνίας και βρισκόταν για πολλά χρόνια στη λίστα του Βατικανού με τα απαγορευμένα βιβλία (Index Librorum Prohibitorum). Η ντε Μποβουάρ υποστηρίζει ότι τα βασικά δικαιώματα του ατόμου πρέπει να στηρίζονται στην ισότητα δικαιωμάτων του άνδρα και της γυναίκας. Αυτά θεμελιώνονται στην κοινή δομή της ύπαρξής τους, ανεξάρτητα από τη σεξουαλικότητά τους.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ επιχειρηματολογεί μέσω ενός φεμινιστικού υπαρξισμού στο Δεύτερο Φύλο . Ως υπαρξίστρια αποδέχεται την αρχή πως η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Επομένως δεν γεννιέται κανείς γυναίκα, αλλά γίνεται. Η ανάλυσή της εστιάζει στην ιδέα του Άλλου. Η κατασκευή της γυναίκας ως το τυπικό παράδειγμα Άλλου είναι για την Μποβουάρ το θεμέλιο της καταπίεσης των γυναικών. Υποστηρίζει πως δια μέσου της ιστορίας οι γυναίκες έχουν θεωρηθεί ως η παρέκκλιση, η ανωμαλία. Ακόμη και η πρώιμη φεμινίστρια Mary Wollstonecraft θεωρεί τους άντρες ως το ιδανικό στο οποίο θα έπρεπε να ανέλθουν οι γυναίκες. Η Μπoβουάρ λέει πως αυτή η στάση έχει κρατήσει πίσω τις γυναίκες διατηρώντας την αντίληψη πως οι γυναίκες είναι η παρέκκλιση από το κανονικό, ότι είναι παρείσακτες που προσπαθούν να εξομοιωθούν με την “κανονικότητα”. Λέει επίσης πως αν ο φεμινισμός θέλει να προχωρήσει, πρέπει να καταρρίψει την υπόθεση αυτή.Τη δεκαετία του '60 το βιβλίο αυτό θεωρήθηκε ένα από τα κλασσικά έργα της φεμινιστικής λογοτεχνίας και βρισκόταν για πολλά χρόνια στη λίστα του Βατικανού με τα απαγορευμένα βιβλία (Index Librorum Prohibitorum). Η ντε Μποβουάρ υποστηρίζει ότι τα βασικά δικαιώματα του ατόμου πρέπει να στηρίζονται στην ισότητα δικαιωμάτων του άνδρα και της γυναίκας. Αυτά θεμελιώνονται στην κοινή δομή της ύπαρξής τους, ανεξάρτητα από τη σεξουαλικότητά τους.
Ένας αντισυμβατικός έρωτας που κράτησε 52 χρόνια
Η σχέση της Μποβουάρ με τον Σαρτρ, τόσο στον έρωτα όσο και στη φιλοσοφία, είναι ιδιαίτερη, αμφίδρομη και ανεξάρτητη. Ως ζευγάρι, μένουν σε διαφορετικά σπίτια και ως ερωτικοί σύντροφοι, διατηρούν ανοιχτές ερωτικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους, ενίοτε και όλοι μαζί.
Η σχέση της Μποβουάρ με τον Σαρτρ, τόσο στον έρωτα όσο και στη φιλοσοφία, είναι ιδιαίτερη, αμφίδρομη και ανεξάρτητη. Ως ζευγάρι, μένουν σε διαφορετικά σπίτια και ως ερωτικοί σύντροφοι, διατηρούν ανοιχτές ερωτικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους, ενίοτε και όλοι μαζί.
