Πολύ πριν από τις επιτυχημένες ταινίες της τριλογίας του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, η φαντασία, τα δημιουργήματα και οι χαρακτήρες του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν είχαν γοητεύσει εκατομμύρια αναγνώστες σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο δομημένος μέχρι και την πιο μικρή λεπτομέρεια κόσμος της Μέσης Γης και οι περίπλοκες γλωσσικές διάλεκτοι που σκαρφίστηκε ο Τόλκιν για να αφηγηθεί τις ιστορίες της δημοφιλέστατης παρέας του τον κατατάσσουν σε έναν από τους κορυφαίους συγγραφείς του φανταστικού της νεότερης γενιάς, καθώς από τη λαοφιλία των βιβλίων του θα αναγεννιόταν το είδος της φανταστικής λογοτεχνίας!
Ο Βρετανός Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν γεννιέται στις 3 Ιανουαρίου 1892 στο Bloemfontein της Νότιας Αφρικής, αν και σύντομα θα βρεθεί πίσω στην Αγγλία: 3 χρόνια μετά τη γέννησή του πεθαίνει ο πατέρας του και η μητέρα παίρνει λίγο αργότερα τον 4χρονο Ρόναλντ (όπως τον έλεγαν οι γονείς του) και τον αδελφό του και επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη, στο Μπέρμινχαμ, καθώς δεν είχαν πια τρόπο να ζήσουν. Η τραγωδία δεν εγκατέλειψε ωστόσο τη φαμίλια και το 1904 αφήνει την τελευταία της πνοή και η μητέρα: τα δυο αδέλφια στέλνονται σε συγγενείς, σε ανάδοχες οικογένειες, μέχρι που καθολικός ιερέας αναλαμβάνει πλήρως την κηδεμονία τους και τα παιδιά επιστρέφουν στο Μπέρμιγχαμ. Διαπρέποντας στις σχολικές του επιδόσεις, το συνεσταλμένο αγόρι παίρνει το πρώτο του πτυχίο στη γλωσσολογία από το Exeter College, με ειδίκευση στις αγγλοσαξονικές και γερμανικές γλώσσες, αλλά και την κλασική λογοτεχνία. Κατόπιν κατατάχθηκε ως υπολοχαγός στον βρετανικό στρατό και πήρε μέρος στις αιματοβαμμένες μάχες του Α’ Παγκοσμίου, ξεκλέβοντας χρόνο στα χαρακώματα για να επιδίδεται στο αγαπημένο του χόμπι, τη συγγραφή. Ο Τόλκιν γνώρισε από κοντά τη φρίκη του πολέμου, παίρνοντας μέρος σε πολλές μάχες του Μεγάλου Πολέμου με βαριές απώλειες, αν και ο ίδιος τη γλίτωσε. Αργότερα, εξαιτίας σοβαρής ασθένειας, θα επιστρέψει στην Αγγλία και θα απαλλαγεί από τα στρατιωτικά του καθήκοντα. Πριν αποστρατευθεί βέβαια παντρεύτηκε την Edith Bratt το 1916, με την οποία θα αποκτούσαν τέσσερα παιδιά.
