Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν ο τυχερότερος από τη γενιά του. Ήταν ο πρώτος που είδε την Ελλάδα ελεύθερη. Βέβαια δεν ήταν λίγη η πίκρα που δοκίμασε κλεισμένος άδικα στη φυλακή περιμένοντας να τον εκτελέσουν. Η απότομη απαλλαγή από το ζυγό βρήκε ανώριμους τους Έλληνες και η δολοφονία του Καποδίστρια είχε αφήσει ένα μεγάλο κενό. Μετά τη λήξη της «πεφωτισμένης δεσποτείας», η κατάσταση πήγαινε από κακό σε χειρότερο. Στην περίοδο της Αντιβασιλείας η αδικία είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις. Σχολιάζοντας τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Γέρος του Μοριά είχε πει ένα αλληγορικό μύθο: «Κάποτε τα γαϊδουράκια αποφάσισαν να σκοτώσουν τον σαμαρά γιατί σ’ αυτόν απέδωσαν τη δυστυχία τους να είναι υποζύγια των ανθρώπων. Πίστευαν ότι χωρίς αυτόν θα έμεναν επιτέλους χωρίς σαμάρια και δεν θα μπορούσαν οι άνθρωποι να τα φορτώνουν. Δυστυχώς όμως δεν έγινε έτσι. Τα σαμάρια άρχισαν να τα φτιάχνουν οι άπειροι βοηθοί του σαμαρά οι καλφάδες. Όπως ήταν φυσικό αυτά δεν ήταν καλοφτιαγμένα και γι’ αυτό πλήγωναν και κούραζαν περισσότερο τα δυστυχισμένα ζώα τα οποία οι άνθρωποι δεν έπαψαν να φορτώνουν».
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής... εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι», όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του. Ήταν γιος του κλεφτοκαπετάνιου Κωνσταντή Κολοκοτρώνη (1747-1780) από το Λιμποβίσι Αρκαδίας και της Γεωργίτσας Κωτσάκη, κόρης προεστού από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας. Η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων από το 16ο αιώνα, που εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας, βρίσκεται σε αδιάκοπο πόλεμο με τους Τούρκους. Μονάχα από το 1762 έως το 1806, 70 Κολοκοτρωναίοι εξοντώθηκαν από τους κατακτητές. Το 1780, ήταν 10 ετών, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους, ένα γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του. Στα 17 του έγινε οπλαρχηγός του Λεονταρίου και στα 20 του νυμφεύτηκε την κόρη του τοπικού προεστού Αικατερίνη Καρούσου. Το 1806, κατά τη διάρκεια του μεγάλου διωγμού των κλεφτών από τους κατακτητές, κατόρθωσε να διασωθεί και να καταφύγει στη Ζάκυνθο, όπου κατατάχθηκε στον αγγλικό στρατό κι έφθασε μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στις αρχές του 1821 αποβιβάστηκε στη Μάνη για να λάβει μέρος στον επικείμενο Αγώνα. Στις 23 Μαρτίου του 1821 συμμετείχε στο υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στρατιωτικό σώμα που κατέλαβε την Καλαμάτα, σηματοδοτώντας την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Αμέσως μετά έβαλε σκοπό να καταλάβει την Τριπολιτσά, το διοικητικό κέντρο των Οθωμανών στον Μωριά, γιατί αλλιώτικα δεν θα μπορούσε να επικρατήσει η επανάσταση, όπως πίστευε. Η νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821) και η άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), που οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στον Κολοκοτρώνη, τον επέβαλαν ως αρχηγό του επαναστατικού στρατού της Πελοποννήσου.