Για να κερδίσει την οικονομική ανεξαρτησία της, η Σιμόν γίνεται καθηγήτρια, αλλά το ναζιστικό κατοχικό καθεστώς την απολύει το 1943, επειδή υποστηρίζει τη σχέση μαθήτριάς της με Ισπανό εβραϊκής καταγωγής. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, η Μποβουάρ έρχεται σε επαφή με τον Καμύ, τον Ζενέ, τον Πικάσο και άλλα «αντιστασιακά στοιχεία» του Παρισιού, ενώ παίρνει μέρος στην οργάνωση ‘Σοσιαλισμός και Ελευθερία’ που ιδρύει ο Σαρτρ στα πλαίσια της αντίστασης. Συχνάζει στο θρυλικό παρισινό καφέ Les Deux Magots, όπου οι πολιτικές και φιλοσοφικές συζητήσεις της με τον Σαρτρ και τους υπόλοιπους μένουν στην ιστορία. Το 1943 η Μποβουάρ εξέδωσε το L'Invitée, ένα μυθοπλαστικό χρονικό της σχέσης που ανέπτυξε με μία από τις φοιτήτριές της, την Olga Kosakiewicz, ενώ δίδασκε στη Ρουέν κατά τη διάρκεια των αρχών της δεκαετίας του ’30. Το μυθιστόρημα διερευνεί και την πολύπλοκη σχέση μεταξύ της Μποβουάρ και του Σαρτρ, καθώς και πώς επηρεάστηκε η σχέση τους με την συμπερίληψη της Kosakiewicz. Στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, συνεργάστηκε με τον Σαρτρ στην έκδοση του Les Temps Modernes, μια πολιτική εφημερίδα. Πέρα από την εκδοτική της δραστηριότητα, η Μπωβουάρ χρησιμοποίησε την εφημερίδα ως πλατφόρμα για να παρουσιάσει διάφορες δουλειές και παρέμεινε εκδότρια ως τον θάνατό της. Αν και το Pour Une Morale de L'ambiguïté (1947) έλαβε λίγη προσοχή είναι ίσως το μοναδικό καλύτερο σημείο εισαγωγής στον Γαλλικό υπαρξισμό. Η απλότητα του έργου είναι αριστούργημα από μόνη της, αφού η ντε Μποβουάρ μειώνει την τραχύτητα που πολλοί συνδέουν με την ανάγνωση του υπεραναλυτικού Το είναι και το μηδέν του Σαρτρ, σε λίγες σελίδες συγκριτικά ελαφρού διαβάσματος. Η ντε Μποβουάρ ήταν αρκετά ευέλικτη ως συγγραφέας. Ήταν εξίσου ικανή ως φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος, πολιτική θεωρητικός, δοκιμιογράφος, καθώς και ως βιογράφος. Μετά το θάνατό της, η ντε Μποβουάρ έγινε αποδέκτης εξαιρετικού θαυμασμού και επαίνων, όχι μόνο εξαιτίας της αυξανόμενης αποδοχής του φεμινισμού στον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά και λόγω της αυξανόμενης κατανόησης της επιρροής που είχε στο αριστούργημα του Σαρτρ Το Είναι και Το Τίποτα. Χωρίς αμφιβολία είναι μία από τους μεγαλύτερους Γάλλους στοχαστές σε ολόκληρη την ιστορία. Από το λογοτεχνικό της έργο, το οποίο μπολιάζει με τις ιδέες του Υπαρξισμού, ξεχωρίζει το μυθιστόρημα οι «Μανδαρίνοι» (1954), που κέρδισε το βραβείο Γκονκούρ. Αναφέρεται στην προσπάθεια μιας ομάδας διανοουμένων μετά τον πόλεμο να εγκαταλείψουν την κοινωνική θέση των «μανδαρίνων» (της μορφωμένης ελίτ) και να αναλάβουν πολιτική δράση. Ένα μεγάλο μέρος του συγγραφικού της έργου είναι αφιερωμένο σε αυτοβιογραφικά κείμενα, που εκτός από το προσωπικό ενδιαφέρον, αποτελούν ένα πορτρέτο της πνευματικής ζωής της Γαλλίας, από τη δεκαετία του '30 έως τη δεκαετία του '70 («Αναμνήσεις ενός καθωσπρέπει κοριτσιού», Η δύναμη της ζωής», «Η δύναμη των πραγμάτων»). Η ντε Μποβουάρ ενδιαφέρθηκε ακόμη και για το ζήτημα των γηρατειών. Το βιβλίο της «Ένας πολύ γλυκός θάνατος» (1964) αναφέρεται στο θάνατο της μητέρας της σ’ ένα νοσοκομείο του Παρισιού. Το 1981 έγραψε το βιβλίο «Η τελετή του αποχαιρετισμού», ένα γεμάτο πόνο απολογισμό των τελευταίων χρόνων του Σαρτρ. Στην εργογραφία της περιλαμβάνονται, ακόμη, ταξιδιωτικά δοκίμια για την Κίνα και την Αμερική.
Τα φιλοσοφικά της δοκιμία, που συχνά λειτουργούν ως φάροι διαύγειας που ρίχνουν φως στις ογκώδεις πνευματικές αναζητήσεις του Σαρτρ. Μας παρέδωσε επίσης μυθιστορήματα, που παρόλη τη σχηματικότητά τους, διαπνέονται από τις ίδιες φιλοσοφικές αρχές του υπαρξισμού, της θεωρίας που «είναι ανθρωπισμός», όπως είχε ονομάσει κάποτε ο Σαρτρ ένα δοκίμιό του. Και μας άφησε επίσης και μία σειρά θαυμάσιων, γλαφυρότατων αυτοβιογραφικών ημερολογιών, που ανασυνθέτουν όχι μόνο τη ζωή της αλλά και του Σαρτρ. Η Σιμόν Ντε Μποβουάρ πέθανε στις 14 Απριλίου του 1986 από πνευμονία και θάφτηκε δίπλα στον Σαρτρ στο Κοιμητήριο Μονπαρνάς των Παρισίων.