Ακαδημαϊκός και συγγραφέας
Μετά τον πόλεμο ο Τόλκιν επέστρεψε στα πανεπιστημιακά έδρανα για να συνεχίσει τις σπουδές του στη γλωσσολογία. Αφού αποφοιτήσει και από το Πανεπιστήμιο του Λιντς το 1920, λίγα χρόνια αργότερα θα βρεθεί στη φημισμένη Οξφόρδη ως διδακτικό προσωπικό, όντας πια καθηγητής φιλολογίας και γλωσσολογίας, πριν γίνει ένα από τα εκλεκτότερα μέλη του περίφημου βρετανικού πανεπιστημίου! Την ίδια εποχή οι λογοτεχνικές του αναζητήσεις έγιναν πια το Νο 1 μέλημά του, με τον ίδιο να ιδρύει τον γνωστό λογοτεχνικό κύκλο της Αγγλίας «The Inklings», μέλη του οποίου ήταν οι συγγραφείς του φανταστικού Owen Barfield και C.S. Lewis (του «Χρονικού της Νάρνια»). Και ήταν ακριβώς στην Οξφόρδη, την ώρα που βαθμολογούσε ένα γραπτό, όταν έγραψε αυθόρμητα τη λέξη που θα άλλαζε τη λογοτεχνία του φανταστικού: το «χόμπιτ» εμφανίστηκε στο περιθώριο της πανεπιστημιακής εργασίας που διόρθωνε! Το πολυβραβευμένο μυθιστόρημα «Το Χόμπιτ» κυκλοφόρησε το 1937 για να διηγηθεί τις περιπέτειες του τοσοδούλη Βilbo Baggins, χαρακτηριζόμενο αρχικά ως παιδικό βιβλίο, παρά το γεγονός ότι ο λόγιος συγγραφέας του αρνιόταν πάντα σθεναρά τον χαρακτηρισμό, αναφέροντας ότι ποτέ δεν το έγραψε για παιδιά (παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε σαν παραμύθι για τα παιδιά του). Ο ίδιος ο Τόλκιν φιλοτέχνησε περισσότερα από 100 σχέδια για να συνοδεύσει τη διήγηση. Παρά την πολύ καλή πορεία του βιβλίου εισπρακτικά, ο κύριος καθηγητής επέστρεψε σύντομα στα πανεπιστημιακά του καθήκοντα, εκδίδοντας γλωσσολογικά και φιλολογικά δοκίμια. Πάντα ωστόσο ξέκλεβε χρόνο από τις ακαδημαϊκές του υποχρεώσεις για να αναπτύξει τη δουλειά που θα τον έκανε γνωστό στα πέρατα της οικουμένης. Το πρώτο μέρος του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», η «Συντροφιά του Δαχτυλιδιού», κυκλοφόρησε το 1954 εμπνευσμένη από τους αρχαίους θρύλους της Βόρειας Ευρώπης. Διέθετε χάρτες, δική της γλώσσα και παραδόσεις, ένα πλήρες φανταστικό λογοτεχνικό σύμπαν δηλαδή που όμοιό του σπάνια ξανασυνάντησε ο κόσμος της γραφής! Οι «Δύο Πύργοι» και «Η Επιστροφή του Βασιλιά» κυκλοφόρησαν το 1955 για να ολοκληρωθεί η τριλογία, φέρνοντας το παγκόσμιο κοινό σε επαφή με ξωτικά, γκόμπλιν, μάγους, νάνους, δέντρα που μιλάνε και όλων των λογιών τα φανταστικά πλάσματα που συναντάμε στον κόσμο του Τόλκιν.
Μετά τον πόλεμο ο Τόλκιν επέστρεψε στα πανεπιστημιακά έδρανα για να συνεχίσει τις σπουδές του στη γλωσσολογία. Αφού αποφοιτήσει και από το Πανεπιστήμιο του Λιντς το 1920, λίγα χρόνια αργότερα θα βρεθεί στη φημισμένη Οξφόρδη ως διδακτικό προσωπικό, όντας πια καθηγητής φιλολογίας και γλωσσολογίας, πριν γίνει ένα από τα εκλεκτότερα μέλη του περίφημου βρετανικού πανεπιστημίου! Την ίδια εποχή οι λογοτεχνικές του αναζητήσεις έγιναν πια το Νο 1 μέλημά του, με τον ίδιο να ιδρύει τον γνωστό λογοτεχνικό κύκλο της Αγγλίας «The