Ο Χίραμ Μπίνγκχαμ Γ’ γεννιέται στις 19 Νοεμβρίου 1875 στη Χονολουλού της Χαβάης μέσα σε οικογένεια με βαθιά χριστιανική παράδοση. Τόσο ο πατέρας του, Χίραμ Μπίνγκχαμ Β’, όσο και ο παππούς του, Χίραμ Μπίνγκχαμ Α’, ήταν προτεστάντες ιεραπόστολοι που εκχριστιάνιζαν τους ιθαγενείς της Μικρονησίας και μετέφραζαν στις ντόπιες γλώσσες τη Βίβλο και τα ιερά κείμενα του χριστιανισμού. Η οικογένεια επεφύλασσε μάλιστα για τον Χίραμ τον Νεότερο αντίστοιχο ρόλο, αν και ο ίδιος αηδίασε -όπως έγραφε- από την καθημερινή κατήχηση και προτιμούσε το αμερικανικό ποδόσφαιρο από την Αγία Γραφή. Χαρίζοντάς του ένα διάλειμμα από το αυστηρό χριστιανικό πλαίσιο, τον στέλνουν στην εφηβεία του (1892) να συνεχίσει το σχολείο στη Νέα Αγγλία, καθώς τα χρήματα δεν έλειπαν ποτέ από τους Μπίνγκχαμ. Αφού τελειώσει το σχολείο σε πανάκριβο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο της Μασαχουσέτης, γίνεται δεκτός το 1894 στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, όπου και ερωτεύεται την ιστορία και μάλιστα την ιστορία της Λατινικής Αμερικής. Αφού περάσει από το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ για μεταπτυχιακές σπουδές (1900), γράφεται για το διδακτορικό του στο Χάρβαρντ, όταν και άρχισαν οι πατρικές φοβέρες να επιστρέψει στη Χαβάη για να γίνει ιεραπόστολος. Δυστυχώς για τους γονείς του, που του έκοψαν εντωμεταξύ τη χρηματοδότηση, ο Μπίνγκχαμ πέφτει το 1900 πάνω στην Αλφρέντα Μίτσελ, ζάμπλουτη κληρονόμο των κοσμηματοπωλείων Tiffany (εγγονή του Τσαρλς Τίφανι), και πίσω δεν κοιτά! Με τα λεφτά της καλής του, ταξιδεύει σε όλη τη Νότια Αμερική και εξοικειώνεται με τους τοπικούς προκολομβιανούς πολιτισμούς που τόσο αγαπούσε, την ίδια ώρα που ολοκληρώνει απερίσπαστος τη διδακτορική του διατριβή το 1905. Με τη Μίτσελ θα αποκτούσε εφτά γιους, έναν καθηγητή πανεπιστήμιου, έναν διπλωμάτη (Χίραμ Μπίνγκχαμ Δ’), έναν δικηγόρο, έναν γιατρό, έναν ιερωμένο, έναν καλλιτέχνη και έναν γερουσιαστή. Στο Χάρβαρντ άρχισε να διδάσκει ιστορία και πολιτική και ήταν μάλιστα προστατευόμενος του Γούντρου Γουίλσον, λίγο πριν γίνει ο 28ος πρόεδρος των ΗΠΑ! Ο Γουίλσον θα τον πάρει μαζί του στο Πρίνστον, το οποίο όμως «δεν προωθούσε τη λατινοαμερικάνικη ιστορία». Κι έτσι το 1907 μετακινείται στο Γέιλ και αναλαμβάνει πράγματι την έδρα της Ιστορίας της Λατινικής Αμερικής, ως ένας από τους πρώτους που δίδαξε στις ΗΠΑ τις έθιμα και τις παραδόσεις των νότιων γειτόνων τους.