Τα φιλοσοφικά της δοκιμία, που συχνά λειτουργούν ως φάροι διαύγειας που ρίχνουν φως στις ογκώδεις πνευματικές αναζητήσεις του Σαρτρ. Μας παρέδωσε επίσης μυθιστορήματα, που παρόλη τη σχηματικότητά τους, διαπνέονται από τις ίδιες φιλοσοφικές αρχές του υπαρξισμού, της θεωρίας που «είναι ανθρωπισμός», όπως είχε ονομάσει κάποτε ο Σαρτρ ένα δοκίμιό του. Και μας άφησε επίσης και μία σειρά θαυμάσιων, γλαφυρότατων αυτοβιογραφικών ημερολογιών, που ανασυνθέτουν όχι μόνο τη ζωή της αλλά και του Σαρτρ. Η Σιμόν Ντε Μποβουάρ πέθανε στις 14 Απριλίου του 1986 από πνευμονία και θάφτηκε δίπλα στον Σαρτρ στο Κοιμητήριο Μονπαρνάς των Παρισίων.
Οι συντηρητικοί και καθολικοί κύκλοι της Γαλλίας την βλέπουν ως «πορνογράφο» και ως «νυμφομανή».
«ο γάμος είναι περιορισμός, αστικοποίηση, αλλά και θεσμοθετημένη παρέμβαση του κράτους
στην ιδιωτική ζωή των πολιτών». -Ντε Μποβουάρ
στην ιδιωτική ζωή των πολιτών». -Ντε Μποβουάρ
Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για την Μποβουάρ χωρίς να μιλήσει για τον Σαρτρ.
Όπως δεν μπορεί να μιλήσει κανείς επί της ουσίας για τον Σαρτρ χωρίς να μιλήσει για την Μποβουάρ.
Όπως δεν μπορεί να μιλήσει κανείς επί της ουσίας για τον Σαρτρ χωρίς να μιλήσει για την Μποβουάρ.
Η σχέση Σαρτρ-Μποβουάρ
Η Μποβουάρ και ο Σαρτρ γνωρίστηκαν το 1928, εκείνη 20, εκείνος 23, στα χρόνια του Μεσοπολέμου, όταν η ευτυχία έμοιαζε μια απτή πραγματικότητα και ο πόλεμος μια απομακρυσμένη απειλή. Και οι δυο αρίστευσαν στη Σορβόνη, και διορίστηκαν καθηγητές αφού πέρασαν τις διαβόητα απαιτητικές εξετάσεις που απαιτούνταν για τον διορισμό – εκείνη με την πρώτη, εκείνος με τη δεύτερη. Μόλις τελείωσαν την Ecole Normale, εκείνος της πρότεινε να παντρευτούν, κυρίως για πρακτικούς λόγους. Εκείνη το σκέφτηκε και το απέρριψε. Δεν την ενδιέφερε. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ, ούτε μεταξύ τους, ούτε γενικώς. Ποτέ δεν σταμάτησαν όμως να μοιράζονται μεταξύ τους, κάθε μέρα, την παραμικρή λεπτομέρεια, σημαντική ή επουσιώδη, της καθημερινότητάς τους, με σχιζοφρενική σχεδόν επιμονή. Ως καθηγητές διορισμένοι σε διαφορετικές πόλεις, έμαθαν να παίρνουν τα τρένα και να συναντούν ο ένας τον άλλον σε καφέ, τρώγοντας αλλαντικά και πίνοντας κρασί, πότε στη βρώμικη Χάβρη, πότε στη συμπαθητική Ρούεν. Εκείνη του συμπαραστάθηκε όταν ο Σαρτρ, αφού κατανάλωσε ψυχοτροπικά ναρκωτικά, βίωνε επί μήνες ψυχωτικά επεισόδια στα οποία πίστευε ότι τον καταδίωκαν τεράστιοι αστακοί. Επέζησαν των ζοφερών χρόνων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που θρυμμάτισαν την ψευδαίσθησή τους ότι είναι άτρωτοι, αλώβητοι από την ιστορική συγκυρία – μία ψευδαίσθηση που μάλλον έτρεφε κυρίως η Μποβουάρ, αφού ο Σαρτρ επιδείκνυε πάντοτε μία ακατανίκητη υπομονή που έφτανε ενίοτε τα όρια της στωικότητας, ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Το 1940, ο Σαρτρ πιάστηκε αιχμάλωτος και κρατήθηκε για μήνες σε γερμανικό στρατόπεδο, μέχρι που το έσκασε. Δεν σταμάτησε να της γράφει γράμματα. Κι εκείνη δεν σταμάτησε να τρέμει για τη ζωή του, εγκλωβισμένη στο κατεχόμενο Παρίσι. Η σχέση τους ήταν ανοιχτή. Σύμφωνα με την επίσημη βιογραφία τους, δεν έλειψαν και τα menages a trois με νεαρές συνήθως μαθήτριες της ίδιας και άλλες κοπέλες του κύκλου τους. Το τι έκταση και επιτυχία είχαν αυτά τα πειράματα δεν είναι γνωστό. Η ζήλια δεν ήταν συναίσθημα που εμφανίστηκε στις ζωές τους. Δεν ένιωθαν την ανάγκη να κατακτήσουν ο ένας τον άλλον - ή να κατακτηθούν. Αλλά ήξεραν πάντοτε πόσο μεγάλη τύχη ήταν που γνώρισαν ο ένας τον άλλον. Γιατί τότε δεν θα έφταναν εκεί που έφτασαν, συμπαρασύροντας ο ένας τον άλλον στην κορυφή. Ο Σαρτρ ήταν πάντα ο νούμερο ένας άντρας στη ζωή της. Και η Μπουβουάρ η νούμερο ένα γυναίκα στη δική του. Μόνο ο Αμερικανός συγγραφέας Νέλσον Άλγκρεν τη συγκίνησε σε σχεδόν αντίστοιχο βαθμό – και σύμφωνα με την επίσημη βιογραφία της, ήταν ο πρώτος άντρας που την έφερε πραγματικά σε οργασμό, στα 39 της. Ταξίδεψαν μαζί σε όλο τον κόσμο, γνώρισαν τον Τσε, τον Φιντέλ, όλες τις μεγάλες προσωπικότητες της εποχής. Φωτογραφήθηκαν παρέα αμέτρητες φορές. Έγιναν το πιο γνωστό αντισυμβατικό ζευγάρι διανοουμένων στον πλανήτη.
Όταν στη δεκαετία του ’70, ο Σαρτρ έπαθε εγκεφαλικό και άρχισε να τυφλώνεται, η Μποβουάρ ξεκίνησε να του παίρνει συνεντεύξεις, μεγάλες, ατελείωτες συνεντεύξεις για να διασώσει ατόφια την υπέροχη σκέψη του προτού αυτή σφαλίσει για πάντα. Ο Σαρτρ πέθανε το 1980, σε ηλικία 75 ετών. Το βιβλίο της «Αποχαιρετισμός στον Σαρτρ» (1981) ήταν ο πιο γλυκός, σπαρακτικός αποχαιρετισμός σε έναν αιώνιο φίλο. Δεν ξαναέγραψε ποτέ κάτι άλλο. Περίμενε ήσυχα, υπομονετικά να έρθει και το δικό της, τυπικό φινάλε. Και ήρθε, 6 χρόνια αργότερα.
Η Μποβουάρ και ο Σαρτρ γνωρίστηκαν το 1928, εκείνη 20, εκείνος 23, στα χρόνια του Μεσοπολέμου, όταν η ευτυχία έμοιαζε μια απτή πραγματικότητα και ο πόλεμος μια απομακρυσμένη απειλή. Και οι δυο αρίστευσαν στη Σορβόνη, και διορίστηκαν καθηγητές αφού πέρασαν τις διαβόητα απαιτητικές εξετάσεις που απαιτούνταν για τον διορισμό – εκείνη με την πρώτη, εκείνος με τη δεύτερη. Μόλις τελείωσαν την Ecole Normale, εκείνος της πρότεινε να παντρευτούν, κυρίως για πρακτικούς λόγους. Εκείνη το σκέφτηκε και το απέρριψε. Δεν την ενδιέφερε. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ, ούτε μεταξύ τους, ούτε γενικώς. Ποτέ δεν σταμάτησαν όμως να μοιράζονται μεταξύ τους, κάθε μέρα, την παραμικρή λεπτομέρεια, σημαντική ή επουσιώδη, της καθημερινότητάς τους, με σχιζοφρενική σχεδόν επιμονή. Ως καθηγητές διορισμένοι σε διαφορετικές πόλεις, έμαθαν να παίρνουν τα τρένα και να συναντούν ο ένας τον άλλον σε καφέ, τρώγοντας αλλαντικά και πίνοντας κρασί, πότε στη βρώμικη Χάβρη, πότε στη συμπαθητική Ρούεν. Εκείνη του συμπαραστάθηκε όταν ο Σαρτρ, αφού κατανάλωσε ψυχοτροπικά ναρκωτικά, βίωνε επί μήνες ψυχωτικά επεισόδια στα οποία πίστευε ότι τον καταδίωκαν τεράστιοι αστακοί. Επέζησαν των ζοφερών χρόνων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που θρυμμάτισαν την ψευδαίσθησή τους ότι είναι άτρωτοι, αλώβητοι από την ιστορική συγκυρία – μία ψευδαίσθηση που μάλλον έτρεφε κυρίως η Μποβουάρ, αφού ο Σαρτρ επιδείκνυε πάντοτε μία ακατανίκητη υπομονή που έφτανε ενίοτε τα όρια της στωικότητας, ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Το 1940, ο Σαρτρ πιάστηκε αιχμάλωτος και κρατήθηκε για μήνες σε γερμανικό στρατόπεδο, μέχρι που το έσκασε. Δεν σταμάτησε να της γράφει γράμματα. Κι εκείνη δεν σταμάτησε να τρέμει για τη ζωή του, εγκλωβισμένη στο κατεχόμενο Παρίσι. Η σχέση τους ήταν ανοιχτή. Σύμφωνα με την επίσημη βιογραφία τους, δεν έλειψαν και τα menages a trois με νεαρές συνήθως μαθήτριες της ίδιας και άλλες κοπέλες του κύκλου τους. Το τι έκταση και επιτυχία είχαν αυτά τα πειράματα δεν είναι γνωστό. Η ζήλια δεν ήταν συναίσθημα που εμφανίστηκε στις ζωές τους. Δεν ένιωθαν την ανάγκη να κατακτήσουν ο ένας τον άλλον - ή να κατακτηθούν. Αλλά ήξεραν πάντοτε πόσο μεγάλη τύχη ήταν που γνώρισαν ο ένας τον άλλον. Γιατί τότε δεν θα έφταναν εκεί που έφτασαν, συμπαρασύροντας ο ένας τον άλλον στην κορυφή. Ο Σαρτρ ήταν πάντα ο νούμερο ένας άντρας στη ζωή της. Και η Μπουβουάρ η νούμερο ένα γυναίκα στη δική του. Μόνο ο Αμερικανός συγγραφέας Νέλσον Άλγκρεν τη συγκίνησε σε σχεδόν αντίστοιχο βαθμό – και σύμφωνα με την επίσημη βιογραφία της, ήταν ο πρώτος άντρας που την έφερε πραγματικά σε οργασμό, στα 39 της. Ταξίδεψαν μαζί σε όλο τον κόσμο, γνώρισαν τον Τσε, τον Φιντέλ, όλες τις μεγάλες προσωπικότητες της εποχής. Φωτογραφήθηκαν παρέα αμέτρητες φορές. Έγιναν το πιο γνωστό αντισυμβατικό ζευγάρι διανοουμένων στον πλανήτη.
Όταν στη δεκαετία του ’70, ο Σαρτρ έπαθε εγκεφαλικό και άρχισε να τυφλώνεται, η Μποβουάρ ξεκίνησε να του παίρνει συνεντεύξεις, μεγάλες, ατελείωτες συνεντεύξεις για να διασώσει ατόφια την υπέροχη σκέψη του προτού αυτή σφαλίσει για πάντα. Ο Σαρτρ πέθανε το 1980, σε ηλικία 75 ετών. Το βιβλίο της «Αποχαιρετισμός στον Σαρτρ» (1981) ήταν ο πιο γλυκός, σπαρακτικός αποχαιρετισμός σε έναν αιώνιο φίλο. Δεν ξαναέγραψε ποτέ κάτι άλλο. Περίμενε ήσυχα, υπομονετικά να έρθει και το δικό της, τυπικό φινάλε. Και ήρθε, 6 χρόνια αργότερα.
«Η Σιμόν ντε Μποβουάρ και οι γυναίκες»
Ενα νέο βιβλίο προστέθηκε στα αναρίθμητα δοκίμια που έχουν γραφεί για τη διάσημη Γαλλίδα. Συγγραφέας του βιβλίου είναι η ιστορικός και ακτιβίστρια Marie-Jo Bonnet, μέλος του Μετώπου Oμοφυλοφίλων, και έχει τίτλο «Η Σιμόν ντε Μποβουάρ και οι γυναίκες».