Από μικρός είχε μεγάλο καημό με τη μόρφωση. Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχθηκε στο «κρυφό σχολειό» από ένα γέρο καλόγερο. Αυτός τον είχε μάθει να γράφει και να διαβάζει χρησιμοποιώντας σαν αναγνωστικό «το ψαλτήρι, το κτωήχι, το μηναίο κι άλλες προφητείες». Όταν κατέφυγε στα Επτάνησα, κυνηγημένος από αλλοεθνείς και ομοεθνείς, μόνο αυτά τα «κολλυβογράμματα» γνώριζε. Εκεί του δόθηκε όμως η ευκαιρία να καλλιεργηθεί πνευματικά. Ώρες ατέλειωτες στη φτωχή του κάμαρα, σκυμμένος στα βιβλία μελετούσε με λαχτάρα για την παλιά δόξα της φυλής μας. Διάβαζε για το Λεωνίδα, το Μιλτιάδη, το Θεμιστοκλή που τους θαύμαζε με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Σύντομα είχε ξεσκονίσει τον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη, χωρίς να παραλείψει τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Δεν πήγαινε ποτέ στα καφενεία, ούτε έπαιζε «κοντσίνα», το προσφιλέστατο επιτραπέζιο παιχνίδι της εποχής του, αλλά σύχναζε μόνο στις συγκεντρώσεις των διανοουμένων, που γοητευμένος από τις γνώσεις τους προσπαθούσε να τους φθάσει.
Στη μάχη των Δερβενακίων (26 - 28 Ιουλίου 1822), όπου καταστράφηκε ο στρατός του Δράμαλη, αναδείχθηκε η στρατηγική του ιδιοφυΐα και η κυβέρνηση Κουντουριώτη τον διόρισε αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων. Η ίδια, όμως, κυβέρνηση θα τον φυλακίσει στην Ύδρα, κατά τη διάρκεια των εμφύλιων συρράξεων των ετών 1823 και 1824, όπου είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Θα τον απελευθερώσει τον Μάιο του 1825, όταν ο Ιμπραήμ απειλούσε να καταστείλει την επανάσταση και θα του αναθέσει εκ νέου την αρχιστρατηγία του Αγώνα. Μετρ του κλεφτοπολέμου και της «καμμένης γης», θα κατορθώνει να κρατήσει ζωντανή την επανάσταση μέχρι τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (7 Οκτωβρίου 1827). Μετά την απελευθέρωση συντάχθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια κι έγινε ένα από τα επιφανή στελέχη του Ρωσικού Κόμματος. Κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας διώχθηκε ως αντιβασιλικός και καταδικάσθηκε σε θάνατο τον Μάιο του 1834. Παρόλο που δύο από τους πέντε δικαστές, ο Τερτσέτης και ο Πολυζωίδης αρνήθηκαν να υπογράψουν την ετυμηγορία, οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο άνθρωπος που υπερασπίστηκε με πάθος την ελευθερία των Ελλήνων, βρέθηκε φυλακισμένος στο Ναύπλιο, κάτω από πολύ άσχημες συνθήκες. Μετά την ενηλικίωσή του, ο Όθωνας του χάρισε την ποινή, τον διόρισε σύμβουλο της Επικρατείας και τον ονόμασε αντιστράτηγο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Κολοκοτρώνης τα πέρασε στην Αθήνα με την ερωμένη του Μαργαρίτα Βελισσάρη (η σύζυγός του είχε πεθάνει το 1820), στο ιδιόκτητο σπίτι του, στη γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα. Την ίδια περίοδο υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836» και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 4 Φεβρουαρίου του 1843, λίγο μετά την επιστροφή στο σπίτι του από δεξίωση στα Ανάκτορα. Το βράδυ της 3ης Φεβρουαρίου, επιστρέφοντας από ένα χορό, ένιωσε μια αδιαθεσία. Κάλεσε τα παιδιά του, τα αποχαιρέτισε και τα συμβούλευσε να είναι πάντα μονιασμένα. Λίγο αργότερα, άφησε την τελευταία του πνοή. Οι γιατροί διαπίστωσαν απλώς τον θάνατό του και τον απέδωσαν σε αποπληξία. Ξημέρωνε η 4η Φεβρουαρίου. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε σε ηλικία 73 ετών. Η είδηση του θανάτου του βύθισε στη θλίψη τους Έλληνες, που τον αποχαιρέτησαν με συγκίνηση και δέος. Δεν ήταν ένας ακόμη καπετάνιος, αλλά η ίδια η Επανάσταση και αυτό δεν μπορούσε να το αλλάξει η ίντριγκα των Βαυαρών και των Ελλήνων που τον πολέμησαν. Από τον γάμο του με την Αικατερίνη Καρούσου απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Πάνο (1798-1824), τον Γενναίο (1806- 1868), τον Κολλίνο (1810-1848) και την Ελένη, ενώ από τη σχέση του με τη Μαργαρίτα Βελισσάρη τον Παναγιωτάκη (1836-1893), τον οποίο αναγνώρισε με τη διαθήκη του.