Ο Μπίνγκχαμ έκανε πολλά για να εγκαθιδρύσει τον νέο ακαδημαϊκό τομέα και οι εργασίες του στον χώρο λογίζονται καινοτόμες και σωστοί πανεπιστημιακοί ογκόλιθοι. Αν και σύντομα το ενδιαφέρον του θα περνούσε από τα βιβλία στο πεδίο, με τις εξερευνήσεις να τον απασχολούν τώρα ολοένα και πιο πολύ. Όπως και οι γυναίκες φυσικά, καθώς ο πρώιμος αυτός Ιντιάνα ήταν μέγας καρδιοκατακτητής και όπως αποκαλύπτουν τα ημερολόγιά του, δεν έχανε τον καιρό του στα πολύμηνα ταξίδια του μακριά από τη σύζυγό του. Όταν έμαθε βέβαια η Αλφρέντα για τις απιστίες του, τον χώρισε στη στιγμή, κι εκείνος το 1937 βρήκε μια νέα σύζυγο να βασανίζει…Η πρώτη του οργανωμένη αποστολή έλαβε χώρα το 1906, όταν θέλησε να ακολουθήσει τις διαδρομές του λαϊκού ήρωα Σιμόν Μπολιβάρ στη Βενεζουέλα και την Κολομβία εκεί στη δεκαετία του 1820. Το 1909 επιδόθηκε σε νέα ταξίδια στη Νότια Αμερική, ακολουθώντας τώρα τα ιστορικά εμπορικά μονοπάτια των προκολομβιανών φυλών. Ένα τέτοιο θα τον φέρει από το Μπουένος Άιρες της Αργεντινής ως τη Λίμα του Περού, όντας πια διαχρονικά ερωτευμένος με την κορδιλιέρα των Άνδεων και τα ερείπια των Ίνκας.Μέχρι το 1911, θα έχει οργώσει Βραζιλία, Αργεντινή, Βολιβία, Χιλή και Περού… Ο επίκουρος καθηγητής του Γέιλ βρέθηκε στο Σαντιάγκο της Χιλής το 1908, ως απεσταλμένος των ΗΠΑ σε παναμερικανικό συνέδριο ιστορικών, και στον γυρισμό του μέσω Περού τον έπεισε ένας ντόπιος αξιωματούχος να επισκεφτεί τα ερείπια μιας προκολομβιανής πόλης. Η όρεξη του Μπίνγκχαμ άνοιξε λοιπόν για ανεξερεύνητες πόλεις των Ίνκας και επιστρέφοντας στις ΗΠΑ έπεσε με τα μούτρα στη μελέτη. Το 1911 ήταν έτοιμος να επιστρέψει στις Άνδεις με την αποστολή που οργάνωσε και χρηματοδότησε το πανεπιστήμιο ως Περουβιανή Αποστολή του Γέιλ. Το καλοκαίρι του 1911 η αποστολή των εφτά νοματαίων κατέφτασε στις περουβιανές Άνδεις, όταν και άκουσε ο καθηγητής τις διηγήσεις των ντόπιων για μια «βασιλική πόλη» που κρυβόταν στα βουνά, ένα προπύργιο των πανίσχυρων άλλοτε Ίνκας. Στις 24 Ιουλίου 1911, ένας γηγενής οδηγός πήγε την αμερικανική αποστολή στα ερείπια των θερινών αυτοκρατορικών ανακτόρων, στο φοβερό Μάτσου Πίτσου, όπως έλεγαν οι ντόπιοι στη γλώσσα τους το «Παλιό Βουνό», το οποίο είχε ξεχαστεί απ’ όλους, εκτός φυσικά από τους λιγοστούς αυτόχθονες που κατοικούσαν στην κοιλάδα κάτω από τους πρόποδές του.