Γιατί η Μποβουάρ έκρυψε την ομοφυλοφιλία της
Το βιβλίο εμβαθύνει σε ένα ερώτημα που έχει τεθεί από τους πάντες: Γιατί η Μποβουάρ έκρυψε και αρνήθηκε το γεγονός ότι ήταν bisexual; Πώς ήταν οι σχέσεις της με τις γυναίκες; Και ποιες ήταν οι συνέπειες αυτού του «ψέματος»;
Η συγγραφέας έχει στόχο να φωτίσει τις «κρυφές ζωές» της διάσημης ηγερίας του φιλοσόφου Ζαν-Πολ Σαρτρ και πιο διάσημης Γαλλίδας στα χρόνια μετά τον πόλεμο. Σε δύο βιβλία που δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό της οι αναγνώστες ανακάλυψαν τις ερωτικές σχέσεις που διατηρούσε η Σιμόν ντε Μποβουάρ με γυναίκες. Ξαφνιάζει το κυνικό και «προχωρημένο» στιλ με το οποίο μιλούσε η Μποβουάρ στα κείμενά της για τις λεσβιακές ηδονές. Στο «Δεύτερο Φύλλο» σημειώνει ότι αυτό που ζηλεύουν οι γυναίκες στους άνδρες είναι τα «θύματά» τους. Οταν η ερωμένη της Bianca Bienenfeld-Lamblin, ή αλλιώς Védrine, διάβασε τι έγραφε για εκείνη, πήρε την πένα και έγραψε με τη σειρά της το βιβλίο «Αναμνήσεις μιας νεαρής κοπέλας που ενοχλήθηκε», ώστε να εξηγήσει τι συνέπειες είχε πάνω της μια τέτοια προδοσία. Η νεαρή ήταν Εβραία και το θρυλικό ζευγάρι Σαρτρ-Μποβουάρ την εγκατέλειψε τα χρόνια του πολέμου (επειδή ήταν Εβραία).
H υπόθεση Μπιάνκα
Σε ηλικία 16 ετών η Μπιάνκα γίνεται ερωμένη της Μποβουάρ και στη συνέχεια ερωμένη του Σαρτρ. Η ιστορία ξεκινά το 1937, στο Λύκειο Μολιέρου στο Παρίσι, όπου η Μποβουάρ διδάσκει φιλοσοφία. Η νέα καθηγήτρια κατακτά αμέσως τις μαθήτριές της, με τη βραχνή φωνή, τον χειμαρρώδη λόγο και τα βαθιά νοήματα. Η Μπιάνκα κατάγεται από μια πολονω-εβραϊκή οικογένεια, είναι μια όμορφη και κοκέτα 16χρονη, ενώ η Μποβουάρ είναι 29 ετών. Μιλάει στο μάθημα για την ελευθερία των γυναικών, για την οικονομική ανεξαρτησία τους, για την άρνηση του γάμου-σκλαβιάς και της μητρότητας. Μια μέρα γράφει στην καθηγήτριά της τον θαυμασμό της και η Μποβουάρ τής δίνει ραντεβού σε ένα καφέ της οδού de Rennes. Η συνάντηση είναι θερμή και η Μποβουάρ προτείνει στη μαθήτριά της να τη συναντήσει και κατ' ιδίαν. Από τότε, κάθε Κυριακή η Μπιάνκα βρίσκει την Μποβουάρ («Κάστορα» την αποκαλούσε ο Σαρτρ) στο ξενοδοχείο της και μαζί κάνουν βόλτες στο Παρίσι, στα αντικάδικα, στον λόφο της Μονμάρτης. Σε μια εκδρομή στην εξοχή οι δύο γυναίκες γίνονται ερωμένες. Εκεί η Μποβουάρ τής μιλάει για τον Σαρτρ, τον οποίο συνάντησε στη Σορβόννη όταν έκανε μεταπτυχιακό. «Ηταν ο πιο άσχημος, ο πιο βρόμικος, αλλά και ο πιο έξυπνος διανοούμενος» της λέει για τον φιλόσοφο. «Κατάλαβα αμέσως ότι αυτός ήταν ο έρωτας της ζωής της», έγραψε 50 χρόνια αργότερα η Μπιάνκα. Σαρτρ και Μποβουάρ ορκίστηκαν να μην παντρευτούν, να μην κάνουν παιδιά, ενώ ο διάσημος φιλόσοφος είχε αμέτρητες γυναικείες κατακτήσεις.