Οι παλιοί Αθηναίοι τον θαύμαζαν και τον περιέβαλαν με αγάπη και σεβασμό. Όλοι επιζητούσαν την παρέα του και απολάμβαναν τα έξυπνα αστεία του. Ήταν πάντα εύθυμος, θυμόσοφος, καυστικός, πνευματώδης, απλός αλλά και επιγραμματικός στις κρίσεις του. Ένα πολύ χαρακτηριστικό επεισόδιο διηγείτο τη δεκαετία του ’60 ο δισέγγονος του Στρατηγός Βλαδίμηρος Κολοκοτρώνης. Η Πρεσβεία της Γαλλίας είχε χορό. Πρώτος και καλύτερος από τους προσκεκλημένους ήταν ο Γέρος του Μοριά. Τον υποδέχθηκε εγκάρδια η Πρέσβειρα που όμως επειδή γνώριζε πολύ καλά την Ελληνική γλώσσα ήξερε και τι σημαίνει το πρώτο συνθετικό του επωνύμου του. Γι’ αυτό ντράπηκε και άρχισε να τον αποκαλεί με το δεύτερο μόνο συνθετικό. Καμμία αντίδραση από το Στρατηγό, μέχρι που κάποια στιγμή του είπε: «Καθίστε κύριε Κοτρώνη». Αμέσως αυτός γύρισε στην Πρέσβειρα και ρώτησε δήθεν με απορία: «Πώς να καθίσω εξοχοτάτη αφού εσείς μου κόψατε τον …. ;» και ανέφερε το πρώτο μέρος του σύνθετου ονόματος του.
Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη / Αποσπάσματα
Το καλοκαίρι του 1836 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αφηγείται στον Γ. Τερτσέτη επί δύο μήνες γεγονότα από τη ζωή και τη δράση του στην Επανάσταση. Τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη είναι μια ανεκτίμητη πηγή της εθνικής μας Ιστορίας, που φωτίζει γεγονότα της Επανάστασης του 1821. Οι μάχες στις οποίες έλαβε μέρος περιγράφονται με ακρίβεια, απλότητα και μετριοφροσύνη. Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτο ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτο με ένα λαόν, όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωριστεί ως τοιούτος, ούτε να ορκισθεί, παρά μόνο ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ’ ως σκλάβους. Μία φοράν, όταν επήραμε το Ναύπλιο, ήλθεν ο Άμιλτον να με ιδεί. Μου είπε ότι: «Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό, και η Αγγλία να μεσιτεύσει». Εγώ του αποκρίθηκα, ότι: «Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπιτάν Άμιλτον, ποτέ συμβιβασμό δεν εκάμαμε με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς ημείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα». Με είπε: «Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;» - «Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια, η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά».
Έτσι δεν με ομίλησε πλέον. Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμε την επανάσταση, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον διά πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμε λογαριάσει τη δύναμη την εδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα όπου ενικήσαμε, όπου ετελειώσαμε με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμε, ηθέλαμε τρώγει κατάρες, αναθέματα. Ομοιάζομεν σαν να είναι εις ένα λιμένα πενήντα-εξήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις την δουλειά του με μεγάλη φορτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λέγουν: «Ιδού άνθρωπος, ιδού παλληκάρια, ιδού φρόνιμος, και όχι σαν εμείς οπού καθόμεθα δειλοί, χαϊμένοι», και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι, ήθελε ειπούν: «Μα τι τρελλός να σηκωθεί με τέτοια φορτούνα, με τέτοιο άνεμο, να χαθεί ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο εις τον λαιμό του». Η αρχηγία ενός στρατεύματος ελληνικού ήτον μία τυραννία, διατί έκαμνε και τον αρχηγό, και τον κριτή, και τον φροντιστή, και να του φεύγουν κάθε μέρα και πάλι να έρχονται. Να βαστάει ένα στρατόπεδο με ψέμματα, με κολακείες, με παραμύθια. Να του λείπουν και ζωοτροφίες και πολεμοφόδια, και να μην ακούν και να φωνάζει ο αρχηγός. Ενώ εις την Ευρώπη ο αρχιστράτηγος διατάττει τους στρατηγούς, οι στρατηγοί τους συνταγματάρχας, οι συνταγματάρχαι τους ταγματάρχας και ούτω καθεξής. Έκανε το σχέδιό του και εξεμπέρδευε. Να μου δώσει ο Βελιγκτών σαράντα χιλιάδες στράτευμα το εδιοιηκούσα, αλλ’ αυτουνού να του δώσουν πεντακόσιους Έλληνας δεν ημπορούσε ούτε μία ώρα να τους διοικήσει. Κάθε Έλληνας είχε τα καπρίτσια του, το θεό του, και έπρεπε να κάμει δουλειά κανείς με αυτούς, άλλον να φοβερίζει, άλλον να κολακεύει, κατά τους ανθρώπους. «Άπαντα Τσερτσέτη», τομ. Γ’, σελ. 149-150