Inklings», μέλη του οποίου ήταν οι συγγραφείς του φανταστικού Owen Barfield και C.S. Lewis (του «Χρονικού της Νάρνια»). Και ήταν ακριβώς στην Οξφόρδη, την ώρα που βαθμολογούσε ένα γραπτό, όταν έγραψε αυθόρμητα τη λέξη που θα άλλαζε τη λογοτεχνία του φανταστικού: το «χόμπιτ» εμφανίστηκε στο περιθώριο της πανεπιστημιακής εργασίας που διόρθωνε! Το πολυβραβευμένο μυθιστόρημα «Το Χόμπιτ» κυκλοφόρησε το 1937 για να διηγηθεί τις περιπέτειες του τοσοδούλη Βilbo Baggins, χαρακτηριζόμενο αρχικά ως παιδικό βιβλίο, παρά το γεγονός ότι ο λόγιος συγγραφέας του αρνιόταν πάντα σθεναρά τον χαρακτηρισμό, αναφέροντας ότι ποτέ δεν το έγραψε για παιδιά (παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε σαν παραμύθι για τα παιδιά του). Ο ίδιος ο Τόλκιν φιλοτέχνησε περισσότερα από 100 σχέδια για να συνοδεύσει τη διήγηση. Παρά την πολύ καλή πορεία του βιβλίου εισπρακτικά, ο κύριος καθηγητής επέστρεψε σύντομα στα πανεπιστημιακά του καθήκοντα, εκδίδοντας γλωσσολογικά και φιλολογικά δοκίμια. Πάντα ωστόσο ξέκλεβε χρόνο από τις ακαδημαϊκές του υποχρεώσεις για να αναπτύξει τη δουλειά που θα τον έκανε γνωστό στα πέρατα της οικουμένης. Το πρώτο μέρος του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», η «Συντροφιά του Δαχτυλιδιού», κυκλοφόρησε το 1954 εμπνευσμένη από τους αρχαίους θρύλους της Βόρειας Ευρώπης. Διέθετε χάρτες, δική της γλώσσα και παραδόσεις, ένα πλήρες φανταστικό λογοτεχνικό σύμπαν δηλαδή που όμοιό του σπάνια ξανασυνάντησε ο κόσμος της γραφής! Οι «Δύο Πύργοι» και «Η Επιστροφή του Βασιλιά» κυκλοφόρησαν το 1955 για να ολοκληρωθεί η τριλογία, φέρνοντας το παγκόσμιο κοινό σε επαφή με ξωτικά, γκόμπλιν, μάγους, νάνους, δέντρα που μιλάνε και όλων των λογιών τα φανταστικά πλάσματα που συναντάμε στον κόσμο του Τόλκιν.
Παρά το γεγονός ότι ούτε από τον «Άρχοντα» έλειψαν οι πικρόχολες κριτικές και τα δηκτικά σχόλια, το παγκόσμιο κύμα των αναγνωστών έκανε την τριλογία μπεστ-σέλερ στα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, με το πράγμα να παίρνει κατόπιν τη μορφή μανίας: οι θαυμαστές του Τόλκιν έφτιαξαν λογοτεχνικές λέσχες για την ανάλυση των βιβλίων, μάθαιναν τις μυθιστορηματικές του γλώσσες και επιδόθηκαν σε όλων των ειδών τις υπερβολές για να τιμήσουν τον συγγραφέα. Ο Τόλκιν αποσύρθηκε από τα ακαδημαϊκά του καθήκοντα, τη βασική του ενασχόληση στη ζωή, το 1959, εκδίδοντας κατόπιν μια πραγματεία αλλά και μια ποιητική συλλογή («Το φύλλο και το δέντρο»), για να κλείσει τον εκδοτικό του κύκλο με ένα ακόμα μυθιστόρημα του φανταστικού, τον «Σιδερά του Μεγάλου Δασοχωριού». Η παντοτινή του σύντροφος πέθανε το 1971 και δύο χρόνια αργότερα την ακολούθησε και ο Τζον Τόλκιν, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 2 Σεπτεμβρίου 1973, σε ηλικία 81 ετών. Τόσο η τριλογία του «Άρχοντα» όσο και το «Χόμπιτ» περιλαμβάνονται στα δημοφιλέστερα λογοτεχνήματα του κόσμου, έχοντας