Η υπόθεση Ολγα
Η Μπιάνκα μαθαίνει γρήγορα ότι δεν είναι ο πρώτος γυναικείος έρωτας της Μποβουάρ. Εχει σχέση με μια άλλη Ρωσίδα μαθήτριά της, την Olga Kosakiewicz, μια εκκεντρική νεαρή που άρεσε στον Σαρτρ. Εκείνη δεν δέχεται τον έρωτά του και ο Σαρτρ παρηγορείται με την αδελφή της Wanda. Μια μέρα η Μποβουάρ συμβουλεύει την Μπιάνκα να επισκεφθεί τον Σαρτρ για ένα φιλοσοφικό θέμα. Ο φιλόσοφος την ερωτεύεται, της γράφει καυτές ερωτικές επιστολές και εκείνη γίνεται ερωμένη του. Στα γράμματά της προς τον Σαρτρ, που έχουν δημοσιευτεί, η Μποβουάρ, ίσως από ζήλια, αρχίζει να μιλάει άσχημα για τη νεαρή κοπέλα και σε ραντεβού με την Ολγα στο Café de Flore την κοροϊδεύουν. Παράλληλα, όμως, βρίσκονται σε ερωτικό τρίγωνο.
Η αηδία για τις γυναίκες αλλά και το μίσος γι' αυτές είναι επίσης δύο παράδοξες πλευρές τής Σιμόν ντε Μποβουάρ που αποκαλύπτει το νέο βιβλίο. Ερωτεύεται την παιδική της φίλη Zaza γιατί μισεί τη μητέρα της. Είναι το ερωτικό τρίγωνο που επαναλαμβάνεται στις σχέσεις της με τον Σαρτρ, γράφει η Marie-Jo Bonnet. «Ολα συμβαίνουν στη ζωή της Μποβουάρ σαν να μην άντεχε την έλξη της για τις γυναίκες», γράφει η Marie-Jo Bonnet στο βιβλίο, που κυκλοφόρησε πέρσυ στη Γαλλία.
Ενα νέο βιβλίο προστέθηκε στα αναρίθμητα δοκίμια που έχουν γραφεί για τη διάσημη Γαλλίδα. Συγγραφέας του βιβλίου είναι η ιστορικός και ακτιβίστρια Marie-Jo Bonnet, μέλος του Μετώπου Oμοφυλοφίλων, και έχει τίτλο «Η Σιμόν ντε Μποβουάρ και οι γυναίκες».
Γιατί η Μποβουάρ έκρυψε την ομοφυλοφιλία της
Το βιβλίο εμβαθύνει σε ένα ερώτημα που έχει τεθεί από τους πάντες: Γιατί η Μποβουάρ έκρυψε και αρνήθηκε το γεγονός ότι ήταν bisexual; Πώς ήταν οι σχέσεις της με τις γυναίκες; Και ποιες ήταν οι συνέπειες αυτού του «ψέματος»;
Η συγγραφέας έχει στόχο να φωτίσει τις «κρυφές ζωές» της διάσημης ηγερίας του φιλοσόφου Ζαν-Πολ Σαρτρ και πιο διάσημης Γαλλίδας στα χρόνια μετά τον πόλεμο. Σε δύο βιβλία που δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό της οι αναγνώστες ανακάλυψαν τις ερωτικές σχέσεις που διατηρούσε η Σιμόν ντε Μποβουάρ με γυναίκες. Ξαφνιάζει το κυνικό και «προχωρημένο» στιλ με το οποίο μιλούσε η Μποβουάρ στα κείμενά της για τις λεσβιακές ηδονές. Στο «Δεύτερο Φύλλο» σημειώνει ότι αυτό που ζηλεύουν οι γυναίκες στους άνδρες είναι τα «θύματά» τους. Οταν η ερωμένη της Bianca Bienenfeld-Lamblin, ή αλλιώς Védrine, διάβασε τι έγραφε για εκείνη, πήρε την πένα και έγραψε με τη σειρά της το βιβλίο «Αναμνήσεις μιας νεαρής κοπέλας που ενοχλήθηκε», ώστε να εξηγήσει τι συνέπειες είχε πάνω της μια τέτοια προδοσία. Η νεαρή ήταν Εβραία και το θρυλικό ζευγάρι Σαρτρ-Μποβουάρ την εγκατέλειψε τα χρόνια του πολέμου (επειδή ήταν Εβραία).