Ο νεαρός εξερευνητής είχε βρει τη «Χαμένη Πόλη» του, την οποία απαθανάτισε γλαφυρά στο μπεστ-σέλερ του «H χαμένη πόλη των Ίνκας»: «Εδώ κρυμμένες σε ένα φαράγγι εντυπωσιακής μεγαλοπρέπειας, προστατευμένες από τη φύση και το ανθρώπινο χέρι, οι Παρθένες του Ηλίου πέθαιναν μία προς μία χωρίς να αφήσουν απογόνους, πρόθυμους να αποκαλύψουν τη σημασία ή να εξηγήσουν το λόγο ύπαρξης των ερειπίων». Η «Χαμένη Πόλη» δεν ήταν βέβαια αληθινή πόλη, καθώς λιγότεροι από 750 άνθρωποι ζούσαν άλλοτε εκεί και κατά την περίοδο των βροχών ο πληθυσμός μειωνόταν σε λίγες μόνο εκατοντάδες. Πιθανότατα επρόκειτο για τους υπηρέτες και τους καλλιτέχνες που συνόδευαν τη βασιλική οικογένεια αλλά και τους εκλεκτούς καλεσμένους τους. O Μπίνγκχαμ δεν είχε πάντως ολότελα άδικο για τις θρησκευτικές πτυχές του Μάτσου Πίτσου, καθώς η χωροταξία του μνημείο είχε διευθετηθεί με βάση την κοσμολογία των Ίνκας. Κατοπινές έρευνες έφεραν στο φως κόκκαλα ζώων, τα οποία ενδέχεται να θυσιάζονταν σε θρησκευτικές τελετές. Παρά ταύτα, οι «Παρθένες του Θεού» του Μπίνγκχαμ δεν υπήρξαν ποτέ, αφού τα ανθρώπινα απομεινάρια που βρέθηκαν αργότερα ανήκαν τόσο σε αρσενικούς όσο και θηλυκούς σκελετούς. Ο Μπίνγκχαμ επέστρεψε στο Περού το 1912 και το 1915 και μετέφερε χιλιάδες αντικείμενα στα υπόγεια του μουσείου του Γέιλ, αδιαφορώντας πλήρως για τις πολιτισμικές συνέπειες της πράξης του. Τώρα οι αποστολές του είχαν την πλήρη υποστήριξη τόσο του πανεπιστημίου και της αρχαιολογικής κοινότητας όσο και της Εθνικής Γεωγραφικής Υπηρεσίας. Ο Μπίνγκχαμ αναζητούσε στο Περού την πραγματική «Χαμένη Πόλη» των Ίνκας, το τελευταίο καταφύγιο του πολιτισμού το 1530 από τους ισπανούς κονκισταδόρες, τη φημισμένη Βιλκαμπάμπα, την οποία συνάντησε ειρωνικά στο διάβα του αλλά απέτυχε να την αναγνωρίσει. Είδε ως πόλη το Μάτσου Πίτσου, που δεν ήταν, και θεώρησε αποσπασματικά ερείπια τη Βιλκαμπάμπα, που ήταν η πραγματική «Χαμένη Πόλη» των Ίνκας!
Κι αυτό γιατί δεν ήταν αρχαιολόγος, ούτε ήταν αποφασισμένος για σοβαρή και πολυετή αρχαιολογική ανασκαφή. Λειτουργούσε πιο πολύ ως τυχοδιώκτης ακαδημαϊκός που αποζητούσε εύκολα και ανέξοδα τρανές ανακαλύψεις. Το ένστικτό του τον έκανε πάντως να ακολουθήσει τις διηγήσεις των ντόπιων και να είναι ο μόνος της αποστολής που ενδιαφέρθηκε να ψάξει τα ερείπια του Παλιού Βουνού. Ελάχιστοι μικροκαλλιεργητές ζούσαν εκεί γύρω και ένας από αυτούς, φιλόξενος καθώς ήταν, είπε στον μικρό του γιο να οδηγήσει τον Μπίνγκχαμ εκεί κοντά, που υπήρχε κάτι εντυπωσιακό, όπως του μετέφρασε ο ντόπιος οδηγός του. Σκαρφαλώνοντας στα κατσάβραχα για δύο ώρες, αντίκρισε ο Μπίνγκχαμ αυτό που τον θάμπωσε από την ομορφιά του. Ο εξερευνητής ήταν σίγουρος ότι είχε ανακαλύψει τη Βιλκαμπάμπα και μέχρι να φύγει από τον κόσμο το πίστευε ακράδαντα. Επιστρέφοντας στα επόμενα χρόνια, τράβηξε χιλιάδες φωτογραφίες και έφτιαξε λεπτομερείς κατόψεις του μνημείου που έπαιρνε για πόλη. Άρπαξε όμως και χιλιάδες αντικείμενα από το Μάτσου Πίτσου, που θα εγκαινίαζαν στα χρόνια που θα έρχονταν τις πολύκροτες και ακανθώδεις μάχες μεταξύ Περού και ΗΠΑ για την επιστροφή των κειμηλίων. Όταν ο