ήδη πουλήσει δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα. Ο σκηνοθέτης Πίτερ Τζάκσον μετέφερε στον κινηματογράφο την ανάρπαστη τριλογία με εντυπωσιακό τρόπο, ενώ πλέον διανύουμε την εποχή της κινηματογραφικής μεταφοράς του «Χόμπιτ», το οποίο θα γίνει κι αυτό κινηματογραφική τριλογία. Μετά τον θάνατο του Τόλκιν, ο γιος του, Κρίστοφερ, αποφάσισε να εκδώσει μια σειρά από έργα που είχε αφήσει ο φοβερός συγγραφέας ημιτελή, τόσο λογοτεχνικά κείμενα του φανταστικού, όσο και ποιήματα, διηγήματα και πανεπιστημιακές μελέτες. Από τα ανέκδοτα λογοτεχνικά του έργα που κυκλοφόρησαν μεταθανάτια ξεχωρίζουν τα «Σιλμαρίλλιον», «Ατέλειωτες Ιστορίες» και «Τα παιδιά του Χούριν»…
Απόψεις
Ο Τόλκιν ήταν πιστός ρωμαιοκαθολικός χριστιανός και μάλλον μετριοπαθής συντηρητικός στις θρησκευτικές και πολιτικές απόψεις του. Το 1943 έγραψε: «Οι πολιτικές απόψεις μου κλίνουν ολοένα και περισσότερο προς την Αναρχία (με τη φιλοσοφική έννοια του όρου, που σημαίνει κατάργηση του ελέγχου και όχι γεννειαφόροι βομβιστές) –ή προς την μη-συνταγματική μοναρχία» (Επιστολές, αρ. 52, προς τον Κρίστοφερ Τόλκιν, 29 Νοεμβρίου 1943). Απεχθανόταν έντονα τις παρενέργειες της εκβιομηχάνισης, θεωρώντας ότι καταστρέφουν την αγγλική ύπαιθρο και τον απλό τρόπο ζωής. Τα περισσότερα χρόνια της ενήλικης ζωής του περιφρονούσε τα αυτοκίνητα και προτιμούσε να κινείται με ποδήλατο . Αυτή η στάση αποτυπώνεται και στο έργο του, ιδιαίτερα στην απεικόνιση της αναγκαστικής «εκβιομηχάνισης» του Σάιρ στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Πολλοί σχολιαστές έχουν σημειώσει την ύπαρξη πιθανών συσχετισμών ανάμεσα σε γεγονότα της ζωής του και το θρύλο της Μέσης Γης. Είπαν μάλιστα ότι ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» φαίνεται πως παριστάνει την Αγγλία κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ωστόσο ο ίδιος απέρριψε κατηγορηματικά αυτή την άποψη, δηλώνοντας, στον πρόλογό του της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου, ότι το έργο του είναι καθαρώς αλληγορικό. Στο θέμα αυτό επανήλθε εκτεταμμένα στο δοκίμιό του «Περί των παραμυθιών» (1947), όπου υποστηρίζει ότι τα παραμύθια είναι τόσο εύστοχα, επειδή διαθέτουν εσωτερική συγκρότηση και ταυτόχρονα λένε αλήθειες για την πραγματικότητα. Καταλήγει μάλιστα λέγοντας ότι και ο Χριστιανισμός διαθέτει εσωτερική συγκρότηση λέγοντας ταυτόχρονα την αλήθεια για την πραγματικότητα. Η πίστη του Τόλκιν στις θεμελιώδεις αλήθειες του χριστιανισμού έχει οδηγήσει τους σχολιαστές του να εντοπίζουν χριστιανικά θέματα στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Και ο ίδιος, παρ’ ότι διαφωνούσε με τη χρήση άμεσων θρησκευτικών αναφορών στα «Χρονικά της Νάρνια», του Κ.Σ. Λιούις, έγραψε ότι η σκηνή στο Βουνό του Χαμού, στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», παραπέμπει στην προσευχή του Χριστού στο Όρος των Ελαιών.