H υπόθεση Μπιάνκα
Σε ηλικία 16 ετών η Μπιάνκα γίνεται ερωμένη της Μποβουάρ και στη συνέχεια ερωμένη του Σαρτρ. Η ιστορία ξεκινά το 1937, στο Λύκειο Μολιέρου στο Παρίσι, όπου η Μποβουάρ διδάσκει φιλοσοφία. Η νέα καθηγήτρια κατακτά αμέσως τις μαθήτριές της, με τη βραχνή φωνή, τον χειμαρρώδη λόγο και τα βαθιά νοήματα. Η Μπιάνκα κατάγεται από μια πολονω-εβραϊκή οικογένεια, είναι μια όμορφη και κοκέτα 16χρονη, ενώ η Μποβουάρ είναι 29 ετών. Μιλάει στο μάθημα για την ελευθερία των γυναικών, για την οικονομική ανεξαρτησία τους, για την άρνηση του γάμου-σκλαβιάς και της μητρότητας. Μια μέρα γράφει στην καθηγήτριά της τον θαυμασμό της και η Μποβουάρ τής δίνει ραντεβού σε ένα καφέ της οδού de Rennes. Η συνάντηση είναι θερμή και η Μποβουάρ προτείνει στη μαθήτριά της να τη συναντήσει και κατ' ιδίαν. Από τότε, κάθε Κυριακή η Μπιάνκα βρίσκει την Μποβουάρ («Κάστορα» την αποκαλούσε ο Σαρτρ) στο ξενοδοχείο της και μαζί κάνουν βόλτες στο Παρίσι, στα αντικάδικα, στον λόφο της Μονμάρτης. Σε μια εκδρομή στην εξοχή οι δύο γυναίκες γίνονται ερωμένες. Εκεί η Μποβουάρ τής μιλάει για τον Σαρτρ, τον οποίο συνάντησε στη Σορβόννη όταν έκανε μεταπτυχιακό. «Ηταν ο πιο άσχημος, ο πιο βρόμικος, αλλά και ο πιο έξυπνος διανοούμενος» της λέει για τον φιλόσοφο. «Κατάλαβα αμέσως ότι αυτός ήταν ο έρωτας της ζωής της», έγραψε 50 χρόνια αργότερα η Μπιάνκα. Σαρτρ και Μποβουάρ ορκίστηκαν να μην παντρευτούν, να μην κάνουν παιδιά, ενώ ο διάσημος φιλόσοφος είχε αμέτρητες γυναικείες κατακτήσεις.
Η υπόθεση Ολγα
Η Μπιάνκα μαθαίνει γρήγορα ότι δεν είναι ο πρώτος γυναικείος έρωτας της Μποβουάρ. Εχει σχέση με μια άλλη Ρωσίδα μαθήτριά της, την Olga Kosakiewicz, μια εκκεντρική νεαρή που άρεσε στον Σαρτρ. Εκείνη δεν δέχεται τον έρωτά του και ο Σαρτρ παρηγορείται με την αδελφή της Wanda. Μια μέρα η Μποβουάρ συμβουλεύει την Μπιάνκα να επισκεφθεί τον Σαρτρ για ένα φιλοσοφικό θέμα. Ο φιλόσοφος την ερωτεύεται, της γράφει καυτές ερωτικές επιστολές και εκείνη γίνεται ερωμένη του. Στα γράμματά της προς τον Σαρτρ, που έχουν δημοσιευτεί, η Μποβουάρ, ίσως από ζήλια, αρχίζει να μιλάει άσχημα για τη νεαρή κοπέλα και σε ραντεβού με την Ολγα στο Café de Flore την κοροϊδεύουν. Παράλληλα, όμως, βρίσκονται σε ερωτικό τρίγωνο.
Η αηδία για τις γυναίκες αλλά και το μίσος γι' αυτές είναι επίσης δύο παράδοξες πλευρές τής Σιμόν ντε Μποβουάρ που αποκαλύπτει το νέο βιβλίο. Ερωτεύεται την παιδική της φίλη Zaza γιατί μισεί τη μητέρα της. Είναι το ερωτικό τρίγωνο που επαναλαμβάνεται στις σχέσεις της με τον Σαρτρ, γράφει η Marie-Jo Bonnet. «Ολα συμβαίνουν στη ζωή της Μποβουάρ σαν να μην άντεχε την έλξη της για τις γυναίκες», γράφει η Marie-Jo Bonnet στο βιβλίο, που κυκλοφόρησε πέρσυ στη Γαλλία.
Βιβλία της στα Ελληνικά
- Το δεύτερο φύλο («Μεταίχμιο», «Γλάρος»)
- Ένας πολύ γλυκός θάνατος («Μεταίχμιο», «Γλάρος»)
- Οι αναμνήσεις μιας καθωσπρέπει κόρης («Γλάρος»)
- Για μια ηθική της αμφισβήτησης («Γλάρος»)
- Η μεγάλη Πορεία: Δοκίμιο για την Κίνα («Γλάρος»)
- Η δύναμη των πραγμάτων» («Γλάρος»)
- Η δύναμη της ζωής («Γλάρος»)
- Η Καλεσμένη («Γλάρος»)
- Οι Μανδαρίνοι («Γλάρος»)
- Προδομένη Γυναίκα («Γλάρος»)
- Πύρρος και Κινέας («Γλάρος»)
- «Σιμόν ντε Μποβουάρ» της Ιγκέτ Μπουσαρντό («Κίχλη»)