Το καλοκαίρι του 1836 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αφηγείται στον Γ. Τερτσέτη επί δύο μήνες γεγονότα από τη ζωή και τη δράση του στην Επανάσταση. Τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη είναι μια ανεκτίμητη πηγή της εθνικής μας Ιστορίας, που φωτίζει γεγονότα της Επανάστασης του 1821. Οι μάχες στις οποίες έλαβε μέρος περιγράφονται με ακρίβεια, απλότητα και μετριοφροσύνη. Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτο ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτο με ένα λαόν, όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωριστεί ως τοιούτος, ούτε να ορκισθεί, παρά μόνο ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ’ ως σκλάβους. Μία φοράν, όταν επήραμε το Ναύπλιο, ήλθεν ο Άμιλτον να με ιδεί. Μου είπε ότι: «Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό, και η Αγγλία να μεσιτεύσει». Εγώ του αποκρίθηκα, ότι: «Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπιτάν Άμιλτον, ποτέ συμβιβασμό δεν εκάμαμε με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς ημείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα». Με είπε: «Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;» - «Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια, η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά».
Έτσι δεν με ομίλησε πλέον. Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμε την επανάσταση, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον διά πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμε λογαριάσει τη δύναμη την εδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα όπου ενικήσαμε, όπου ετελειώσαμε με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμε, ηθέλαμε τρώγει κατάρες, αναθέματα. Ομοιάζομεν σαν να είναι εις ένα λιμένα πενήντα-εξήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις την δουλειά του με μεγάλη φορτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λέγουν: «Ιδού άνθρωπος, ιδού παλληκάρια, ιδού φρόνιμος, και όχι σαν εμείς οπού καθόμεθα δειλοί, χαϊμένοι», και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι, ήθελε ειπούν: «Μα τι τρελλός να σηκωθεί με τέτοια φορτούνα, με τέτοιο άνεμο, να χαθεί ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο εις τον λαιμό του». Η αρχηγία ενός στρατεύματος ελληνικού ήτον μία τυραννία, διατί έκαμνε και τον αρχηγό, και τον κριτή, και τον φροντιστή, και να του φεύγουν κάθε μέρα και πάλι να έρχονται. Να βαστάει ένα στρατόπεδο με ψέμματα, με κολακείες, με παραμύθια. Να του λείπουν και ζωοτροφίες και πολεμοφόδια, και να μην ακούν και να φωνάζει ο αρχηγός. Ενώ εις την Ευρώπη ο αρχιστράτηγος διατάττει τους στρατηγούς, οι στρατηγοί τους συνταγματάρχας, οι συνταγματάρχαι τους ταγματάρχας και ούτω καθεξής. Έκανε το σχέδιό του και εξεμπέρδευε. Να μου δώσει ο Βελιγκτών σαράντα χιλιάδες στράτευμα το εδιοιηκούσα, αλλ’ αυτουνού να του δώσουν πεντακόσιους Έλληνας δεν ημπορούσε ούτε μία ώρα να τους διοικήσει. Κάθε Έλληνας είχε τα καπρίτσια του, το θεό του, και έπρεπε να κάμει δουλειά κανείς με αυτούς, άλλον να φοβερίζει, άλλον να κολακεύει, κατά τους ανθρώπους. «Άπαντα Τσερτσέτη», τομ. Γ’, σελ. 149-150