Ο Τόλκιν ήταν πιστός ρωμαιοκαθολικός χριστιανός και μάλλον μετριοπαθής συντηρητικός στις θρησκευτικές και πολιτικές απόψεις του. Το 1943 έγραψε: «Οι πολιτικές απόψεις μου κλίνουν ολοένα και περισσότερο προς την Αναρχία (με τη φιλοσοφική έννοια του όρου, που σημαίνει κατάργηση του ελέγχου και όχι γεννειαφόροι βομβιστές) –ή προς την μη-συνταγματική μοναρχία» (Επιστολές, αρ. 52, προς τον Κρίστοφερ Τόλκιν, 29 Νοεμβρίου 1943). Απεχθανόταν έντονα τις παρενέργειες της εκβιομηχάνισης, θεωρώντας ότι καταστρέφουν την αγγλική ύπαιθρο και τον απλό τρόπο ζωής. Τα περισσότερα χρόνια της ενήλικης ζωής του περιφρονούσε τα αυτοκίνητα και προτιμούσε να κινείται με ποδήλατο . Αυτή η στάση αποτυπώνεται και στο έργο του, ιδιαίτερα στην απεικόνιση της αναγκαστικής «εκβιομηχάνισης» του Σάιρ στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Πολλοί σχολιαστές έχουν σημειώσει την ύπαρξη πιθανών συσχετισμών ανάμεσα σε γεγονότα της ζωής του και το θρύλο της Μέσης Γης. Είπαν μάλιστα ότι ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» φαίνεται πως παριστάνει την Αγγλία κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ωστόσο ο ίδιος απέρριψε κατηγορηματικά αυτή την άποψη, δηλώνοντας, στον πρόλογό του της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου, ότι το έργο του είναι καθαρώς αλληγορικό. Στο θέμα αυτό επανήλθε εκτεταμμένα στο δοκίμιό του «Περί των παραμυθιών» (1947), όπου υποστηρίζει ότι τα παραμύθια είναι τόσο εύστοχα, επειδή διαθέτουν εσωτερική συγκρότηση και ταυτόχρονα λένε αλήθειες για την πραγματικότητα. Καταλήγει μάλιστα λέγοντας ότι και ο Χριστιανισμός διαθέτει εσωτερική συγκρότηση λέγοντας ταυτόχρονα την αλήθεια για την πραγματικότητα. Η πίστη του Τόλκιν στις θεμελιώδεις αλήθειες του χριστιανισμού έχει οδηγήσει τους σχολιαστές του να εντοπίζουν χριστιανικά θέματα στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Και ο ίδιος, παρ’ ότι διαφωνούσε με τη χρήση άμεσων θρησκευτικών αναφορών στα «Χρονικά της Νάρνια», του Κ.Σ. Λιούις, έγραψε ότι η σκηνή στο Βουνό του Χαμού, στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», παραπέμπει στην προσευχή του Χριστού στο Όρος των Ελαιών.
Κατασκευή Γλώσσας
Παράλληλη προς το επάγγελμά του ως φιλόλογος, και κάποιες φορές επισκιάζοντας τη δουλειά του, με αποτέλεσμα η ακαδημαϊκή του παραγωγή να παραμείνει μάλλον ισχνή, ήταν η αγάπη του για την κατασκευή γλωσσών. Οι πιο αναπτυγμένες από τις 7 γλώσσες του, είναι η Κουένυα και η Σίνταριν, η ετυμολογική σχέση των οποίων δημιούργησε τον κορμό μεγάλου μέρους του legendarium (του συνόλου δηλαδή, του επινοημένου κόσμου του Τόλκιν). Η γλώσσα και η γραμματική για τον Τόλκιν ήταν θέμα αισθητικής και ευφωνίας, και η Κουένυα συγκεκριμένα δημιουργήθηκε με βασικό κριτήριο την φωνητική αισθητική. Δημιουργήθηκε ως τα "Λατινικά της γλώσσας των Ξωτικών", και φωνολογικά βασίστηκε στα Λατινικά, με στοιχεία από Φινλανδικά, Ουαλικά, Αγγλικά και Αρχαία Ελληνικά. Μία αξιοσημείωτη προσθήκη ήρθε προς το τέλος του 1945 με τα Αντουναϊκά ή Νουμενόριαν, μία γλώσσα με "ελαφρύ Σημιτικό άρωμα", συνδεδεμένη με τον μύθο του Τόλκιν για την Ατλαντίδα, την οποία, σύμφωνα με το The Notion Club Papers (μία ανολόκληρωτη νουβέλα του Τόλκιν), συνδέει ευθέως με τις ιδέες του περί ανικανότητας να "κληρονομηθεί" η γλώσσα, και μέσω της "Δεύτερης Εποχής" και την ιστορία του Εαρέντιλ, στερεώθηκε σε καλές βάσεις στο legendarium, εξασφαλίζοντας κατ'αυτόν τον τρόπο έναν σύνδεσμο μεταξύ του 20ου αιώνα του "πραγματικού κόσμου" και του θρυλικού παρελθόντος της Μέσης-Γης.