Μπίνγκχαμ επέστρεψε για άλλη μια φορά το 1948 στο Μάτσου Πίτσου, για να εγκαινιάσει τον δρόμο που πήγαινε πια ως το μνημείο και έφερε το όνομά του, έμαθε ότι το αυτοκρατορικό φρούριο ενδέχεται να ήταν παλιότερο ακόμα και από τους Ίνκας, ακόμα παλιότερο και από την ίδια τη Βαβυλώνα δηλαδή (μπορεί να έστεκε εκεί εδώ και 60 αιώνες!). Ο Μπίνγκχαμ δεν πρόλαβε να μάθει την αλήθεια: ότι δεν ήταν η Βιλκαμπάμπα, παρά ένα από τα εξοχικά ανάκτορα του αυτοκράτορα…Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο περιπετειώδης ακαδημαϊκός ντύθηκε τη στρατιωτική στολή και έφτασε μέχρι τον βαθμό του λοχαγού της Εθνοφυλακής του Κονέκτικατ το 1916. Πιλότος έγινε το 1917 και μάλιστα ένας από τους πιο παθιασμένους πιονέρους της αεροπορίας, καλώντας τον στρατό να ρίξει ό,τι είχε και δεν είχε στο μέλλον της ανθρωπότητας και των πολέμων, όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Ο ίδιος έστησε αυτό που θα γινόταν τελικά η Ακαδημία Στρατιωτικής Αεροναυτικής των ΗΠΑ! Στον αμερικανικό στρατό έφτασε μέχρι τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και βρέθηκε να διοικεί σχολή αεροπορίας ακόμα και στη Γαλλία. Το νέο του μεγάλο ενδιαφέρον ήταν τώρα η πολιτική, για χάρη της οποίας παραιτήθηκε πρόθυμα από τα ακαδημαϊκά του καθήκοντα. Εκλέχτηκε τελικά κυβερνήτης του Κονέκτικατ τον Νοέμβριο του 1924 και γερουσιαστής αργότερα, υπηρετώντας δύο κυβερνητικές θητείες. Τώρα ήταν απλώς γνωστός για τις θρυλικές του απιστίες, λάτρης καθώς ήταν διαχρονικά του ποδόγυρου, αλλά και για τα νέα καθήκοντα που ανέλαβε στη δεκαετία του 1950 σε μια αμφιλεγόμενη κυβερνητική επιτροπή του προέδρου Τρούμαν που «καρατομούσε» δημόσιους υπαλλήλους για κομμουνιστικές συμπάθειες. Όλοι τον θυμούνταν όμως ως τον άνθρωπο που έφερε στο προσκήνιο το Μάτσου Πίτσου, παρά τη μικρή απήχηση που είχε ο ίδιος στην επιστημονική κοινότητα (ήταν κόκκινο πανί για την αρχαιολογική κοινότητα). Κρατήρας του φεγγαριού πήρε το όνομά του, ήρωας δράσης εμπνεύστηκε από αυτόν (ο Χάρι Στιλ στα σίγουρα) και έλαβε τιμές και επαίνους.Δεν πρόλαβε φυσικά να δει την ανακάλυψη της αληθινής Βιλκαμπάμπα από τον αμερικανό εξερευνητή Gene Savoy το 1964, γι’ αυτό και επέμενε διαχρονικά ότι είχε βρει τη «Χαμένη Πόλη», κάτι που επιδείνωνε τη θέση του στον ακαδημαϊκό κόσμο. Οι νεότεροι τον ήξεραν απλώς ως «Ιπτάμενο Γερουσιαστή», όταν ο πρόεδρος Κούλιτζ τον έχρισε πρόεδρο ελεγκτικού μηχανισμού του Κογκρέσου για την αεροπορία.Οικονομικό σκάνδαλοι θα κηλιδώσει την πολιτική του καριέρα το 1929 και το 1933 δεν θα εκλεγεί εκ νέου γερουσιαστής. Θα τον ξαναβρούμε στον Β’ Παγκόσμιο να δίνει διαλέξεις σε σχολές αεροπορίας των ΗΠΑ και το 1953, όπως είπαμε, πρόεδρο της διαβόητης αντικομμουνιστικής επιτροπής Civil Service Commission Loyalty Review Board. Όταν πέθανε στις 6 Ιουνίου 1956 στην οικία του στην Ουάσιγκτον και πριν ενταφιαστεί με τιμές στο Εθνικό Κοιμητήριο του Άρλινγκτον, έγραψαν για τον 81χρονο εκλιπόντα πως «είχε καταφέρει να στριμώξει πολλές καριέρες σε μια ζωή, εκεί που μόνο μία θα ήταν αρκετή για μια ζωή». Το Μάτσου Πίτσου και μόνο, αρκούσε να τον κάνει λαϊκό ήρωα…