Η δημοτικότητα των βιβλίων του Τόλκιν είχε μία μικρή αλλά διαρκή επίδραση στη χρήση της γλώσσας στη λογοτεχνία φαντασίας συγκεκριμένα, αλλά και σε κανονικά λεξικά, τα οποία σήμερα συχνά αποδέχονται την ιδιοσυγκρασία της ορθογραφία των λέξεων dwarves και dwarvish (μαζί με τα dwarfs και dwarfish), που είχαν χρησιμοποιηθεί ελάχιστα πριν τα μέσα του 19ου αιώνα (στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Τόλκιν, αν ο πληθυντικός των Αρχαίων Αγγλικών είχε επιβιώσει, θα ήταν dwarrows ή dwerrows).
Παράλληλη προς το επάγγελμά του ως φιλόλογος, και κάποιες φορές επισκιάζοντας τη δουλειά του, με αποτέλεσμα η ακαδημαϊκή του παραγωγή να παραμείνει μάλλον ισχνή, ήταν η αγάπη του για την κατασκευή γλωσσών. Οι πιο αναπτυγμένες από τις 7 γλώσσες του, είναι η Κουένυα και η Σίνταριν, η ετυμολογική σχέση των οποίων δημιούργησε τον κορμό μεγάλου μέρους του legendarium (του συνόλου δηλαδή, του επινοημένου κόσμου του Τόλκιν). Η γλώσσα και η γραμματική για τον Τόλκιν ήταν θέμα αισθητικής και ευφωνίας, και η Κουένυα συγκεκριμένα δημιουργήθηκε με βασικό κριτήριο την φωνητική αισθητική. Δημιουργήθηκε ως τα "Λατινικά της γλώσσας των Ξωτικών", και φωνολογικά βασίστηκε στα Λατινικά, με στοιχεία από Φινλανδικά, Ουαλικά, Αγγλικά και Αρχαία Ελληνικά. Μία αξιοσημείωτη προσθήκη ήρθε προς το τέλος του 1945 με τα Αντουναϊκά ή Νουμενόριαν, μία γλώσσα με "ελαφρύ Σημιτικό άρωμα", συνδεδεμένη με τον μύθο του Τόλκιν για την Ατλαντίδα, την οποία, σύμφωνα με το The Notion Club Papers (μία ανολόκληρωτη νουβέλα του Τόλκιν), συνδέει ευθέως με τις ιδέες του περί ανικανότητας να "κληρονομηθεί" η γλώσσα, και μέσω της "Δεύτερης Εποχής" και την ιστορία του Εαρέντιλ, στερεώθηκε σε καλές βάσεις στο legendarium, εξασφαλίζοντας κατ'αυτόν τον τρόπο έναν σύνδεσμο μεταξύ του 20ου αιώνα του "πραγματικού κόσμου" και του θρυλικού παρελθόντος της Μέσης-Γης.
Η δημοτικότητα των βιβλίων του Τόλκιν είχε μία μικρή αλλά διαρκή επίδραση στη χρήση της γλώσσας στη λογοτεχνία φαντασίας συγκεκριμένα, αλλά και σε κανονικά λεξικά, τα οποία σήμερα συχνά αποδέχονται την ιδιοσυγκρασία της ορθογραφία των λέξεων dwarves και dwarvish (μαζί με τα dwarfs και dwarfish), που είχαν χρησιμοποιηθεί ελάχιστα πριν τα μέσα του 19ου αιώνα (στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Τόλκιν, αν ο πληθυντικός των Αρχαίων Αγγλικών είχε επιβιώσει, θα ήταν dwarrows ή dwerrows).